Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

8. Όλα είναι θέμα εμπιστοσύνης.

~Πίστεις αρ τοι ομώς και απιστίαι ώλεσαν άνδρας.

–Τόσο η εμπιστοσύνη όσο και η έλλειψη εμπιστοσύνης έχουν καταστρέψει ανθρώπους.~

•Ησίοδος, 7ος αιών π.Χ., Αρχαίος Έλληνας ποιητής

Αυγή.

ΤΟΥΛΗΣ👩💞:

Άλεξ;-

Άλεξ;-

Άλεξ;-

ΆΛΕΞ;-

ΑΛΕΞΆΝΔΡΑ!-

💩-

💩-

💩-

💩-

«Μπορώ να στέλνω μηνύματα μέχρι να σου δείχνει εκατό συν.» ψελλίζω χαιρέκακα, στέλνοντας άλλο ένα σκατουλάκι αντί για χεράκι.

Σταματώ μόνο όταν η κάμερα πάνω δεξιά αρχίζει να κάνει κυκλάκια, και τα μηνύματα μου διαβάζονται. Γελάω σατανικά. Θα φάω κράξιμο τώρα.

Σάκης-Λαλάκης🙅‍♂️💚:

-Κορίτσι μου είσαι βλαμμένο;

-Ούτε να φάω δεν μπορώ με εσένα που έχω μπλέξει, μόνο γίνεται βομβαρδισμός από γκλιν!

-Ελπίζω να είναι αρκετά σημαντικό, αλλιώς θα φας ξύλο!

Γελάω δυνατά, καθώς τα διαβάζω.
Τώρα δεν θα είχε πλάκα, αν της έστελνα απλώς ένα "βαριέμαι";

ΤΟΥΛΗΣ👩💞:

Βγήκα με τον Lucas.-


Δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό, όταν το κινητό μου αρχίζει να χτυπάει. Χαμογελάω. Κλασσική Αλεξάνδρα.

«Καλώς την!» λέω με μελιστάλαχτη φωνή, παίζοντας το άνετη.

«ΠΌΤΕ; ΠΏΣ; ΔΕΝ ΝΤΡΆΠΗΚΕΣ ΝΑ ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΌΤΙ ΚΑΝΟΝΊΣΑΤΕ;» φωνάζει και γουρλώνω τα μάτια, απομακρύνοντας το κινητό από το αυτί μου.

«Καλά είμαι, μια χαρά! Εσύ;» ρωτάω γελώντας και την ακούω που ρουθουνίζει. Την έχω πολύ άσχημα.

«Καλά είμαι και εγώ, ΛΈΓΕ ΤΏΡΑ!» απαιτεί ουρλιάζοντας, και νιώθω ήδη το αυτί μου να πονάει. Λογικά με εκδικείται για κάθε φορά που μιλάω δυνατά.

«Σκάσε παιδί μου! Δεν κανονίσαμε. Ήταν έξω από την σχολή χορού και με περίμενε για να με γυρίσει σπίτι.» την ενημερώνω και βγάζει κάτι περίεργους ήχους.

Με "ααωω" έμοιαζαν.

«Και; Λεπτομέρειες θέλω!» τονίζει με ανυπομονησία. Δαγκώνω τα χείλη μου, καθώς κάθομαι στη στριφογυριστή καρέκλα και κάνω κύκλους.

«Δεν είπαμε πολλά. Μου είπε ότι ήρθε για μένα και -προφανώς- τον ρώτησα γιατί και ρε, μου απάντησε ότι ήθελε πολύ να με ξανά δει, κι όταν αυτός θέλει κάτι, προσπαθεί.» κάνω μια παύση και παίρνω μια βαθιά ανάσα, ενώ αμέσως μετά αναστενάζω.

«Το καλό που του θέλω.» γρυλίζει χαμηλόφωνα και ξεροβήχω.

«Ε και τέλος πάντων, μου είπε ότι λατρεύει το χρώμα των ματιών μου-»

«Και μετά εσύ του είπες ότι είναι συνηθισμένα.» με συμπληρώνει στον ίδιο τόνο και μειδιάζω ελαφρά. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος που να με ξέρει καλύτερα.

«Πόσο καλά με ξέρεις...και μετά φτάσαμε σπίτι μου και έσκυψε ελαφρά, και ενώ ήμουν έτοιμη να γυρίσω το κεφάλι μου αν έκανε κίνηση, αυτός με φίλησε στο μάγουλο.» αναστενάζω ξανά. Η κολλητή μου δεν μιλάει για λίγο, αλλά μπορώ να νιώσω τον ενθουσιασμό της για την στάση του.

«Τον συμπάθησα.» είναι το μόνο που λέει, αλλά είναι αρκετό για να με κάνει να γελάσω. Γυρίζω ξανά την καρέκλα, κοιτώντας βιαστικά το δωμάτιο μου. 8
Πρέπει να βρω πού θα βάλω τα μουσικά όργανα.

«Ήταν γλυκούλης είναι η αλήθεια, αλλά θα δείξει.» ψελλίζω, αφήνοντας ένα χασμουρητό.

Ίσως τα βάλω στη γωνία κάτω από το παράθυρο. Χωράει και το αρμόνιο και η κιθάρα.

«Αχ, Αυγή...αύριο αρχίζουν τα σχολεία και είμαι ήδη στα πρόθυρα να κλάψω.» την ακούω που ξεφυσάει και ακολουθώ και εγώ.

«Εσύ τουλάχιστον έχεις και πέντε-έξι άτομα που κάνετε παρέα, τι να πω και εγώ;» στηρίζω το κεφάλι μου στο χέρι μου, παρατηρώντας τον πίνακα που απεικονίζει το Παρίσι πάνω από την πόρτα μου.

«Άτομο που μπαίνει σε χορωδία και θεατρική ομάδα και έχει παρέες και στις τρεις τάξεις, δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει μόνο του. Να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου.» με καθησυχάζει με τον τρόπο της και χαμογελάω. Περασμένα μεγαλεία.

«Για να δούμε.» ψελλίζω κάπως κοφτά. Δεν με ανησυχεί, ή με αγχώνει το γεγονός ότι ξεκινάω την τρίτη λυκείου, όσο τ'ότι το κάνω χωρίς κανέναν γνωστό. Και είναι τραγικό αν σκεφτείς ότι όσοι με ξέρουν, πλην της Αλεξάνδρας, με θεωρούν τρομερά κοινωνικό άτομο.

«Τέλος πάντων αγάπη, πρέπει να σε κλείσω γιατί έχω αρχαία σε μια ώρα και δεν έχω κάνει ακόμα τις ασκήσεις.» μπορώ εύκολα να ακούσω τη δυσαρέσκεια στη φωνή της.

«Εντάξει κορίτσι μου, καλό μάθημα.» εύχομαι με ένα μικρό γελάκι, καθώς είμαι σίγουρη ότι στριφογυρίζει τα μάτια της.

«Αυγή;» ρωτάει σιγανά και σμίγω τα φρύδια μπερδεμένη. Νόμιζα θα έκλεινε.

«Πες μου.» προτρέπω, ενώ σηκώνομαι από την καρέκλα πλησιάζοντας την ντουλάπα μου.

Η μεγαλύτερη αγγαρεία για μένα, είναι που πρέπει να βρίσκω ρούχα από το βράδυ γιατί αν υπάρχει κάτι που ζορίζομαι να κάνω, είναι να ξυπνάω στις επτά.

Αστείο βέβαια, μιας που λατρεύω τα πρωινά. Η μυρωδιά, το κρύο αεράκι, ο ήλιος που είναι ακόμα πολύ ψηλά. Όλα αυτά είναι τόσο όμορφα.

«Θέλω να προσέχεις. Γιατί μπορεί να σε ενθαρρύνω, ή να σε αποτρέπω, αλλά στο τέλος θα κάνεις αυτό που θες εσύ. Οπότε, σε παρακαλώ, ό,τι κι αν γίνει με αυτόν τον Lucas, μην τα δώσεις όλα. Πρέπει πάντα να κρατάς κάτι για σένα.» με συμβουλεύει με χαμηλή φωνή, και μένω να κοιτάω το εσωτερικό της ντουλάπας σκεπτόμενη τα λόγια της.

Περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου, ξεροκαταπίνοντας. Γιατί με άγχωσε αυτό;

«Θα προσέχω Άλεξ μου.» υπόσχομαι σιωπηλά, στηριζόμενη στο ανοιχτό φύλλο της ντουλάπας. Την ακούω που μουγκρίζει συγκαταβατικά.

«Πάω τώρα. Θα τα πούμε. Καλή αρχή.» εύχεται και κλαψουρίζω σιγανά.

«Ευχαριστώ. Καλό μάθημα.» αμέσως μετά η κλήση τερματίζεται. Παίρνω μια ανάσα και κοιτάω τα ρούχα μου με μισόκλειστα μάτια.

Για να δούμε τώρα τι θα βάλουμε.

(...)

Το αυτοκίνητο του μπαμπά μου σταματάει μπροστά από το σχολείο. Το στομάχι μου δένεται κόμπος.

Ω, θεούλη.

Γυρίζει και με κοιτάει. Μου χαμογελάει πλατιά και νιώθω ήδη την καρδιά μου να ηρεμεί.

«Να είσαι απλά ο εαυτός σου Αυγή μου, κι όλα θα πάνε καλά.» μου υπενθυμίζει και γνέφω θετικά.

Αρκεί να μην ανοίγεσαι Αυγή, τότε θα πάνε όντως καλά.

«Θα περιμένεις να μπούμε μαζί, ή θα μπεις μόνη σου;» ρωτάει, χαϊδεύοντας τα κόκκινα μαλλιά μου.

Ξεροκαταπίνω.
Μια ψυχή που είναι να βγει...

«Πήγαινε να παρκάρεις, θα μπω εγώ.» ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού, και λίγο πριν βγω τον βλέπω που χαμογελάει υπερήφανα. Στριφογυρίζω τα μάτια μου.

Σιγά μπαμπά, δεν ανακάλυψα και την Αμερική.

«Εντάξει μωρό μου, θα τα πούμε αργότερα.» γνέφω θετικά και κλείνω την πόρτα. Το αυτοκίνητο εξαφανίζεται από το οπτικό μου πεδίο, και μένω να κοιτώ κάπως αγχωμένα το σχολείο.

Φαίνεται πραγματικά πολύ μεγάλο. Ακριβώς απέναντι από την πόρτα βρίσκεται το κτήριο. Είναι βαμμένο σε ένα συμπαθητικό κίτρινο χρώμα και φαίνεται οριακά καινούργιο.

Απρόθυμα, βάζω το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και πριν καν το καταλάβω, βρίσκομαι ήδη στο προαύλιο.

Στο αριστερό μου χέρι έχει μια γωνία με ένα διαγώνιο, μεγάλο παγκάκι, σε σημείο που ξαπλώνουν δύο άτομα, και κολλητά σε αυτό, μια σειρά από δέκα σκαλιά που κατεβαίνουν στην μεγάλη αυλή. Υπάρχει ένα, αρκετά μεγάλο, γήπεδο μπάσκετ, ενώ ακριβώς δίπλα έχει μεγάλα και πλατιά σκαλιά που, μάλλον, λειτουργούν ως κερκίδες.

Δεξιά του γηπέδου, έχει μια μεγάλη σειρά με λουλούδια που, αν βλέπω καλά, συνεχίζουν μέχρι την πίσω πλευρά του σχολείου, ενώ το τειχάκι λειτουργεί κι αυτό σαν παγκάκι. Είναι όντως τεράστιο σχολείο.

Υπάρχουν ήδη αρκετές παρέες παιδιών και αυτό για κάποιο λόγο με κάνει να σφίξω το λουρί της μαύρης μου τσάντας, και να κοιτάξω τα παπούτσια μου. Αν κάτσεις εδώ στη μέση απλά όλοι θα σε κοιτάξουν. Κουνήσου Αυγή!

Πλησιάζω το μεγάλο παγκάκι δίπλα από την είσοδο και κάθομαι, ενώ αναρωτιέμαι πόσες πιθανότητες υπάρχουν να μου κάνουν παρατήρηση αν βάλω ακουστικά.

Λογικά καμία, αλλά έλα τώρα, για μένα μιλάμε.

Ξεφυσάω βαριεστημένα. Θέλω κάποιος να με πάει στην Αλεξάνδρα, χθές.

«Γειά σου!» μια πολύ λεπτή φωνή ακούγεται κοντά μου, και γυρίζω ασυναίσθητα προς εκείνη την κατεύθυνση.

Μια κοπέλα, σχετικά κοντούλα, με μαύρα κοντοκουρεμένα, ατίθασα μαλλιά, μικρά στρογγυλά γυαλιά και οριακά ανδρικό ντύσιμο, μου χαμογελάει ευγενικά.

Μένω λίγο σοκαρισμένη να την κοιτάω, ενώ παρατηρώ το πρόσωπο της. Τι γωνίες είναι αυτές;!

Δίπλα της, στέκεται ένα ψηλό αγόρι με ανοιχτά καστανά μαλλιά, και ένα εξίσου ευγενικό χαμόγελο με αυτό της κοπέλας. Χαμογελάω και εγώ νευρικά.

«Γειά.»

Η κοπέλα κάθεται δίπλα μου και το χαμόγελο της είναι τρομερά φωτεινό. Είναι μια καύλα.

«Εύη!» απλώνει το χέρι της για χειραψία, και τα μάτια μου πέφτουν αμέσως στα τρία ασημένια δαχτυλίδια που φοράει στον δείκτη, τον μέσο και τον παράμεσο. Το ένα είναι νεκροκεφαλή.

«Αυγή.» ανταποδίδω χαμογελώντας απαλά.

«Αλέκος.» συστήνεται και το αγόρι, μόνο που αυτός αντί για χειραψία, τείνει τη γροθιά του.

«Χάρηκα.» ανταποκρίνομαι στην κίνηση του, αφήνοντας ένα μικρό γελάκι.

«Καινούργια;» ρωτάει η Εύη, αλλά ξεκάθαρα ξέρει ότι είμαι.

«Ναιπ, καινούργια.» κουνάω το κεφάλι θετικά, ενώ περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου.

«Ξέρω. Εγώ ήρθα πριν τέσσερα χρόνια και ο Αλέκος πριν τρία. Ήταν και για εμάς το ίδιο δύσκολο.» στα λόγια της υπάρχει κατανόηση, και η αλήθεια είναι ότι με κάνει να νιώσω καλύτερα. Αφήνω μια ανάσα και κάθομαι οκλαδόν.

«Ελπίζω αυτό το συναίσθημα του "δεν ξέρω πού πατώ και πού βρίσκομαι" να αλλάξει σύντομα.» γελάω καθώς το λέω, προσευχόμενη να μην ακούστηκε η απόγνωση μου.

«Θα αλλάξει, να είσαι σίγουρη.»

Το κουδούνι χτυπάει και θέλω να φύγω τρέχοντας από εδώ. Τα παιδιά δυσανασχετούν.

«Και να 'μαστε πάλι εδώ.» μουρμουρίζει η Εύη. Μου κάνει νόημα να σηκωθώ από το παγκάκι και υπακούω. Κατεβαίνουμε τα σκαλιά και μπλεκόμαστε με τους υπόλοιπους μαθητές. Όλοι φαίνεται να γνωρίζουν την Εύη, γιατί όλοι την χαιρετούν.

Μια γυναίκα γύρω στα πενήντα εμφανίζεται στην κορυφή της σκάλας, και γύρω της οι καθηγητές• μεταξύ αυτών και ο μπαμπάς μου.

«Αυτή με τον μεγάλο κώλο, είναι το ψάρι.» ψιθυρίζει δείχνοντας μου την διευθύντρια.

«Ψάρι;» αναρωτιέμαι μπερδεμένη, αλλά η φωνή της μας τραβάει την προσοχή.

«Καλημέρα παιδιά. Για όσους δεν με ξέρετε είμαι η διευθύντρια Ρένα Χατζηπαύλου και σας καλωσορίζω στο σχολικό έτος 2020-2021.» ξεκινάει και θέλω ήδη να γελάσω.

«Γιατί μιλάει λες και παρουσιάζει επίδειξη μόδας;» η Εύη και ο Αλέκος γελάνε σιγανά.

«Αυτή είναι η απορία όλων.»

«Θα ήθελα να σας ανακοινώσω ότι από φέτος, στο δυναμικό του σχολείου μας ανήκει και ο ψυχολόγος Πέτρος Γεωργίου.» τον δείχνει και ο μπαμπάς μου χαμογελάει σφιγμένα.

Ένας μαζικός αναστεναγμός ακούγεται και, αφού γουρλώσω τα μάτια, γυρίζω να τις κοιτάξω όλες μια προς μια. Α, δεν θα τα πάμε καλά!

«Ηλίθιες στερημένες.» τις κράζει η Εύη και αυτόματα αποκτά μια θέση στην καρδιά μου.

«Το γραφείο του θα είναι ξεχωριστό από αυτό των καθηγητών, και έχετε πρόσβαση σε αυτό όλες τις ώρες της μέρας. Καλό θα ήταν βέβαια, η όποια συζήτηση, να γίνεται στο διάλειμμα ώστε να μην χάνετε μαθήματα.» συνεχίζει να εξηγεί και ακούγεται μια βαβούρα.

Κοίτα πέραση ο Πέτρος.

«Θα ξεκινήσουμε με τον χωρισμό τον τμημάτων της πρώτης λυκείου...» αρχίζει και από εκεί και πέρα σταματώ να την ακούω.

«Γιατί την είπες ψάρι πριν;» ρωτάω και κρυφογελάει.

«Γιατί δεν καταλαβαίνει ρε φίλε. Της λες κάτι και σε κοιτάει όπως ακριβώς ένα ψάρι! Φουσκωτά μάγουλα, θολά μάτια και ίσως μισάνοιχτα χείλη. Ανάλογα τη μέρα.» μου εξηγεί και θέλω ήδη να πάω να της κάνω ερώτηση, μόνο και μόνο για να δω αντίδραση.

Λίγη ώρα αργότερα, η πρώτη και η δευτέρα έχουν μπει σε τμήματα και η διευθύντρια κοιτάει με ένα απειλητικό βλέμμα την τρίτη.

«Πριν ξεκινήσουμε με τον χωρισμό σας θέλω να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα.» αρχίζει και ένα ομόφωνο "ωχ" βγαίνει από τα χείλη των παιδιών.

«Δεν θα ανεχτώ τις βλακείες που κάνατε πέρυσι. Ούτε σπασμένα πόμολα, ούτε υστερικές αντιδράσεις για οποιαδήποτε θέμα, ούτε φασαρίες, ούτε τσιγάρα και ποτά. Αλλιώς ξεχάστε κάθε είδους καλή διάθεση για την καλύτερη δυνατή συνεργασία.» γρυλίζει τσαντισμένη.

Κάποιοι γελάνε, κάποιοι άλλοι δυσανασχετούν, κάποιοι απλώς την αγνοούν. Ένα σύμπλεγμα απαντήσεων σε "ναι", "ό,τι πείτε" και "μάλιστα" τριβελίζει τ'αυτιά μου.

«Ωραία.» ρουθουνίζει.
«Ξεκινάμε με τον χωρισμό των τμημάτων. Από Αλεβίζου μέχρι Μαλτέζου, στην αίθουσα ένα του ισογείου.» ξεκινάει και αρχίζω να περπατάω, ουσιαστικά στα τυφλά, μέχρι που ανακαλύπτω πως η Εύη περπατάει δίπλα μου.

«Αν δεν τα αλλάξουν, θα είμαστε στο ίδιο τμήμα!» μου χαμογελάει με ενθουσιασμό και ανταποδίδω.

«Τέλεια.»

Μπαίνουμε στο εσωτερικό του σχολείου, κι αφού προσπεράσουμε δύο γραφεία, των υποδιευθυντών και της διευθύντριας, βρίσκουμε την αίθουσα. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι σε άσπρο και πράσινο, ενώ τα μεγάλα παράθυρα τα κρύβει μια μπεζ κουρτίνα.

«Έλα.» η Εύη χτυπάει απαλά το μπράτσο μου, ξυπνώντας με.
«Θα κάτσουμε μαζί.»

Περπατάει προς το δεύτερο θρανίο της πρώτης σειράς, απέναντι από την έδρα. Λόγω της πόρτας που βρίσκεται ανάμεσα στην έδρα και τα θρανία, υπάρχει αρκετή απόσταση μεταξύ τους.

Ευτυχώς.

«Γιατί δεν κάναμε αγιασμό;» ρίχνω την απορία μου, τρίβοντας τις παλάμες μου στο τζιν κάπρι μου.

«Ο παπάς συνήθως δεν είναι διαθέσιμος την πρώτη μέρα, οπότε πρέπει να περιμένουμε. Θα τον κάνουμε λογικά μέσα στην εβδομάδα.» χασμουριέται ελαφρά καθώς μιλάει και γελάω ελαφρά, αφού πρώτα γελάσει κι αυτή.

Mood.

«Που 'σαι ρε τρελέ μου;» μια ανδρική φωνή με κάνει να γυρίσω και να κοιτάξω. Ένα αγόρι γύρω στο 1,88 ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια, στέκεται μπροστά μας.

Πώς μπορεί ο κόσμος να είναι τόσο ψηλός;

Η Εύη τινάζεται όρθια ενθουσιασμένη, και τρέχει κοντά του για να τον αγκαλιάσει.

«Ρε Λευτεράκο, μου έλειψες ρε!» τον σφίγγει πάνω της και εκείνος χαμογελάει στα λόγια της, κοιτώντας με κάπως κλεφτά.

«Και μένα ρε τρελό!» σπάνε την επαφή τους και ο τύπος κάθεται στο πίσω θρανίο.
«Έχει έρθει ο Φώτης, τον είδες;»

Το χαμόγελο της διπλανής μου λάμπει ακόμα περισσότερο, και έχω αρχίσει να πιστεύω ότι θα βγάλει φτερά και θα φύγει πετώντας.

«Όχι, δεν τον είδα! Έρχομαι σε πέντε λεπτά.» μας ειδοποιεί και σε πολύ λίγο χρόνο εξαφανίζεται. Ο Λευτέρης κάθεται πίσω μου και σταματά να βρίσκεται στο οπτικό μου πεδίο.

Μένουμε για λίγο αμίλητοι. Συνεχίζει να με κοιτάει αρκετά έντονα κι αυτό με εκνευρίζει για να είμαι ειλικρινής. Στρέφω το κεφάλι μου προς το μέρος του και ασυναίσθητα υψώνω το φρύδι. Παίρνω μια θυμωμένη έκφραση.

«Ξέρεις δεν είναι ευγενικό να κοιτάς τον άλλον με τόση επιμονή.» λέω, δήθεν, διδακτικά και με κοιτάει κάπως έκπληκτος. Περνάνε μερικά δευτερόλεπτα, όταν τελικά γελάει απαλά.

«Λευτέρης.» συστήνεται και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου.

Ναι, το ξέρω.

«Αυγή.» αποκρίνομαι όσο πιο απαλά μπορώ και χαμογελάει ξανά.

«Χάρηκα.» περνάει το χέρι του μέσα από τα ξανθά, ελαφρώς σγουρά, μαλλιά του με ένα αγουροξυπνημένο βλέμμα.

«Και εγώ.»

Μια γυναίκα με σγουρά καστανά μαλλιά και ένα τρομερά παιχνιδιάρικο χαμόγελο, μπαίνει στην αίθουσα και πίσω της ακολουθεί η Εύη. Μόλις η κοπέλα κάτσει δίπλα μου, η καθηγήτρια κάθεται στην έδρα.

«Καλημέρα παίδες. Για όσους δεν με γνωρίζουν, ονομάζομαι Λήδα Νίκα, και είμαι φιλόλογος.» αρχίζει και βλέπω πολλούς να χαμογελούν από ενθουσιασμό.

«Αυτή είναι χωρίς υπερβολή, ό,τι καλύτερο υπάρχει.» ψελλίζει η Εύη και χαμογελάω στα λόγια της. Αυτό είναι καλό υποθέτω.

«Δεν είναι σίγουρο ακόμα ότι θα σας κάνω μάθημα, αλλά αν το κάνω, υπόσχομαι πως θα είναι μια πολύ όμορφη χρόνια. Ο μόνος μου σκοπός είναι να σας βοηθήσω.» μας χαμογελάει ενθαρρυντικά. Χαμογελάω και εγώ ασυναίσθητα στα λόγια της. Είναι πολύ καλή.

«Όπως γνωρίζετε ήδη σήμερα δεν θα κάνουμε μάθημα, οπότε είστε ελεύθεροι να φύγετε. Και να θυμάστε παιδιά, αυτή είναι η καλύτερη σας χρονιά.» μόλις τελειώσει τη φράση της, όλοι σηκώνονται από τις θέσεις τους για να φύγουν.

Ακολουθώ και εγώ τις ίδιες κινήσεις. Λίγο πριν βγω από την αίθουσα, γυρίζω ελαφρά και την κοιτάω κλεφτά, καθώς εκείνη κοιτάει κάτι στο κινητό της.

"...είναι η καλύτερη σας χρονιά." σκέφτομαι τα λόγια και αφήνοντας μια ανάσα άγχους, βγαίνω από την τάξη.

Για να δούμε.

Βγαίνω στο προαύλιο και δίπλα στην πόρτα στέκεται η Εύη, χαμογελώντας μου.

«Αυγή, θα πάμε για καφέ με τα παιδιά, θες να έρθεις;» με προσκαλεί ενθουσιασμένη, και χαμογελάω και εγώ κάπως νευρικά.

«Εμ...ίσως κάποια άλλη φορά. Πρέπει να γυρίσω σπίτι.» αρνούμαι ευγενικά.

«Εντάξει τότε, καλή ξεκούραση.» εύχεται χαϊδεύοντας απαλά το μπράτσο μου, και φεύγει με την παρέα της. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ τον μπαμπά μου να βγαίνει από το σχολείο.

«Αυγή μου, πώς είσαι;» με αγκαλιάζει τρυφερά και χαμογελάω.

«Καλά, εσύ;»

«Καλά, μια χαρά! Οι συνάδελφοι μου είναι φιλικοί, κάνω τη δουλειά που σπούδασα, έχω κοντά μου την κοράκλα μου, οπότε όλα τέλεια.» φιλάει τα μαλλιά μου και γελάω ελαφρά.

«Μπράβο, μπράβο. Πάμε σπίτι; Πείνασα!» κλαψουρίζω και γελάει τσιμπώντας την μύτη μου.

«Εγώ λέω να πάμε να πάρουμε τη μαμά και να πάμε για πρωινό, μιας που δεν φάγαμε εμείς. Τι λες;» ρίχνει την ιδέα και το χαμόγελο μου μεγαλώνει. Bagel με γαλοπούλα και φιλαδέλφια, σου έρχομαι!

«Φύγαμε!» συμφωνώ, και περπατάμε προς το αυτοκίνητο.

(...)

«Αχ, έσκασα!» ψελλίζει ο μπαμπάς μου, κάνοντας λίγο πιο πίσω το πιάτο με τα pancakes.

«Εγώ νομίζω έτρωγα άλλη μια βάφλα.» η μαμά μου, με ένα τρομερά αναποφάσιστο ύφος, σκέφτεται.

Ο σύζυγος της γυρίζει να την κοιτάξει κάπως μπερδεμένος, και πραγματικά γελάω με το βλέμμα του. Εγώ εν τω μεταξύ, συνεχίζω να τρώω σαν σπουργιτάκι το bagel μου, έχοντας καταφέρει να φάω το μισό. Αν φημίζομαι για κάτι, αυτό είναι το πόσο αργά τρώω.

«Κι άλλο βρε Θάλεια μου; Εσύ ποτέ δεν τρως τόσο πολύ, τι σε έχει πιάσει;» ρωτάει με μια μικρή ανησυχία. Η μαμά μου σουφρώνει τα χείλη της παιδικά, με ένα μικρό παράπονο.

«Δεν ξέρω, αλήθεια. Νιώθω κάπως περίεργα τον τελευταίο καιρό, σαν...σφίξιμο; Είναι λες και αγχώνομαι για κάτι, χωρίς καν να το καταλαβαίνω και απλά το ρίχνω στο φαγητό!» προσπαθεί να μας εξηγήσει, αλλά δεν βγάζει και πολύ νόημα η απάντηση της.

Κοιτάω στα κλεφτά τον άνδρα δίπλα μου, και με κοιτάζει κι αυτός. Σκέφτεται σίγουρα ό,τι και εγώ: η μαμά δεν είναι πολύ καλά.

«Πρέπει να χαλαρώσεις αγάπη μου, να ηρεμήσεις και να προσαρμοστείς.» χαϊδεύει την ανάστροφο της παλάμης της και του χαμογελάει.

«Το ξέρω.» παραδέχεται, δαγκώνοντας τα χείλη της με ένα ένοχο ύφος.

«Τέλος πάντων, πάω στο μπάνιο εγώ και έρχομαι.» σηκώνεται από την καρέκλα του, σκουπίζοντας παράλληλα τα χείλη του. Μόλις απομακρυνθεί, κοιτάω την γυναίκα απέναντι μου με σοβαρό ύφος.

«Μαμά, πρέπει να κάνουμε κάτι.» αρχίζω και με κοιτάει προβλιματισμένη.

«Για ποιο πράγμα Αυγή μου;» πίνει μια γουλιά από τον χυμό της, δίνοντας μου το πιο όμορφο χαμόγελο της.

«Τα κορίτσια σήμερα στο σχολείο, μόλις είδαν τον μπαμπά έκαναν σαν λυσσάρες! Έπρεπε να ακούσεις πώς αναστέναξαν όταν τον παρουσίασε η διευθύντρια.» ανεβάζω ελάχιστα τον τόνο της φωνής μου, και μόλις τελειώσω την πρόταση μου αρχίζει και γελάει.

Τα μάτια μου ανοίγουν ελαφρά από την έκπληξη. Εδώ δεν είναι το σημείο που, κανονικά, ζηλεύει;

«Κοριτσάκι μου, ο μπαμπάς σου είναι πολύ όμορφος. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να φέρονται έτσι τα κορίτσια. Ξέρεις πόσες έφηβες έχουν φαντασίωση με καθηγητή τους;» η απάντηση της με αφήνει άφωνη.

«Πώς μπορείς να το λες αυτό; Δεν φοβάσαι ότι κάποια μπορεί να του την πέσει;»

Γελάει. Πάλι γελάει.
Θα τρελαθώ!

«Ας του την πέσει. Το θέμα είναι ότι ο μπαμπάς σου θα της κόψει τη φόρα. Βλέπεις Αυγή μου, για τον μπαμπά δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από εσένα και μένα.» μιλάει με σιγουριά, αλλά εγώ νιώθω να αγχώνομαι. Και δεν μου αρέσει καθόλου αυτό.

«Ναι αλλά-»

«Τον εμπιστεύομαι.» με διακόπτει με ένα τεράστιο χαμόγελο. Πίνει λίγο χυμό ακόμα.
«Εσύ όχι;»

Κοιτάω για λίγο το μαγαζί παίρνοντας μια ανάσα. Δεν με ξανά ρωτάει, περιμένει με υπομονή να της απαντήσω.

«Και εγώ τον εμπιστεύομαι.» ψελλίζω εν τέλει, νιώθοντας τύψεις που ξεκίνησα αυτή τη συζήτηση. Τον αδικώ και το ξέρω. Σκέφτομαι πάντα τόσο πολύ.

Κάνει τα σγουρά μαλλιά της έναν κότσο, και μου χαμογελάει σαν να με επιβραβεύει για την απάντηση μου.

«Καλά κάνεις. Όλα είναι θέμα εμπιστοσύνης.» μου κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα, την στιγμή που ο μπαμπάς μου επιστρέφει στο τραπέζι.

«Τι λένε τα κορίτσια μου;» ρωτάει κοιτώντας μας με λατρεία, ενώ λίγο πριν κάτσει αφήνει ένα απαλό φιλί στα χείλη της μαμάς μου.

«Τίποτα, σχολιάζαμε πόσο ωραίο πρωινό κάνει αυτό το μαγαζί.» του χαμογελάει, χαϊδεύοντας το χέρι του ασυναίσθητα.

Εκείνος, πιάνει το δικό της χέρι και το φιλάει απαλά. Χαμογελάω στην κίνηση του, και στο πώς λάμπουν τα μάτια του όσο την κοιτάει. Αφήνω μια ανάσα, ωστόσο η φράση της μαμάς μου δεν λέει να ξεκολλήσει από το μυαλό μου.

Όλα είναι θέμα εμπιστοσύνης.


























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!

Γελάω που η Αλεξάνδρα προσπαθεί να πείσει την Αυγή να το πάει χαλαρά με τον Lucas, κυρίως γιατί ΠΟΤΈ δεν ακούμε τις κολλητές, παρόλο που ΠΆΝΤΑ σε αυτές τρέχουμε όταν κάνουμε την υπέρτατη μαλακιάρα.

Έχουμε και καινούργια πρόσωπα! Εύη, Αλέκος, Λευτέρης! Εγώ πάντως τους συμπάθησα.

Τέλος, η συζήτηση της Αυγής και της Θάλειας. Γιατί ανησυχεί τόσο αυτό το κορίτσι;

•Όλα είναι θέμα εμπιστοσύνης! Είναι αλήθεια! Η εμπιστοσύνη είναι το άλφα και το ωμέγα στις ανθρώπινες σχέσεις και είναι τραγικά αστείο το ποσό εύκολα χάνεται. Αρκεί μόνο ένα λάθος. Και καλώς ή κακώς οι άνθρωποι είμαστε επιρρεπείς στα λάθη, το θέμα είναι να μετανιώνουμε γι'αυτά και να τα διορθώνουμε. Κυρίως για εμάς.

Το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην gewrgiana_vath_ και την marinagiii που μια ζωή μοιραζόμαστε συμβουλές και μετά πάμε και τα κάνουμε σκατά και δεν ξέρουμε πώς να μαζέψουμε το χάλι που έχει δημιουργηθεί.

Αυτά.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιοοοοοςςς🥰🍟

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro