Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

41. Ενός κακού μύρια έπονται.

~Ανήρ έννους τα καινά τοις πάλαι τεκμαίρεται.

–Ο άνθρωπος που έχει μυαλό, βγάζει συμπέρασμα για τα νέα με βάση τα παλιά.~

•Σοφοκλής, 496-406 π.Χ. Αρχαίος τραγικός.

Σεπτέμβριος του 2021.

Δε ζήτησα ποτέ ούτε δώρα, ούτε τίποτα. Από την αρχή της σχέσης μας, σου ζήτησα μόνο ένα πράγμα· ανάθεμα, είχες μόνο μια δουλειά να κάνεις!

Να μην αθετήσεις τις υποσχέσεις σου.

Και εσύ τι έκανες;
Το ακριβώς αντίθετο!

Μπορεί σε κάποιον τρίτο να φαίνεται χαζό, μα αν δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις τις πιο μικρές σου υποσχέσεις, πώς ακριβώς θα το καταφέρεις στις μεγαλύτερες;

Ο Σοφοκλής, ξέρεις, είχε πει: ενός κακού μύρια έπονται.

Κι εσύ, Lucas, μου το επιβεβαίωσες. Έδινες τη μια υπόσχεση πίσω από την άλλη, χωρίς να ξέρεις αν μπορείς να τις καταφέρεις! Μου έλεγες αυτό που ήθελα να ακούσω, αλλά ξέχασες πως, αν μισώ κάτι σε αυτή τη ζωή, αυτό είναι, σίγουρα, τα λόγια!

Κάθε υπόσχεση που μου έδωσες αυτόν τον ένα χρόνο, την έπιασες στα χέρια σου και τη διέλυσες· την τέντωσες σαν σκοινί, την κλώτσησες σαν μπάλα, την πέταξες με δύναμη σαν πέτρα μέσα στο νερό, ώσπου, σχεδόν έκπληκτος, σταμάτησες.

Κοίταξες το κενό, όπως εγώ τώρα, κι αυτό που αντίκρισες σε τρόμαξε.

Δεν ήταν σκοινί, ήταν η ελπίδα μου.
Δεν ήταν μπάλα, ήταν η εμπιστοσύνη μου.
Ούτε νερό υπήρχε, έμοιαζε με θάλασσα μα ήταν τα μάτια σου.

Δεν ήταν πέτρα.
Ήμουν, απλά, εγώ.

Και είχα ματώσει.

Πίσω.
Δεκέμβριος του 2020.

Τριτοπρόσωπη αφήγηση.

«Πώς και μας θυμήθηκες;» ο Lucas, δίνοντας μια μπύρα στον φίλο του που τον τελευταίο καιρό είναι εξαφανισμένος από παντού, ρωτάει και σχεδόν πέφτει στον κόκκινο καναπέ του.

Ο James, με το συνηθισμένο του αλαζονικό χαμόγελο, πίνει μια γουλιά από το ποτό και απλώνει τα πόδια του στο ξύλινο τραπεζάκι του οικοδεσπότη. Γελάει ελαφρά όταν, εκείνος, στριφογυρίσει τα μάτια ενοχλημένος στην κίνηση του. Του έχει πει χιλιάδες φορές να μην το κάνει.

«Είναι δυνατόν να ξεχάσω τα φιλαράκια μου; Απλώς είχα μπλέξει με μια γκόμενα που είχε έρθει διακοπές και, είπα να το εκμεταλλευτώ!» υψώνει το φρύδι με νόημα και ο Lucas γελάει δυνατά στο πονηρό του βλέμμα.

«Και το εκμεταλλεύτηκες;» κουνάει ρυθμικά πάνω κάτω στο πλάι και χυδαία το μεσαίο του δάχτυλο, ρωτώντας τον έμμεσα αν, εν τέλει, κατάφερε να ρίξει την άτυχη κοπέλα στο κρεβάτι του. Το αλαζονικό του χαμόγελο απλώς μεγαλώνει.

«Πολλές φορές!» τον επιβεβαιώνει κουνώντας παράλληλα το κεφάλι με νόημα και γελούν περισσότερο.

Ο άνδρας με τα μαύρα μάτια πίνει λίγο από τον καφέ του και παίρνει μια ανάσα. Είναι Τετάρτη, είκοσι-τρείς Δεκεμβρίου και ώρα πέντε το απόγευμα. Έφτασε, επιτέλους, η μέρα της περιβόητης παράστασης χορού. Ένα κομμάτι του βαριέται υπερβολικά να σηκωθεί να πάει, μα ένα άλλο δεν βλέπει την ώρα να φτάσει οκτώ, ώστε να απολαύσει την όμορφη κοπέλα του να λικνίζεται με πάθος πάνω στη σκηνή.

«Μουνόδουλε!» τον πειράζει παιχνιδιάρικα και χωρίς κακία, λόγω του ότι εξαφανίστηκε τόσες μέρες, κι εκείνος τον κοιτάει θιγμένος.

«Ποιος μίλησε μαλάκα! Που για να πηδήξεις έχεις κόψει την κόκα, έχεις σταματήσει το σπρώξιμο και πίνεις και καφέ αντί να μου κάνεις παρέα και να πιεις μπύρα, όπως πάντα! Έχεις γίνει ο ορισμός της μουνοδουλείας.» τον κοροϊδεύει πίσω, πιο επιθετικά και ειρωνικά, και πιάνει το πακέτο με τα τσιγάρα του με τα σκληρά του δάχτυλα.

Χρειάζεται να πάρει μια βαθιά ανάσα πριν του απαντήσει κι αυτό γιατί δεν θέλει σήμερα να τσακωθεί με κανέναν, ακόμα κι αν αυτός είναι ο James. Θέλει απλώς να παραμείνει ψύχραιμος και χαλαρός. Οπότε, πίνει ακόμα λίγο από τον καφέ του και τον κοιτάει ήρεμος· αυτό είναι κάτι που εκπλήσσει τον φίλο του.

«Δεν κάνω τίποτα από αυτά για να πηδήξω, τα κάνω για να γίνω καλύτερος· καλό σε μένα κάνω, ούτως ή άλλως και, ο λόγος που πίνω καφέ είναι γιατί δεν κοιμήθηκα καλά χθες το βράδυ και σήμερα έχει εκδήλωση η Αυγή με το χορό· θέλω να είμαι σίγουρος ότι θα πάω και δεν θα αποκοιμηθώ, ή οτιδήποτε. Της υποσχέθηκα ότι θα πάω και δεν θέλω να τη στεναχωρήσω.» του εξηγεί και ξεκουράζει την πλάτη του σε αυτή του καναπέ.

Ο James, σμίγει τα φρύδια, δήθεν, μπερδεμένος και κάπως έκπληκτος. Παίρνει μια τζούρα από το τσιγάρο που μόλις άναψε και περνάει τα χέρια του από τα σκούρα καστανά μαλλιά του. Ρίχνει κι αυτός την πλάτη του στον τοίχο πίσω του.

«Α, δεν το ήξερα. Καλά να περάσεις, βρε!» εύχεται γελώντας και πίνει άλλη μια γουλιά από την παγωμένη μπύρα του. Ωστόσο, αυτό που ο Lucas δεν γνωρίζει είναι ότι, ο ψηλός άνδρας με τα μπλε ψυχρά μάτια, γνωρίζει ήδη για την παράσταση και -μάλιστα!- αυτός είναι και ο λόγος που εμφανίστηκε.

Γνέφει θετικά και τεντώνει για λίγο το κορμί του. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σηκώνεται και αφήνει ένα μικρό χασμουρητό βαρεμάρας. Δεν περνάει με τίποτα η ώρα αυτή τη μέρα.

«Πάω στο μπάνιο.» ψελλίζει και φεύγει από τον ενιαίο χώρο όπου κάθονται.

Ο επισκέπτης του, περιμένει μερικά δευτερόλεπτα κι όταν βεβαιωθεί ότι δεν θα βγει, βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό, διάφανο σακουλάκι μέσα στο οποίο περιέχεται σκόνη υπνωτικού, την οποία προμηθεύτηκε από τη Sonia.

Χωρίς να χάσει χρόνο πλησιάζει τη θέση του Lucas, ρίχνει όλη την ποσότητα που υπάρχει μέσα στην λευκή κούπα και ανακατεύει βιαστικά και δυνατά με το κουταλάκι. Όταν ακούσει το καζανάκι, αφήνει βιαστικά τη φλιτζάνα και επιστρέφει στη θέση του σαν να μη συνέβη τίποτα.

Ένα λεπτό αργότερα βγαίνει από το μπάνιο και κάθεται ξανά στον βολικό καναπέ. Περνάει τα χέρια του μέσα από τα πυκνά μαλλιά του και, δυστυχώς, η πρώτη κίνηση που κάνει είναι να πιει από τον καφέ του.

Και κάπου εδώ, είναι το σημείο που όλα ξεκινούν να παίρνουν την κάτω βόλτα.

Ο James κρύβει ένα μειδίαμα ικανοποίησης πίσω από το στόμιο του πράσινου μπουκαλιού. Η κακία αστράφτει στα μάτια του· κατ' αυτόν, έχει φτάσει πλέον η στιγμή που η μάσκα του "κυρίου τέλειου" θα πέσει από το πρόσωπο του Lucas και το μόνο που θα μείνει είναι η κατεστραμμένη φύση του.

Αυτή που πρέπει όλοι, κάποια στιγμή, να δουν.

(...)

Η ώρα είναι επτά και μισή και η αίθουσα εκδηλώσεων της σχολής έχει αρχίσει, ήδη, να γεμίζει. Στο χώρο περιφέρονται καθηγήτριες, χορεύτριες αλλά και καλεσμένοι δημιουργώντας πανικό και ένα βουητό που σε μερικούς προκαλεί πονοκέφαλο.

Η Αυγή και η Melisa, φορώντας πλέον τα ρούχα της παράστασης, ένα κόκκινο αθλητικό σορτσάκι, μ' ένα άσπρο τιραντάκι, κατεβαίνουν στην αίθουσα και μπλέκονται στο πλήθος, χαζογελώντας δυνατά.

Η διάθεση τους είναι κάτι παραπάνω από καλή και φαίνεται να διασκεδάζουν με το κλίμα που επικρατεί. Πρώτη εικόνα που αντικρίζουν είναι τα κορίτσια και ο Paul, λίγο πιο πέρα, ο οποίος δεν έχει ξεκολλήσει το κινητό από το αυτί του.

Ο χώρος κόβει για ακόμα μια φορά την ανάσα της Ελληνίδας. Υπάρχουν τρία μεγάλα χριστουγεννιάτικα δέντρα, με κόκκινα και χρυσά στολίδια· δύο στις εισόδους του αμφιθεάτρου και ένα πάνω στη σκηνή, πίσω-πίσω.

Οι μαύρες καρέκλες με το κόκκινο ύφασμα στο κάθισμα και την πλάτη, φαίνεται να ταιριάζουν εντελώς με τον στολισμό και οι μισές, ίσως και περισσότερες, έχουν ήδη γεμίσει. Η κοπέλα χαμογελάει πλατιά· λατρεύει τα Χριστούγεννα!

«Έτοιμες; Δεν πιστεύω να έχετε άγχος!» η Claire τους χαμογελά με ενθουσιασμό, τραβώντας τους την προσοχή, και αυτές γελούν ακόμα περισσότερο. Όχι μόνο δεν έχουν άγχος, αλλά ανυπομονούν να ανέβουν στη σκηνή και να τα δώσουν όλα!

«Καθόλου, Claire μου.» την καθησυχάζει.
«Η μαμά μου σας έχει κρατήσει θέσεις κοντά τους, συγκεκριμένα είπε: Δεν πιστεύω να νομίζουν ότι θα κάτσουν κάπου αλλού, παρέα θα είμαστε!» τις ενημερώνει, καθώς μιμείται τη φωνή της και τα κορίτσια τελούν τρανταχτά· όλες εκτός από τη Γαλλίδα, που τρομοκρατείται και μόνο στη σκέψη ότι θα δει τον Πέτρο.

«Ντροπή σου να κοροϊδεύεις τη μαμά σου!» η Θάλεια, δήθεν θιγμένη, τη μαλώνει και γυρνούν να την κοιτάξουν ταυτόχρονα.

Φοράει ένα όμορφο σκούρο μπλε από βελούδο φόρεμα σε Α γραμμή. Το χαμόγελο στο στήθος της είναι κάθε άλλο παρά προκλητικό, ενώ τα μανίκια, που φτάνουν μέχρι τους αγκώνες της, είναι ανοιχτά. Η λεπτή ενσωματωμένη κορδέλα κάτω από το στήθος της, κάνει το πάνω μέρος να μοιάζει με ένα μικρό ζακετάκι, και είναι δεμένο ακριβώς πάνω από την κοιλιά της, η οποία δεν έχει φανεί ποτέ ομορφότερη.

Μαζί της κρατάει μια χρυσή τσάντα-φάκελο, την οποία έχει συνδυάσει με τις, επίσης, χρυσές γόβες της και ένα σετ από κοσμήματα. Είναι εκθαμβωτική και τράβα τα βλέμματα χωρίς καν να το υποψιάζεται!

Η Melisa και η Lyra σχεδόν πέφτουν με τα μούτρα, ενθουσιασμένες, στην φουσκωμένη κοιλίτσα της Ελληνίδας, αφού πρώτα χαιρετήσουν τον πατέρα της φίλης τους, ενώ η Claire μένει λίγο πιο πίσω αναστατωμένη από την παρουσία τους.

«Κυρία Θάλεια, είστε κάθε μέρα όλο και πιο όμορφη! Πώς το κάνετε;» ρωτάει παιχνιδιάρικα η προξενήτρα της παρέας και το χαμόγελο της εγκυμονούσας φωτίζει τα πάντα γύρω τους.

«Είναι απλό, κοριτσάκι μου! Η ζωή μου είναι ακριβώς αυτή που θέλω, έχω μια οικογένεια που με λατρεύει και αγαπώ τον εαυτό μου, υπάρχει κάτι καλύτερο από αυτό; Υπάρχει κάτι πιο όμορφο και λαμπερό από την ευτυχία;» κοιτάει τα κορίτσια με αγάπη και ξέρουν όλοι στην παρέα ότι ερώτηση είναι ρητορική.

Στα λόγια της, ο σύζυγος της και η πρώην ερωμένη του ανταλλάσσουν ένα βλέμμα. Η λέξη "τραγελαφικό" είναι πολύ μικρή για να περιγράψει την κατάσταση που ζουν αυτή τη στιγμή. Και το σύμπαν, κλαίει σπαρακτικά στα λεγόμενα της Θάλειας καθώς, ξεχνάει πως μετά της λάμψη της ευτυχίας, ακολουθούν τα θρύψαλα μιας πραγματικότητας που τσακίζει κόκαλα.

Η Claire παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ξέρει πως έχει έρθει η σειρά της να τους χαιρετήσει, με ποια πρόφαση έτσι κι αλλιώς μπορεί να το αποφύγει; Οπότε, οπλίζεται με θάρρος και σηκώνει το βλέμμα της· προσπαθεί να κοιτά τη γυναίκα όσο το λιγότερο μπορεί στα μάτια.

«Πώς είστε, κυρία Θάλεια;» ρωτάει ντροπαλά και μ' ένα αχνό χαμόγελο.

Εκείνη, ανυποψίαστη για το τι συμβαίνει πίσω από την πλάτη της, την αγκαλιάζει τρυφερά. Νιώθει μια περίεργη συμπάθεια γι'αυτή την κοπέλα. Πρέπει να έχει περάσει περίπου ένας μήνας από εκείνο το απόγευμα που την άκουσε να λέει για τη μητέρα της και νιώθει μια ανάγκη να της δείξει στοργή και τρυφερότητα.

«Κοριτσάκι μου, γλυκό! Είμαι πολύ καλά, ευχαριστώ! Κι αν σταματήσετε να μου μιλάτε στον πληθυντικό θα είμαι ακόμα καλύτερα. Εσύ;» το ενδιαφέρον της τη σκοτώνει και τη γεμίζει ενοχές, όσο οι υπόλοιποι, πλην του συζύγου της, γελούν στα λόγια της.

'Συγγνώμη κυρία Θάλεια, δεν αξίζω ούτε λίγο το ενδιαφέρον σας.'

«Καλά!» αρκείται να απαντήσει. Έπειτα, γυρίζει την προσοχή της στον άνδρα απέναντι της και τον κοιτάει απευθείας στα μάτια. Η όαση στις κόγχες του την καίει. Αυτό κι αν είναι τραγικό. Απλώνει το χέρι της τυπικά και συνεχίζει.
«Γεια σας, κύριε Πέτρο!» ψελλίζει με δυσκολία.

Ο άνδρας, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, σφραγίζει το χαιρετισμό τους αγγίζοντας το απαλό δέρμα του χεριού της που, μέχρι προχθές, πίεζε την πλάτη του από την απόλαυση και την ηδονή. Ο ηλεκτρισμός που τους διαπερνά τους κάνει να θέλουν να κόψουν απευθείας την επαφή· και αυτό επρόκειτο να κάνουν.

«Γειά σου, κορίτσι μου.» απαντά σφιγμένα και βρίσκει ευκαιρία να χαϊδέψει, κρυφά και τρυφερά, τον αντίχειρα της. Θα είναι ψέμα αν πει πως δεν του έχει λείψει. Τινάζει το χέρι της διακριτικά κι εκείνος ξεροβήχει.

Της είναι δύσκολο να φέρεται σαν να μην τον ξέρει, την πονάει. Δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Ωστόσο, αυτή η πίεση που αισθάνονται περνάει απαρατήρητη από όλους, ούτε καν η Θάλεια δεν την προσέχει. Μα, γιατί να το κάνει έτσι κι αλλιώς, σωστά;

Ο Paul, που τόση ώρα προσπαθεί, μάταια, να βρει τον κολλητό του στο κινητό και να τον βρίσει για την αργοπορία του, παρατάει κάθε προσπάθεια και πλησιάζει τις φίλες του, βγάζοντας από τη δύσκολη θέση το παράνομο ζευγάρι. Χαμογελάει νευρικά.

«Όλα καλά;» ρωτάει και περνάει τα χέρια του γύρω από τους ώμους της Claire και της Lyra· μπορεί να μην το δείχνει συχνά αλλά έχει πολύ αδυναμία στη Γαλλίδα φίλη του. Διαφέρει εντελώς από αυτό που ένιωθε και νιώθει για τη Melisa, που της έχει, επίσης, αδυναμία, αλλά υπάρχει.

Ο Πέτρος ρουθουνίζει σιγανά, ελπίζοντας να μην τον καταλάβουν. Αναρωτιέται, ποιος είναι αυτός και με ποιο δικαίωμα αγκαλιάζει την Claire του;

«Ναι, ναι!» του απαντούν.

«Εσύ είσαι ο Lucas;» με το βλέμμα του πιο αυστηρό από ποτέ, περνάει από ακτίνες Χ τον νεαρό και τον κάνει να ξεροκαταπιεί. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και η Melisa πνίγει ένα γελάκι. Το ευχαριστιέται όσο τίποτα άλλο όταν εκείνος ζορίζεται!

«Όχι, όχι...εγώ είμαι ο Paul. Είμαι φίλος των κοριτσιών και του...του Lucas.» του εξηγεί και η Αυγή, αφού σταματήσει να γελάει άηχα μαζί με τη φίλη της, αγριοκοιτάζει τον πατέρα της.

'Λάθος άνθρωπο τρομάζεις, μπαμπά. Αυτός που ψάχνεις δεν έχει έρθει ακόμα. Δυστυχώς.'

«Χμ. Και ο φίλος σου; Δεν θα έρθει;» υψώνει το φρύδι και, η Αυγή, στρέφει την προσοχή της πάνω στον κολλητό του αγαπημένου της. Περιμένει καρτερικά να ακούσει από τα χείλη του ότι είναι στο δρόμο και έρχεται, εξάλλου της το έχει υποσχεθεί! Πρέπει να πάει. Σωστά;

«Για να είμαι ειλικρινής...δεν ξέρω. Υποθέτω ότι...έρχεται.» τους ενημερώνει βάζοντας τα χέρια στις τσέπες και προσεύχεται μέσα του αυτό να είναι αλήθεια.

Το χαμόγελο της φίλης τους αργοσβήνει και αυτό είναι εμφανέστατο σε όλους. Η Melisa, αισθάνεται να θυμώνει με την κατάσταση. Εν τέλει, καταπίνει αργά και οι άκρες της τραβιούνται με βία για να πείσει τους δικούς της ότι είναι εντάξει. Δεν θέλει να σχηματίσουν κακή εντύπωση για εκείνον.

Η Melisa κοιτάει το ρολόι στον καρπό της· η ώρα είναι οκτώ παρά δέκα. Γουρλώνει τα μάτια. Πιάνει από το μπράτσο την Αυγή έτοιμη να την τραβήξει, αν χρειαστεί.

«Εμείς πρέπει να φύγουμε! Μας περιμένει η Gloria που θέλει να μας μιλήσει! Κυρία Θάλεια, οι γονείς μου θα κάτσουν δίπλα σας τελικά;» στέφεται βιαστικά στην έγκυο της παρέας και παίζει νευρικά με το κόκκινο σορτσάκι της.

Μπορεί οι γονείς των δύο κοριτσιών να είχαν γνωριστεί μόλις σαράντα λεπτά, αλλά η Θάλεια και η Lillian ταίριαξαν αμέσως! Λες και γνωρίζονται χρόνια ολόκληρα. Σε σημείο που μέχρι και η Debbie απόρησε.

«Ναι, γλυκιά μου! Θα της πω εγώ ότι πάτε πάνω, μην ανησυχείς!» την καθησυχάζει και αφού τις χαιρετήσουν και ευχηθούν καλή επιτυχία, οι δύο κοπέλες εξαφανίζονται μέσα στο πλήθος κόσμου που συρρέει στην αίθουσα.

Λίγο πριν χαθούν στο διάδρομο, η Αυγή σταματάει και κοιτάει τη μεγάλη πόρτα για μερικά δευτερόλεπτα, ελπίζοντας ότι θα τον δει να τρέχει αγχωμένος που άργησε. Μα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.

Η Melisa το παρατηρεί. Αφήνει μια ανάσα και πιάνει στα χέρια της το πρόσωπο της φίλης της. Χαμογελάει πλατιά και εύχεται να μπορούσε να πάρει τη στεναχώρια της· είναι πολύ γλυκό πλάσμα, δεν πρέπει να στεναχωριέται.

«Θα είναι πολύ ηλίθιος για να το χάσει. Δεν το ρισκάρει Αυγή, δεν θέλει να σε στεναχωρήσει!» αποπνέουν μια σιγουριά τα λόγια της που ελαφρύνουν, κάπως, το στήθος της.

'Το ελπίζω, Mel· το ελπίζω.'

Γνέφει θετικά δίνοντας της για μοναδική απάντηση το πιο αληθινό χαμόγελο που διαθέτει. Της χαρίζει μια σφιχτή αγκαλιά για ευχαριστώ και έπειτα, τρέχουν προς τα παρασκήνια.

(...)

Ο Lucas ανοίγει αργά και με δυσκολία τα βλέφαρά του, που ξαφνικά μοιάζουν βαριά. Το σπίτι, όλως περιέργως, είναι βυθισμένο στο σκοτάδι και το κεφάλι του κοντεύει να σπάσει. Ξεφυσάει και προσπαθεί να σηκωθεί από τον καναπέ του.

Εκτός τόπου και χρόνου, πιάνει στα τυφλά το κινητό του και πατάει το πλαϊνό κουμπί ώστε να ανοίξει. Το δυνατό φως της οθόνης τον τυφλώνει και χρειάζεται να κλείσει για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια του, αφού πρώτα βρίσει.

Όταν τα ξανά ανοίξει το πρώτο που βλέπει είναι οι πενήντα κλήσεις του Paul, κάτι που τον κάνει να απορήσει, και το αμέσως επόμενο, η ώρα. Έντεκα παρά δέκα το βράδυ. Γουρλώνει τα μάτια και τινάζεται όρθιος.

«ΣΚΑΤΆ!» φωνάζει φρικαρισμένος και, ανοίγοντας το φακό του κινητού του, ψάχνει τα παπούτσια του για να φύγει. Ωστόσο, ένα λεπτό αργότερα, συνειδητοποιεί ότι τα φοράει ήδη· αυτό εξηγεί και το κάψιμο που αισθάνεται στις πατούσες.

Πιάνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το τραπεζάκι και το μπουφάν του από τον καλόγερο και βγαίνει από το σπίτι, κλείνοντας με κρότο την πόρτα πίσω του. Ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο από μακριά και αδιαφορεί για το τρέμουλο στα χέρια του. Το μόνο που θέλει είναι να τρέξει μέχρι την Αυγή και απλώς ελπίζει ότι θα προλάβει την εκδήλωση, έστω και στο τέλος.

Ανάβει τη μηχανή και αρχίζει να οδηγεί σαν τρελός στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Η φόρμα του είναι ακόμα ζεστή από τον ύπνο και τα μάτια του δεν έχουν ξεθολώσει εντελώς, μα δεν τον νοιάζει· κάνει ό,τι μπορεί για να φτάσει όσο πιο γρήγορα μπορεί στην όμορφη κοπέλα του, που σίγουρα θα έχει πληγωθεί από την απουσία του.

Χτυπάει το χέρι με θυμό στο τιμόνι. Μα πώς έγινε αυτό; Δύο καφέδες ήπιε για να μην κοιμηθεί! Είναι αδύνατο να συνέβη όντως, απλά αδύνατο! Πατάει γκάζι και περνάει κόκκινα φανάρια, χωρίς να τον νοιάζει. Ευτυχώς, και για καλή του τύχη, οι δρόμοι είναι σχεδόν άδειοι οπότε, και δεν υπήρξε σύγκρουση με άλλο όχημα και κατάφερε να διανύσει απόσταση μισής ώρας σε δεκαπέντε λεπτά.

Παρκάρει βιαστικά και άτσαλα έξω από τη σχολή της και το πρώτο που βλέπει είναι πολύ κόσμο να βγαίνει προς τα έξω. Μισανοίγει τα χείλη και η καρδιά του χάνει μερικούς χτύπους. Έχει χάσει την παράσταση.

«Γαμώτο...» ψιθυρίζει σαστισμένος και χωρίς αναπνοή.

Βλέπει την κοπέλα του να βγαίνει προς τα έξω, θλιμμένη και απογοητευμένη, και πίσω της ακολουθούν οι φίλοι τους και οι γονείς της. Στο συννεφιασμένο της πρόσωπο κάτι ραγίζει μέσα του. Ξέρει ότι είναι δικό του δημιούργημα κι αυτό τον σκοτώνει. Βλέπει τη Melisa να της χαϊδεύει την πλάτη παρηγορητικά και τον Paul να ξεφυσάει, λέγοντας της κάτι. Την έχει πολύ άσχημα.

Θέλει να κουνήσει, να βγει από το αμάξι και να τρέξει να της ζητήσει συγγνώμη, όμως έχει παγώσει. Σαν να ντρέπεται να εμφανιστεί μπροστά της, αγνοώντας ότι δεν ευθύνεται πραγματικά.

Ο μπαμπάς της ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο και, εκείνος, πριν καν το καταλάβει, ανοίγει την πόρτα του. Ο ήχος που κάνει στο κλείσιμο της τραβά την προσοχή και γυρίζει να τον κοιτάξει.

Το μαύρο ενώνεται αμέσως με το καφέ μόνο που, στα μάτια της δεν βλέπει τη χαρά που εμφανίζεται συνήθως, μόνο θλίψη και -κοίτα να δεις!- απογοήτευση. Της χαμογελάει αθώα. Όλοι έχουν στρέψει την προσοχή τους πάνω τους, από την Lyra μέχρι και τον Πέτρο, και απλώς περιμένουν ένα ξέσπασμα από την Αυγή· κάτι που να δείξει πόσο θυμωμένη είναι μαζί του. Δεν έρχεται ποτέ.

Κλείνει τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο, ξεφυσάει και μπαίνει βιαστικά στο αυτοκίνητο. Το χαμόγελο του πέφτει απευθείας και νιώθει πιο ηλίθιος από ποτέ. Θέλει να κλωτσήσει με λύσσα τα λάστιχα του αυτοκινήτου του, να τραβήξει τα μαλλιά του, να της ζητήσει χίλια συγγνώμη που δεν πήγε και που δεν ειδοποίησε καν, που ανάθεμα κι αν ξέρει πώς τα κατάφερε!

Όταν ο Πέτρος ανάψει τη μηχανή, γυρίζει το κεφάλι της και μέσα από το τζάμι τον κοιτάει ξανά. Βλέπει τη μετάνοια στο βλέμμα του, όμως αυτό δεν της αρκεί προς το παρόν, παρά το τσίμπημα που ένιωσε στην καρδιά. Το αυτοκίνητο ξεκινάει και μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα, φεύγει από εκείνο το σημείο.

Μένει να κοιτάει το αμάξι να απομακρύνεται από κοντά του κι εκείνος δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το σταματάει. Τα έχει κάνει και επισήμως θάλασσα. Η παρέα του τον κοιτά απηυδισμένη, όλοι εκτός από τη Lyra που φαίνεται να το περίμενε.

Έφτασε η στιγμή· ο Lucas, άθελά του, έχει μόλις αθετήσει την πρώτη του υπόσχεση.

Και έπεται και συνέχεια.

























Γειά σας κοτοπουλάκια μου!🐥

Τι κάνετε; Πώς είστε;
Ελπίζω καλά!

Πείτε μου τα νέα σας!

Πάμε στο κεφάλαιο;

Απόσπασμα του 21! Νομίζω ότι καταλάβατε εξ αρχής ότι ο Lucas δεν θα πάει στην παράσταση, απλά δεν είχατε φανταστεί ποτέ τον λόγο.

Ο James επέστρεψε και έφερε τα πάνω-κάτω χωρίς κανένας να το γνωρίζει. Περιμένατε τέτοια συμπεριφορά από εκείνον;

Και η καημένη η Αυγή έχει θυμώσει με το παιδί μας, που στην προκειμένη περίπτωση δεν έκανε απολύτως τίποτα! Πολύ κακό αυτό!

Είδαμε τη Θάλεια να απολαμβάνει στιγμές ευτυχίας, όσο το παράνομο ζευγάρι ζούσε την πιο άβολη στιγμή στην καριέρα του! Προς το παρόν.

Γενικά ήταν ένα περίεργο κεφάλαιο και ξεκινήσαμε με τις χοντρές μαλακίες. Το να σου ρίχνει κάποιος υπνωτικό στον καφέ είναι κάτι totally ακραίο και κακό. Αλλά πραγματικά κακό. Και όπως είπα και πιο πάνω, έπεται και συνέχεια.

Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στο επόμενο;

Αυτααα.

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο ψηφίστε και σχολιάστε.

Αντιιιιιοοοοοςςςςς🥰🍟

-Δέσπ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro