59. Η σιωπή έχει φωνή κι αυτά που λέει τσακίζουν.
~Κι έχω ουρανό
Αυτόν που πέταξες κι εχάθεις.
Κι όσο κι αν πονώ
Στ'ορκίζομαι δεν θα το μάθεις.
Θα στολίσω απόψε τα μαλλιά
Μ' ένα κλωνάρι, άδειο φεγγάρι.
Και στα χέρια θα 'χω το χρυσό κεντρί
Το δηλητήριο που κράτησα για σε μοσχοβολά.
Κι ούτε δάκρυ δεν κυλά!~
•Στίχοι: Ουράνια Πατέλλη.
Μουσική: Alex Sid.
Εκτέλεση: Alex Sid & Δανάη Μιχαλάκη (από τη σειρά "Άγριες Μέλισσες")
--------------------------------------------------------------
~Ο αν μη ίδης, μη λέγε. Ειδώς σιγά.
-Μη μιλάς για ό,τι δεν ξέρεις. Αν μάθεις, σώπα.~
•Σόλων, 630-560 π.χ., Αρχαίος Αθηναίος νομοθέτης & φιλόσοφος.
Σεπτέμβριος του 2021.
Και ξαφνικά, μέσα σε μια στιγμή, η ζωή μου ήταν πιο χάλια από πριν. Κάθε μέρα και χειρότερα. Όλο και περισσότερο.
Ο μπαμπάς μου, ο δικός μου ο μπαμπάς, ο άνθρωπος που ήταν το πρότυπο άνδρα για μένα... ήταν μοιχός. Πλήγωσε την μαμά μου ανεπανόρθωτα· τη διέλυσε, την έκανε να απορεί αν φταίει και αυτό δεν μπορώ να του το συγχωρήσω.
Καταλαβαίνω όμως, πια, πως είναι άνθρωπος. Και οι άνθρωποι κάνουν λάθη όλοι την ώρα, το θέμα είναι, όπως μου είχε πει κάποτε η Αλεξάνδρα, να ξέρ· τη διέλυσε, την έκανε να απορεί αν φταίει και αυτό δεν μπορώ να του το συγχωρήσω.
Καταλαβαίνω όμως, πια, πως είναι άνθρωπος. Και οι άνθρωποι κάνουν λάθη όλοι την ώρα, το θέμα είναι, όπως μου είχε πει κάποτε η Αλεξάνδρα, να ξέρουμε να τους συγχωρούμε.
Και εσύ, άλλωστε, το ίδιο δεν έκανες;
Με ξέχασες· με ξέχασες Lucas!
Και ίσως να είναι το μόνο από αυτά που σου προσάπτω, που δεν παίρνω κανένα μερίδιο ευθύνης!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα της μαμάς μου όταν κατάλαβε πως ο άνδρας της, όπως κι εσύ, είχε πάει με άλλη. Την απογοήτευσα, το ξέρω. Την έκανα να με λυπηθεί. Είδα στα μάτια της εκείνον τον φόβο ότι μοιάζουμε. Κάποτε το έλεγε με καμάρι, μα...αυτή η φορά ήταν διαφορετική.
Γιατί η μαμά μου ήταν άτυχη αυτή τη χρονιά και, δυστυχώς για εκείνη, εγώ ήμουν άτυχη από την πρώτη στιγμή που αντίκρισα το φως. Από τότε είχε γραφτεί η μοίρα μου: να γεννηθώ, να σε γνωρίσω, να ευτυχήσω, να δυστυχήσω.
Πολύ.
Όλα τα έκανα πολύ.
Γι'αυτό και κάθε φορά που η μαμά μου ένιωθε θλίψη για όλα όσα έζησα αυτόν τον ένα χρόνο, εγώ ένιωθα ενοχές. Τις ίδιες ενοχές που έβλεπα στα μάτια της.
Οπότε μαμά, αν καταλάθος πέσει ποτέ αυτό στα χέρια σου, θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη που σε απογοήτευσα και να σου υπενθυμίσω πως είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου.
Μ' ακούς;
Η καλύτερη!
Κι ας έχεις κόρη εμένα, που ξέρω ποια ήταν η ερωμένη του άνδρα σου.
Εμένα, που δεν σου είπα ποτέ την αλήθεια για τους εραστές.
Εμένα, που έπρεπε να φτάσω στο αμήν για να σου μιλήσω γι'αυτό που περνάω.
Εμένα, που σε πρόδωσα, στεναχώρησα, απογοήτευσα.
Πολύ θα ήθελα να σου το έχω πει όλα, μαμά, απλά εκείνο το βράδυ...εκείνο το πρώτο βράδυ που όλα μαθεύτηκαν τρόμαξα τόσο πολύ που, στ' αλήθεια, ορκίστηκα να μη μάθεις ποτέ ποια ήταν η άλλη γυναίκα!
Ξέρεις, Lucas μου, μερικές φορές αναρωτιέμαι: ποιος είναι χειρότερος; Εκείνοι, που απλώς ερωτεύτηκαν, ή εγώ;
Που τα ήξερα όλα και σώπασα;
Πίσω.
Φεβρουάριος του 2021.
Αυγή.
«Μαμά;» μπαίνω στο δωμάτιο διστακτικά, σχεδόν μια ώρα μετά, και τη βρίσκω ξαπλωμένη στο κρεβάτι από την πλευρά του...του Πέτρου, να χαϊδεύει την κοιλιά της. Σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάει ελαφρώς σαστισμένη. Τα μάτια της είναι πιο κόκκινα από ποτέ και το πρόσωπο της είναι μούσκεμα από τα δάκρυα. Η καρδιά μου βουλιάζει στο στήθος μου σε αυτό.
«Αυγή μου!» η φωνή της είναι βραχνή, παρόλα αυτά μου χαμογελάει πλατιά.
«Έλα εδώ!» μου κάνει νόημα να την πλησιάσω, καθώς ανασηκώνει την πλάτη της από το στρώμα, λίγο πριν σκουπίσει τα δάκρυα της. Αφήνω μια ανάσα.
Σχεδόν τρέχω μέχρι το κρεβάτι και κουλουριάζομαι στην αγκαλιά της. Κλειδώνει τα χέρια της γύρω από τους ώμους μου και με κρατάει σταθερή εκεί, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στα μαλλιά μου. Τώρα είμαι εγώ αυτή που χαϊδεύω την κοιλιά της, όσο ακούω την καρδιά της να χτυπάει υποτονικά, γεγονός που με τρομάζει αρκετά. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Μωρό μου, ο μπαμπάς θα φύγει από το σπίτι για λίγο καιρό. Χρειαζόμαστε λίγο χρόνο ο καθένας μόνος του και...» κάνει μια παύση και πνίγει έναν λυγμό. Πιέζω τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή. Δαγκώνομαι. Με ταλανίζει η σκέψη για το αν πρέπει να της πω ποιος είναι ο λόγος για τον οποίον έφυγε πραγματικά ο άνδρας της από το σπίτι, αλλά δεν ξέρω.
«...και θεωρήσαμε πως αυτό είναι το καλύτερο για όλους.» συνεχίζει, προσπαθώντας να ακουστεί πειστική.
Αφού βρω τη δύναμη να την κοιτάξω στα μάτια, κάθομαι στα γόνατα απέναντι της και κλείνω τα χέρια της στα δικά μου. Τη χαϊδεύω τρυφερά και περνάω μια τούφα πίσω από το αυτί μου.
«Μαμά...» ξεφυσάω.
«Σας άκουσα.» είναι το μόνο που λέω και τα μάτια της γεμίζουν ξανά με δάκρυα κι έναν μεγάλο φόβο. Μου χαϊδεύει το μάγουλο τρυφερά και δαγκώνει τα χείλη της. Εν τέλει, σκύβει το κεφάλι και ντρέπεται. Λυγίζει.
«Σε παρακαλώ, μην κλαις...» τώρα την τραβάω εγώ στην αγκαλιά μου και γυρίζω σχεδόν ένα μήνα πίσω, σε εκείνο το πρωινό που εγώ έκλαιγα στην αγκαλιά της εξαιτίας του Lucas. Το deja vu είναι μεγάλο και τώρα πια, καταλαβαίνω τι φοβάται.
Μοιάζουμε, μαμά.
Μοιάζουμε τόσο πολύ, τελικά.
«Αν...αν θες να μείνεις μαζί του, εγώ θα το καταλάβω και...και θα το σεβαστώ. Εξάλλου, ξέρω ότι του έχεις αδυναμία. Θα το καταλάβω, αλήθεια!» η φράση της σε συνδυασμό με το κλάμα της με πονάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχω ακούσει στη σύντομη ζωή μου και οι ώμοι μου πέφτουν.
Πώς μπορεί να πιστεύει ότι θα την αφήσω;
«Αν νομίζεις, γλυκούλα μου, ότι θα σε αφήσω μόνη σου είσαι γελασμένη! Κάνω εγώ χωρίς εσένα, μωρέ; Και όσο για το τελευταίο που είπες...μπορεί ο...ο Πέτρος να ήταν η αδυναμία μου, αλλά εσύ είσαι η δύναμη μου! Το στήριγμα μου! Ο άνθρωπος στον οποίο βασίζομαι!» της χαϊδεύω τα μαλλιά και ένα χαμόγελο που με κάνει χαρούμενη ανεβαίνει στο αυστηρό της βλέμμα για τη χρήση του ονόματος του από τα χείλη μου.
«Δεν είναι ο Πέτρος, είναι ο μπαμπάς σου. Ό,τι κι αν έχει γίνει μεταξύ μας, εσένα δεν παύει να είναι ο άνθρωπος που θα έκανε τα πάντα για να σε δει χαρούμενη και δεν θα σε έβλαπτε ποτέ με κανέναν τρόπο, τουλάχιστον όχι ηθελημένα! Ποτέ να μην το ξεχάσεις αυτό! Εντάξει, αγάπη μου; Γι'αυτό και θα συνεχίσεις να φέρεσαι όπως πριν. Δεν έχει αλλάξει τίποτα, μ' ακούς; Τίποτα!» με μαλώνει τρυφερά, κοιτώντας με απευθείας στα μάτια και οι τύψεις μέσα μου που δεν της λέω την αλήθεια μεγαλώνουν.
Είμαι τόσο κακή κόρη.
«Εντάξει.» ψελλίζω, χωρίς όμως να έχω σκοπό να τηρήσω ούτε ένα από αυτά. Χαμογελάει ξανά, καθησυχασμένη από την απάντηση μου και με τραβάει ξανά στην αγκαλιά της.
Με βοηθάει να σκεπαστώ με τα ζεστά παπλώματα και ξεκουράζω το χέρι μου στην φουσκωμένη κοιλιά της. Κρύβω το κεφάλι μου στο λαιμό της και εισπνέω το άρωμα της που φέρνει γαλήνη μέσα μου. Τεντώνει το χέρι της, κλείνει το πορτατίφ, βυθίζοντας το μεγάλο δωμάτιο στο σκοτάδι.
Παίρνω μια ανάσα.
Αχ, βρε μαμά...πώς θα σου το πω;
(...)
Τα μάτια μου πεταρίζουν και βγαίνω από τον ανήσυχο ύπνο μου εξαιτίας ενός σιγανού κλάματος και του ανοιχτού πορτατίφ. Σηκώνω το κεφάλι μου αργά από το μαξιλάρι κι ένας δυνατός πόνος με κάνει να βογγήξω και να μείνω για λίγο ακίνητη. Η όραση μου είναι ακόμα πολύ θολή και τρίβω τα βλέφαρα μου για να καθαρίσει. Πιάνω στα τυφλά το μαύρο τηλέφωνο και πατώ το πλαϊνό κουμπί, προκειμένου να δω την ώρα. Είναι μόλις μια το πρωί. Δυσανασχετώ.
Το κεφάλι μου...
Ένα ρούφηγμα μύτης μου υπενθυμίζει τον λόγο για τον οποίο ξύπνησα. Κοιτάω τη θέση δίπλα μου, όμως αντί για την μαμά μου αυτό που αντικρίζω είναι μικρές κηλίδες αίματος απλωμένες παντού πάνω στο σεντόνι. Αναφωνώ έκπληκτη και τινάζονται από τη θέση μου. Κάνω να βγω από το δωμάτιο, μα μερικές ακόμα σταγόνες από αίμα στο έδαφος μου τραβούν την προσοχή. Ακολουθώντας τες φτάνω στο μπάνιο του δωματίου και, όταν ανοίξω την ηλίθια πόρτα, έρχομαι αντιμέτωπη με το μοναδικό θέαμα που δεν ήθελα να δω.
Η μαμά μου, στηριζόμενη στον λευκό νιπτήρα, κλαίει σιγανά κοιτώντας το αίμα που κυλάει χωρίς σταματημό στα πόδια της κι από κει στο μπεζ χνουδωτό χαλί. Μου κόβονται τα γόνατα. Κρύβω το στόμα μου στα χέρια από το σοκ αφήνοντας μια κραυγή. Όταν με αντιληφθεί κλαίει περισσότερο, μα προσπαθεί να κρατήσει ένα χαμόγελο στα χείλη της.
«Αυγή μου...μη...μη φοβάσαι! Είναι όλα καλά...όλα καλά, ψυχή μου!» οι λυγμοί της με σκοτώνουν και προσπαθώ να τρέξω μέχρι το κινητό μου και να καλέσω στην Debbie, όπως ακριβώς ουρλιάζει το μυαλό μου.
Οπότε, όταν συνέλθω, τρέχω μέχρι το ηλίθιο τηλέφωνο και ψάχνω όσο πιο γρήγορο μπορώ τον αριθμό της κολλητής της μαμάς μου, επιστρέφοντας ξανά στο μπάνιο. Δεν θέλω να την αφήσω μόνη της. Το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει. Αν πάθει κάτι η μαμά μου, ή το μωρό εξαιτίας του Πέτρου θα τρελαθώ. Αλήθεια...θα τρελαθώ. Και μετά θα φροντίσω να του πάρω την τελευταία του ανάσα με τα ίδια μου τα χέρια. Ορκίζομαι.
«Μην κλαις, μαμά μου...σε παρακαλώ, μην κλαις! Το είπες κι εσύ, όλα θα πάνε καλά, ναι;» προσπαθώ να μείνω ψύχραιμη και τη βοηθάω να στηριχτεί πάνω μου. Οι μορφασμοί που χαράζονται στο πρόσωπο της μου μεταδίδουν τον πόνο της και θέλω κι εγώ να διπλωθώ. Αγχώνομαι ακόμα περισσότερο και το μυαλό μου έχει κολλήσει. Σήκωσε το ρε Debbie!
«Πες μου σε παρακαλώ, πονάς πολύ; Και πού;» προσπαθώ να τη βοηθήσω και, στερεώνοντας το κινητό μεταξύ ώμου και αυτιού, ανοίγω τη βρύση και ρίχνω μπόλικο κρύο νερό στο ωχρό της πρόσωπο.
«Χαμηλά στην κοιλιά...π-πολύ.» σφίγγει τα δόντια, μαζί και το μπράτσο μου.
«Π-πες της ότι κάνει συσπάσεις η μήτρα και ζαλίζομαι. Πολύ.» τονίζει και σαν το λέει κλαίει περισσότερο, σαν να συνειδητοποιεί κάτι που εγώ αγνοώ κι αυτό είναι κάτι που με φρικάρει. Λιώνω στην όψη της. Δεν αντέχω να την βλέπω έτσι.
«Ναι;» η μισοκοιμισμένη φωνή της γυναικολόγου με επαναφέρει στην πραγματικότητα και ξεφυσάω από ανακούφιση.
«Η Αυγή είμαι! Χρειάζομαι βοήθεια!» σχεδόν φωνάζω τρελαμένη και η φωνή μου σπάει.
(...)
Το φορείο τρέχει σαν τρελό στους λευκούς διαδρόμους του νοσοκομείου με προορισμό την μαιευτική. Η μαμά μου, ξαπλωμένη και καταπονημένη, κλαίει σαν μωρό χαϊδεύοντας με το ένα χέρι την κοιλιά της, ενώ το άλλο είναι εγκλωβισμένο στο κράτημα μου. Τρέχω και εγώ μαζί με γιατρούς και νοσοκόμες, παρά το γεγονός ότι η Debbie προσπαθεί να με αποτρέψει.
«Μη φοβάσαι, ναι μάτια μου;» προσπαθεί ακόμα και τώρα να με κρατήσει ηρεμεί κι αυτό μονάχα εντείνει τις τύψεις μέσα μου. Νομίζω πως βρίσκεται σε σοκ. Δεν έχει συνειδητοποιήσει ακριβώς τι γίνεται και δεν μπορώ να αποφασίσω αν αυτό είναι καλύτερο, ή χειρότερο!
Έχει ιδρώσει τραγικά πολύ. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα και πρησμένα. Μερικές τούφες έχουν κολλήσει στο μέτωπο της. Τα χείλη της είναι σκισμένα από το νευρικό δάγκωμα και οι κοφτές της ανάσες με κάνουν να θέλω να κλάψω ακόμα περισσότερο! Πώς γίναμε έτσι μέσα σε μια στιγμή;
«Πηγαίνετε την για υπέρηχο καθαρίστε την και έρχομαι! Γρήγορα! Η αιμορραγία δεν σταματάει, δεν μπορούμε να χάσουμε χρόνο!» διστάζει έξαλλη η καλύτερη της φίλη και το φορείο εξαφανίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα λόγια της μου προκαλούν πανικό και στη σκέψη ότι μπορεί να αποβάλει θέλω να ουρλιάξω! Να φάω τα κομμάτια μου!
Το κράτημα μας σπάει κι όταν συνειδητοποιήσω ότι δεν είμαι μια κοντά της, αλλά στην αγκαλιά της Debbie θυμώνω. Νιώθω μια μεγάλη ανάγκη να τα κάνω όλα γης μαδιάμ!
Δεν πρόλαβα να της πω ούτε ότι την αγαπάω!
«Π-πού...πού την πάνε;» ρωτάω ξέπνοη, χωρίς να την κοιτάω. Το βλέμμα μου μένει καρφωμένο στο τέλος του διαδρόμου, όπου πριν λίγα δευτερόλεπτα χάθηκε η μαμά μου.
«Θα είναι καλά! Εσύ θα κάτσεις εδώ και δεν θα κουνήσεις, εντάξει;» είναι ανήσυχη, μα δεν απαντάω. Είμαι ακόμη σε ετοιμότητα: αν την ακούσω να φωνάζει έχω φύγει σφαίρα όπου είναι, ακόμα κι αν χρειαστεί να παίξω ξύλο με τις νοσοκόμες! Τα χέρια της τυλίγονται γύρω από τα μπράτσα μου και με αναγκάζει να την κοιτάξω.
«Αυγή, σου μιλάω! Δεν μπορώ να ανησυχώ και για σένα αυτή τη στιγμή! Ή κάτσε εδώ, ή γύρνα στο σπίτι και ό,τι γίνει θα σε ειδοποιήσω!» μου μιλάει ψυχρά και νιώθω ένα ψήγμα ενοχής, αναμειγμένο με θυμό.
Είναι γελασμένη αν πιστεύει, στ' αλήθεια, ότι θα φύγω!
«Εντάξει! Θα κάτσω εδώ και δεν θα κουνήσω!» επαναλαμβάνω νευρικά τις λέξεις της και γνέφει θετικά. Με αγκαλιάζει μια τελευταία φορά και τρέχει προς την ίδια κατεύθυνση που έχουν και τη μητέρα μου.
Κάθομαι σε μια από τις σιδερένιες καρέκλες, κουνώντας τα πόδια μου νευρικά. Δίπλα μου κάθετα μια κυρία, γύρω στα πενήντα. Στα χέρια της κρατάει σφιχτά τέσσερα μπλε μπαλόνια, ενώ δίπλα της είναι αφημένη μια μικρή γλαστρούλα με λευκές ορχιδέες. Το χαμόγελο της αρκεί για να φωτίσει όλο τον όροφο του νοσοκομείου. Φυσάω και ξεφυσάω και περιμένω να βγει κάποιος, λες και δεν την πήραν μόλις τώρα από κοντά μου.
Χριστέ μου, ας τα καταφέρει και, ορκίζομαι σ' ό,τι έχω πιο ιερό, δεν θα της πω ποτέ ποια ήταν η ερωμένη του άνδρα της! Δεν θα της δώσω μεγαλύτερη πίκρα!
«Κοριτσάκι;» η φωνή της καλοστεκούμενης γυναίκας στη θέση δίπλα μου με ξυπνά τραβώντας μου την προσοχή και γυρίζω να την κοιτάξω σαστισμένη.
«Συγγνώμη;» φαίνεται πως είμαι ξαφνιασμένη. Γελάει απαλά.
«Λέω, η μαμά σου περιμένει κοριτσάκι;» διευκρινίζει και γνέφω θετικά αμίλητη.
«Να σας ζήσει κορίτσι μου! Με το καλό, όλα να πάνε καλά!» εύχεται και τα μάτια μου βουρκώνουν. Κάτι σπάει μέσα μου στη σκέψη ότι μπορεί τίποτα να μην πάει καλά και η μητέρα μου να μην καταφέρει να κρατήσει το μωρό. Ξέρω ότι αυτό θα τη διαλύσει.
«Να 'στε καλά.» ακούγομαι βραχνή και ταλαιπωρημένη και χρειάζεται να βήξω για να επανέλθει η χροιά μου στα κανονικά της. Χρειάζομαι επειγόντως λίγο νερό. Και είναι αστείο, γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή μου προσφέρει ένα σφραγισμένο μπουκαλάκι με νερό. Μου χαμογελάει. Το δέχομαι με δισταγμό και το ανοίγω κατευθείαν.
«Εμένα η κόρη μου περιμένει αγοράκι! Το πρώτο της! Το περιμέναμε πώς και πώς μετά την δεύτερη αποβολή.» με ενημερώνει λες και τη ρώτησα όσο πίνω από το νερό, ωστόσο τα λόγια της με κάνουν να στεναχωρηθώ ακόμα περισσότερο. Όταν στρέψω το βλέμμα μου για να την κοιτάξω, ελαφρώς σαστισμένη, μου γνέφει θετικά. Σύρεται λίγο πιο κοντά μου και, κάπως διστακτικά, μου πιάνει το χέρι. Δεν απομακρύνομαι.
«Μια αποβολή, ή μια αναγκαστική έκτρωση, ή μια γέννα που οδηγεί σε υιοθεσία, ή οτιδήποτε, τέλος πάντων, μπορεί να αναγκάσει μια μητέρα να αποχωριστεί το παιδί που έχει στα σπλάχνα της, αφήνει στη γυναίκα μια μεγάλη πληγή στην καρδιά. Δεν το ξεχνάει ποτέ, μαθαίνει να ζει με αυτό και με τον καιρό ο πόνος γίνεται....ας πούμε, υποφερτός.» μου μιλάει αργά, μα σταθερά και μ' ένα γλυκό χαμόγελο.
Για λίγο αισθάνομαι και πάλι παιδί και γεμίζω πικρία στη συνειδητοποίηση του πόσο καιρό έχω να νιώσω έτσι. Αφήνω μια τρεμάμενη ανάσα κι ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό μου. Είναι αστείο το πώς μια άγνωστη μπορεί να με κάνει κουρέλι με αυτά που λέει. Με την περιφερειακή μου όραση βλέπω έναν γιατρό να πλησιάζει, αλλά δεν ενθουσιάζομαι. Ξέρω ότι δεν είναι για εμάς.
«Για την Teresa Walter;» η επαγγελματική του φωνή με ανατριχιάζει και η γυναίκα, που ούτε το όνομα της δεν ξέρω, γνέφει μ' ένα χαμόγελο ευτυχίας.
«Να σας ζήσει ο εγγονός!» εύχεται και δεν προλαβαίνει να κάνει τίποτα άλλο. Η γυναίκα σχεδόν ουρλιάζει και πέφτει στην αγκαλιά του γεμίζοντας τον με ευχαριστίες. Τα μπαλόνια κουνιούνται δεξιά κι αριστερά. Πιάνω τον εαυτό μου να μειδιάζει.
Πολύ χαίρομαι που πήγαν όλα καλά για την κοπέλα. Μακάρι να συμβεί το ίδιο και με τη μαμά μου...
Βλέπω την συνομιλήτρια μου να με πλησιάζει. Τρίβω τα μάτια μου που τσούζουν από την κούραση και το κλάμα.
«Να σας ζήσει! Να τον δείτε όπως ποθείτε.» εύχομαι κι εγώ με τη σειρά μου με το ίδιο μειδίαμα που είχα και πριν. Θα ήθελα πολύ να της χαμογελάσω, αλλά δεν μπορώ. Δεν μου βγαίνει να το κάνω.
«Σε ευχαριστώ πολύ, κορίτσι μου.» πιάνει την τσάντα της και τα όμορφα λουλούδια και κλείνει το χέρι μου στο δικό της ξανά. Την κοιτάω με μια ευδιάκριτη απορία.
«Ό,τι κι αν γίνει, να είσαι δίπλα στη μαμά σου. Είμαι σίγουρη πως θα σε χρειαστεί.» και με αυτό, με αφήνει μόνη μου να σκέφτομαι τα λόγια της.
«ΑΥΓΉ! Ω ΘΕΈ ΜΟΥ! ΕΠΙΤΈΛΟΥΣ!» τινάζομαι και σηκώνω το κεφάλι απότομα στη γνωστή βαριά φωνή που για χρόνια ήταν ο αγαπημένος μου ήχος πριν κοιμηθώ και μόλις ξυπνήσω. Τον αντικρίζω και, πραγματικά, αισθάνομαι να ξεχειλίζω από θυμό όταν τον δω να τρέχει αγχωμένος προς το μέρος μου. Κάνω τα χέρια μου μπουνιές. Μην τον σκοτώσεις. Θα φας τα νιάτα σου στη φυλακή για έναν μαλάκα, λέω και ξανά λέω στον εαυτό μου.
«Πώς είναι η μαμά; Το μωρό; Μίλα, που να πάρει η ευχή!» περνάει τα χέρια του νευρικά μέσα από τα καστανά πυκνά μαλλιά του και στο γαλαζοπράσινο βλέμμα του κολυμπάει η αγωνία. Μα πρόσφατα έμαθα πως, τελικά, και τα μάτια λένε ψέματα.
Εκνευρίζομαι.
Ποιος νομίζει ότι είναι;
«Με ποιο δικαίωμα τόλμησες να πατήσεις το πόδι σου εδώ; Πόσο θράσος μπορεί να έχεις για να εμφανιστείς εδώ χωρίς ούτε ένα ψήγμα ενοχής και βασικά, ΠΟΙΟΣ ΣΤΟ ΚΑΛΌ ΣΕ ΕΙΔΟΠΟΊΗΣΕ;» ουρλιάζω έξαλλη μιλώντας υπερβολικά γρήγορα και κρατιέμαι με νύχια και με δόντια να μην του ορμήξω.
Τρίβει τα βλέφαρά του και συνειδητοποιώ πως φοράει κι αυτός πιτζάμες όπως εγώ. Οι ανάσες μου βγαίνουν κοφτές και γρήγορες και το μόνο που θέλω είναι να εξαφανιστεί από μπροστά μου αυτή τη στιγμή! Θα χάσω την υπομονή μου και δεν νομίζω να του αρέσει.
«Αυγή μου, η μαμά με θέλει εδώ. Με ενημέρωσε η Debbie. Στο είπα και πριν! Αγαπάω πάρα πολύ τη μαμά σου και εσύ με το μωρό που κουβαλάει είστε όλη μου η ζωή! Μη μου ζητάς να μην ενδιαφέρομαι γιατί-» προσπαθεί στ' αλήθεια να μου εξηγήσει; Νομίζω πως ναι. Γελάω νευρικά και περνάω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου, τραβώντας τα με δύναμη. Δεν αντέχω ούτε να τον ακούω. Είναι ένας γαμημένος ψεύτης!
Αποκλείεται η μαμά μου να τον θέλει εδώ.
«Μη μου μιλάς!» τον διακόπτω. Υψώνω την παλάμη μου ανάμεσα μας και με κοιτάει έκπληκτος. Γεγονός που με τσιτώνει περισσότερο.
«Εσύ φταις που η μαμά μου είναι εκεί μέσα! Εσύ φταις που τη βρήκα βουτηγμένη στο αίμα μέσα στο μπάνιο! Εσύ φταις που ταράχτηκε κι εσύ θα φταις αν αποβάλει! Απλά κάτσε σε μια γωνία και φρόντισε να κάνεις την παρουσία σου όσο το δυνατόν λιγότερο αισθητή γίνεται!» διατάζω μοιράζοντας ανεξέλεγκτα κατηγορίες με φωνή που, αν μπορούσε να ματώσει θα το είχε κάνει. Βαθιά μέσα μου, ξέρω ότι φλερτάρω άσχημα με την επιλογή να μου ουρλιάξει, αλλά ας τολμήσει!
Ωστόσο, η φιγούρα της Debbie που μας πλησιάζει δεν αφήνει σε κανέναν περιθώριο να πει κάτι παραπάνω. Ίσως και καλύτερα. Το παρουσιαστικό της είναι ανέκφραστο και μα τω Θεώ, μου κόβει από πόδια μέχρι και οξυγόνο. Όταν φτάσει μπροστά μας κρέμομαι από τα χείλη της, όσο κρατάει στα χέρια της το νευρικό μου σύστημα.
«Αποκόλληση του πλακούντα.» ψελλίζει. Σαστίζω και απλώς την κοιτάω. Τι σκατά σημαίνει αυτό; Το έχασε; Δεν το έχασε;
«Είναι δευτέρου βαθμού. Έχει αποκολληθεί περίπου το τριάντα-πέντε τοις εκατό του πλακούντα. Συνήθως προκαλείται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως κάποιο αυτοκινητιστικό ατύχημα ή κάποιο δυνατό χτύπημα στην κοιλιά, αλλά συμβάλλουν κι άλλα. Το έμβρυο έχει καταπονηθεί αρκετά, όμως ευτυχώς είναι καλά. Και οι δυο τους είναι καλά.» συνεχίζει και αφήνω την ανάσα που κρατούσα όλη αυτή την ώρα.
Κάνω ένα βήμα πίσω και πιάνω την καρδιά μου. Έπειτα κάνω ένα μπροστά. Υψώνω το βλέμμα μου στον λευκό ουρανό του νοσοκομείου και χαμογελάω πλατιά στη συνειδητοποίηση ότι τα κατάφεραν. Δαγκώνω τα χείλη, λίγο πριν πέσω στην αγκαλιά της κολλητής της μαμάς μου.
Ευχαριστώ, θεέ μου!
Ευχαριστώ τόσο, μα τόσο πολύ!
«Της χορηγήσαμε προγεστερόνη και κορτιζόνη: την πρώτη γιατί ηρεμεί τη μήτρα και θα βοηθήσει στην "επανασυγκόλληση" της σε μικρότερο χρονικό διάστημα και, τη δεύτερη επειδή θα βοηθήσει στην ωρίμανση των πνευμόνων του βρέφους· βρισκόμενοι στο τρίτο τρίμηνο της κύησης είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί να επισπεύσουμε τον τοκετό. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο, αλλά μπορώ να πω με σιγουριά πως όλα βαίνουν φυσιολογικά. Λίγες μέρες ακινησίας χρειάζεται, ξεκούραση και να μην ταράζεται.» μας εξηγεί με λίγα λόγια τι έκαναν, αλλά από την κούραση και τον ενθουσιασμό πιάνω τα μισά. Με νοιάζει μόνο που είναι καλά.
«Μπορώ να τη δω;» τρέμω σχεδόν από ανυπομονησία. Δεν μπορώ να περιμένω, θέλω να βεβαιωθώ πως είναι καλά! Δέκα χρόνια από τη ζωή μου έχω χάσει!
«Δωμάτιο εκατόν-ένα!» είναι το μόνο που λέει, ωστόσο πριν καν αρχίσω να περπατάω εγώ, κίνηση κάνει ο άνδρας δίπλα μου. Η Debbie γελάει νευρικά και χτυπάει το χέρι της στο στήθος του, στέλνοντας τον στην αρχική του θέση. Μένω και τους κοιτάω. Έχω περιέργεια να δω τι θα του πει.
«Όσο για σένα...μη νομίζεις πως επειδή η φίλη μου σε ήθελε εδώ, ότι εγώ δεν έχω μάθει τα κατορθώματα σου. Απλώς περιμένω να τελειώσω από το νοσοκομείο και να είσαι σίγουρος πως θα μιλήσουμε. Μέχρι τότε...» κάνει μια παύση και πλησιάζει το πρόσωπο της στο δικό του. Φαίνεται πως οι τύψεις του μεγαλώνουν. Του χαμογελάει ειρωνικά και το απολαμβάνω όσο τίποτα άλλο αυτή τη στιγμή!
«...αν τολμήσεις να την ταράξεις θα σου κόψω τα χέρια και θα στα δώσω να τα φας! Αν σου ζητήσει να φύγεις, θα φύγεις. Ούτε παρακάλια, ούτε επιμονή. Έχει περάσει πολλά μέσα σε λίγες ώρες. Κατανοητό;» η φωνή της είναι ήρεμη, μα στο βλέμμα της διακρίνω έναν θυμό που περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να εμφανιστεί.
Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του θέλοντας να φέρει αντίρρηση, μα εν τέλει κουνάει το κεφάλι θετικά. Στριφογυρίζω τα μάτια και κοιτώντας τον υποτιμητικά, περπατώ βιαστικά μέχρι το δωμάτιο. Όταν μπω και την δω ξαπλωμένη στο σκληρό κρεβάτι με τα λευκά σεντόνια, εξαντλημένη από όλα αυτά που έχουν γίνει, τρομαγμένη, κάτασπρη και κλαμένη θέλω μόνο να τη βάλω στην αγκαλιά μου και να τη σφίξω! Μα το λαμπερό της χαμόγελο και η ανακούφιση στα μάτια της με ηρεμεί αμέσως.
Είναι καλά!
Αυτό έχει σημασία!
«Μαμά μου...» ξεψυχισμένη, ορμάω κοντά της και πέφτω στην αγκαλιά της, εισπνέοντας μια γερή δόση από το άρωμα της που πάντα θα μυρίζει σπίτι. Αφήνει ένα γελάκι στην παιδική συμπεριφορά μου μ' ένα βογγητό πόνου που με κάνει να γουρλώσω τα μάτια φρικρισμένη. Απομακρύνομαι.
«Συγγνώμη! Σε πόνεσα;» μιλάω πολύ γρήγορα και γελάει ξανά. Μου περνάει μια κόκκινη τούφα πίσω από το αυτί και χαζεύει για λίγο το πρόσωπο μου.
«Όχι, αγάπη μου. Δεν με πόνεσες, μην ανησυχείς.» πιάνει το χέρι μου και το φιλάει λίγο μετά το τέλος της πρότασης της. Αισθάνομαι λες και μπορώ να ακούσω την καρδιά της να χτυπάει με τον ίδιο ρυθμό που βαρούσε κι όταν την βρήκα.
Τρελό, έτσι;
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Μου είναι δύσκολο να την κοιτάω στα μάτια μετά από αυτά που ξέρω, αλλά δεν ρισκάρω να μάθει την αλήθεια. Θα τη διαλύσει, το ξέρω. Προτιμώ να το σηκώσω μόνη μου αυτό το φορτίο και απλώς προσεύχομαι να το αντέξω. Τα καστανά της μάτια που μοιραζόμαστε μοιάζουν ξαφνικά τόσο... σπασμένα. Δεν της αξίζει και πολύ αμφιβάλλω αν τελικά όντως τον μοιχό έξω τον ζήτησε εκείνη. Οπότε, αποφασίζω να την ενημερώσω.
«Μαμά, είναι εδώ-» μιλάω πολύ σιγανά και η χροιά μου τρέμει.
Δύο ελαφριά χτυπήματα στην πόρτα με διακόπτουν. Όταν γυρίσω να κοιτάξω, έρχομαι αντιμέτωπη με τη μορφή του Πέτρου, να στέκεται στην κάσα της πόρτας με αμηχανία. Τα δάχτυλα της εγκυμονούσας σφίγγουν γύρω από το χέρι μου και μπορώ να νιώσω τον πόνο που αισθάνεται. Ή μήπως αυτός είναι όντως ο δικός μου;
Ξεφυσάω και δυσανασχετώ. Γυρίζω το πρόσωπο μου στον τοίχο. Δεν πρόκειται να τον συγχωρήσω ποτέ γι'αυτό που έκανε. Ποτέ. Έχει πεθάνει για μένα και είναι κάτι που μόνος του επέλεξε. Ξεροβήχει και μπαίνει διστακτικά στο δωμάτιο. Όταν πλησιάσει να κάτσει στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, εγώ απομακρύνομαι και τώρα πια στηρίζομαι στο σίδερο στο τέλος του κρεβατιού. Το παρατηρεί και σκύβει το κεφάλι.
«Θάλεια μου...πώς είσαι;» της πιάνει το χέρι απαλά, αφήνοντας ένα φιλί στην ανάστροφο της παλάμης της. Προς έκπληξη μου, δεν κάνει καμία κίνηση να κόψει την επαφή τους, ωστόσο είναι τόσο ανέκφραστη που σου δίνει την εντύπωση πως δεν έχει ιδέα ποιος είναι ο άνδρας μπροστά της.
«Καλά.» απαντάει κοφτά. Γυρίζει σε μένα, μου χαμογελάει και πάλι γλυκά.
«Μωρό μου, θα πας να μου πάρεις έναν χυμό βύσσινο από το μηχάνημα;» η φωνή της είναι απαλή και σχεδόν μένω άφωνη.
Θέλει να με διώξει;
Θέλει να μείνει μόνη μαζί του;
Ρουθουνίζω εκνευρισμένη και πιάνω από την τσάντα μου, που πολύ βιαστικά άρπαξα όπως φεύγαμε, το μαύρο πορτοφόλι μου. Του ρίχνω μια τελευταία βλοσυρή ματιά που τον πληγώνει και, αβέβαιη για το αν κάνω το σωστό, φεύγω από το δωμάτιο.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Όταν η Αυγή βγει από το λευκό δωμάτιο, με μόνη διακόσμηση μερικά κάδρα κι ένα πράσινο φυτό στη γωνία, ανταλλάσσουν ένα έντονο βλέμμα. Ο άνδρας φιλάει για ακόμα μια φορά το χέρι της γυναίκας του.
«Όταν με πήρε η Debbie, τρελάθηκα! Τρεις φορές κόντεψα να τρακάρω μέχρι να έρθω κοντά σου. Και μόνο στη σκέψη ότι εσύ και το μωρό θα πάθετε κάτι...θεέ μου, ήθελα να πάρω φόρα και χτυπήσω σε έναν τοίχο!» παραδέχεται ψιθυριστά και το ξέρει ότι της λέει την αλήθεια. Τα λόγια του και το άγγιγμα του, λειτουργούν σαν αλάτι για τις πληγές της και το μόνο που θέλει είναι να σταματήσει να μιλάει.
Τραβάει απαλά το χέρι της και καρφώνει το βλέμμα της στο ταβάνι. Χαϊδεύει την κοιλιά της τρυφερά, ευχαριστώντας τον Θεό που το πλάσμα μέσα της είναι καλά και παίρνει δύναμη. Πιέζει τα χείλη και συγκρατεί τα δάκρυα της από το να εμφανιστούν. Δεν επιτρέπει στον εαυτό της να σπάσει μπροστά του.
«Θέλω διαζύγιο.» μιλάει και στ' αυτιά του χτυπούν πένθιμες καμπάνες. Την κοιτάει σαστισμένος και προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς του είπε.
Από την άλλη, εκείνη δεν μαρτυρά ούτε στο ελάχιστο αυτό που νιώθει! Δεν θα κλάψει άλλο, ούτε να του φωνάξει θέλει. Δεν θέλει να τη δει να χτυπιέται και να σπάει. Ούτε το λόγο θα του ζητήσει. Τα έκανε ήδη τόσες πολλές φορές χωρίς να εκτιμηθεί, οπότε τώρα, κρατά σφιχτά στα χέρια όση αξιοπρέπεια της έχει απομείνει και ορκίζεται στη ζωή της ότι ποτέ δεν θα μάθει πόσο πολύ πονάει, πόσο υποφέρει από την προδοσία του. Κι ας πεθαίνει μέσα της χωρίς εκείνον.
«Τι;» έχει παγώσει.
«Θάλεια μου, αγάπη μου, σε παρακαλώ! Καταλαβαίνω! Αλήθεια καταλαβαίνω ότι...ότι σε πλήγωσα και μισώ τον εαυτό μου γι'αυτό, μα έλα να κάνουμε μια προσπάθεια να...να το συζητήσουμε! Δεν θέλω να σε χάσω!» το σπάσιμο στη φωνή του στην τελευταία πρόταση και ο λυγμός που ανεβαίνει στην επιφάνεια κάνει τον πόνο στην καρδιά της αφόρητο. Όταν γυρίσει και πάλι να τον κοιτάξει, το βλέμμα της θα μπορούσε να τον σκοτώσει.
«Το συζήτησα! Και μια και δυο και τρεις φορές! Και προσπάθησα, Πέτρο! Προσπάθησα μέχρι και την τελευταία στιγμή να σε κάνω να μου μιλήσεις! Θα σου τα συγχωρούσα όλα! Μ' ακούς; Όλα! Εσύ, όμως, αποφάσισες να συνεχίσεις να με κοροϊδεύεις και να με ξεφτιλίζεις με τον τρόπο σου! Με είδες να παίρνω την ευθύνη, να αισθάνομαι άσχημα! Ότι...ότι φταίει το σώμα μου που αλλάζει που δεν ήμασταν όπως πριν! Με είδες να σπάω μπροστά σου και να κλαίω! Να σε ικετεύω να μου μιλήσεις! Με είδες να περιμένω καρτερικά να μου παραδεχτείς ότι έχεις άλλη! Θα το άντεχα! Αν μου έλεγες ότι έκανες ένα λάθος στα είκοσι-τέσσερα χρόνια που είμαστε μαζί και θες να το διορθώσεις, θα το άντεχα! Για σένα, για εμάς, για τα παιδιά μας! Αλλά εσύ μέχρι και την τελευταία στιγμή, μου έλεγες ψέματα...και εγώ κουράστηκα, Πέτρο. Κουράστηκα, τόσο πολύ!» η πικρία της και ο τρόπος με τον οποίο του μιλάει τον πληγώνουν.
Σκέφτεται πόσο άσχημα της έχει φερθεί και μετανιώνει, μετανιώνει για όλα! Κρέμεται από τα χείλη της όσο μιλάει και, ασυναίσθητα, περιμένει να δει έστω μισό δάκρυ όσο του ανοίγει την καρδιά της, μα αυτό δεν συμβαίνει. Η γυναίκα του ούτε καν που βουρκώνει. Μοιάζει σαν να μην έχει άλλα δάκρυα μέσα της, όσο εκείνη θέλει να ουρλιάξει και να θρηνήσει για τον έρωτα της ζωής της που κάηκε μέσα της.
«Πίστευες ότι η σιωπή σου θα με προφυλάξει, αλλά η σιωπή, αγάπη μου, έχει φωνή κι αυτά που λέει τσακίζουν. Ναι, σ' αγαπάω πολύ, πάρα πολύ. Περισσότερο απ' όσο πίστευα ότι μπορούσα, αλλά προτεραιότητα για μένα είναι τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου και, τώρα πια, η Θάλεια. Την οποία την άφησα πίσω για πολλά χρόνια κι ούτε καν που το ήξερα.» η ηρεμία της τον ταράζει και έχει μουδιάσει.
Νιώθει σαν να έχει πάρει ένα όπλο και να τον πυροβολεί ξανά και ξανά στην καρδιά. Σαν να θέλει να βεβαιωθεί πως θα τον σκοτώσει, πως θα του πάρει την τελευταία του ανάσα χωρίς καν να προσπαθεί.
«Μα...εμ-εμείς...» θέλει να μιλήσει, αλλά δεν ξέρει τι να πει. Απλώς την κοιτάει, καθισμένος στην μαύρη καρέκλα, φορώντας τις πιτζάμες του και με το άγχος να ανακλάται ακόμα στο όμορφο πρόσωπο του. Του χαμογελάει.
«Εμείς...τελειώσαμε. Τώρα μπορείς να είσαι μαζί της χωρίς να κρύβεστε. Φυσικά, δεν μπορώ και ούτε θέλω να σε απομακρύνω από τα παιδιά μας, οπότε η επικοινωνία μας θα περιοριστεί στα τυπικά, σε ό,τι αφορά τα παιδιά και στο διαζύγιο. Και τώρα πήγαινε. Είχα μια πολύ δύσκολη μέρα και θέλω να ξεκουραστώ.» δεν του αφήνει κανένα περιθώριο να αρνηθεί, ή να φέρει αντίρρηση. Τον έχει κοκαλώσει.
«Φύγε, Πέτρο!» ανεβάζει αισθητά τη φωνή της, χάνοντας την υπομονή της.
Κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά και σηκώνεται αργά. Ασυναίσθητα, πλησιάζει να τη φιλήσει, όμως εκείνη γυρνάει αστραπιαία το πρόσωπο από την άλλη. Μορφάζει σε αυτό, αλλά τελικά αφήνει ένα μικρό φιλί στο μέτωπο της. Σκουπίζει τα μάτια του και φεύγει από το δωμάτιο. Τα χείλη της αρχίζουν να τρέμουν, μα πνίγει τον πόνο της μέσα σε μια κοφτή ανάσα.
Σιώπησε για να την προφυλάξει, μα τελικά τους σκότωσε.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Κάναμε στη σχολή θεατρική ομάδα. Θα πάει πολύ καλά αυτό.
Πάμε στο κεφάλαιο;
Η Θάλεια ρε παιδιά...την έχει λυπηθεί η ψυχούλα μου την έρμη. Όπως είδατε το spoil ήταν ακριβώς αυτό που περιμένατε οι περισσότερες: επιπλοκή με την εγκυμοσύνη. Παρόλα αυτά, όμως, τα κατάφερε και δεν έχασε το μωρό❤️
Η Αυγή πετσοκόβει συνεχώς τον Πέτρο χωρίς να τη νοιάζει παιδιά.
Η κυρία δίπλα στο κορίτσι μας, τι φάση; Περίεργος διάλογος, δεν νομίζετε;
Η Θάλεια τον έκανε κομματάκια τον Πέτρο. Ζήτησε διαζύγιο. Το περιμένατε;
Το πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αφιερωμένο στην zouzounel2, που διάβασε όλα τα κεφάλαια σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Καλώς ήρθες κι εδώ❤️
Αυταααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιιιοοοοοοςςςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro