Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 4

  Η γιορτή της γέννησης των διδύμων κοριτσιών της Μαρίλιας και του Ανδρέα ήταν πλέον γεγονός! Προσκεκλημένοι έφθαναν ντυμένοι με τα κομψότερα ενδύματα τους, οι γυναίκες με εντυπωσιακές τουαλέτες και κοσμήματα που άστραφταν κάτω από το χρυσαφένιο φως του πολυέλαιου ενώ οι άνδρες με φίνα πουκάμισα και τζιν. Οι μικρές φαινόταν να απολαμβάνουν την προσοχή των παρευρισκόμενων σκάζοντας φαφούτικα χαμόγελα, κουνώντας τα χεράκια τους και περιεργαζόμενες τον χώρο με το βλέμμα τους να στρέφεται πότε στη μητέρα πότε στον πατέρα τους αναζητώντας την επιβεβαίωση ότι οι άνθρωποι τους ήταν εκεί, κοντά τους. Μια στοίβα δώρων υπήρχε ήδη δίπλα από την σκάλα ενώ στο δωμάτιο της τραπεζαρίας η οικονόμος μαζί με τις βοηθούς έτρεχαν και δεν έφθαναν προκειμένου να σερβίρουν τα πιάτα με το φαγητό που άχνιζε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή για όλους και απόψε κανένας κάτοικος δεν θα έμενε νηστικός, είτε ήταν πλούσιος είτε φτωχός , έτσι είχε ορίσει η Μαρίλια.
  Η αίθουσα ήταν στολισμένη με συνθέσεις λουλουδιών που αποτελούνταν από υάκινθους, τριαντάφυλλα και κρίνα με τις μυρωδιές να ενώνονται με αυτές του μπουφέ δημιουργώντας μια γλυκιά ζάλη.
  Η Μαρίλια έλαμπε έτσι όπως ήταν ντυμένη μια πανέμορφη τουαλέτα  στο χρώμα του ανέφελου ουρανού με τούλινες ανάλαφρες στρώσεις κεντημένες με στρας και ασημένια κλωστή  που φεγγοβολούσαν σαν αστέρια με μήκος  ως  τον αστράγαλο . Ταχτάριζε την μικρή Κοραλλία ενώ συζητούσε με την Αλεξάνδρα, την θνητή σύζυγο του Κάσπιαν ο οποίος συνομιλούσε εκείνη την στιγμή με τον σύζυγο της που κρατούσε στην αγκαλιά του την μικρή Υακίνθη.
  ««Σου πάει πολύ αυτό το βραχιόλι, φιλενάδα. Αν και είναι κάπως ασυνήθιστο..»» είπε η Αλεξάνδρα ντυμένη με μια  κόκκινη βελούδινη τουαλέτα που άφηνε γυμνό τον έναν ώμο. Στον λαιμό της κρεμόταν  ένα χρυσό κόσμημα σε σχήμα λουλουδιού με πολύχρωμα πέταλα ενώ  το σύνολο της  να ολοκληρώνεται με τις κρεμ γόβες που χτυπούσαν επιβλητικά στο μαρμάρινο πάτωμα.
Η Μαρίλια έσμιξε τα φρύδια της παραξενέμενη δροσίζοντας τον ουρανίσκο της με λίγη σαμπάνια.
««Γιατί το λες αυτό?
««Γιατί τυχαίνει να γνωρίζω τον κοσμηματοπώλη. Βλέπεις, ο Κάσπιαν μου παίρνει συχνά δώρα από εκεί. Το ξέρεις ότι το εσωτερικό τους είναι κούφιο? Μπορείς να βάλεις από μια ανάμνηση σου μέχρι μαγεία εκεί μέσα. Ίσως η τσιγγάνα που γνώρισες τις προάλλες στο δάσος να μπορεί να σε βοηθήσει σε αυτό»» της είπε η Αλεξάνδρα κλείνοντας της παιχνιδιάρικα το μάτι.
  Η Μαρίλια είχε ακολουθήσει τελικά την γάτα στο δάσος. Την είχε οδηγήσει σε ένα τροχόσπιτο πολυκαιρισμένο μεν αλλά φροντισμένο δε με κίτρινο χρώμα που ήταν καρφί στο μάτι μέσα στο πράσινο της φύσης. Εκεί γνώρισε την Ρουγιά, την γυναίκα που είχε παραστεί στα γενέθλια της ωστόσο δεν πρόλαβε να την χαιρετίσει. Της άρεσε αμέσως το ελεύθερο πνεύμα της, τα πολύχρωμα ρούχα της που ταίριαζαν άψογα με τα μαύρα σγουρά μακριά της μαλλιά που της θύμιζαν Αμαζόνα πολεμίστρια. Η γυναίκα είχε αρρωστήσει από  βρώμικο νερό. Αποδέχθηκε με χίλια ζόρια την πρόσκληση να έρθει να μείνει στο σπίτι του ζευγαριού ωστόσο χανόταν συχνά πυκνά. Έλεγε ότι καθήκον της ήταν η ίαση των ανθρώπων με τα βότανα και τα μαγικά της ξόρκια. Των ανθρώπων που είχαν πατήσει πόδι για να παραχωρηθεί γη και σπίτια στην φυλή της ώστε να μπορέσουν επιτέλους τα παιδιά τους να πάνε στο σχολείο. Η Μαρίλια  είχε αποκτήσει επίσης έναν μικρό φίλο, την γάτα η οποία τώρα τριβόταν στα πόδια των καλεσμένων οπότε άφηνε ελεύθερη την Ρουγιά να κάνει ό, τι την πρόσταζε το μυαλό μαζί με την καρδιά της.
    ««Ωραία σκέψη! Με τον Κάσπιαν πώς τα πάτε?»»
««Πολύ καλά. Κάνουμε καταδύσεις όλη την ώρα, μου δίνει και ένα βότανο οπότε μπορώ να αναπνέω μέσα στο νερό χωρίς τον απαραίτητο εξοπλισμό. Όμως , όλα αυτά πρέπει να κοπούν μαχαίρι τώρα»» είπε ακουμπώντας το χέρι της στη ελαφρώς φουσκωμένη κοιλιά της.
Η Μαρίλια έπνιξε  ένα επιφώνημα με το χέρι της να χαϊδεύει απαλά την κοιλιά της φίλης της.
««Με το καλό. Το ξέρει?»» ευχήθηκε νεύοντας προς την μεριά του Κάσπιαν.
««Σχεδιάζω να του το πω »» είπε εκείνη απλά  ανασηκώνοντας τους ώμους της. 
  

  «« Βλέπω πως μια χαρά διασκεδάζεις με τους φίλους σου εδώ»» ακούστηκε μια αυστηρή γυναικεία φωνή πίσω από την Αλεξάνδρα με αποδέκτη την Μαρίλια.
««Πάρε το παιδί και φύγε!»» της είπε με την Αλεξάνδρα να εκτελεί την εντολή της πηγαίνοντας κοντά στον Κάσπιαν και τον Ανδρέα με γρήγορα βήματα. Ξαφνικά, όλοι σώπασαν βλέποντας το πρόσωπο της ευγενικής αρχόντισσας να πετρώνει, να σβήνει η χαρά δίνοντας την θέση της σε μια αδιάφορη παγωμένη έκφραση.
   Η μητέρα της περιεργάστηκε το φόρεμα της που φαινόταν υπέροχο σε σύγκριση με το φτωχικό γκρίζο ρούχο που φορούσε η Καλλιόπη σε επίσημες περιπτώσεις με τις αγαπημένες της πέρλες να στολίζουν τα αυτιά της. Τα μαλλιά ήταν πιασμένα σε μια αυστηρή αλογοουρά. Παρόλο που μάνα και κόρη είχαν τα ίδια μάτια διέφεραν τόσο πολύ στον τρόπο που τα έβλεπαν οι άλλοι αλλά και στα συναισθήματα που δημιουργούσαν. Ψυχρή και ατσάλινη η ματιά της Καλλιόπης, αδιάφορη και ελαφρώς ειρωνική αυτή της Μαρίλιας, το ύφος που έπαιρνε απέναντι στους εχθρούς της. Ο πατέρας της ήταν άφαντος. Πρόσεξε τα κουτιά που κρατούσε στα χέρια της, τα άτσαλα δεμένα πακέτα μέσα σε μια διάφανη σακούλα.
  ««Τι ήρθες να κάνεις εδώ, Καλλιόπη?»» ρώτησε η Μαρίλια σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά από το στήθος της.
««Ήρθα να σε παρακαλέσω να ελευθερώσεις την Έριδα από την φυλακή. Νέο κορίτσι είναι, παρασύρθηκε όμως εσύ έχεις λεφτά τώρα.. Να, πάρε και αυτά, είναι δίπλες με σοκολάτα και αμύγδαλα όπως σου αρέσουν.»» είπε τείνοντας το χέρι της.
Η Μαρίλια ξέσπασε σε ένα ανατριχιαστικό γέλιο κοιτώντας την γυναίκα που στα μάτια της είχε ξεφτιλιστεί πλήρως με μουρμουρητά αποδοκιμασίας να έρχονται από το πλήθος. Ακόμη και τώρα, κουβέντα δεν έκανε για την γέννηση των κοριτσιών, δεν την ρώτησε πώς είναι. Πολύ απλά γιατί ποτέ της δεν ενδιαφέρθηκε για εκείνη. Αντίθετα, δικαιολογούσε κάθε πράξη της κόρης της που της είχε αδυναμία.
  Η Μαρίλια πήρε το πακέτο πετώντας το με δύναμη πάνω στο πρόσωπο της γηραιάς κυρίας η οποία έσκουξε από τον πόνο πιάνοντας με τα χέρια της το πρόσωπο της. Η Μαρίλια δε άντεξε άλλο. Ξέσπασε επάνω της την συσσωρευμένη οργή και θλίψη. Σαν κεραυνός, έπεσε επάνω της τραβώντας δυνατά τα γκρίζα της μαλλιά.
««Πώς τολμάς και έρχεσαι να μου μιλάς μετά από όσα μου έκανες? Την καρδιά μου θα μου τη ξερίζωνες για να τη δώσεις σε αυτή την καταραμένη που όπου σταθεί και όπου βρεθεί φασαρίες και κακό προκαλεί . Πώς μπορείς να δικαιολογείς τις απαράδεκτες πράξεις της που έγινε πόρνη και μετά εγκληματίας? Καμάρωσε την τώρα μα εμένα άσε με στην ησυχία μου. Φύγε και μην πατήσεις το πόδι σου ποτέ ξανά εδώ!»» της ούρλιαξε σπρώχνοντας την με δύναμη. Η γυναίκα προσγειώθηκε κάτω χτυπώντας άσχημα τον γοφό της. Την κοίταξε με ένα βλέμμα που την τρόμαξε, μια μίξη τρέλας και μίσους.
  ««Μακάρι τα παιδιά σου να υποφέρουν στην ζωή τους όπως με κάνεις εσύ! Ανάθεμα τους κόπους που έκανα να σε μεγαλώσω. Τίποτε δεν άξιζες. Μακάρι να μην σε είχα γεννήσει!»»
   ««Κοίτα εδώ λόγια! Ντροπή σου! Νομίζεις ότι ήθελε να έχει εσένα για μάνα το κορίτσι αυτό?»» τσίριξε η Αλεξάνδρα με τον Κάσπιαν να κοιτά την Καλλιόπη με δολοφονικό βλέμμα.
««Τρέμω μην σου μοιάσω έστω και στο ελάχιστο! Μια αξιολύπητη μέγαιρα, αυτό ήσουν πάντα!»» είπε η Μαρίλια τρέμοντας από τον θυμό της κοιτώντας την Καλλιόπη που με βαρύ βήμα έφυγε από την αίθουσα δαγκώνοντας την γροθιά της με λύσσα για να κρύψει την απογοήτευση της ήττας της.
Η Μαρίλια έτρεξε προς τα μωρά της παίρνοντας τα στην αγκαλιά της. Τα μικρά ηρέμησαν ακουμπώντας πάνω στο στήθος της. Η Υακίνθη άγγιξε με την μικρή τρυφερή της παλάμη το μάγουλο της, ενώ η Κοράλλια την κοιτούσε χαμογελώντας από το φιλί στο κεφαλάκι της.
««Δεν θα αφήσω ποτέ τίποτε κακό να σας συμβεί όσες κατάρες και αν χρειαστεί να σπάσω!»»

Ακόμη μια αναδρομή στο παρελθόν όπου μαθαίνουμε λίγο περισσότερα για το βραχιόλι, ενώ βλέπουμε ότι υπάρχει και μια κατάρα. Πιστεύετε άραγε περισσότερο στην μοίρα ή στις επιλογές των ανθρώπων που καθορίζουν την μοίρα τους ή μήπως θεωρείτε ότι είναι ένα μείγμα και των δύο στοιχείων?
Περιμένω σχόλια και εντυπώσεις σας!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro