[8]~ Θα ήθελα να με βοηθήσεις... ~
| Hºw Tº RemembeR |
| Follow your heart |
275 days before....
[Εμίλιας pov...]
Ο απογευματινός αέρας που έμπαινε από το παράθυρο του δωματίου, έκανε το σώμα μου να ανατριχιάζει, τυλίγοντας γύρω μου σφιχτότερα την κουβέρτα που πριν από λίγο μου είχε δώσει ο Ορφέας.
Από ότι μου εξήγησε, είχαμε έρθει στην πατρίδα του πατέρα του, στο πατρικό όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Το σπίτι στην αρχή ήταν τόσο κρύο, όσο και ο καιρός εδώ.
Κοιτάζοντας την κουρτίνα του δωματίου όπου θα μένω από δω και πέρα, άρχισα να νιώθω μια έντονη μελαγχολία. Όσο και αν πίεζα τον εαυτό μου να ξυπνήσει και να αρχίσει να θυμάται, τόσο πιο πολύ πονούσε το κεφάλι μου.
Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα, παρά μόνο κάτι ονόματα;
Τις σκέψεις μου διέκοψε η πόρτα που άνοιξε ξαφνικά.
«Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Ορφέας, κοιτάζοντας με με μια θλίψη στα μάτια και εγνευσα καταφατικά, κοιτάζοντας αυτομάτως το πάτωμα.
Μετά από εκείνη την κρίση που τον έπιασε, άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως και να κρύβει κάτι. Κάτι που άμα το μάθω, με σκοτώσει ακόμα περισσότερο.
«Θ-Θα πάω να μας φέρω κάτι να φάμε. Θα είσαι καλά άμα σε αφήσω για λίγο μόνη;» η φωνή του μαρτυρούσε λύπη αλλά ταυτόχρονα και δισταγμό για το αν θέλει όντως να με αφήσει μόνη.
Γιατί φοβάσαι να με αφήσεις μόνη, Ορφέα;
«Θα είμαι μια χαρά.» απάντησα και έσφιξα καλύτερα την κουβέρτα πάνω μου, κάνοντας τον να πάρει μια βαθιά ανάσα, πριν γυρίσει προς την πόρτα.
«Δεν θα αργήσω...» αποκρίθηκε, βγαίνοντας από το δωμάτιο και κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Μόλις άκουσα την πόρτα του σπιτιού να κλείνει, έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά, καθώς το δωμάτιο άρχισε να πλημμυρίζει με μια όμορφη μελωδία, παρμένη από παραμύθι.
Και όπως η μουσική έπαιζε στους δρόμους της κρύας πόλης, με την γκάιντα να κλέβει την παράσταση, ακολουθώντας την μελωδία του ακορντεόν σε συνδυασμό με το βιολί, μία σκηνή άρχισε να παίζει μπροστά βιβλίο στα μάτια μου, βγαλμένη σαν από ταινία.
Ένας νεαρός καθόταν σε έναν άσπρο καναπέ, γελώντας και συζητώντας με θολές σκιές.
Ξάφνου, το βλέμμα του πέφτει πάνω μου και ύστερα, μένει να με κοιτάει, σαν να με ξέρει.
Σαν κεραυνός που σε χτυπάει, τα μάτια μου άνοιξαν, προσπαθώντας να ηρεμήσω την καρδιά μου που τρέχει τον δικό της μαραθώνιο.
Μα γιατί μπροστά σε αυτή την φαντασίωση, το σώμα μου αντιδράει με αυτόν τον τρόπο;
Ποιος να είναι άραγε αυτός ο νεαρός που ήρθε στο μυαλό μου, ακούγοντας εκείνη την παράξενη μελωδία;
Αφήνοντας μια βαθιά ανάσα, τα χέρια μου μετακινήθηκαν προς την τσέπη της ζακέτας μου, βγάζοντας από μέσα το χαρτάκι που μου έδωσε πριν ο Πέτρος.
«Άνοιξε το όταν θα είσαι ασφαλής.» η φωνή του ακούστηκε σαν μελωδία στα αυτιά μου, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει, ανοίγοντας το χαρτί που μου έδωσε και αρχίζοντας να διαβάζω το περιεχόμενο του.
« Εμίλια, έτσι πιθανόν σε λένε... Εδώ και δύο μέρες έχω καταλάβει ότι κινδυνεύεις. Πρόσεχε, πρόσεχε πολύ. Οι άνθρωποι που μπορεί να βρίσκονται δίπλα σου, δεν είναι απόλυτα αυτοί που φαίνονται. Ό,τι χρειαστείς, μην διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις. Θα χαρώ πολύ να σε βοηθήσω να βρεις εκείνον τον πολυπόθητο Αχιλλέα που θέλεις τόσο πολύ να βρεις. Μην ξεχάσεις να ανοίξεις αυτό το χαρτί, όταν δεν θα είναι κανένας τριγύρω. Δεν θέλω να σε πονέσουν εξαιτίας μου και πολύ περισσότερο, να σου κάνουν κακό. Από την πίσω μεριά θα βρεις το τηλέφωνο μου και την διεύθυνση του σπιτιού που μένω, για κάθε ενδεχόμενο. Να προσέχεις, Εμίλια. Ο κόσμος θα θέλει να σε εκμεταλλευτεί για τους δικούς του σκοπούς και τροφή του θα είναι η πληγωμένη σου ψυχή. Με ιδιαίτερη συμπάθεια, Πέτρος! »
Διαβάζοντας το χαρτί, η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.
Κινδυνεύω;
Γύρισα το χαρτί από την άλλη μεριά ενώ έψαχνα στην άλλη τσέπη της ζέστης ζακέτας, το κινητό μου. Βρίσκοντας μία συσκευή, άρχισα να πληκτρολογώ τον αριθμό του, μουρμουρίζοντας το όνομα του.
Πέτρος, Πέτρος, Πέτρος!
Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο παράθυρο και η ανυπομονησία μου ήταν απερίγραπτη, βάζοντας την συσκευή του τηλεφώνου στο αυτί μου, περιμένοντας να ακούσω την φωνή του.
«Παρακαλώ;» άκουσα την φωνή του και τα μάτια μου αμέσως βουρκωσαν.
«Π-Πέτρο;» ρώτησα και έπειτα σιγή.
«Είσαι μόνη σου εκεί;» η ανησυχία στην φωνή του, με έκανε να χαμογελάσω άχνα.
«Ναι...» απάντησα και άφησα μια ανάσα που δεν ήξερα πως κρατούσα. «Μόλις διάβασα το χαρτί που μου έδωσες πριν.»
«Και;» η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ξανά, ακούγοντας την φωνή του. «Θα ήθελα να με βοηθήσεις...»
Και έπειτα, παύση.
Η ανάσα του και η ανάσα μου, κάλυπταν την απόλυτη σιωπή, λέγοντας λόγια που ποτέ κανένας δεν μπορούσε να ορθώσει.
«Μπορείς να βρεις την διεύθυνση;» έσπασε την σιωπή, κάνοντας με να κοιτάξω την πόρτα του δωματίου. «Θα προσπαθήσω.» ψέλλισα, πηγαίνοντας προς το μέρος του ανοιχτού παραθύρου.
«Πιστεύεις ότι πράγματι κινδυνεύω;» ρώτησα και τον άκουσα να ξεφυσαει από την άλλη γραμμή.
«Είμαι σίγουρος!» απάντησε κάνοντας τον πόνο στην κοιλιά μου, να επανέλθει.
«Που θα με περιμένεις;» ρώτησα πάλι, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, τον ήλιο που σιγά σιγά έδυε, αφήνοντας πίσω του ένα πορτοκάλι χρώμα.
«Απέξω θα είμαι. Κάνε όσο πιο σύντομα μπορείς.» τον άκουσα να λέει. «Να προσέχεις, Εμίλια.» η φωνή του σε συνδυασμό με την γκάιντα που άρχισε να παίζει έξω από το παράθυρο του δωματίου μου, έκανε τα μάτια μου να κλείσουν, απολαμβάνοντας τόσο την φωνή του, όσο και την μουσική με εκείνο το απαλό αεράκι.
«Θα προσέχω..» ψέλλισα και έπειτα χαμογέλασα. «Και συ να προσέχεις, Πέτρο!»
Το γέλιο του ακούστηκε σαν άσμα στα αυτιά μου.
«Να είσαι σίγουρη, γλυκούλα..»
-----------------------------------------------------------
Ουαου... Εγώ το έγραψα αυτό;
Κλεςςςς..
Επανήλθα δριμύτερη :)
Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο!
Υ.Γ: θα προσπαθήσω να γίνω καλά και να ανεβάζω αρκετά συχνά :)
Επίσης, έχω βρει άνθρωπο που είναι ίδιος στην προσωπικότητα με τον Πέτρο και μαντέψτε πως τον λένε...
Δηλαδή τι είμαι ρε φίλε, μάντισσα; :")
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro