44. Μια λάμψη ευτυχίας.
~Πολλοίσι υποδέξας όλβον ο θεός προρρίζους ανέτρεψε.
– Πολλούς που τους είχε χαρίσει θεός ευτυχία, τους κατέστρεψε από τη ρίζα.~
•Σόλων, 630-560 π.χ., Αρχαίος Αθηναίος νομοθέτης & φιλόσοφος
Σεπτέμβριος του 2021.
Ξέρεις και εγώ λατρεύω τα μάτια σου.
Κι ας μην στο είπα ποτέ ξεκάθαρα, αλήθεια, τα αγαπάω!
Έχουν κάτι το ιδιαίτερο, κάτι που με μαγνητίζει, που δεν με αφήνει να φύγω. Μέσα τους έβλεπα ένα όμορφο κομμάτι του εαυτού μου, μωρό μου.
Μέχρι που κι αυτό άρχισε να ξεθωριάζει, ωστόσο πάλι δεν μπορούσα να βρω τι είναι αυτό που με μαγεύει στα μάτια σου.
Δεν θα σου πω ότι είναι φωτεινά, γιατί δεν είναι.
Είναι σαν την θάλασσα το βράδυ· σκοτεινή, αέναη. Πλήθος κινδύνων μπορεί να κρύβεται μέσα της κι εγώ, άμυαλη και απερίσκεπτη, βούτηξα με το κεφάλι μέσα της.
Το μαύρο χρώμα των ματιών σου, αγάπη μου, έπνιξε το καφέ των δικών μου και μαζί τους έπνιξε και μένα.
Αργά, βασανιστικά.
Και...το αστείο είναι ότι πάντα ήθελα να κολυμπήσω σε αυτή τη θάλασσα!
Δεν πήρα μαζί μου ούτε ένα σωσίβιο όμως, ένα φουσκωτό, κάτι από το οποίο θα μπορούσα να κρατηθώ σε μια δυσκολία -από τις πολλές!
Κι ας είχα μια φωνή στο μυαλό μου καθημερινά, να μου κάνει την ίδια ερώτηση όλον αυτόν τον καιρό, όλο και πιο δυνατά:
Πόσο καλό κολύμπι ξέρω;
Πίσω.
Δεκέμβριος του 2020.
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Τη φιλάει αργά, τρυφερά. Το κορμί του δεν έχει ξεκολλήσει από το δικό της. Τα σεντόνια και το μαξιλάρι του μυρίζουν μύρτιλο και ξέρει πως δεν θα κοιμηθεί εύκολα το βράδυ, θα τη σκέφτεται συνέχεια, μαζί με όσα έζησαν.
Η ματιά του δεν ξεκολλάει από τη δική της και όσο περνάει η ώρα, τόσο περισσότερο του χαμογελάει. Αισθάνεται λες και μπορεί να κοιτάξει στην ψυχή της. Έχουν σταματήσει να μιλούν, κοιτούν απλά ο ένας τον άλλον ήρεμοι.
«Να σε ρωτήσω κάτι;» σπάει πρώτη τη σιωπή και αφήνει ένα μικρό φιλί στο πηγούνι του. Ανατριχιάζει ολόκληρος κι είναι κάτι που εκείνη παρατηρεί. Αυτό φαίνεται να την κάνει ακόμα πιο χαρούμενη.
«Ό,τι θες.» της δίνει το ελεύθερο, τρίβοντας αφηρημένα το μπράτσο της. Είναι τόσο απαλό το δέρμα της που δεν αντέχει να μην το χαϊδεύει.
Περνάει τη γλώσσα της πάνω από τα χείλη της κι έπειτα τα δαγκώνει απαλά. Ξεφυσάει και περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί της. Τον κοιτάει κάπως αγχωμένη. Δεν θα άνοιγε τη συζήτηση, αλλά τη βασανίζει μέρες τώρα.
«Αυτά τα χειρόγραφα που...βρήκα τις προάλλες, εσύ τα έγραψες, έτσι δεν είναι;» φαίνεται διστακτική και η φωνή της βγαίνει χαμηλή.
Δεν απαντάει αμέσως. Φροντίζει να φιλήσει πρώτα το μέτωπο της και να χαϊδέψει τα μαλλιά της. Μυρίζει τόσο, μα τόσο όμορφα και τον ηρεμεί. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και κουνάει το κεφάλι θετικά.
«Ναι...εγώ τα έγραψα.» παραδέχεται και του χαμογελάει φωτεινά, ασυναίσθητα.
«Δεν το ξέρει κανένας αυτό για μένα, ούτε καν ο Paul. Είχα χρόνια να γράψω, για να είμαι ειλικρινής. Απλώς όταν σε γνώρισα...δεν ξέρω. Μου γέννησες την ανάγκη να δοκιμάσω ξανά.» της εξηγεί, σφίγγοντας την πάνω του.
Τον ακούει προσεκτικά και νιώθει να τον ερωτεύεται κι άλλο. Θα ήταν ψεύτρα αν έλεγε πως δεν της αρέσει που αποτελεί έμπνευση για εκείνον. Της αρέσει επίσης που είναι η μόνη που το ξέρει. Αισθάνεται λες και τον γνωρίζει κάθε μέρα, όλο και περισσότερο.
«Θα μπορούσα να τα διαβάσω...ξανά;» χαμογελάει όσο πιο αθώα μπορεί και ελπίζει σε μια θετική απάντηση.
Τα μάγουλα του κοκκινίζουν κάπως και θέλει να γουρλώσει τα μάτια, να γελάσει νευρικά και να τον φιλήσει. Ωστόσο, συγκρατεί αυτή την παρόρμηση της και τον κοιτάει υπομονετικά.
«Εε...κάποια στιγμή, ίσως.» το αποφεύγει ευγενικά κι εκείνη δεν το συνεχίζει. Καταλαβαίνει ότι τον φέρνει σε δύσκολη θέση και είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει.
Βυθίζονται και πάλι στη σιωπή και απλώς χαζεύει ο ένας τον άλλον με γαλήνη. Πρέπει να έχουν περάσει τουλάχιστον τρεις ώρες από τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι του και ξέρει ότι σε λιγάκι θα πρέπει να φύγει, ώστε να γυρίσει σπίτι της. Το μόνο που την παρηγορεί είναι ότι θα μιλήσει με την κολλητή της. Το επίμονο βλέμμα του της τραβά και πάλι την προσοχή.
«Τι;» δεν κρατιέται και ρωτάει.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί. Η κοπέλα στην αγκαλιά του είναι άβαφη, με τούφες να πετούν από τα μαλλιά της, τα μάτια της δείχνουν ελαφρώς κουρασμένα κι όμως τόσο λαμπερά, φοράει μονάχα το άρωμα της και παρόλα αυτά, δείχνει πανέμορφη.
«Λατρεύω τα μάτια σου.» εξομολογείται με χαμηλή φωνή και την γυρίζει πίσω, στην πρώτη φορά που της το είπε.
Το χαμόγελο της πλαταίνει κι άλλο και τα μάγουλα της κοκκινίζουν. Κρύβει το κεφάλι της στο στερνό του και τον σφίγγει πάνω της. Εκείνος γελάει απαλά στη ντροπή της. Είναι υπέροχη!
'Κι εγώ λατρεύω τα μάτια σου, Lucas! Πώς γίνεται να μην λατρεύω τις δύο σκοτεινές σου θάλασσες;'
«Πεινάς;» της αλλάζει θέμα τελικά όταν γουργουρίσει το στομάχι της και εκείνη, κόκκινη ακόμα, εμφανίζει και πάλι το κεφάλι της. Γνέφει θετικά.
«Λιγάκι.» παραδέχεται.
«Απλώς πριν φάμε, έχω να σου δώσω ακόμα ένα δώρο.» συνεχίζει και απομακρύνεται ελάχιστα από κοντά του.
Ανασηκώνεται και την κοιτάει μπερδεμένος. Έκπληκτος. Η κοπέλα του γελάει φανερά διασκεδασμένη στην έκφραση του. Φαίνεται, το λιγότερο, αιφνιδιασμένος.
«Κι άλλο δώρο;» γνέφει πάλι θετικά.
Σηκώνεται από το κρεβάτι και βάζει βιαστικά το φούτερ του που ήταν πεταμένο στο πάτωμα. Πονάει κάπως η περιοχή της, αλλά δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία. Πλησιάζει την τσάντα της και πιάνει από μέσα το δώρο του.
Επιστρέφει στο κρεβάτι και στην απόλυτη σιωπή του το δίνει. Το πιάνει στα χέρια του διστακτικά. Είναι τυλιγμένο με ένα κόκκινο χαρτί περιτυλίγματος και μια λευκή κορδέλα. Δε μοιάζει με κουτί και ασυναίσθητα το κουνάει. Δεν ακούγεται τίποτα. Η κοπέλα γελάει πνιχτά στην κίνηση του.
«Άνοιξε το!» τον προτρέπει βιαστικά.
Υπακούει. Το ανοίγει όσο καλύτερα μπορεί για να μην το σκίσει και όταν καταλάβει πως πρόκειται για βιβλίο, σταματάει. Παίρνει μια ακόμη ανάσα. Το βγάζει προσεκτικά και το κοιτάει.
Το εξώφυλλο του είναι γαλάζιο, απεικονίζει μια μαύρη φιγούρα να έχει τα χέρια ανοιχτά, σαν να χορεύει, ενώ με άσπρα γράμματα γράφει "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά". Μισανοίγει τα χείλη.
Το έχει διαβάσει το βιβλίο και το ξέρει κι εκείνη. Δεν το αγόρασε τυχαία άλλωστε. Ανοίγει το εξώφυλλο και στην πρώτη σελίδα κάτω-κάτω και στα δεξιά, βλέπει γραμμένη, με καλλιγραφικά γράμματα, μια αφιέρωση.
'Χρόνια πολλά, επαναστάτη μου! Να τα εκατοστήσεις!'
Αφήνει ένα μικρό χαμόγελο. Ένας σελιδοδείκτης του τραβά την προσοχή και απευθείας ανοίγει το βιβλίο στη σελίδα τριακόσια-είκοσι-ένα. Σχεδόν στη μέση, η Αυγή έχει υπογραμμίσει με έναν κίτρινο υπογραμμιστή μια φράση:
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λές «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου ελεύθερη βούληση -αυτό, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης.
Τα μάτια του βουρκώνουν. Καταπίνει αργά. Σηκώνει το βλέμμα του και την κοιτάει· το χαμόγελο της φωτίζει κάθε σοκάκι της ψυχής του που έχει βυθιστεί στο σκοτάδι και του δείχνει το δρόμο προς την έξοδο.
Η κοπέλα τον έχει καταλάβει, περισσότερο απ' όσο ξέρει. Από τη μανία που είχε για ελευθερία, μέχρι και την ανάγκη του για λύτρωση. Ρουφάει τη μύτη του και της περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί.
«Είσαι υπέροχη!» της αφήνει ένα μικρό φιλί στο στόμα κι όταν απομακρυνθεί, αφήνει μια ανάσα και συνεχίζει τη φράση του.
«Σ' αγαπάω.» ψιθυρίζει πάνω από τα χείλη της.
Τινάζεται προς τα πίσω και τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα από το σοκ. Η ανάσα της μπλέκεται μεταξύ λαιμού και διαφράγματος και σχεδόν πνίγεται. Βήχει ελαφρά και καταπίνει με δυσκολία.
«Τ-τι;» τραυλίζει σαστισμένη.
«Lucas...είν...είναι νωρίς για-» προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της αλλά αυτό φαντάζει τρομερά δύσκολο. Της είπε ότι την αγαπάει.
Εκείνος, αγνοώντας παραδειγματικά την έκπληξη της, τυλίγει το χέρι του γύρω από τον αυχένα της και την κοιτάει κατάματα χωρίς να φοβάται, δεν έχει και λόγο να το κάνει. Είναι καθαρός απέναντι της κι αυτό είναι κάτι που του αρέσει πολύ.
«Σ' αγαπάω!» επαναλαμβάνει, ευτυχισμένος σχεδόν που το νιώθει.
«Ξέρω ότι είναι νωρίς, ξέρω ότι είμαστε μαζί σχεδόν τρεις μήνες, ξέρω, επίσης, ότι σου είναι δύσκολο να το πιστέψεις, αλλά το κάνω! Ξέρω πώς νιώθω, μωρό μου!» φλυαρεί, αφήνοντας μικρά διάσπαρτα φιλιά παντού στο πρόσωπο της.
Τον κοιτάει πανικοβλημένη. Δεν είναι ότι δεν χαίρεται, ανάθεμα, είναι ό,τι πιο όμορφο μπορούσε να της πει! Απλώς φοβάται· κι αυτό γιατί αυτό που νιώθει η ίδια κάθε μέρα μεγαλώνει, τόσο που την κάνει να αναρωτιέται αν μπορεί να το αντέξει!
Τα μάτια του λάμπουν, ωστόσο παρά αυτή τη λάμψη, δεν είναι καθόλου φωτεινά. Συγκεκριμένα, όσο περνάει ο καιρός της φαίνονται όλο και πιο σκοτεινά και τη γυρνούν και πάλι πίσω, σε μια θάλασσα του Ηρακλείου που, κρυφά από τους γονείς της, έκανε το πρώτο της βραδινό μπάνιο παρέα με την Αλεξάνδρα.
Η διαφορά είναι ότι τώρα, βουτάει ολομόναχη στη θάλασσα του και, στην πραγματικότητα, αυτό είναι που την τρομάζει περισσότερο. Κι αν χτυπήσει; Αν την πιάσει κράμπα; Αν πνιγεί; Ποιος θα τη σώσει; Ποιος θα τη βγάλει έξω;
Το μυαλό της ουρλιάζει. Μια ερώτηση γνωστή, που όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο δυνατά ακούγεται μέσα στο κεφάλι της και την προειδοποιεί:
'Πόσο καλό κολύμπι ξέρω;'
«Πείνασα.» αλλάζει θέμα ξεροβήχοντας, όσο κοιτάει ντροπαλά τα χέρια της. Δεν απαντάει στα λόγια του, τι να του πει έτσι κι αλλιώς; Θα τον αφήσει να της αποδείξει ότι εννοεί αυτά που λέει.
Γελάει ελαφρά στις λέξεις της και, αφήνοντας της ακόμα ένα φιλί στο μέτωπο, σηκώνεται από το κρεβάτι και πλησιάζει την κατσαρόλα με τα ζυμαρικά. Δεν τον νοιάζει καθόλου που δεν του απάντησε ανάλογα στην εξομολόγηση του, έτσι κι αλλιώς δεν της το είπε για να το ακούσει πίσω. Ξέρει ότι θα του το πει όταν το νιώσει.
Πέντε λεπτά μετά, της δίνει το ένα πιάτο και αρχίζουν να τρώνε πεινασμένα. Η κοπέλα τον κοιτάει με την περιφερειακή της όραση και χαμογελάει πνιχτά στη χαρούμενη όψη του. Δοκιμάζει από το φαγητό.
Είναι η πιο ωραία κρύα μακαρονάδα που έχει φάει στη ζωή της.
(...)
Η ώρα είναι περίπου δέκα και μισή όταν βάζει το κλειδί στην εσοχή και μπαίνει στο σπίτι πετώντας στα σύννεφα. Κλείνει την πόρτα πίσω της και χαμογελάει στον εαυτό της στη θύμηση όλων αυτών που έζησε σήμερα. Πνίγει ένα γελάκι.
«Κοίτα χαρά! Μέχρι τ' αυτιά φτάνει το χαμόγελο!» η Θάλεια, καθισμένη στον μαύρο καναπέ, σχολιάζει και την κάνει να αναφωνήσει και να τιναχτεί τρομαγμένη.
Τα κλειδιά της πέφτουν μέσα από τα χέρια και χτυπούν ελαφρά στο έδαφος. Γυρίζει να την κοιτάξει τρομαγμένη. Ξεφυσάει.
«Αμάν ρε μαμά! Αυτό το κακό συνήθειο πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει! Καρτέρι μου στήνεις;» παραπονιέται τρομαγμένη και η γυναίκα γελάει, χαϊδεύοντας απαλά την κοιλίτσα της.
«Δεν φταίω εγώ που ονειρεύεσαι με ανοιχτά μάτια!» υπερασπίζεται τον εαυτό της, αφήνοντας το βιβλίο της πάνω στο τραπεζάκι. Γελάει πνιχτά. Με μια πρόχειρη ματιά η Αυγή καταλαβαίνει ότι πρόκειται για το «Η Τζαζ του δολοφόνου».
«Για έλα λίγο εδώ.» χτυπάει τη θέση δίπλα της και η κοπέλα υπακούει. Τις τελευταίες τρεις ώρες είναι εντελώς μόνη της στο σπίτι και έχει βαρεθεί εντελώς. Της έχει λείψει να δουλεύει, να κάνει κάτι πέρα απ' το να κάθεται στο σπίτι και να πηγαίνει για καφέ.
Κάθεται με χαρά δίπλα της, αφήνοντας πρώτα τα πράγματα της στο μπράτσο του καναπέ, και αφήνει μια ανάσα στην επαφή του επίπλου με το σώμα της. Αισθάνεται τρομερά κουρασμένη. Η Θάλεια το παρατηρεί.
«Πώς πέρασες;» ρωτάει με ενδιαφέρον, τρίβοντας τρυφερά το μπράτσο της.
Τα μάγουλα της κοκκινίζουν και σκύβει το κεφάλι ελαφρά για να μη φανεί το, εξωφρενικά, μεγάλο της χαμόγελο. Περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί κι όταν την κοιτάξει, τα μάτια της λάμπουν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Κάτι ακόμα που παρατηρεί η μητέρα της.
«Πέρασα πολύ, πολύ, πολύ ωραία!» ο ενθουσιασμός της οριακά την προδίδει και η εγκυμονούσα σοβαρεύει κάπως.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα και επαναφέρει το πιο αληθινό της χαμόγελο. Ανακάθεται και καταπίνει αργά. Το ξέρει αυτό το βλέμμα, το αναγνωρίζει. Το είδε πριν από είκοσι-δύο χρόνια στον καθρέφτη της πρώτη φορά και θα το αναγνώριζε με ευκολία.
«Αυγή μου, μήπως έχεις κάτι να μου πεις;» επιστρατεύει το πιο φιλικό της χαμόγελο σε μια προσπάθεια να μάθει τι είναι αυτό που την έχει κάνει να πετάει και η μικρή της μισανοίγει τα χείλη σαστισμένη.
«Εε...» κάνει μια παύση και περνάει ξανά μια τούφα πίσω από το αυτί.
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.» ψελλίζει ψευδώς νευρικά κοιτώντας τα χέρια της και επιβεβαιώνει πανηγυρικά τη μητέρα της.
Της σηκώνει με το δείκτη και το μέσο το πηγούνι και ξεκουράζει το χέρι της στο μάγουλο της, κοιτώντας την στα μάτια. Το βλέμμα της δεν είναι ανακριτικό, αλλά ζεστό, στοργικό και γεμάτο κατανόηση· κατανόηση προς την ηλικία της, κατανόηση για τη ζωή της. Αυτό κάνει την Αυγή να της χαμογελάσει γλυκά. Με τη μαμά της πάντα τα λένε όλα. Σχεδόν.
«Είσαι ακόμα το κοριτσάκι μου;» η ερώτηση αυτή, γεμάτη συναισθήματα, την κάνει αλοιφή.
Λυγίζει και βουρκώνει. Αφήνει μια ανάσα. Πιάνει το χέρι της που αγγίζει τρυφερά το μάγουλο της και το χαϊδεύει απαλά. Το χαμόγελο της μεγαλώνει και φιλάει μαλακά την παλάμη της. Η Θάλεια περιμένει με υπομονή να την ακούσει, αν και ξέρει ήδη τι θα της πει.
«Μαμά μου, πάντα θα είμαι το κοριτσάκι σου!» ψελλίζει σιγανά. Δεν ξεκολλάει το βλέμμα της από εκείνο της γυναίκας απέναντι της.
Στην απάντηση της αφήνει και εκείνη μια ανάσα. Ξαφνικά η Αυγή της φαίνεται μωρό, όπως την πρώτη φορά που την κράτησε στην αγκαλιά της στο μαιευτήριο, όπως τα βράδια που ξενύχταγε μέχρι να κοιμηθεί, ή να της πέσει ο πυρετός. Βάζει το χέρι της μπροστά από τα χείλη και χαϊδεύει το προσωπάκι της.
«Μωρό μου...» δεν χρειάζεται να τη ρωτήσει κάτι άλλο. Ξέρουν και οι δύο ότι κατάλαβε.
Την τραβάει στην αγκαλιά της απευθείας, αφήνοντας ένα φιλί στα μαλλιά της. Η κοπέλα δεν μιλάει, απλώς απολαμβάνει το χάδι της μητέρας της με μάτια κλειστά και ένα γαλήνιο χαμόγελο. Σχεδόν απορεί που όλα πάνε τόσο καλά στη ζωή της.
«Τέλος πάντων!» σπάει πρώτη την αγκαλιά τους και χαμογελάει πλατιά.
«Πάω να κάνω μπάνιο και να ξαπλώσω. Θα σε δω αύριο. Καληνύχτα μαμά!» την αποχαιρετά πιάνοντας τα κλειδιά, το τζιν μπουφάν της και την τσάντα της. Της χαρίζει ένα μικρό φιλί στο μάγουλο.
«Καληνύχτα, κοριτσάκι μου.» ψελλίζει καθώς η κόρη της ανεβαίνει ήδη τις σκάλες. Κοιτάει για λίγο το κενό και χαϊδεύει την κοιλιά της. Ξεφυσάει συγκινημένη. Η μικρή της, μόλις έγινε γυναίκα.
Ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζει.
Μια ώρα αργότερα, η Αυγή, φορώντας πλέον τις βολικές γκρι πιτζάμες της, πέφτει στο κρεβάτι της και αφήνει έναν αναστεναγμό κούρασης. Το φως είναι κλειστό και το μόνο που φωτίζει το λιλά δωμάτιο είναι τα φωτάκια που είναι τυλιγμένα γύρω από το μαύρο κάγκελο.
Κοιτάει το ταβάνι και σκέφτεται όλα όσα προηγήθηκαν. Πιάνει στα τυφλά το κινητό της και ανοίγει τη συνομιλία με την Αλεξάνδρα. Για λίγο κρατάει τους αντίχειρες της μετέωρους πάνω από την οθόνη.
ΤΟΥΛΗΣ👩🦰💞:
Έγινε.-
Πληκτρολογεί και, εν τέλει, στέλνει. Αφήνει το κινητό πίσω στο κομοδίνο και κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει ξανά στον εαυτό της και δαγκώνει τα χείλη απαλά, όταν η καρδιά της χτυπήσει ακανόνιστα και γρήγορα.
'Είμαι ευτυχισμένη.' σκέφτεται, λίγο πριν αποκοιμηθεί.
(...)
«Το κάνατε; ΤΟ ΚΆΝΑΤΕ; ΔΗΛΑΔΉ, ΕΝΤΕΛΏΣ;» σχεδόν φωνάζει και οι παρακλήσεις για να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής της πέφτουν βροχή στο τραπέζι τους.
«Πανάθεμά σε, θα σε σκοτώσω! Μίλα πιο σιγά!» ψιθυροφωνάζει κατακόκκινη από την ντροπή και κοιτάει παντού γύρω της για να βεβαιωθεί ότι κανένας δεν τους άκουσε. Ευτυχώς για όλους, η μουσική παίζει δυνατά εκείνο το απόγευμα στην καφετέρια.
«Μία φορά· μια φορά να πεις κάτι σε αυτήν την κοπέλα και να μην το μάθει όλος ο κόσμος από τις φωνές της!» ψελλίζει νευρικά η Lyra, κλείνοντας με την παλάμη της το στόμα της φίλης τους που χτυπιέται ενθουσιασμένη κάτω από το άγγιγμα της.
Βρίσκονται στην καφετέρια που συχνάζουν και η Αυγή τους παραδέχτηκε τι συνέβη ανάμεσα σε εκείνη και τον Lucas. Η Lyra απλώς την κοίταξε σοκαρισμένη, όσο η Melisa προσπάθησε, καταλάθος, να τα μάθουν όλοι! Είναι σίγουρη πως αν η Claire δεν βρισκόταν στο Παρίσι, σίγουρα θα γελούσε νευρικά με την κατάσταση, όσο θα ρωτούσε ανυπόμονα πώς της φάνηκε.
«Παιδιά, δεν φταίω εγώ! Μου λέτε πράγματα που ξέρετε πώς θα αντιδράσω! Στην τελική, φιμώστε με!» αφού απομακρύνει το χέρι της Lyra από τα χείλη της, προσπαθεί να δικαιολογηθεί.
Η Αυγή είναι για εκείνη κάτι σαν το μικρό της παρέας. Το να μαθαίνει, λοιπόν, ότι η φίλη της προχώρησε για πρώτη φορά, αν μη τι άλλο, είναι ένας αρκετά καλός λόγος να ενθουσιαστεί. Ακριβώς το ίδιο σκεπτικό έχει και η Αλεξάνδρα, που όταν είδε το μήνυμα της κολλητής της, άφησε εκατό και μηνύματα, όπου ρωτούσε λεπτομέρειες.
Συγκεκριμένα, έγραψε: «μέγεθος, διάρκεια και πόσο πολύ πόνεσες!». Η Αυγή γέλασε πολύ το πρωί που ξύπνησε και το χαμόγελο που είχε κολλήσει στο πρόσωπο της από το προηγούμενο βράδυ, απλώς μεγάλωσε κι άλλο.
«Ναι, ρε φίλε, αλλά δεν είναι και σωστό να μάθει όλη η καφετέρια ότι έκανα σεξ!» εξηγεί, κοιτώντας ντροπαλά τα χέρια της.
Στο άκουσμα των λέξεων της, η συμμαθήτρια της στο χορό χτυπάει παλαμάκια με ενθουσιασμό, όσο παράλληλα γελάει. Η Lyra, στριφογυρίζει τα μάτια, ξεφυσώντας. Έχει αρχίσει να την ενοχλεί πολύ αυτή η συζήτηση.
«Τι ευτυχία είναι αυτή! Πώς σου φάνηκε; Πόνεσες πολύ; Μάτωσες; Εγώ δεν είχα ματώσει! Σε πρόσεξε ο αχρείος, ή να πάω να του σπάσω τα μούτρα; Δεν κολώνω, να ξέρεις!» φλυαρεί και οι δύο κοπέλες αναρωτιούνται αν καταλαβαίνει τι λέει, ή αν απλώς βάζει λέξεις δίπλα-δίπλα. Τόσο γρήγορα μιλάει. Ωστόσο, αυτό κάνει την άμεσα ενδιαφερόμενη να γελάσει.
«Μια-μια τις ερωτήσεις! Πόνεσα αρκετά, κυρίως όταν, ξέρεις, έκανε την πρώτη ώθηση. Μετά δεν πονούσα τόσο. Με πρόσεξε πολύ, με ρώτησε δύο φορές αν είμαι σίγουρη και πριν ξεκινήσουμε, φρόντισε να μου ξεκαθαρίσει πως, αν θέλω να σταματήσω να μη διστάσω να το πω. Όχι, δεν μάτωσα. Και ναι, μου άρεσε...πολύ!» απαντάει ντροπαλά στις απορίες της Melisa, η οποία προσποιείται πως σκουπίζει δύο δάκρυα.
«Μεγαλώνουν τόσο γρήγορα!» μονολογεί κάνοντας την να γελάσει. Η τρίτη της παρέας μοιάζει να κρέμεται από τα χείλη της, έχει τόσες πολλές ερωτήσεις να της κάνει, τόσα πολλά να μάθει, όμως διστάζει να τις ξεστομίσει. Οπότε σιωπά.
Πάνω στην ώρα, ο "ξανθός άγγελος", όπως τον λένε χιουμοριστικά τα κορίτσια, καταφτάνει στο τραπέζι κρατώντας στα γυμνασμένα χέρια του το μαύρο δίσκο με την παραγγελία τους. Τους χαμογελάει γοητευτικά και οι κοπέλες ανταλλάσουν ένα βλέμμα μεταξύ τους.
«Ορίστε και τα ροφήματα!» ψελλίζει, αφήνοντας τους καφέδες στα δύο κορίτσια και τη ζεστή σοκολάτα στην Αυγή. Την κοιτάει λίγο περισσότερο.
«Κερασμένα από μένα.» συνεχίζει, περνώντας τα χέρια του μέσα από τα ξανθά μαλλιά του.
Η Αυγή τον κοιτάει κάπως έκπληκτη στα πράσινα μάτια του και περνάει τη γλώσσα της πάνω από τα ξερά της χείλη, σε μια προσπάθεια να τα ενυδατώσει. Όταν η ματιά του πάει εκεί, βάζει μια τούφα πίσω από το αυτί της αμήχανα.
«Όχι, όχι! Με τίποτα! Θα τα πληρώσουμε εμείς κανονικά!» ψελλίζει νευρικά, κοιτώντας οπουδήποτε μπορεί εκτός από εκείνον. Φαίνεται ότι αισθάνεται άβολα, ωστόσο αυτό την κάνει να δείχνει αξιολάτρευτη!
«Δεν υπάρχει περίπτωση! Θα κεράσω εγώ, έτσι επειδή όταν έρχεστε το μαγαζί ομορφαίνει!» ανασηκώνει τους ώμους και σκύβει ελαφρά πάνω από το τραπέζι, αρνούμενος να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Μπορεί να μιλάει στον πληθυντικό, αλλά είναι κοινό μυστικό ότι αναφέρεται μόνο στη μια.
Στα λόγια του χαμογελάει ελαφρά και κουνάει το κεφάλι. Παίρνει μια ανάσα και σταυρώνει τα χέρια κάτω από το στήθος. Το βλέμμα της είναι φιλικό, αλλά γιατί η καρδιά της χτυπάει πιο γρήγορα;
«Πολύ καλά, αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι σου χρωστάμε κι εμείς κέρασμα!» υψώνει το φρύδι ικανοποιημένη από τη σκέψη της και το χαμόγελο του μεγαλώνει. Γνέφει θετικά, ρίχνοντας, για τα μάτια του κόσμου, μια ματιά στα κορίτσια.
«Εντάξει τότε.» συμφωνεί και φεύγει από το τραπέζι, ώστε να επιστρέψει στη δουλειά του.
Όταν φτάσει στο μπαρ της καφετέριας, χωρίς να σταματήσει να την κοιτάει ούτε για ένα δευτερόλεπτο, σκουντάει τον barista βιαστικά. Αυτός γυρνάει και του ρίχνει ένα απορημένο βλέμμα.
«Mike, μήπως ξέρεις πώς λένε την κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά στο δώδεκα;» του δείχνει διακριτικά.
Ο φίλος του τεντώνεται ελαφρά και ρίχνει την προσοχή του σε αυτή που του έδειξε ο φίλος του. Κουνάει το κεφάλι αρνητικά ψελλίζοντας ένα «όχι», και ανασηκώνει τους ώμους, φτιάχνοντας ένα ρόφημα. Ο σερβιτόρος ξεφυσάει και, δαγκώνοντας τα χείλη του, πάει για ακόμα μια παραγγελία.
Τα κορίτσια την κοιτούν επίμονα εξαιτίας αυτής της κουβέντας κι εκείνη αποφεύγει, παραδειγματικά, το βλέμμα τους πίνοντας μια γουλιά από τη σοκολάτα της. Η Melisa ξεροβήχει με νόημα και υψώνει το φρύδι. Είναι ξεκάθαρη η σκέψη της.
«Σου την πέφτει.» δηλώνει με σιγουριά, επιβεβαιώνοντας την Ελληνίδα, πιάνοντας τον καφέ στα χέρια της. Η Lyra γνέφει θετικά, ως ένδειξη ότι συμφωνεί με την προλαλήσασα.
«Πρόβλημα του.» ανασηκώνει τους ώμους αδιάφορα, κοιτώντας το κινητό της.
Παρατηρεί πως ο Lucas της έχει στείλει μήνυμα και τη ρωτά πώς περνά. Του απαντά βιαστικά με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. Χαμογελάει και πάλι ευτυχισμένη, πίνοντας ακόμα μια γουλιά από το ζεστό της ρόφημα.
Η ευτυχία είναι χαραγμένη παντού στο πρόσωπο της. Τη γεμίζει και την κάνει να νιώθει δυνατή. Μα δεν ξέρει πως η ευτυχία αυτή, δεν είναι ολοκληρωτική, μονάχα μια λάμψη της.
Και όπως κάθε λάμψη, έτσι κι αυτή σύντομα θα σβήσει.
Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥
Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!
Πείτε μου τα νέα σας! Η κολλητή μου με ενημέρωσε ότι μου φτιάχνει βίντεο για τα γενέθλια μου. Ναι, όχι δεν θα πάει καθόλου καλά αυτό.
Πάμε στο κεφάλαιο;
Στο προηγούμενο κεφάλαιο είχαμε σεξ. Σε αυτό απόσπασμα του 21. Έτσι πάνε αυτά. Έχετε να σχολιάσετε κάτι;
Τελευταίο φορά που μου πήρανε δώρο βιβλίο ήταν στα προηγούμενα γενέθλια μου που η κολλητή μου μου πήρε το before. Σάκη, σου χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη γι'αυτό. Σ' αγαπάω.
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, λοιπόν. Από τα αγαπημένα μου! Και άρεσε και στον Lucas όπως φάνηκε.
Της είπε σ' αγαπάω και η Αυγή φρίκαρε. Παιδιά αυτό ήταν τόσο εγώ! Την πρώτη φορά που μου είπε το αγόρι μου ότι με αγαπάει πηγαίναμε να κάνουμε έκπληξη σε μια φίλη για τα γενέθλια της και ήμουν κάπως «Εμ, βρέχει πολύ σήμερα! Δεν νομίζεις;». Γέλασε.
Η συζήτηση της Αυγής με την Θάλεια δεν ήταν....υπέροχη; Δεν ξέρω! Την αγαπάω βαθιά αυτή τη γυναίκα. Είναι πολύ όμορφη η σχέση τους και είναι γενικά πολύ καλό που έχουν τέτοια σχέση.
Η Melisa που ουρλιάζει....ναιμ, εγώ. Οι φίλες μου μπορούν να επιβεβαιώσουν. Ήταν mood ρε παιδί μου η κοπέλα. Επίσης, είδαμε και τη Lyra να είναι κάπως νευρική να το πω; Δεν περνάει καλά αυτό το κορίτσι ρε παιδιά.
0-0-11 ο σερβιτόρος. Χώνεται με τον κεφάλι και δεν τον νοιάζει τίποτα! Αυτά είναι τα καλά!
Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;
Αυταααα.
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.
Αντιιιιιοοοοοοςςςς🍟🥰.
-Δέσπ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro