52. Μια ευκαιρία.
~Μάθε ν' ακούς. Η ευκαιρία καμιά φορά χτυπάει την πόρτα σου πολύ σιγανά.~
•Frank Tyger, 1929-2011, Αμερικανός σκιτσογράφος.
Αυγή.
«Αυγή μου, ξύπνα!» η απαλή φωνή της κάνει τα δάκρυα στα μάτια μου πιο έντονα και χρειάζεται να πάρω μια βαθιά ανάσα για να κρύψω τους λυγμούς μου.
«Μωρό μου, σήκω! Θα χάσεις την πρώτη ώρα!» επιμένει και προσπαθεί να τραβήξει το πάπλωμα από το κεφάλι μου. Κρατάω αντίσταση και δαγκώνομαι.
«Δεν θέλω να πάω, δεν αισθάνομαι και πολύ καλά.» ψελλίζω και η φωνή μου σπάει από την πρώτη κιόλας λέξη. Ο λαιμός μου πονάει φριχτά πολύ και το στόμα μου έχει ξεραθεί. Η ώρα είναι επτά και δέκα κι εγώ κλαίω συνεχόμενα από τις τέσσερις και κάτι· όταν δηλαδή κατάλαβα πως με απάτησε και του είπα, μεταξύ άλλων, ένα ξεψυχισμένο "τελειώσαμε". Νομίζω πως έχω αρχίσει να αφυδατώνομαι.
Σαν απάντηση παίρνω ένα βιαστικό ξεσκέπασμα. Αναφωνεί έκπληκτη και σαστισμένη και κλαψουρίζω ενοχλημένη από το πόσο δυνατά ακούστηκε αυτός ο ήχος στ' αυτιά μου, κι από το φως που οριακά με τύφλωσε. Το σοκ της με τρομάζει.
Τόσο χάλια είμαι;
«Παιδί μου, τι έπαθες; Πονάς κάπου; Να πω στο μπαμπά να σε πάμε στο νοσοκομείο;» ο πανικός της με κάνει να γελάσω, μα στη συνέχεια απλώς να κλάψω περισσότερο και να κουλουριαστώ στην αγκαλιά της. Διστακτικά τυλίγει τα χέρια της γύρω μου.
Πονάω. Πονάω πολύ. Η καρδιά μου χτυπά πολύ υποτονικά όλες αυτές τις ώρες. Το βάρος στο στήθος μου είναι ασήκωτο και αισθάνομαι πολύ πιο προδομένη, ακόμα κι απ' όταν έμαθα πως ο Νίκος είναι ζευγάρι με την Ξένια! Δεν μπορώ να το διαχειριστώ, πόσο μάλλον να σηκωθώ και να πάω σε ένα μέρος που δεν θα μπορώ να κλάψω με την ησυχία μου.
«Κοριτσάκι μου...τι είναι; Τι συνέβη;» χαϊδεύει τρομαγμένη τα μαλλιά μου και μου αφήνει ένα απαλό φιλί στο μέτωπο που κάνει στιγμιαία τον πόνο μέσα μου υποφερτό.
«Με πρόδωσε, μαμά...με πρόδωσε και πονάει πάρα πολύ.» παραδέχομαι και η φωνή μου με το ζόρι ακούγεται. Ξεσπάω όλο και περισσότερο και νιώθω την καρδιά μου να γίνεται θρύψαλα στη θύμηση της χθεσινής βραδιάς. Δεν μπορώ να το πιστέψω, αλήθεια!
«Πώς; Τι έκανε;» είναι υπομονετική και την ευχαριστώ γι'αυτό. Το γεγονός, ωστόσο, ότι δεν χρειάστηκε να της εξηγήσω ποιος με τσακίζει λίγο περισσότερο. Τρίβει την πλάτη μου παρηγορητικά.
«Με απάτησε, μαμά. Πήγε...» προσπαθώ να μιλήσω, αλλά δεν τα καταφέρνω. Το κλάμα με πνίγει σαν το πιο μεγάλο κύμα και το βάρος στο στήθος κάθε λεπτό που περνάει μοιάζει όλο και πιο βαρύ. Τόσο που αισθάνομαι πως αν σηκωθώ, απλώς θα πέσω κάτω.
«Πήγε με κάποια άλλη.»
Και κλαίω ακόμα περισσότερο. Κάθε φορά που το λέω ή το σκέφτομαι η καρδιά μου κομματιάζεται. Το τραγικό είναι ότι δεν έχω σταματήσει να το σκέφτομαι τις τελευταίες τρεις ώρες. Υποφέρω· χωρίς υπερβολές, υποφέρω. Το σώμα της παγώνει και το χέρι της μένει μετέωρο πάνω από την πλάτη μου. Μπορώ να αισθανθώ την έκπληξη της.
«Δεν θέλω να πάω σχολείο. Δεν θέλω να με δουν έτσι.» μουρμουρίζω ανόρεχτα και ρουφάω τη μύτη μου. Το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει και αισθάνομαι λες κι έχω πυρετό· ζαλίζομαι τρομακτικά πολύ, ενώ το στομάχι μου είναι άνω-κάτω. Το μόνο που μου έλειπε τώρα είναι να αρρωστήσω, ή να γίνει όλο αυτό το συναίσθημα σωματικό.
«Σχολείο θα πας, αλλά δεν θα σε δουν έτσι.» λέει αινιγματικά και σηκώνω το σώμα μου από την αγκαλιά της. Την κοιτάω ερωτηματικά και ανασηκώνει τα φρύδια πονηρά.
«Θα σηκωθείς, θα ρίξεις νερό στο προσωπάκι σου, θα βάλουμε κονσίλερ στους μαύρους κύκλους και θα πας στο σχολείο. Δεν θα αφήσεις την καθημερινότητα σου για κανέναν, μωρό μου. Εντάξει;» χαϊδεύει απαλά το μάγουλο μου και γνέφω θετικά, σκουπίζοντας τα τελευταία δάκρυα από τα μάτια μου.
«Εντάξει.» συμφωνώ, μη έχοντας πραγματικά όρεξη, και σηκώνομαι αργά από το κρεβάτι μου.
Για ένα δευτερόλεπτο όλα μαυρίζουν και στηρίζομαι στον ώμο της μαμάς μου. Μόλις συνέλθω, υπόσχομαι στον εαυτό μου να πάρω αμέσως ένα ντεπόν όταν κατέβω στην κουζίνα, αλλιώς δεν θα την παλέψω. Κάνω δύο βήματα, μα σταματάω. Γυρίζω να την κοιτάξω.
«Μαμά;» μπορεί κανείς με ευκολία να καταλάβει το δισταγμό μου. Βασικά, ούτε εγώ δεν ξέρω γιατί πρόκειται να κάνω την παρακάτω ερώτηση, αφού η επιλογή αυτή δεν υπάρχει ούτε στο ελάχιστο στο μυαλό μου. Μου χαμογελάει απορημένη.
«Εσύ θα συγχωρούσες απιστία;» το παράπονο στη φωνή μου, έρχεται σε σύγκρουση με το γάργαρο γέλιο της, ωστόσο ελαφρύνει κάπως το πλάκωμα στο στήθος μου.
«Τι να σου πω, ίσως. Οι άνθρωποι κάνουμε λάθη συνεχώς! Εξάλλου, δεν είναι σίγουρο πως όποιος απατήσει μια φορά θα το κάνει και δεύτερη.» ανασηκώνει τους ώμους σκεπτικά, ελαφρώς προβληματισμένη. Δαγκώνω ασυναίσθητα τα ξηρά μου χείλη, μα είναι σκασμένα και νιώθω έναν μικρό πόνο.
Γνέφω θετικά και κατευθύνομαι προς το μπάνιο.
(...)
Το κουδούνι χτυπάει σηματοδοτώντας τη λήξη της τρίτης ώρας. Ξεφυσάω ανακουφισμένη και αφήνω το στυλό στο θρανίο. Κοιτάω τυπικά και κουρασμένα το γραπτό μου· θα είναι θαύμα αν έχω καταφέρει να γράψω ένα δέκα, αλλά δεν με πολύ νοιάζει. Καλό το μάθημα των θρησκευτικών, αλλά μέχρι εκεί. Σηκώνομαι από τη θέση μου και αφήνω το γραπτό στην έδρα.
«Πώς τα πήγες;» ρωτά με ενδιαφέρον η κυρία Βαρδάκη και στερεώνει καλύτερα τα μωβ γυαλιά της στο κόκαλο της μύτης της. Ανασηκώνω τους ώμους και τρίβω νυσταγμένα τα μάτια μου. Θέλω να πάω σπίτι μου.
«Δεν ξέρω, μπορεί όχι και τόσο καλά.» κάνω μια αποτυχημένη προσπάθεια να χαμογελάσω, αλλά μάλλον μοιάζει περισσότερο με γκριμάτσα απελπισίας, γιατί εκείνη γελάει. Κοιτάει για λίγο τα γραπτά κι εγώ, νομίζοντας πως η συζήτηση μας τελείωσε, κάνω κίνηση να φύγω.
«Αυγή;» με σταματάει. Κάνω ένα βήμα πίσω και την κοιτάω απορημένη.
«Είσαι καλά; Συγγνώμη που ρωτάω, απλά...φαίνεσαι κάπως άρρωστη.» το ανήσυχο, αλλά γεμάτο ενδιαφέρον ύφος της με συγκινεί πολύ, αλλά δεν είμαι στην κατάλληλη κατάσταση για να το εκτιμήσω όπως πρέπει. Ανοίγω τα χείλη και παίρνω μια μικρή ανάσα.
«Είμαι εντάξει, απλώς διάβαζα μέχρι αργά χθες και δεν κοιμήθηκα καλά. Αυτό είναι όλο.» περνάω νευρικά μια τούφα πίσω από το αυτί μου, ωστόσο εικόνες από το χθεσινό βράδυ με χτυπούν πολύ και τα μάτια μου είναι ένα βήμα πριν ελευθερώσουν μερικά δάκρυα.
«Μην εξαντλείς τον εαυτό σου. Έχετε χρόνο κι εσύ είσαι άριστη. Πρέπει να ξεκουράζεσαι κιόλας· εσύ και όλα τα παιδιά, προέχει η υγεία σας.» με συμβουλεύει με λέξεις που έχω ακούσει δεκάδες φορές, από δεκάδες καθηγητές. Ας πούμε ότι πλέον ξέρω τι πρόκειται να μου πουν, πριν καν μου απευθύνουν το λόγο.
Γνέφω θετικά ως ένδειξη ότι συμφωνώ μαζί της, και αφού μου χαμογελάσει μου κάνει νόημα ότι μπορώ να βγω. Αφήνω την ανάσα που πήρα προηγουμένως. Ανοίγω την πόρτα κι ακριβώς απ' ξέρω με περιμένουν τα παιδιά. Χαμογελάω αδύναμα, κουμπώνοντας περισσότερο το μαύρο μπουφάν μου, που αρνούμαι να αποχωριστώ. Κρυώνω αρκετά και το κεφάλι μου έχει αρχίσει πάλι να πονάει. Αυτό μου έλειπε.
«Πώς τα πήγες;» αναρωτιέται η διπλανή μου χαμογελαστή και ευδιάθετη, κουνώντας το κορμί της ελαφρά στο ρυθμό ενός τραγουδιού που μουρμουρίζει από την πρώτη ώρα. Για ακόμα μια φορά ανασηκώνω τους ώμους χωρίς όρεξη. Το παρατηρεί.
«Δεν θες να πάμε κυλικείο; Δεν έχεις φάει τίποτα!» προτείνει μ' ένα αυστηρό βλέμμα και θέλω να γελάσω στη σκέψη ότι, με κοιτάει άγρια μια κοπέλα που με το ζόρι ζυγίζει σαράντα κιλά.
«Δεν πεινάω.» ψελλίζω υποτονικά. Ανταλλάσσουν ένα βλέμμα όλο νόημα και με ακολουθούν όταν περπατάω προς τα έξω.
Την επόμενη ώρα, ευτυχώς, έχουμε κενό και μπορώ να κάτσω ήσυχα-ήσυχα στη γωνίτσα μου με τα ακουστικά μου να ακούσω το καταθλιπτικό μου playlist. Δεν θα ενοχλήσω κανέναν, ορκίζομαι! Ο Αλέκος ξεροβήχει και σκέφτομαι ότι κακώς άκουσα τη μαμά μου. Όλοι έχουν καταλάβει πως είμαι κάπως. Έπρεπε να έχω κάτσει σπίτι.
«Έγινε κάτι με τον τυπά;» η ερώτηση του Λευτέρη κάνει κόμπο το στομάχι μου και ξεφυσάω, καθώς ρίχνω το κορμί μου στο τσιμεντένιο παγκάκι. Περνάω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου και χαμογελάω πικρά. Βουρκώνω και σφίγγω τα δόντια.
«Χωρίσαμε.» ανακοινώνω. Καρφιά έχουν κολλήσει στο λαιμό μου και με κάθε λέξη ματώνω, όλο και περισσότερο. Τρία ζευγάρια μάτια καρφώνονται πάνω μου και νιώθω την ανάγκη να σκύψω το κεφάλι.
«Τι;» ο Λευτέρης φωνάζει σχεδόν έκπληκτος γουρλώνοντας τα πανέξυπνα πράσινα μάτια του, καθώς βολεύεται δίπλα μου, μπερδεμένος. Για λίγο αναρωτιέμαι αν χαίρεται με αυτή την εξέλιξη, αλλά κουνάω το κεφάλι δεξιά κι αριστερά.
Ο Λευτέρης δεν είναι τέτοιος.
Πρώτα θα ενδιαφερθεί για το αν είμαι καλά.
«Γιατί;» το ενδιαφέρον της διπλανής μου είναι διάχυτο στη χροιά της και το εκτιμώ, αλλά πώς να της πω ακριβώς τι συνέβη, όταν ανακατεύομαι και μόνο στη σκέψη;
«Πώς;» μέχρι κι ο Αλέκος μοιάζει να μην το πιστεύει. Θλίβομαι σε αυτό.
Τόσο ερωτευμένη έδειχνα;
Οι ερωτήσεις τους, ωστόσο, χτυπούν ταυτόχρονα το ακουστικό μου σύστημα και, έτσι όπως με έχουν περικυκλώσει, το βλέμμα μου τρέχει πολύ γρήγορα πάνω τους, οι ανάσες μου γίνονται όλο και πιο γρήγορες και κοφτές και η καρδιά μου βουλιάζει στο στήθος μου. Ανοίγω το στόμα μου να μιλήσω, όμως αντί για λέξεις μου ξεφεύγει μια τρεμάμενη ανάσα και πριν καν το καταλάβω, ξεσπάω σε κλάματα.
Κρύβω το πρόσωπο μου στα χέρια μου και δίνω λίγο χρόνο στον εαυτό μου, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσω. Μπορώ να τους αισθανθώ να ανταλλάσσουν και πάλι ένα βλέμμα, πιο έντονο από πριν. Ο ψηλός μου φίλος, με μια απαλή κίνηση, με τραβάει στην αγκαλιά μου και με αφήνει να ξεσπάσω. Νιώθω ενοχές, όμως· δεν έχω ξεχάσει, άλλωστε, πώς αισθάνεται για μένα.
«Είμαι εντάξει, αλήθεια!» τους καθησυχάζω χαμογελαστή, σκουπίζοντας τα δάκρυα μου. Τα σφιγμένα χαρακτηριστικά τους με πνίγουν ακόμα περισσότερο, αλλά προσπαθώ να το κρύψω.
«Ορίστε, δεν κλαίω! Μια μικρή στιγμή αδυναμίας ήταν, όλα καλά τώρα!» φλυαρώ και προσπαθώ να ακουστώ πειστική, παρά το κατακόκκινο και πρησμένο πρόσωπο μου. Είμαι γελοία, το λιγότερο.
«Αυγή...» η Εύη κάθεται δίπλα μου και προσπαθεί να βρει κάτι να μου πει, αλλά δεν θέλω. Δεν θέλω να ακούσω κανέναν να μου λέει πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο, ή ότι ήταν γραφτό να χωρίσουμε γιατί θα γνωρίσω κάποιον άλλον, ή χίλια δυο ακόμα γιατί πολύ απλά δεν πιστεύω σε αυτές τις μαλακίες! Οπότε, κουνάω το κεφάλι αρνητικά σαν τρελή και υψώνω το χέρι μου.
«Είμαι μια χαρά, το εννοώ! Απλώς δεν θέλω να συζητήσω γι'αυτό, τουλάχιστον όχι ακόμα.» ζητάω και γνέφουν θετικά και οι τρεις. Χαμογελάω αχνά στην κατανόηση τους και ξεφυσάω.
«Ευχαριστώ.» ψελλίζω, κι απλώς με αγκαλιάζουν και οι τρεις, όσο μου ψιθυρίζουν πως όλα θα πάνε καλά. Τα μάτια μου βουρκώνουν ξανά.
Δεν είμαι καλά.
(...)
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
«Είναι καλά;» ψελλίζει διστακτικά. Τα μαύρα μάτια του έχουν σκοτεινιάσει ακόμα περισσότερο, αν αυτό είναι εφικτό, και αρνείται να κοιτάξει κάποιον άλλον πέρα από τα χέρια του. Η Melisa τρελαίνεται στα λόγια του.
Έχουν περάσει πέντε μέρες από εκείνο το βράδυ. Το ημερολόγιο δείχνει δύο Φεβρουαρίου και όλοι στην παρέα, πλην της Claire και του James που, δεν παίρνει καμία θέση κυρίως επειδή ήταν κάτι που περίμενε, έχουν πέσει να φάνε τον Lucas για την πράξη του. Η πρώτη που του επιτέθηκε ήταν η Melisa· ήταν αυτονόητο ότι θα συνέβαινε αυτό.
«Να μη σε νοιάζει.» του γρυλίζει και η Γαλλίδα φίλη της την κοιτά έντονα, ωστόσο κάνει πως δεν το βλέπει.
«Melisa.» της εφιστά την προσοχή κι εκείνη στριφογυρίζει τα μάτια έξαλλη.
«Καλά είναι, Lucas, ή τουλάχιστον προσπαθεί. Την πρώτη μέρα είχε λίγο πυρετό, αλλά της πέρασε μέσα στις επόμενες τέσσερις ώρες. Αποφεύγει, βέβαια, να μας δει. Ζήτησε μια απόσταση από οτιδήποτε έχει σχέση με σένα και, εντάξει, είναι κάτι που καταλαβαίνω. Κάνει πολύ παρέα με τα παιδιά από το σχολείο της.» του απαντά ήρεμα και μ' ένα συμπονετικό χαμόγελο. Η Claire, δεν του χαϊδεύει τα αυτιά, αλλά είναι γλυκιά μαζί του, δεν τον έστησε στον τοίχο.
Πώς να το κάνει άλλωστε;
Στα λόγια της, κλείνει τα μάτια και μορφάζει. Η πρώτη του σκέψη είναι ότι τώρα εκείνος ο Λευτέρης θα βρει το δρόμο ανοιχτό για να τη διεκδικήσει· τον τρελαίνει αυτή η σκέψη. Δεν μπορεί να το αντέξει. Η αμέσως επόμενη είναι ότι την έχει πληγώσει τόσο, που ούτε τις φίλες της δεν αντέχει να συναντά. Νιώθει ακόμα πιο άσχημα.
«Εκείνο το βράδυ...έσπασε κορίτσια. Μου φώναζε, γελούσε, έκλαιγε! Δεν άντεχα να τη βλέπω έτσι, πονούσε η καρδιά μου και είναι ακόμα χειρότερο, όταν σκέφτομαι ότι ευθύνομαι εγώ που πόνεσε τόσο. Για λίγο νόμιζα ότι τρελάθηκε, αλήθεια!» εξομολογείται πνιγμένος από ενοχές τρίβοντας τα μάτια του και η Lyra θέλει να κλάψει στον τρόπο που μιλά για εκείνη. Ωστόσο, απλώς στριφογυρίζει τα μάτια.
«Και ήρεμα αντέδρασε, εγώ θα σου είχα σπάσει το κεφάλι.» του χαμογελά ειρωνικά η φίλη του, παρόλο που όλοι ξέρουν ότι δεν θα το έκανε πραγματικά, κι εκείνος θέλει απλώς να βάλει τα κλάματα. Νιώθει μια τεράστια ανάγκη να πάει να τη βρει, να της ζητήσει συγγνώμη, να την αγκαλιάσει και να τα βρουν. Μα κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει. Η Αυγή δεν θέλει να τον βλέπει ούτε στο ελάχιστο!
«Κορίτσια, τι θα κάνω;» αγνοεί εντελώς τη Melisa και ξεκουράζει το κεφάλι του στην πλάτη του καναπέ.
«Έτσι όπως τα έχεις κάνει τι μπορείς να κάνεις, δηλαδή; Ζητάς συγχώρεση, την απορρίπτει και πάτε για άλλα, καινούργια!» η Lyra του σπρώχνει με τον τρόπο της τη σκέψη να τα παρατήσει και εύχεται να το κάνει όντως. Αισθάνεται πως δεν θα το αντέξει αν τα ξανά βρουν. Θα σπάσει.
«Εγώ δε συμφωνώ!» πετάγεται η Claire και η καστανόξανθη κοπέλα με το σκουλαρίκι στο χείλος, ξεφυσάει αγανακτισμένη.
«Η Αυγή έχει μεγάλη καρδιά και σε νοιάζεται πολύ. Αν το προσπαθήσεις πάρα πολύ, εγώ πιστεύω πως θα τα καταφέρεις. Αρκεί, φυσικά, να είσαι σίγουρος ότι είναι αυτό που θες και δεν κάνεις άλλες μαλακίες. Γιατί στο λέω, Lucas, αν την πληγώσεις ξανά πρώτη εγώ θα της πω να μη σε συγχωρήσει!» μπορεί ο τόνος της να μην είναι απειλητικός, αλλά αυτά που λέει μόνο τρόμο μπορούν να του φέρουν.
'Ας με συγχωρήσει εκείνη, ας μου δώσει μια ευκαιρία και θα σταματήσω όλες τις μαλακίες! Τα πάντα!' σκέφτεται απελπισμένος.
«Το πάτε πολύ μακριά.» ο Paul που βγαίνει από το μπάνιο, τους κόβει τη φόρα, ενώ σηκώνει την Γαλλίδα κολλητή του και βολεύεται στη θέση της, βάζοντας την να κάτσει πάνω του.
«Δεν πηδήχτηκες με μια τυχαία γυναίκα, αλλά με τη Sonia! Και, έλα τώρα, πόσες φορές σου είπε ότι τη θεωρεί κίνδυνο;» υψώνει το φρύδι και ο φίλος του κατεβάζει το κεφάλι.
Έπρεπε να είχε κόψει κάθε επικοινωνία μαζί της από την αρχή! Από εκείνη την μέρα, ακόμα, που γνωρίστηκαν οι δυο τους. Η Sonia είχε δείξει από την αρχή τις προθέσεις της, αλλά εκείνος ήταν πολύ τυφλός για να τις δει. Και τώρα αυτό του έχει κοστίσει, καθώς έχει χάσει την μόνη κοπέλα που ερωτεύτηκε ποτέ του. Αυτό κι αν είναι πίκρα.
«Ακριβώς.» συνεχίζει ο φίλος του όταν δεν απαντήσει.
«Εξάλλου, τώρα είναι σίγουρο ότι εκείνος ο φίλος της θα κάνει κίνηση και -γιατί όχι;- μπορεί να καταλήξουν και ζευγάρι.» μιλάει ακάθεκτος, αλλά δεν βλέπει το πρόσωπο του Lucas που κοκκινίζει χωρίς σταματημό όλη αυτή την ώρα. Στην τελευταία πρόταση δε, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι!
«ΣΚΆΣΕ! ΣΚΆΣΕ, Μ' ΑΚΟΎΣ; ΜΗΝ ΤΟ ΞΑΝΆ ΠΕΙΣ ΑΥΤΌ ΟΎΤΕ ΓΙΑ ΑΣΤΕΊΟ!» ουρλιάζει και τινάζεται όρθιος από τον καναπέ. Η σκέψη αυτή τον τρελαίνει· η Αυγή του, το γουρουνάκι του να φιλάει τα χείλη άλλου, τα δάχτυλα της να μπλέκονται σε ξένα μαλλιά, να χαμογελάει στις βλακείες κάποιου που δεν είναι αυτός...όχι, όχι! Δεν μπορεί να αντέξει κάτι τέτοιο.
Ωστόσο, κανένας δε δείχνει να ξαφνιάζεται από το ξεσπασμά του. Τον ξέρουν όλοι πολύ καλά, δεν τον γνώρισαν χθες. Απλώς τον κοιτούν, λίγο πριν ανταλλάξουν ένα, γεμάτο νόημα, βλέμμα. Μοιράζονται όλοι τους την ίδια σκέψη: έρχονται δύσκολες μέρες.
(...)
«Αν δεν ήσουν εσύ θα είχα γίνει μούσκεμα τώρα με αποτέλεσμα αύριο να έχω πυρετό και, πραγματικά, είναι το τελευταίο που χρειάζομαι αυτή τη στιγμή!» γκρινιάζει ασταμάτητα περπατώντας αργά και πρέπει να είναι η μεγαλύτερη περίοδος λόγου που έχει πει τις τελευταίες δύο ώρες. Είναι ιδιαίτερα υποτονική.
Ο Λευτέρης γελάει απαλά και στριφογυρίζει τα μάτια. Περπατούν μέχρι το σπίτι της τα τελευταία είκοσι λεπτά με τη βροχή να δυναμώνει όσο περνάει η ώρα, μα δεν τον νοιάζει· την έχει δίπλα του να του μιλάει, ακόμα κι αν είναι για να γκρινιάξει, και αυτό τον κάνει κάτι παραπάνω από χαρούμενο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην την κοιτά συνέχεια.
«Ευτυχώς να λες που υπάρχω, τότε.» της κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα και τα μάγουλα της κοκκινίζουν. Του φαίνεται ακόμα πιο όμορφη. Σταματούν είκοσι μέτρα μακριά από το σπίτι της. Γυρίζει να την κοιτάξει ήρεμος. Ανταποδίδει.
«Φτάσαμε!» την ενημερώνει λες και δεν το ξέρει και γνέφει θετικά, δαγκώνοντας αμήχανα τα χείλη.
«Ευχαριστώ που με έφερες. Θα τα πούμε!» κάνει κίνηση να τον φιλήσει στο δεξί μάγουλο, μα γέρνει προς την ίδια κατεύθυνση. Γυρνάει στα αριστερά, και πάλι η ίδια ιστορία. Κοιτούν ο ένας τον άλλον· αμήχανα η Αυγή, ερωτικά ο Λευτέρης.
«Εε...συγγνώμη.» ξεροβήχει. Γυρίζει το σώμα της να φύγει, αλλά το χέρι του που τυλίγεται γύρω από τον καρπό της την σταματάει. Τη φέρνει κοντά του αργά. Τον κοιτάει απορημένη.
«Αυγή...» κάνει μια παύση. Της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί απαλά και την πιάνει πανικός. Αφήνει μια τρεμάμενη ανάσα στην κίνηση του. Το παρατηρεί. Στο μυαλό του αυτό είναι καλό· της προκαλεί ταραχή, αγνοώντας πως δεν είναι αυτή που επιθυμεί.
«Ξέρω ότι...μόλις χώρισες και, αλήθεια, κατανοώ ότι είσαι πληγωμένη, αλλά δεν μπορώ να αγνοήσω αυτό που αισθάνομαι για σένα· είναι κάτι που μέρα με τη μέρα φουντώνει.» ψελλίζει τρυφερά.
Τα πράσινα μάτια του δεν ξεκολλούν από τα δικά της για κανέναν λόγο. Η καρδιά του κόντευε να βγει από το στήθος του, όσο η δική της ίσα που χτυπάει. Οι ενοχές μέσα της μεγαλώνουν γι'αυτό, αλλά δεν μιλάει. Απλώς τον ακούει.
«Θέλω μόνο μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να σου αποδείξω ότι μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη, ότι...ότι μπορώ να σε κάνω να με ερωτευτείς κι αν εν τέλει δεν μας βγει, μένουμε φίλοι. Δεν σου ζητάω τίποτα άλλο, μόνο αυτό.» χαϊδεύει το μάγουλο της τρυφερά και τα μάτια της βουρκώνουν.
Σκύβει το κεφάλι και περνάει τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της νευρικά. Δεν έχει αισθανθεί ποτέ πιο άσχημα από αυτή τη στιγμή. Δεν θέλει να τον πληγώσει· είναι τόσο, μα τόσο καλό παιδί και το βλέπει ότι όντως τη νοιάζεται. Και είναι πολύ δύσκολο στις μέρες μας να βρεις κάποιον που σε νοιάζεται πραγματικά. Οπότε, παίρνει μια βαθιά ανάσα και μπήγει ένα μαχαίρι στα σωθικά της, λίγο πριν του απαντήσει:
«Εντάξει.» σταματάει. Τα μάτια του αστράφτουν, τα δικά της θολώνουν περισσότερο.
«Θα...θα σου δώσω την ευκαιρία που θες.» υποκύπτει.
Ο Λευτέρης τρελαίνεται, το χαμόγελο του λάμπει. Την αγκαλιάζει σφιχτά και την κολλάει πάνω του, όσο φιλάει τα μαλλιά της από ευτυχία. Δεν ανταποδίδει· απλώς κάθεται, σαν νεκρή, και τον αφήνει να κάνει ό,τι θέλει με το σώμα της. Οι ανάσες της έχουν κολλήσει στο λαιμό και τα χείλη της τρέμουν. Αισθάνεται άδεια· τόσο άδεια!
Φέρνει το πρόσωπο της ενάντια στο δικό του, όσο τα χέρια του ζεσταίνουν τα μάγουλα της. Προσπαθεί να του χαμογελάσει και η αλήθεια είναι πως για λίγο τα καταφέρνει. Σκύβει αργά, μα λίγο πριν γευτεί τα χείλη της, στο μυαλό της έρχεται σαν αστραπή η πρώτη φορά που βρέθηκε με τον Lucas και την είχε αποχαιρετήσει ακριβώς σε αυτό το σημείο. Αυτόματα, γυρίζει το κεφάλι αστραπιαία στο πλάι, αποφεύγοντας τον. Για λίγο κοκαλώνουν και οι δύο. Μαζεύει όσο θάρρος έχει και τον κοιτάει ξανά.
«Θέλ...» σταματάει εξαιτίας ενός λυγμού που την πνίγει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα.
«Θέλω να το πάμε αργά, σε παρακαλώ.» ψελλίζει μακγωμένη μ' ένα μικρό χαμόγελο και εύχεται να μην καταλάβει τι αισθάνεται πραγματικά.
Της χαμογελάει ξανά και της κάνει μια από εκείνες τις, περίεργες λόγω ύψους, αγκαλιές που πάντα της άρεσαν. Δεν την ευχαριστιέται, ωστόσο· νιώθει πιο θλιμμένη από ποτέ. Όταν κρύψει το κεφάλι της στο στερνό του, το χαμόγελο της πέφτει κατακόρυφα.
Η Αυγή, δύο Φεβρουαρίου του 2021, έβαλε τα θέλω της κάτω από εκείνα του Λευτέρη απλά και μόνο για να μην τον πληγώσει με την απόρριψη της, δίχως να ξέρει πόσο κακό κάνει αυτό στην ίδια. Η καρδιά της σπάει σε πολλά μικρά κομματάκια που καρφώνουν και σκίζουν, χωρίς έλεος, το δέρμα της. Δακρύζει.
Και βρίσκεται ακόμα στην αρχή.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Έχω καταλάβει πια πως σχολή-δουλειά-προσωπική ζωή-wattpad ΔΕΝ πάνε μαζί. Έχω βγει knock out.
Πάμε στο κεφάλαιο;
Κουρέλι η Αυγή.
Καλά πήγε και αυτό.
Η θεολόγος ρε παιδιά πόσο γλυκιά...
Εγώ την πάω άπειρα κι ας μην την έχουμε δει πάρα πολύ (ακόμα).
Είδαμε την παρέα να μιλάει με τον Lucas· ο Paul ειλικρινής, η Melisa θυμώνει, η Claire με κατανόηση και η Lyra...τι κουφό ήταν αυτό με τη Lyra; Δεν θα το αντέξει αν τα ξανά βρουν; Περίεργο.
ΤΈΛΟΣ, είδαμε τον Λευτέρη να ζητάει μια ευκαιρία και η Αυγή να του τη δίνει...
Αν με ρωτάτε, δεν έκανε καλά.
•Οι ευκαιρίες είναι όμορφο να δίνονται όταν το θέλεις πραγματικά. Όταν έχεις κλείσει τους λογαριασμούς σου με το παρελθόν, αλλιώς δεν καταλήγει καλά. Κι όσον αφορά τις σχέσεις, όχι παιδιά, ο έρωτας δεν περνάει με έρωτα. Αν μια κατάσταση δεν έχει τελειώσει μέσα σου, μετά θα σε κυνηγάει, θα σε στοιχειώνει. Κι όχι μόνο εσένα, αλλά κι αυτόν που ζήτησε μια ευκαιρία και τώρα ζει στη σκιά του προηγούμενου (και κάθε προηγούμενου).
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αυταααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιιοοοοοςςςςς🥰🍟.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro