Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

32. Η λεπίδα της αδιαφορίας.

~Το μεγαλύτερο αμάρτημα στον έρωτα είναι η αδιαφορία.~

•Βολταίρος, 1694-1778, Γάλλος φιλόσοφος & συγγραφέας

Σεπτέμβριος του 2021.

Γνωρίζω ότι με αγάπησες πολύ.

Το έβλεπα στα μάτια σου κάθε φορά που με κοιτούσες, έλαμπες ολόκληρος όταν με αντίκρυζες· ακόμα το κάνεις.

Κάποιος θα έλεγε ότι αυτό θα έπρεπε να μου αρκεί, ότι είμαι αχάριστη που ζητάω περισσότερα, ότι...ότι είμαι υπερβολική και πόσα άλλα.

Και ξέρεις κάτι;

Μισώ τον εαυτό μου που η αγάπη σου δεν μου έφτανε. Οι άνθρωποι, βλέπεις, είμαστε εγωιστικά πλάσματα.

Το κατάλαβα εκ των υστέρων αυτό.

Παρόλα αυτά, πέρασα ένα μεγάλο μέρος της χρονιάς σκεπτόμενη ότι προτιμώ να πονάω εγώ πάρα εσύ. Δεν άντεχα να βλέπω το πρόσωπο σου συννεφιασμένο, δεν ήθελα να νιώθεις τίποτα αρνητικό και προσπαθούσα να σε έχω πάντα χαρούμενο.

Και να οι υποχωρήσεις, και να τα τόσα λόγια που έπνιξα κατά καιρούς...τώρα όλα αυτά ζητούν εκδίκηση από μένα. Από μένα! Ζητούν εκδίκηση από κάποια, που το σφάλμα της ήταν να αγαπήσει κάποιον περισσότερο απ' όσο έχει αγαπήσει ποτέ στη ζωή της!

Στην αρχή αυτό με πλήγωνε, μα να σου πω κάτι; Μου αξίζει.

Πού με οδήγησε αυτή η ανιδιοτέλεια; Πού έφτασα για να σε κάνω χαρούμενο; Πού κατέληξα απλά για να μη σε χάσω;

Το μέρος είναι σκοτεινό. Φοβάμαι.
Κάνει πολύ κρύο εδώ. Που είσαι να με πάρεις αγκαλιά;
Το οξυγόνο είναι περιορισμένο. Δώσε μου λίγο από το φιλί σου ν' αναπνεύσω...

Κάποτε μου είπες: «Νοιάζεσαι πολύ για τους ανθρώπους.», θυμάμαι είχα γελάσει. Πώς μπορούσα να μην το κάνω; Πώς μπορούσα να μη νοιάζομαι για εσάς;

Σου είχα κάνει αυτή την ερώτηση, θυμάσαι;

Κι εσύ, ανασήκωσες τους ώμους και μου είπες ότι το ενδιαφέρον είναι που σκοτώνει τους ανθρώπους, όχι η αδιαφορία.

Κι εγώ ήθελα τόσο να σου ουρλιάξω ότι σε μισώ που είσαι αδιάφορος! Το μισούσα πάντα! Από εκείνη τη μέρα στο σπίτι σου, ακόμα, ένιωσα χαζή που εγώ ενδιαφερόμουν, ενώ εσύ όχι. Οτιδήποτε σου φαινόταν βαρετό το διέγραφες από την μνήμη σου.

Οπότε, σου έχω νέα!

Εγώ, που ενδιαφερόμουν για σένα, σε κράτησα χαρούμενο.
Εσύ, που αδιαφορούσες για τα πάντα, με έκανες να κλάψω.

Και στο είχα πει, πρόσεχε!

Ορίστε τώρα.
Η λεπίδα της αδιαφορίας σου, με λάβωσε.

Πίσω.
Νοέμβριος του 2020.

Αυγή.

Στεκόμαστε και οι τέσσερις πάνω από το θρανίο μου και κοιτάμε το καταραμένο λουλούδι ανέκφραστοι. Είναι το τρίτο που αφήνει στη σειρά.

Και σήμερα που έχουμε κενό την τρίτη ώρα, φαίνεται πως τρύπωσε με μεγαλύτερη ευκολία στην αίθουσα και μάλιστα πάλι χωρίς να τον δει κανείς!

Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι. Κι όταν εκνευρίζομαι πονάω περισσότερο.

«Μήπως να του στήναμε καρτέρι;» προτείνει η διπλανή μου. Γυρίζω να την κοιτάξω με απορία αλλά και ενδιαφέρον. Το ίδιο και οι υπόλοιποι.

«Τι εννοείς;» ρωτάω και αναστενάζω από τον πόνο στην κοιλιά μου, σφίγγοντας λίγο περισσότερο τον ψηλό κότσο στο κεφάλι μου. Θέλω να μάθω ποιος είναι, χθες.

«Να ρε παιδί μου, αυτός σου αφήνει τα λουλούδια πάντα στο δεύτερο διάλειμμα, μεταξύ δεύτερης και τρίτης ώρας. Μπορούμε να βγούμε κανονικά έξω, θα κρυφτούμε κάπου και όποιον δούμε να πλησιάζει, τσακ! Τον τσακώσαμε!» εξηγεί κουνώντας τα χέρια της όσο μιλάει και μένω να το σκέφτομαι για λίγο.

«Δεν είναι κακή ιδέα.» συμφωνεί και ο Λευτέρης σκεπτικά, κουνώντας παράλληλα το κεφάλι του θετικά.

«Ωραία, ας το κάνουμε.» ψελλίζω και κάθομαι στην καρέκλα. Κουμπώνω τη ζακέτα της φόρμας μου μέχρι πάνω και βάζω την κουκούλα, φέρνοντας τα πόδια μου στο στήθος μου.

Υποφέρω.

«Τι έχεις Αυγή μου;» ρωτάει παιχνιδιάρικα ο Αλέκος και σηκώνω το κεφάλι μου να τον κοιτάξω με παράπονο.

«Πονάω.» σουφρώνω τα χείλη και αφήνω έναν αναστεναγμό. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μια σουβλιά διαπερνά την κοιλιά μου και σφίγγω τα μάτια.

Η Εύη κάθεται δίπλα μου και μου τρίβει απαλά την πλάτη. Μόνο αυτή μπορεί να με καταλάβει.

«Περίοδος;» κάνει επιφυλακτικά μ' ένα συμπονετικό χαμόγελο. Γνέφω θετικά και, την ίδια στιγμή, ο Αλέκος κάνει ένα βήμα υψώνοντας τα χέρια στο στήθος του αμυντικά.

«Wooww...» γουρλώνει τα μάτια και πισωπατεί κι άλλο. Τον κοιτάω ερωτηματικά.
«Μη με κοιτάς έτσι! Οριακά σας φοβάμαι όταν είστε στις μέρες σας!» προσπαθεί να μου εξηγήσει και γελάω δυνατά, χτυπώντας παλαμάκια.

Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του φρικαρισμένος.

«Να το! Το βλέπεις; Πριν ένα λεπτό ήσουν έτοιμη να βάλεις τα κλάματα!» με δείχνει με το δάχτυλο του σαν να είμαι κάτι που κανένας δεν έχει ξανά δει και μας πιάνει λίγο-πολύ όλους ένα μικρό νευρικό γέλιο.

«Αλέκο ηρέμησε.» μέσα από το γέλιο του, μιλάει ο Λευτέρης, μα ο κολλητός του δεν φαίνεται να συμμερίζεται την καλή του διάθεση. Η Εύη με σκουντάει για να σταματήσω να γελάω, γελώντας κι ίδια όμως.

«Όχι, τις έχεις δει πώς θυμώνουν όταν είναι στις μέρες τους;» τον κοιτάει στα μάτια περιμένοντας να του δώσει δίκιο, αλλά ο ψηλός συμμαθητής μου με τη μαύρη ζακέτα και το τζιν χαμογελάει αυτάρεσκα.

«Φίλε, έχεις δει την Εύη χωρίς καφέ;» την ερώτηση αυτή την κάνει με χαμηλή φωνή, λες και φοβούνται πως αν ακουστεί πιο δυνατά κάποιο τέρας θα επιστρέψει.

Η κοπέλα με το άσπρο πουκάμισο και το γκρι καρό παντελόνι αρχίζει να σπαρταράει δίπλα μου από το γέλιο όταν τον ακούσει, παρασέρνοντας και μένα, όσο ο Αλέκος γουρλώνει περισσότερο τα μάτια και κάνει κι άλλα βήματα πίσω.

«Λευτέρη, σε παρακαλώ! Ακόμα εφιάλτες βλέπω.» του εξηγεί, από μια κάποια απόσταση πια, και η διπλανή μου γελάει ακόμα περισσότερο.

Θα γελούσα κι εγώ με τη στάση του, αλλά ο πόνος στην κοιλιά μου ολοένα και μεγαλώνει. Κλαψουρίζω και κρύβω το πρόσωπο μου στα χέρια μου.

Θα πεθάνω.

«Θα βγούμε για καφέ το απόγευμα;» αλλάζει θέμα η Εύη και απευθείας με κοιτάνε και οι τρεις. Ξεροβήχω και ανακάθομαι στη θέση μου.

«Εε...» κάνω μια παύση και τρίβω τα χέρια μου στη φόρμα μου αμήχανα.
«Εγώ έχω κανονίσει. Είπαμε χθες το βράδυ να μαζευτούμε στο σπίτι του Lucas για ταινία, ξέρετε, με την παρέα του.» χαμογελάω αθώα και γελάνε νευρικά. Ανταλλάσσουν ένα βλέμμα.

«Μπέσα, δεν υπάρχει μεγαλύτερο πιστόλι από την Αυγή.» τους λέει ο Αλέκος, κι εκείνοι συμφωνούν κουνώντας το κεφάλι θετικά.

«Ισχύει.» επιβεβαιώνει τη φράση του ο Λευτέρης και η αλήθεια είναι ότι νιώθω λίγο άσχημα, αλλά δεν φταίω εγώ. Όποτε μου το λένε έχω ήδη κανονίσει!

«Θα βρεθούμε αύριο αν θέλετε, δεν έχω κανονίσει κάτι!» προτείνω αγχωμένη και τα αγόρια ανταλλάσσουν και πάλι ένα βλέμμα. Παιχνιδιάρικο αυτή τη φορά.

«Καλά, εντάξει. Θα το δεχτούμε και θα σε συγχωρήσουμε, κυρίως γιατί είσαι όμορφη.» καταλήγει ο Λευτέρης και ο Αλέκος μου πειράζει τα μαλλιά. Γελάω ελαφρά.

Πολύ την πάω αυτή την παρέα.

«Κυρίως.» τονίζω κοροϊδευτικά και αλλάζουν συζήτηση.

(...)

«Τι ώρα θα έρθουν τα παιδιά;» ρωτάω αργά, μόλις αφήσω τα χείλη του. Πριν απαντήσει περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί μου και με φιλάει ξανά πεταχτά. Τα λατρεύω τα χείλη του.

Βρισκόμαστε στο σπίτι του ολομόναχοι. Η ώρα είναι έξι το απόγευμα, έξω έχει βραδιάσει και εμείς είμαστε ξαπλωμένοι αγκαλιά στον καναπέ κάτω από την καφέ κουβέρτα.

«Όπου να 'ναι λογικά.» ψελλίζει με κλειστά μάτια, ενώ τεντώνει το κορμί του ελαφρά σφίγγοντας με πάνω του. Σηκώνω ελαφρά το κεφάλι μου και τον κοιτάω.

Είναι τόσο όμορφος.

Ξεροβήχω και σηκώνομαι αργά από πάνω του. Με κοιτάει ερωτηματικά και περνάω την, ήδη περασμένη, τούφα πίσω από το αυτί μου νευρικά. Χαμογελάω αχνά.

«Ξέρεις, τις τελευταίες τρεις μέρες κάποιος αφήνει ροζ χρυσάνθεμα στο θρανίο μου.» τον ενημερώνω και σμίγει τα φρύδια, ανασηκώνοντας την πλάτη του. Δείχνει μπερδεμένος. Πραγματικά, η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει.

«Γιατί;» με κοιτάει απευθείας στα μάτια και το μαύρο με ζαλίζει. Η χαζή του ερώτηση με κάνει να γελάσω πνιχτά, ωστόσο η νευρικότητα μου αυξάνεται.

«Γιατί μου τα αφήνει; Που να ξέρ-» ξεκινώ να πω, όμως κουνάει το κεφάλι αρνητικά διακόπτοντας με.

«Γιατί ροζ χρυσάνθεμα; Βαρετό λουλούδι, αν με ρωτάς.» εξηγεί καλύτερα, φροντίζοντας παράλληλα να προσβάλλει και πάλι το λουλούδι μου, και το χαμόγελο σβήνει από το πρόσωπο μου την ίδια στιγμή. Μένω για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητη και απλώς τον κοιτάω.

Μου κάνεις πλάκα, έτσι;

«Γιατί είναι το αγαπημένο μου.» ο τόνος μου είναι νευρικός και κοφτός. Ανοίγει λίγο περισσότερο τα βλέφαρά του και ανασηκώνει τους ώμους.

«Δεν το ήξερα.» ψελλίζει αδιάφορα, πιάνοντας τον καπνό του από το τραπεζάκι. Η απάντηση αυτή σε συνδυασμό με το χαλαρό στυλάκι του κάνει τα νεύρα μου να τεντώσουν κι άλλο και αναφωνώ έκπληκτη.

Σταυρώνω τα χέρια κάτω από το στήθος μου, προσπαθώντας να μη δείξω τον θυμό που αρχίζει να φουντώνει μέσα μου.

«Ναι, το ήξερες! Πριν λίγες μέρες στο είπα.» πιέζω τη φωνή μου να μείνει χαμηλά, μα ο τρόπος που αποφεύγει να με κοιτάξει -έστω και λίγο!- με εκνευρίζει άνευ προηγουμένου. Με αγνοεί κανονικότατα.

«Ρε Αυγή, σου λέω δεν το ήξερα. Δεν έχουμε κάνει ποτέ αυτή τη συζήτηση!» επιμένει περνώντας τη γλώσσα του πάνω από το χαρτάκι και, μα την Παναγία, θα τον βρίσω.

«Αν δεν την έχουμε κάνει, τότε, πώς ξέρω ότι εσύ δεν έχεις κάποιο συγκεκριμένο λουλούδι που να σου αρέσει;» υψώνω το φρύδι και τα χάνει για λίγο. Ανακάθεται άβολα στη θέση του και ανάβει το κάτω μέρος του τσιγάρου.

«Πω, μωρέ Αυγή! Κολλάς σε κάτι γαμημένες μαλακίες ώρες-ώρες! Βαριέμαι.» ψελλίζει απηυδισμένος χωρίς να με κοιτάει. Τα λόγια του, η στάση του, ακόμα και η προσοχή που δίνει στο τσιγάρο με κάνουν να αισθάνομαι ότι μπροστά μου έχω τον Νίκο.

Η καρδιά μου βουλιάζει στο στήθος μου σε αυτή τη σκέψη. Πιέζω τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή, θυμωμένη. Αδιαφορεί κι αυτό με ενοχλεί, με κάνει να αισθάνομαι χαζή.

Ε, αφού βαριέσαι...

«Αν σε κάνω, από τώρα, να βαριέσαι, δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να το συνεχίσουμε άλλο.» τον ενημερώνω ειρωνικά, χωρίς να εννοώ αυτά που λέω. Τραβάω με φόρα την κουβέρτα από πάνω μου και σηκώνομαι από τον καναπέ.

Όσο βάζω τα παπούτσια μου τον παρατηρώ με την περιφερειακή μου όραση να κάθεται σαστισμένος με γουρλωμένα μάτια. Τη στιγμή που πιάνω την τσάντα μου, αφήνει το τσιγάρο στο τασάκι και τινάζεται όρθιος.

«Ρε γουρουνάκι...» τυλίγει το χέρι του γύρω από το μπράτσο μου και με τραβάει κοντά του, όμως τινάζομαι έξαλλη.
«Μη θυμώνεις.» ζητάει σιγανά και μ' ένα μικρό χαμόγελο, πειράζοντας τη μύτη μου.

Αυτό, ωστόσο, με εκνευρίζει ακόμα περισσότερο.

«Θα θυμώνω όσο θέλω! Ξέρεις κάτι Lucas; Το έχω δει το εργάκι, και δεν ψήνομαι να το ξανά ζήσω. Αν πιστεύεις ότι κάθε φορά που μου μιλάς απότομα εγώ-» δεν θυμάμαι καν τι θέλω να του πω, κι αυτό γιατί με πιάνει από τον αυχένα και φιλάει τα χείλη μου δυνατά.

Για λίγο ανταποκρίνομαι θετικά στο άγγιγμα του και κρατιέμαι δυνατά από τα μπράτσα του, μα όταν νιώσω το χαμόγελο του εκνευρίζομαι ξανά και η θερμοκρασία ανεβαίνει απότομα στο σώμα μου. Και όχι με την καλή έννοια. Σπρώχνω το κορμί του μερικά μέτρα μακριά μου και γελάει όταν βγάζω μια άναρθρη κραυγή θυμού.

Θα τον σκοτώσω.

«Κόφ' το!» τσιρίζω προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να του ορμήσω. Με την καλή έννοια αυτή τη φορά.

«Έλα γουρουνάκι, πλάκα σου έκανα! Θυμάμαι ότι είναι τα αγαπημένα σου λουλούδια τα ροζ χρυσάνθεμα.» δεν με κοιτάει όταν το λέει και καταλαβαίνω ότι ψεύδεται. Με τραβάει και πάλι πάνω του και συγχύζομαι κι άλλο.

Προσπαθώ με τα χίλια ζόρια να ξεφύγω από το κράτημα του, μα μοιάζει υπερβολικά δύσκολο να το καταφέρω. Αναφωνώ και πάλι με το θράσος του.

«Και δεν το θυμάσαι και ψέματα μου λες! Έλα, κάνε ακόμα πιο δύσκολη τη θέση σου.» τον προκαλώ και αποφεύγω να τον κοιτάξω όπως αυτός πριν. Εν τέλει απομακρύνομαι από το κράτημα του και ανασαίνω βαθιά.

Ξέρω κι εγώ να το παίζω τρελίτσα, Lucas.

Πιάνω το μπουφάν μου και πλησιάζω την πόρτα. Δεν προλαβαίνω να πιάσω το πόμολο όμως, γιατί μπαίνει μπροστά και μου χαμογελάει χαζά.

«Φύγε τώρα από μπροστά μου!» σταυρώνω τα χέρια κάτω από το στήθος και πιέζω τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή. Θα τον δείρω.

«Οκευ.» κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και μου γελάει παιχνιδιάρικα. Εγώ κάνω αυτόματα ένα πίσω. Κρατιέμαι με νύχια και με δόντια να μην του χαμογελάσω.

Κωλόπαιδο.

«Τελειώσαμε! Ακούς; Εμείς...εμείς οι δύο...» προσπαθώ να βρω τα λόγια μου κοιτώντας χαμηλά, στα χέρια μου, αλλά η γαζία με τραβάει κοντά του και ρίχνει τις άμυνες μου. Νιώθω ευάλωτη όταν είμαι πλάι του. Και με τρομάζει αυτό.

«Οκευ.» επαναλαμβάνει. Το χαμόγελο του πλαταίνει όσο περνάνε τα δευτερόλεπτα και ο εκνευρισμός μου πέφτει κατακόρυφα. Περνάω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου και κοιτάω στα κλεφτά πίσω μου, για να βεβαιωθώ ότι δεν θα σκοντάψω πουθενά.

Πώς μπλέκω έτσι κάθε φορά;

«Εμείς οι δύο δεν! Δεν...απλά δεν! Και σταμάτα να με πλησιάζεις» διατάζω. Τα μάτια μου δεν ξεκολλούν από τα δικά του πια. Κάνουν την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Τα λατρεύω αυτά τα μάτια.

«Οκευ.» ένα πονηρό χαμόγελο χαράζεται στα χείλη του και οι μαύρες μπίλιες στις κόγχες των ματιών του λαμπυρίζουν. Μοιάζουν με τα βεγγαλικά που ζωγραφίζουν πάνω στον μαύρο ουρανό. Κάνει κι άλλα βήματα κοντά μου.

Η ανάσα μου κόβεται.
Θα με καταστρέψουν αυτά τα μάτια.

«LUCAS!» φωνάζω, δήθεν, θυμωμένη από το πόσο επιδεικτικά γράφει αυτά που λέω, ενώ κουνάω τα χέρια νευρικά. Τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με κολλάει πάνω του. Τα χείλη του πάνω στα δικά μου προκαλούν έκρηξη στα σωθικά μου.

«Ναι;» ρωτάει με το πιο γλυκό ύφος που διαθέτει και μου περνάει μια τούφα, απαλά, πίσω από το αυτί. Οι κινήσεις του είναι σχεδόν ευλαβικές και λιώνουν την καρδούλα μου που δεν έχει σταματήσει να χτυπάει για εκείνον.

Μόνο για εκείνον.

«Σε θέλω.» παραδέχομαι με παράπονο και κομμένη την ανάσα. Τα πόδια μου τρέμουν και νιώθω τυχερή που με κρατάει.

Ρίχνει την τσάντα και μαύρο μου μπουφάν στο έδαφος και με σηκώνει στην δυνατή αγκαλιά του. Τα μάγουλα μου κοκκινίζουν στην κοντινή επαφή, και, ειδικά σήμερα που είμαι στις μέρες μου δεν κάνει καλό!

«Πολύ.» με συμπληρώνει και ορμάει στα χείλη μου με λύσσα. Μας ρίχνει στο κρεβάτι και σκεπάζει το κορμί μου με το δικό του. Κολλάει το κάτω μέρος του και το πιέζει ενάντια στο σώμα μου.

Αναστενάζω ζαλισμένη.
Θα λιποθυμήσω, αλήθεια.

«Lucas...καλύτερα να σταματήσουμε.» ψελλίζω τη στιγμή που φιλάει το λαιμό μου απαλά. Αυτό που με εκπλήσσει όντως, είναι ότι με ακούει!

Και ειλικρινά, δεν ξέρω αν θέλω να χαρώ που το έκανε, ή να του ουρλιάξω να κόψει τις μαλακίες και να συνεχίσει.

«Γιατί μωρό μου;» τρίβει τα χείλη του στα δικά μου και χάνω το μυαλό μου. Δεν διστάζει να με κοιτάξει στα μάτια, είναι καθαρό το βλέμμα του κι αυτό με ανακουφίζει πολύ.

Ξεροκαταπίνω. Η φωνή του με ανατριχιάζει, δεν χρειάζεται καν να με αγγίξει.

«Γιατ...γιατί θα έρθουν τα παιδιά κ-και...» κάνω μια παύση και παίρνω μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ελαττώσω το τραύλισμα.
«...και γενικά, σε κάθε περίπτωση, σήμερα δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.» εξηγώ και τα μάγουλα μου κοκκινίζουν κι άλλο.

Ανασηκώνει τα φρύδια και περνάει τη γλώσσα του πάνω από τα χείλη. Το στόμα μου ξεραίνεται. Κάθαρμα!

«Ω!» κάνει μια παύση και γελάει πνιχτά.
«Γι'αυτό είσαι έτσι σήμερα, ε;» με κοροϊδεύει και γελάω δυνατά, αφού πρώτα του χτυπήσω το στερνό.

«Βλάκα!» ψελλίζω, προσπαθώντας να πνίξω ένα χαμόγελο. Μένει για λίγο να με κοιτάει και ανταποδίδω ερωτηματικά.
«Τι;» του χαμογελώ τελικά, δεν κρατιέμαι.

Πώς μπορώ να το κάνω άλλωστε;

«Ήθελες όντως να σταματήσουμε αυτό που έχουμε; Θα με χώριζες;» ψιθυρίζει με ανησυχία και χαρακτηριστικά σφιγμένα. Λιώνω στο συννεφιασμένο του πρόσωπο και θέλω να κάνω ό,τι μπορώ για να του δείξω πόσο πολύ δεν θέλω να τον αφήσω.

Χαϊδεύω αργά το πρόσωπο του και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Το τρυφερό μου βλέμμα αντανακλάται στα μάτια του και μου το επιστρέφει και με το παραπάνω. Εν τέλει, κουνάω το κεφάλι αρνητικά.

«Με τίποτα.» η απάντηση μου τον ανακουφίζει και, αφού πάρει μια βαθιά ανάσα, αφήνει ένα απαλό φιλάκι στο στόμα μου. Στην επαφή αυτή, η κόλαση κάνει πάρτυ στα χείλη μου καίγοντας με, μα το απολαμβάνω.

Ένα χτύπημα στην πόρτα, πολύ ελαφρύ αλλά κάπως ανατριχιαστικό, λες και κάποιος χτυπάει με τα νύχια, τον κάνει να γουρλώσει τα μάτια. Γυρνάει αστραπιαία το βλέμμα του στην πόρτα και αφήνει μια τρεμάμενη ανάσα.

«Μάλλον ήρθαν τα παιδιά.» ψελλίζω τη στιγμή που σηκώνεται από πάνω μου. Κουνάει το κεφάλι αρνητικά όσο εγώ στρώνω καλύτερα τα ρούχα μου και κάνω λίγο αέρα στο πρόσωπο μου.

Σίγουρα είμαι κατακόκκινη και, ακόμα πιο σίγουρα, τα μαλλιά μου έχουν φουντώσει. Αυτός είναι κι ο λόγος που περνάω τα δάχτυλα μου μέσα τους και τα χτενίζω όσο καλύτερα μπορώ.

«Όχι, όχι δεν είναι τα παιδιά.» ξεφυσάει και προχωράει προς την πόρτα. Σμίγω τα φρύδια στο άγχος του και η καρδιά μου σταματάει όταν ανοίξει την πόρτα.

Στο κατώφλι στέκεται η Sonia και πίσω της ο James. Πιέζω τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή όταν χαμογελάσει πλατιά και στριφογυρίζω τα μάτια όταν τυλίξει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του.

Θα σε σκίσω, τσούλ-

«Κάτι ακούσαμε για ταινία. Τι; Ήρθαμε πρώτοι;» νιαουρίζει, δήθεν, αθώα και στριφογυρίζει τα μάτια μέχρι και το αγόρι μου. Δεν σταματά να του χαμογελάει.

«Ναι, πρώτοι. Μπείτε.» κάνει το σώμα του στην άκρη και υπακούν. Κλείνει την πόρτα πίσω τους και η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται με μιας.

Η προηγούμενη συνάντηση μου με την Sonia πετάγεται στο μυαλό μου και η αμηχανία γίνεται ακόμα πιο έντονη, τουλάχιστον για εκείνη. Μόλις με εντοπίσει χαμογελάει κι άλλο και με πλησιάζει.

Τα γατίσια μπλε της μάτια με παγιδεύουν και τινάζει με χάρη τα silver μαλλιά της προς τα πίσω. Όταν φτάσει μπροστά μου ρίχνει το βλέμμα της για να με κοιτάξει καλύτερα. Σηκώνομαι αργά από το κρεβάτι, χωρίς να σπάσω την οπτική επαφή, και πλέον είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. Είμαι τέρμα σοβαρή σε αντίθεση με εκείνη που χαμογελάει φωτεινά.

«Κάναμε κακή αρχή εμείς οι δύο και ξέρω ότι ευθύνομαι εγώ, γι'αυτό θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη. Ήμουν απαράδεκτη αλλά, ξέρεις, το μυαλό μου ήταν κάπως θολωμένο.» η φράση της με εκπλήσσει αλλά ξέρω ότι πίσω από αυτή κρύβεται ο Lucas, ο οποίος αυτή τη στιγμή μας κοιτά επίμονα και νευρικά.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και της χαμογελώ συγκρατημένα. Ό,τι κι αν λέει δεν την εμπιστεύομαι, στα μάτια της αστράφτει η πονηριά και έχω ένα προαίσθημα ότι όλο αυτό δεν θα πάει καλά.

«Εντάξει. Όλα καλά.» δεν προλαβαίνω να μιλήσω και με τραβάει στην αγκαλιά της. Γουρλώνω τα μάτια όταν με σφίγγει πάνω της, και κρατιέμαι να μη γελάσω τη στιγμή που χαϊδεύει την πλάτη μου.

Θα βγάλει κάποιο μαχαίρι και θα μου επιτεθεί;

«Αχ! Είσαι υπέροχη, έχει δίκιο ο Lucas όταν το λέει.» με κολακεύει χωρίς να με αφήσει από την αγκαλιά της. Στα λόγια της κοκκινίζω και κοιτάω στα κλεφτά το αγόρι λίγα μέτρα μακριά μου. Μου χαμογελάει κλείνοντας μου το μάτι.

«Ναι, ναι. Τέλος με τα σάλια τώρα, καμιά μπύρα παίζει;» ο James, χυμένος πια στον καναπέ, τραβάει όλη την προσοχή πάνω του και γελάω νευρικά, όσο οι φίλοι του κουνάνε το κεφάλι αποδοκιμαστικά.

Επιτέλους η Sonia με αφήνει και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Δεν μου αρέσει καθόλου η κοντινή επαφή με αυτή την κοπέλα. Το αγόρι μου προχωρά προς το μικρό ψυγείο και βγάζει δύο μπύρες και μια pepsi λεμόνι.

«Ορίστε.» δίνει από ένα πράσινο μπουκάλι στους φίλους του και σε μένα το αναψυκτικό.

Του χαμογελάω σαν ευχαριστώ και με φιλάει απαλά. Η δημόσια αυτή εκδήλωση του με κάνει να κοκκινίσω κι άλλο και για λίγο δεν μιλάει κανείς. Η αμηχανία είναι απτή στον αέρα.

Πάνω στην ώρα η πόρτα χτυπάει. Ο οικοδεσπότης πλησιάζει βαριεστημένα την πόρτα και χαμογελάω πλατιά όταν στο σπίτι μπουν η Claire και η Lyra. Επιτέλους!

«Βρε καλώς τες!» μουρμουρίζει ο James κι αυτές χαιρετούν αόριστα. Νομίζω πως η Lyra ξίνισε όταν είδε την κοπέλα απέναντι μου.

«Γειά.» χαιρετά ανόρεχτα η Claire, και αγριοκοιτάζει τον Lucas όταν την σπρώχνει ελαφρά για να περάσει και να πάει προς το μικρό κουζινάκι.

Χαίρομαι τόσο πολύ που είναι εδώ, άλλο ένα λεπτό μόνο με την Sonia και τον James και θα με έπιανε νευρικό γέλιο. Οριακά, λοιπόν, τρέχω κατά πάνω τους και τις αγκαλιάζω σφιχτά.

Ανταποδίδουν η μια πιο νευρικά από την άλλη, και δεν ξέρω αν φταίει κάτι που έχουν, ή η απότομη επαφή που επιδίωξα. Νιώθω λίγο άσχημα στη σκέψη ότι τις έφερα σε δύσκολη θέση, αλλά νιώθω λες και με έσωσαν από τα νύχια της μάγισσας δίπλα μου.

«Ευτυχώς που ήρθατε, η κατάσταση δεν παλευόταν.» ψιθυρίζω με απόγνωση και η καστανόξανθη κοπέλα γελάει ελαφρά, ενώ η Γαλλίδα απλώς μου χαμογελά σφιγμένα.

«Αν ήξερα ότι είναι εδώ αυτή θα ερχόμουν νωρίτερα!» στριφογυρίζει τα μάτια της στην όψη της Sonia, η οποία μου χαμογελά πλατιά ακόμα και της χαμογελάω με ευγνωμοσύνη.

Δεν ξέρω γιατί δεν τη συμπαθεί, αλλά είναι προς ώφελος μου.

«Τι θα δούμε σήμερα; Ελπίζω όχι κάτι πολύ ακραίο.» αναρωτιέται η Lyra, καθώς βολεύεται στον καναπέ δίπλα στον James. Ακριβώς δίπλα της κάθεται και η Claire που ούτε μισή κουβέντα δεν έχει πει.

Εγώ στέκομαι απλώς στον τοίχο δίπλα στην πόρτα και τους παρατηρώ. Είναι περίεργη η συμπεριφορά της, δείχνει κάπως βαριά.

«Κάτσε να έρθουν ο Paul και η Melisa και θα δούμε, αν και κάτι λέγαμε για το "i spit on your grave".» της εξηγεί και εκείνη δυσανασχετεί. Ο φίλος μου, αφού αφήσει δύο μπολ με πατατάκια και ποπ κορν στο τραπεζάκι, κάθεται στο σκαμπό δίπλα στην πόρτα και με τραβάει από το χέρι να κάτσω πάνω του.

Γελάω στην κίνηση του αλλά δεν φέρνω αντίρρηση. Βολεύομαι καλύτερα στην αγκαλιά του και κοιτάω σκεπτικά την κοπέλα στα δεξιά μου που δεν έχει μιλήσει καθόλου από την ώρα που ήρθε.

Τι έχεις, Claire;

«Αμάν πια! Δεν μπορούμε να δούμε μια ταινία που δεν είναι θρίλερ;» παραπονιέται με νεύρο και γελάμε ομαδικά, αν και την καταλαβαίνω κάπως. Έχω ακούσει ότι είναι ακραία ταινία.

«Να λες και ευχαριστώ που επιλέξαμε κάποια που δεν έχει σχέση με πνεύματα. Αυτή μιλάει απλά για την εκδίκηση που παίρνει μια γυναίκα μετά από έναν ομαδικό βιασμό.» της εξηγεί, περνώντας μου παράλληλα μια τούφα πίσω από το αυτί.

Νιώθω το βλέμμα της Sonia κολλημένο πάνω μου, αλλά δεν μπαίνω καν στον κόπο να την κοιτάξω.

«Ναι, τώρα μου το έκανες καλύτερο!» ειρωνεύεται και η συζήτηση σταματάει εκεί.

Οπότε, βρίσκω την ευκαιρία να μιλήσω λίγο με την κακόκεφη φίλη μου. Το πιο πιθανό είναι να έγινε πάλι κάτι με τη μαμά της.

«Ψιτ!» σηκώνει το κεφάλι από το πάτωμα και με κοιτάει διστακτικά. Ξεροκαταπίνει, περνώντας μια τούφα πίσω από το αυτί της.

«Τι;» ψελλίζει σιγανά. Πειράζει νευρικά τα μαύρα μαλλιά της με το ένα χέρι, ενώ το άλλο το τρίβει, εμμονικά σχεδόν, στο γκρι της φόρεμα, που φτάνει μια παλάμη κάτω από το γόνατο.

«Καλά είσαι;» ρωτάω με ενδιαφέρον κι ένα μικρό χαμόγελο.

Πεταρίζει τα βλέφαρά της για λίγο και, ύστερα, γελάει νευρικά ρίχνοντας και πάλι το βλέμμα της στα άσπρα παπούτσια της. Ανασαίνει με δυσκολία και μπερδεύομαι. Κάνει λες και ντρέπεται.

Τι σκατά;

«Ναι, είναι όλα καλά, λίγο κουρασμένη μόνο!» η φωνή της τρέμει καθώς απαντάει, και αποφεύγει επιδεικτικά να με κοιτάξει, πόσο μάλλον να με κοιτάξει στα μάτια.

Η ανησυχία φουντώνει μέσα μου αλλά δεν το συνεχίζω. Αν θέλει να μου μιλήσει θα το κάνει, δεν θα την πιέσω.

«Τι έχεις γουρουνάκι;» ψιθυρίζει στο αυτί μου, διακριτικά.

Γυρίζω να τον κοιτάξω και χαμογελάω αχνά. Του δείχνω διακριτικά με το βλέμμα μου την, χαμένη, φίλη μας και σμίγει τα φρύδια μπερδεμένος. Στριφογυρίζω τα μάτια.

Χαζός είναι;

«Δε σου φαίνεται ότι η Claire έχει κάτι;» ρωτάω πολύ σιγανά και κοιτάω και πάλι την κοπέλα δίπλα μου. Της ρίχνει ένα φευγαλέο βλέμμα και ανασηκώνει τους ώμους.

«Μην ασχολείσαι.» συμβουλεύει και σχεδόν γουρλώνω τα μάτια στα λόγια του.

«Τι;» γελάω νευρικά. Η λάμπα που φωτίζει το χώρο κάνει την απάθεια πιο έντονη στα χαρακτηριστικά του, αλλά δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται.

Τα νοιάζεται αυτά τα κορίτσια, το ξέρω ότι τα νοιάζεται.

«Μην ασχολείσαι, αν δεν είναι καλά θα σου το πει μόνη της. Αν δεν στο πει πρόβλημα της. Γιατί να χαλαστείς εσύ χωρίς λόγο;» συμφωνώ εν μέρει σε αυτά που λέει, αλλά μερικές φορές οι άνθρωποι χρειάζονται την επιβεβαίωση ότι κάποιος είναι εκεί για να τους ακούσει.

Ξεροκαταπίνω.

«Μα-» πάω να πω αλλά με διακόπτει.

«Σσσςςς!» βάζει τα δείκτη του στα χείλη μου και καίγομαι στην επαφή. Η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους και χαμογελάω αχνά.

Σκύβει αργά και φιλάει ευλαβικά και απαλά τα χείλη μου. Το χέρι του ξεκουράζεται στο μάγουλο μου, το οποίο το χαϊδεύει τρυφερά. Το κορμί μου τρέμει ελαφρά.

Απολαμβάνω στο έπακρο τη γλυκιά του κίνηση, μα δεν μπορώ να μη σκέφτομαι ξανά και ξανά τη φράση του:

Μην ασχολείσαι.

























Αφιερωμένο στην mirsinipoliti.

-Δέσπ🐥

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro