Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Σαν να μην έφυγες ποτέ

Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς επέστρεψες.

Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς έφυγες και πως γυρνάς. Αλλά θυμάμαι καλά την χροιά της φωνής σου. Τόσο φυσιολογική στ' αυτιά μου, λες και είχα φτιαχτεί μονάχα για εκείνη, μονάχα για να την ακούω. Μονάχα για να σε ακούω. Και εκείνη είναι η πρώτη φορά μετά από πόσα χρόνια που την ακούω.

Τα φώτα της πόλης έδειχναν πως η νύχτα ήταν μεγάλη και συ σαν ταξιδιώτης του χρόνου, βρέθηκες μπρος τους, βρέθηκες πλάι τους, για να μου θυμίσεις πως να πιστεύω στα θαύματα. Πυροτεχνήματα ένιωσα να ακούγονται μπρος μας και σαν γύρισα το κεφάλι μου τριγύρω, ώστε να καταλάβω από που ακουγόταν η τόσο γνώριμη φωνή, σε είδα.

Πορτοκαλί φώτα ξεχύνονταν στον ουρανό και σε φώτιζαν ολόκληρο και συ εκεί, χαμογελαστός να κρατάς στο χέρι σου ένα κρυστάλλινο ποτήρι βουτηγμένο από το ποτό των αναμνήσεων, μα οι αναμνήσεις μερικές φορές ξεχνιούνται και θάβονται στον πάτο του μυαλού μας και όσο βαθαίνει η θάλασσα μου, τόσο περισσότερο κοντεύεις να πεθάνεις, μπροστά στα κύματα μου. Αλλά εσύ εδώ, από τον πάτο, σηκώθηκες και έφτασες στην κορυφή. Και όμως, επιβίωσες και ήρθες για να μου δείξεις ότι οι δειλοί είναι αυτοί που κουράστηκαν να ρισκάρουν, μα να που ο δειλός φαντάζω εγώ, που στέκομαι δίπλα σου και ανοιγοκλείνω τα μάτια, σαν να είδα φάντασμα. Μα, είσαι στ' αλήθεια εσύ ή σε μπερδεύω πάλι, με κάποιον που σου μοιάζει;

Βέβαια δεν είσαι μόνος σου, απόψε, όπως δεν θα είσαι και μόνος σου γενικά καθώς έχουν μεσολαβήσει μπόλικα χρόνια από την τελευταία φορά που μιλήσαμε και ίσως ήμασταν τόσο δειλοί που θάψαμε τα πάντα όσο πιο βαθειά μπορούσαμε και προχωρήσαμε. Και θαρρώ πως το καταφέραμε μια χαρά, μέχρι την στιγμή που θα σε κοιτάξω στα μάτια και αυτό το αίσθημα της φλόγας, θα γεννηθεί ξανά. Και θα είναι όπως την πρώτη φορά· έτοιμο να με κάψει.

Η παρέα σου θα είναι κάποιος από τους αδερφούς σου, ίσως και εκείνος ο καλόκαρδος, ίσως η αδυναμία σου ή ο μικρότερος της οικογένειας, με τον οποίο μιλάτε και γελάτε και το γέλιο σου που σπάνια έβγαινε από τα χείλη σου, τώρα θα είναι αυθόρμητο και θα συνειδητοποιήσω πως μου έλειψε και αυτό, όπως και η ματιά σου. Τι κρίμα που τα μάτια σου λούζονται από το πορτοκαλί φως και δεν μπορώ να προσέξω το χρώμα τους, εκείνο που λάτρευα όσο τίποτα.

Και σαν να διάβασες τα ορθάνοικτα χείλη μου, γελώντας ακόμη, η μορφή σου στρέφεται προς το μέρος μου και μόλις οι ματιές μας διασταυρώνονται, τα πυροτεχνήματα μοιάζουν να χάνονται ανάμεσα μας ή και δίπλα μας, τόσο δίπλα που νιώθω πως καθώς κάνω να σηκώσω το χέρι μου, τα αγγίζω και γίνομαι ένα μ' εκείνα. Μόνο από την ματιά σου και όλα σταμάτησαν. Εσύ στην αρχή δεν καταλαβαίνεις γιατί σε κοιτάζω- μπορεί και να μην μ' αναγνωρίζεις κι όλας- αλλά αργότερα, ξανά ρίχνεις το βλέμμα σου επάνω μου και τότε το βλέμμα σου από χαρούμενο, αλλάζει όψη και το χρώμα των ματιών σου από άστρο, γίνεται κατάμαυρος ουρανός. Κι ας έχεις καταπράσινα μάτια.

Η δική μου παρέα θα προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει. «Είσαι εδώ;» η φωνή της πολύ καλής μου φίλης θα ακουστεί δίπλα μου, ταρακουνώντας με και ρίχνοντας το ποτό που κρατούσα στα χέρια μου, πάνω στο μαύρο φόρεμα μου, προκαλώντας με να την κοιτάξω.

«Πάω στο μπάνιο», θα πω σαν υπνωτισμένη και το επόμενο λεπτό που θα κοιτάξω, θα είναι σαν να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε. Μα, εδώ δεν ήτανε;

Δεν θυμάμαι πως μπόρεσα να βρω κάποια καθαρή καμπίνα και να χαθώ μέσα, προσπαθώντας να ηρεμήσω την ανάσα μου.

Ανάσες. Δεν θυμάμαι πως σε γνώρισα, δεν θυμάμαι πως έφυγες, δεν θυμάμαι πως σε λένε αλλά θυμάμαι καλά πως μ' αγάπησες. Μήπως έχω πιει αρκετά για να σε μπερδέψω με κάποιον που αγαπούσα; Μήπως απλά ήρθες μέσα από την ζάλη από την σαμπάνια; Μήπως όμως υπάρχεις και είσαι εδώ; Γιατί αν πράγματι είσαι εδώ, τότε η θάλασσα των αναμνήσεων σε ανέβασε στην επιφάνεια. Και όσο η ανάσα μου παίζει τα δικά της παιχνίδια με το αλάτι, η κάψα που βγάζει η εμφάνιση σου, ολοένα και μου καίει τα σωθικά. Είναι δυνατόν να πάψεις να ακούγεσαι από δίπλα μου;

Μισό... Ακούγεσαι όντως, δίπλα μου;

Πλησιάζοντας την κεντρική πόρτα και κοιτάζοντας με στον καθρέφτη, ένιωσα πως μετατράπηκα σε μικρό κοριτσάκι και πως αυτή εδώ η στιγμή είναι απλώς μια φαντασίωση για το μέλλον, μα τσιμπώντας με, έβγαλα μια σιγανή κραυγή που μου ακούστηκε τόσο αληθοφανής όσο και τα λόγια του στον διάδρομο.

«Εκείνη είναι, εκείνη πρέπει να είναι και το ξέρω από τον τρόπο που με κοίταξε. Καταλαβαίνεις; Ήρθε και κατάλαβα πόσο πολύ με επηρεάζει ακόμα. Να έβλεπες μονάχα πως με κοιτούσε», εκείνος ήταν στον διάδρομο και ήταν τόσο ταραγμένος, καθώς πήγαινε πάνω- κάτω και πρέπει να μιλούσε με κάποιον φίλο του στο τηλέφωνο ή να έστελνε κάποια φωνητικά μηνύματα, αφού με το ένα του χέρι κρατούσε το κινητό και το άλλο το είχε βάλει στα μαλλιά του, τραβώντας τα.

«Με κοιτούσε τόσο... τόσο... πως να στο εξηγήσω... Με κοιτούσε σαν να μ' αγαπούσε από πάντα», πλέον ήμουν μπροστά του και η ανάσα μου παρ' όλες τις προσπάθειες να ηρεμήσω, είχε σταματήσει πλέον ν' ανάβει το φως και αντί γι' αυτό, φρόντισε να κάψει την λάμπα.

«Το "για πάντα" είναι σχετικό. Δεν στο έχουν μάθει αυτό;» η φωνή μου τον τάραξε περισσότερο που αμέσως κοίταξε τα μάτια μου, βάζοντας το κινητό του κάπου με ασφάλεια και στρέφοντας τώρα όλη την προσοχή του, επάνω μου.

Επάνω αλλά και κάτω. Ο νεαρός που ήταν, εκείνο το παιδί με τις τόσες ευαισθησίες, εκείνα τα όνειρα, μετατράπηκε σε έναν άντρα με άλλα όνειρα, άλλες προσδοκίες για την ζωή, άλλες υποχρεώσεις και άλλη ρουτίνα από εκείνη που συνήθιζε να κάνει πριν παραπάνω από μια δεκαετία. Ίσως τώρα έχει μάθει να στέκεται με δύναμη στα δύο του πόδια και να μην συνηθίζει πλέον να σκαλίζει λέξεις. Άλλωστε εκείνες δεν έχουν νόημα. Ή μήπως εμείς τις μετατρέπουμε έτσι, ώστε να χάνουν τις αξίες τους στο τέλος;

Η όψη του ήταν τόσο όμορφη, όσο και τα μάτια του που με κοιτούσαν με μια ταραχή και με μια λύπη, σαν να χάσαμε όλα μας τα χρόνια στα καταφύγια και ετούτη η μέρα είναι η μέρα της απελευθέρωσης. Μα εκείνος σαν να το βλέπει, κρατάει βήματα φυλαγμένα για το αντίο, κι ας μην είναι γραπτό να φύγει. Μα παλιότερα, όλο έφευγε. Όλο πονούσε. Όλο επηρεαζόταν από την τάση να προσπαθώ να τον φέρω κοντά μου. Μα, αξίζει να πονάμε όσους τόσο πολύ αγαπάμε; Και γιατί να σ' αγαπάω, ενώ δεν θυμάμαι πως ήρθες, πως έφυγες, πως λέγεσαι και πως μιλούσες με τ' όνομα μου να ακούγεται σαν συλλαβή, σαν σ' αγαπώ μπρος στα χείλη σου;

Θα με κοιτάξεις και τα μάτια σου δεν θα έχουν τίποτα κοινό με τους άλλους. Γιατί δεν σε μπερδεύω με κανέναν και γιατί ειδικά εσύ δεν αξίζει να μπερδευτείς με τίποτα. Πάντα ξεφεύγεις από την φαντασία, πάντα πλανάσαι μόνος ανάμεσα σε πολλούς. Πάντα θα καταλαβαίνω την καρδιά σου και ας μην την έχω νιώσει στο πλάι μου για να ξέρω πως χτυπάει. Πάντα θα μιλάς και θα ακούγεσαι μονάχα εσύ, λες και δεν υπάρχει κανείς τριγύρω. Πάντα θα με κοιτάς έτσι και θα νιώθω πως εκείνη η εποχή ήταν η καλύτερη εποχή που υπήρξε, γιατί κατάλαβα πως μέσα από το σκοτάδι, υπάρχει ολάκερο φως. Και έχω μάθει να αγαπάω κάθε τι που λάμπει, ακόμα και τα μάτια σου. Και το ξέρεις όσο τίποτα αυτό.

«Το "για πάντα" δεν υπάρχει», θα κάνεις και έπειτα θα με κοιτάξεις πάλι, προσπαθώντας να με γνωρίσεις για δεύτερη φορά μα όντως, νιώθω πως δεν σε γνωρίζω καθόλου, παρά μόνο τον τρόπο που με φρόντιζες.

Τότε θα υψώσω τα χέρια μου, σαν να θέλω να σ' αγκαλιάσω αλλά στην ουσία θα σου δείχνω πως είμαι εδώ και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια που φαίνεται πως δεν μοιάζουν και τόσα τελικά, σαν κοιτάζεις κατάματα τα μάτια μου. «Και όμως, υπάρχει».

«Υπάρχει;» θα πεις άηχα μα ένα ρεύμα θα μας χτυπήσει και σαν να με γνωρίσεις για πρώτη φορά, το χέρι σου θα ανέβει στον αέρα, τείνοντας το προς το μέρος μου. Θα αντιγράψω την κίνηση σου και σαν σε ακουμπήσω- πρώτη και τελευταία φορά- όλος ο κόσμος θα φαντάζει σαν να πάγωσε και η φλόγα μου πέρασε σε σένα, φτιάχνοντας μια ασπίδα ώστε να μας προστατεύει από το να σπάσουμε.

«Σε περίπτωση που δεν με θυμάσαι, είμαι-» εκείνος χαμογέλασε και χαμογέλασα και γω. «Δεν χρειάζεται να συστηθείς, αν δεν έχεις σκοπό να ξεχάσεις».

Δεν θυμάμαι έπειτα πως βρεθήκαμε να περπατάμε κόντρα στα φώτα που άναβαν και έσβηναν σαν τις αναμνήσεις που έλαμπαν με τ' αστέρια και χάνονται με το σκοτάδι. Και σαν το σκοτάδι απλώθηκε, μονάχα μια διέξοδος υπήρχε. Τα κρυμμένα μας βήματα και η φωνή του.

Φωνή και βήματα. Κάθε βήμα και ένας παλμός. Κάθε παλμός και μια ανάσα. Κάθε ανάσα και μια συλλαβή. Κάθε συλλαβή και μια λέξη. Κάθε λέξη και μια πρόταση. Και προτάσεις στις προτάσεις, τα βήματα του μετατράπηκαν σε μουσική, όπως και τα τόσες χιλιάδες τραγούδια που θα έγραφε μα κάηκαν με το τετράδιο, μπρος τα πισωγυρίσματα, τις λάθος στιγμές και τις λάθος αγκαλιές. Προϊόν που αντικαθιστά τις σωστές και πιο γεμάτες. Και η δική μου ποτέ πια δεν είχε γεμίσει τόσο, όσο με την δική του.

«Πολύ σκοτάδι», θα τον ακούσω μέσα από τις νότες και το μυαλό μου θα φύγει μπρος τα φώτα που θ' ανάψει, που μοιάζουν με μικρά πυροτεχνήματα που σκάνε κοντά μας. Πόσο το αγαπώ όταν τα χρώματα ξετυλίγονται με τόση μαεστρία στην παλέτα του. «Έχω συνηθίσει να πλανώμαι μπρος του, μέχρι να βρω τα αστέρια», θα μιλήσω και θα αφήσω το θερμό του χέρι να ψάξει να βρει το δικό μου και μέσα από τα γέλια μας, όση ώρα ανεβαίναμε και προσπαθούσαμε να βρούμε το δωμάτιο του, εκείνος μου θυμίζει τα παλιά, λες και τίποτα ποτέ δεν είχε καεί μπρος την φυγή μας και μπρος την δειλία μας να νιώσουμε το οτιδήποτε γιατί είναι μονόδρομος αν τα συναισθήματα γεννηθούν και δεν υπάρχει χώρος για αλλαγές εδώ. Και η αλλαγή του να σ' αγαπώ με σκότωνε περισσότερο από το να πλαγιάζουμε χωριά και σ' αγαπώ και σ' αγαπούσα και τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο δυνατό από αυτό. Από το τώρα που έμεινε. Από την φυγή και από την επικείμενη συνάντηση, την συνάντηση που προβλεπόταν να μας οδηγήσει σε αυτό το μαρτύριο μπρος την κόλαση και τον παράδεισο, μα ο παράδεισος κρύβεται στην αγάπη μου για εσένα κι αν ήταν αμάρτημα μεγάλο το να σ' αγαπώ, προτιμάω να σε χάνω χιλιάδες φορές από το να πάψω να νιώθω πως ήσουν, είσαι και θα είσαι ο άνθρωπος μου, σε αυτή ή σε κάποια άλλη ζωή.

Κι αν είσαι εδώ για να με μάθεις πως ν' αγαπώ; Δεν θα ρίσκαρα ποτέ να πάψω να το κάνω για να σε κρατήσω κοντά μου και αν αυτό ήταν η χειρότερη τιμωρία, τότε το να σε έχω μπροστά μου με κάνει να λεηλατούμαι από την αγάπη που η ίδια φύλαγα τόσα χρόνια σαν φυλακτό στην καρδιά. Γιατί ποτέ δεν θα υπήρξε άλλος σε εκείνη και γιατί όποιος έμπαινε, δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο ίδιος με σένα. Γιατί εσύ είσαι ο ένας. Και γιατί ποτέ δεν θα είσαι ο δεύτερος. Ούτε καν ο τελευταίος. Ο πρώτος θα είσαι. Αλλά και ο μοναδικός.

Θα καθίσεις στο κρεβάτι και θα κοιτάξεις το πάτωμα. Δεν θα μιλήσω. Όχι γιατί δεν ξέρω τι να πω μα γιατί θέλω να δώσω χώρο για να μου πεις όλα αυτά τα "αλλά" που υπάρχουν, ώστε να τα αναιρέσω και ύστερα να σου βάλω τα "για πάντα" που χάσαμε μπρος τα χρόνια που πήγαν χαμένα και σχεδόν χάθηκαν σαν τα πυροτεχνήματα στον ουρανό, μονάχα με ένα σάλτο. Με μια ανάσα. Με μια στιγμή.

Και τελικά θα πεις, «Δεν ξέρω αν είναι σωστό». Μα τα μάτια σου θα με παρακαλάνε. Μα, πάλι δεν θα μιλήσω. «Δεν ξέρω αν είναι σωστό», θα πεις πάλι και θα κοιτάξεις το πάτωμα.

Σωστό ή λάθος; «Είτε δύο, είτε είκοσι, είτε πενήντα, όποιος αγαπάει, πάντα θα γυρίζει».

Το κεφάλι του θα σηκωθεί και όταν θα με κοιτάξει, θα μου κάψει την σάρκα. Θα σηκωθεί από το κρεβάτι και θα με πλησιάσει και τότε θα παρατηρήσω το πόσο πολύ μεγάλωσε και άλλαξε. «Και πιστεύεις πως σ' αγαπάω

Η ερώτηση ήταν σαν να μου δημιουργούσε περισσότερα ερωτήματα. «Εγώ ξέρω πως σε άφησα να φύγεις και θα σε αφήνω να φύγεις και χιλιάδες, αρκεί να σ' αγαπώ. Αρκεί να θυμάμαι πως μ' αγάπησες, έστω και με εκείνον τον τρόπο. Έστω και αν αγαπάς χιλιάδες με άλλον».

Φώτα και ματιές. Πράσινο με πράσινο. Και το καφέ, είναι σαν να γίνεται πορτοκαλί και εκείνος φωτίζεται ολάκερος σαν πλησιάζει κι άλλο, περνώντας το όριο.

«Με άφησες; Ή έφυγες εσύ;» με πλήγωσε το να συνειδητοποιώ τα λάθη μου μα εδώ δεν φεύγει κανείς. Απόψε, δεν φεύγει κανείς. «Όπως και να έχει, μεταξύ μας πάντα υπήρχε ένας φυγάς».

Τα χείλη του ανοιγόκλεισαν για να προφέρουν το όνομα μου. «Είναι ψυχοφθόρο το να γυρίζεις πίσω», θα πει και θα με προκαλέσει να παίξω στο παιχνίδι του. Και άλλα βήματα πέρα από το όριο. «Είναι ψυχοφθόρο ν' αγαπάς κάποιον που δεν θυμάσαι».

Ψευδαισθήσεις; Φαντασία; Θα με έλεγαν τρελή αν δεν υπήρχε στ' αλήθεια και μιλούσα με τον τοίχο αλλά ήταν μια ανάσα μακριά και μιλούσαμε λες και το κάναμε από πάντα. Και ας έχω να του μιλήσω εδώ και είκοσι χρόνια. Κι ας περίμενα τόσα χρόνια για να τον θυμηθώ.

«Δεν θυμάσαι ή θέλησες να ξεχάσεις, θάβοντας;» τώρα το χέρι του ακουμπούσε ξυστά το δικό μου. Αυτός ο χορός μόλις είχε αρχίσει και το άρωμα του μύριζε αλκοόλ. Μα δεν φεύγω, όχι αυτή την φορά, κι ας με πληγώνει που μπορεί να μην θέλει να τον αγαπώ, πλέον.

«Τι είναι σωστό και τι λάθος;» η φωνή μου ακούστηκε τόσο σιγανά που εκείνος απλά ήταν σαν να μεταφέρθηκε στην αρχή. «Όλα έχουν αλλάξει και-» έκανε να πει μα το δάχτυλο μου του έδειξε πως πρέπει να σωπάσει.

«Δεν με νοιάζει τι άλλαξε, με νοιάζει μονάχα πως το να θυμάμαι την αγάπη σου- εκείνη την αγάπη που δε σβήνει με τα χρόνια- μπορεί να αποβεί βάλσαμο μπρος το παρελθόν. Και το μόνο που μετράει είναι το παρόν, όχι οι αλλαγές και η ιστορία σου, αλλά εσύ και η αγάπη σου. Κι αν δεν είναι όλα αυτά δυνατά για να σε κάνουν να το καταλάβεις τότε βάλε αυτό στο νου σου· ακόμα και τώρα, θα προτιμούσα να σε χάσω μα θα ένιωθα ευτυχία στον τρόπο που σ' αγαπώ και στον τρόπο που τα μάτια σου με κοίταξαν τόσο διαφορετικά σαν... σαν να βρήκαν κάτι που έψαξαν».

«Και αν δεν ισχύει τίποτα από όλα αυτά, θα μπορούσες να ανοίξεις την πόρτα και να με αφήσεις στο δωμάτιο και όταν επιστρέψεις, δεν θα υπάρχω. Ενώ αν ισχύει και κάτι από αυτά, τότε δείξε μου πώς ήταν λάθος που σε αγαπούσα με τόσο τοξικό τρόπο, ώστε να καταντήσω εθισμένη στο να σ' αγαπώ. Δείξε μου τις πληγές σου και άσε με αυτή την φορά να κάνω το σωστό και να βάλω μέλι αντί για αλάτι, από τις θάλασσες που σε άφησα να πνίγεσαι».

Και τα λόγια μου τα είπα με μια ανάσα, όσο ήταν εκείνη που έχασα σαν με φίλησες. Σαν με φίλησες και τα χείλη σου ήταν τόσο μαλακά που θύμιζαν κάτι από σύννεφο και κάτι από μαλλί της γριάς. Και εμένα δεν μ' αρέσει η τόση γλυκά αλλά παρ' όλα αυτά, θα έδινα και την ζωή μου για όλη την ζάχαρη του κόσμου, αν πρόκειται η ζάχαρη να αποτελέσει το φιλί σου. Και ίσως το είχα ονειρευτεί τόσες φορές που τώρα απλά το ζω και με προκαλεί να το συγκρίνω. Μα τα όνειρα σε σχέση με το φιλί του, απέχουν μόλις είκοσι χρόνια αναμονής. Και αφού η αναμονή σκοτώνει, νιώθω αθάνατη μπρος την ασπίδα του. Το φιλί του.

«Μου έλειψες», θα ψελλίσεις ενώ θα γείρεις στο πλάι μου και θα είμαι τόσο ευτυχισμένη που το χαμόγελο στα χείλη μου την ώρα που θα σε φιλήσω θα είναι τόσο έντονο, που θα χαμογελάσεις και συ.

«Μου έλειψες», θα πω και γω καθώς θα με ξαπλώσεις στο κρεβάτι και θα μπορώ επιτέλους να κοιτάζω τα μάτια σου, όπως φανταζόμουν να το κάνω τόσες βραδιές που ήμασταν μακριά. Μα η τύχη και η αγάπη, δεν φθείρονται μπρος το χρόνο και βλέποντας σε να με αγγίζεις, τόσο συνειδητοποιώ πως όντως· άξιζε η αναμονή σου και άξιζε γιατί την ώρα που με αγγίζεις, δεν με πληγώνεις αλλά μου δείχνεις με πράξεις το πόσο πολύ μ' αγαπάς,το πόσο πολύ μ' αγαπούσες τόσο καιρό κι ας τα είχε φέρει έτσι η ζωή που πλαγιάζαμε χωριά.

Γιατί μ' αγαπούσες και ήσουν ο μόνος που το έκανε. Και ίσως να είσαι και ο μοναδικός που θα το κάνει, ο μοναδικός που θα επιτρέψω να μ' αγαπήσει με αυτόν τον τρόπο,να με αγγίξει με αυτόν τον τρόπο και να με προσέξει μ' αυτόν τον τρόπο. Γιατί πάντα με πρόσεχες και τώρα είσαι εδώ και είναι σαν να μην έφυγες ποτέ. Σαν να ήσουν πάντα εδώ· εδώ, μαζί μου.

Και ίσως αυτή να είναι η εξιλέωση μας. Και ίσως το να σ' αγαπώ τελικά δεν είναι τόσο δύσκολο, όσο το κάναμε εμείς. Εμείς και ο εγωισμός μας. Εμείς και η δειλία μας. Εμείς. Άραγε πόσα πισωγυρίσματα χωράει μία σχέση για να θεωρηθεί πως στο τέλος ήταν γραπτό για εμάς;

Και αν δεν είναι, κι αν είσαι ακόμη μακριά; Πόσο χωράει η καρδιά όταν καθημερινά σε χάνει μπρος τα συναισθήματα και τα σ' αγαπώ που ποτέ δεν θα ειπωθούν πια;

Κάποιοι θα πουν πως είναι συνήθεια, κάποιοι θα τον πουν εθισμό ή εξάρτηση αλλά θα σ' αγαπώ μέχρι να πάψω να ανασαίνω και μέχρι η καρδιά να γράψει και τον τελευταίο χτύπο. Και ίσως η αγάπη σου, δεν έσβησε τελείως και έρθει και αγκαλιάσει την δική μου και γίνουν ένα μπρος τα πυροτεχνήματα. Και έπειτα ας σβήσουμε για πάντα.

Αρκεί να σε κοιτάξω. Αρκεί να θυμηθώ ότι ξεχνάω.

Αρκεί να σ' αγαπάω. Κι ας ξέρω πως είσαι μακριά. Μονάχα αυτό μου φτάνει. Να σ' αγαπάω.

Σ' αγαπάω, εσύ;

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro