Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Άτιτλο κεφάλαιο 5

 Η Νταίζη προσαρμοζόταν μέρα με την μέρα στην ζωή της πρωτεύουσας και ένιωθε ευγνώμων για τη βοήθεια του Φαίδωνα και της Δώρας να της βρουν ένα φθηνό διαμέρισμα και μια δουλειά με βασικό μισθό. Η Νταίζη περνούσε πολύ καλά ως φιλοξενούμενη στο σπίτι τους, αλλά όταν πέρασαν δύο μήνες δεν άντεχε να μένει παραπάνω και να τους γίνεται βάρος. Το ζεύγος την παρακάλεσε καλοπροαίρετα να μείνει μέχρι να επιπλώσει πλήρως το καινούριο της σπίτι, όμως εκείνη επέμεινε στην επιλογή της να φύγει ακριβώς στο τέλος του δεύτερου μήνα.

Όταν ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού, οι τρεις μαζί βούρκωσαν ενώ αγκαλιάζονταν, γιατί αναπτύχθηκε μια σχέση αγάπης ανάμεσα τους το διάστημα που κατοικούσαν μαζί και ας μην τους έδενε καμία συγγένεια. Ευχήθηκαν στο νεαρό κορίτσι σαν να ήταν το δικό τους παιδί καλή τύχη και εκείνη τους ευχαρίστησε από τα μύχια της ψυχής της με ένα γλυκό κοίταγμα προτού κλείσει την πόρτα πίσω της.

« Λες να πάνε όλα καλά από δω και πέρα στη ζωή της Νταζούλας  Φαίδων ;»  διερωτώταν ηχηρά με αγωνία και έλλειψη σιγουριάς η Δώρα.

« Το εύχομαι αλλά η μεγαλούπολη
δεν αστειεύεται, το κορίτσι πρέπει να προσέχει πολύ. Έχει πολλές προκλήσεις και δυσκολίες να επωμιστεί τώρα που πήρε το μονοπάτι της ανεξαρτησίας » διατύπωσε συλλογισμένος τον δίκαιο προβληματισμό του ο  Φαίδων.

   


   Η Νταίζη άνοιξε τη πόρτα του διαμερίσματος της και άφησε τις δύο βαλίτσες της δεξιά της εισόδου της πόρτας κάτω από ένα έπιπλο-κρεμάστρα. Παρατήρησε το σπίτι και έκπληκτη διαπίστωσε πόσο δίκιο είχαν εκείνοι που έκαναν λόγο για το υπέροχο συναίσθημα του να είσαι ανεξάρτητος και της το επεξηγούσαν αναλυτικά από την δική τους εμπειρία. Πλέον διέθετε δικό της σαλόνι, κρεβατοκάμαρα, κουζίνα, μπάνιο, μπαλκόνι... όποιο αντικείμενο και έπιπλο βρισκόταν εκεί επίσης ήταν δικό της.

Πέρασε στο σαλόνι όπου παραμέρισε τις κουρτίνες, άνοιξε τα κλειστά παντζούρια και άφησε το φως του ήλιου να λούσει το πρόσωπο της και το χώρο της. Ανέπνευσε ελευθερία, αυτό ήταν. Μπορεί να είχε πολλές δοκιμασίες   να αντιμετωπίσει, όμως η εκπλήρωση της πολυπόθητης ελευθερίας της από την αυστηρή κλειστή κοινωνία του χωριού, τον αυστηρό άπονο πατέρα και τον κακοποιητικό τερατώδη πρώην σύζυγο, αποτελούσε ήδη μια μεγάλη νίκη.

Έμενε σαν εκρεμμότητα να ξεκινήσει να εργάζεται, να συνηθίσει το πρώτο διάστημα και να καταφέρει να συνδυάσει σχολή με δουλειά.



            [...]

Το απόγευμα κάποιας Παρασκευής, ενώ δούλευε με προσήλωση στο ταμείο μιας επιχείρησης γρήγορου φαγητού, ένας άντρας με μαύρα κομψά ρούχα την πλησίασε επειδή κάτι φαινόταν να του άρεσε πάνω της. Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα ψυχρά και βλοσυρά ώστε να του κόψει κάθε περιθώριο για την επόμενη κίνηση του... πιθανολογούσε να ήταν η γνωριμία. Η ίδια δεν είχε καμία όρεξη για αυτά, είχε αποφασίσει αυτό το διάστημα να μην μπλεχτεί καθόλου με άντρα. Ο κύριος φάνηκε να μην το είδε ούτε να το σεβάστηκε διόλου-ακόμα χειρότερα- καθώς την παρατήρησε πολύ πιο έντονα και την ρώτησε:« Γιατί να δουλεύει μια ωραία, ευειδής κοπέλα σε τόσο άθλιο μαγαζί παλεύοντας με την ορθοστασία και την κούραση;»

« Καταρχήν το μαγαζί μας είναι πολύ καλό και δεν σας επιτρέπω. Δεύτερον κατοικώ μόνη χωρίς κανενός τη βοήθεια, οπότε πρέπει να σταθώ στα πόδια μου και αυτό δεν μπορεί να πετύχει με το να μένω άνεργη. Τρίτον αν σας ενδιαφέρει κάτι περισσότερο, επειδή αυτό συμπεραίνω από το υπονοούμενο να ξέρετε ότι δεν έχω καμία διάθεση για ερωτοτροπίες ».

« Ουάου, πολύ τολμηρή είσαι δεσποινίς αν διακρίνω από τη γλώσσα σου. Δεν ήθελα να σου προτείνω καμία γνωριμία ωστόσο, κάτι τελείως διαφορετικό είχα κατά νου ».

« Δηλαδή τι;»

« Να, βλέποντας σε αναλογιζόμουν πόσο ιδανική θα ήσουν για την θέση της βοηθού διοργανώτριας εκδηλώσεων πάρτι πολυτελείας. Πιστεύω θα σου ταίριαζε αυτός ο ρόλος ».

« Άρα για πλούσιους » συμπέρανε γρήγορα η Νταίζη, μην αφήνοντας τον νεαρό κύριο να της εξηγήσει. «Λυπάμαι αλλά δεν ασχολούμαι με αυτά, δεν με απασχολεί καθόλου μα καθόλου να έχω θέση στον κόσμο των εύπορων. Τώρα με συγχωρείτε αλλά πρέπει να με αφήσετε να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου, διαφορετικά θα μιλήσω στο αφεντικό μου και θα του αναφέρω ότι με ενοχλείτε » χρησιμοποίησε το αυστηρό σχεδόν παγωμένο της βλέμμα προκειμένου να τον εκφοβίσει μπας και την άφηνε επιτέλους ήσυχη. Ο κύριος τελικά αποχώρησε από το μαγαζί και το κορίτσι ξεφύσησε με ανακούφιση.

  Καθώς περνούσε ο καιρός η Νταίζη αντιλήφθηκε ότι τα έφερνε δύσκολα βόλτα με τα έξοδα της και της ήταν αδύνατον να βάλει πολλές οικονομίες στην άκρη. Δεν είχε παράπονο με τη δουλειά της και με τα χρήματα, είχε αναπτύξει φιλικές εποικοδομητικές σχέσεις με τους συναδέλφους της και το αφεντικό της. Έπαιρνε ένα βασικό μισθό και μετρούσε τα χρήματα καλά, ώστε να ξέρει που να τα δώσει ανάλογα με τα έξοδα της καθημερινότητας της.

Τα περισσότερα τα έδινε για το ενοίκιο του σπιτιού που έφτανε τα διακόσια-πενήντα ευρώ και δεν μπορούσε να ξοδέψει πάρα πολλά για διασκέδαση.

Όμως σε λίγα χρόνια, μόλις έπαιρνε το πτυχίο της στη νομική θα γινόταν δικηγόρος και θα λάμβανε υψηλότερο μισθό. Θα μπορούσε να αποκτήσει πολλά περισσότερα και να κάνει δώρα στον εαυτό της. Ίσως δεν έπρεπε να αρνηθεί τις εναλλακτικές  προτάσεις για δουλειά part time, που δεχόταν κατά καιρούς. Μάλλον δεν έκανε καλά τώρα που το σκεφτόταν. Βέβαια δεν γινόταν αλλιώς, δεν θα προλάβαινε να διαβάζει για το πανεπιστήμιο και να βρίσκει στιγμές ξεκούρασης, αν έκανε δύο δουλειές.

  Την είχαν πλησιάσει κανά δύο γνωστοί της μέσω των  λιγοστών φίλων που απέκτησε  προτείνοντας της δουλειά σε διαφορετικούς τομείς, σε καθαριστήριο και σε πρακτορείο εισιτηρίων θεάτρου αντίστοιχα. Και τις δύο δουλειές τις απέρριψε, πιστεύοντας ότι δεν της χρειαζόταν μια νέα δουλειά, γιατί να έψαχνε αφού είχε ήδη μία με εξυπηρετικό ωράριο ως προς τον εαυτό της;

Όμως λίγο καιρό μετά, παρότι πέρασαν μόλις τέσσερις μήνες που εργαζόταν στο εστιατόριο, ο εργοδότης της της ανακοίνωσε περίλυπος ότι έπρεπε να κάνει περικοπή όχι μόνο μισθού αλλά και ατόμων του προσωπικού. Η Νταίζη στεναχωρήθηκε και αναθεμάτισε τον εαυτό της που έπρεπε στην ίδια να τύχει η έξοδος από το μαγαζί με αποτέλεσμα το ταμείο ανεργίας. Εκείνο της έδινε ψίχουλα για κάθε μήνα και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη με το τρόπο επιβίωσης της. Θα αναγκαζόταν να παρατήσει τις μετακινήσεις μέχρι το πανεπιστήμιο δύο φορές την εβδομάδα και τον καφέ που έπινε δύο φορές όλο και όλο τον μήνα με τους φίλους της, σαν κανόνιζαν για βόλτα και καθίσιο στις καφετέριες-στέκια των νέων. Για το σινεμά που πήγαινε μια φορά στους δύο μήνες ούτε λόγος.

Πλέον τα λεφτά της έφταναν ίσα-ίσα για το ενοίκιο, τους λογαριασμούς και τα βασικά είδη φαγητού. Δεν μπορούσε να κάθεται άλλο έτσι, έπρεπε να βρει επειγόντως μια νέα δουλειά όσο δύσκολο και αν ήταν με τις συνθήκες ανεργίας που υπήρχαν.

  Απευθύνθηκε σε χίλια μαγαζιά ρούχων, ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφετέριες, ακόμα και σε αποθήκες πήγε, άλλα δεν έπαιρνε απάντηση. Μάλιστα ο μισθός δεν ήταν καλύτερος σε αντίθεση με τη πρώτη της δουλειά. Έτσι, κατέληξε ότι προτιμότερο ήταν να έβρισκε αντίστοιχη δουλειά ως ταμίας κάπου ή μια δουλειά της οποίας ο μισθός θα ήταν αξιοπρεπής για να της εξασφαλίσει τη ζωή στην πρωτεύουσα τα επόμενα χρόνια, αλλιώς θα έπρεπε να γυρίσει στο χωριό πράγμα που δεν ήθελε.

Ένα πρωινό, δέχτηκε ευχάριστα νέα καθώς ο Φαίδων της τηλεφώνησε  και της ανέφερε για τη περίπτωση μιας ευκατάστατης οικογένειας που αναζητούσε οικιακή βοηθό χωρίς πολλές διευκρινίσεις μεν. Ο ίδιος εντόπισε την αγγελία εργασίας στο διαδίκτυο και δεν έχασε ούτε λεπτό για να της τηλεφωνήσει συμμερίζοντας την αγωνία και το άγχος της. Η ίδια αναπήδησε από την ευφορία και επικοινώνησε με την οικογένεια αυτή για να κανονίσουν ραντεβού από κοντά, εφόσον υπήρχε ακόμα διαθέσιμη η αναζήτηση για τη θέση.



       [...]

   Η Νταίζη βρέθηκε σε ένα μεγάλο ευρύχωρο σπίτι με άψογα τα εναρμονισμένα άσπρα με σκούρα χρώματα στους βαμμένους τοίχους και τα πλακάκια. Ακριβά οικιακά είδη όπως πίνακες ζωγραφικής και πήλινα αγγεία τιμούσαν τους κατόχους της βίλας. Ένα αντρόγυνο γύρω στα σαράντα υπέδειξε μια θέση για να καθίσει η κοπέλα στο τραπέζι του σαλονιού προκειμένου να συζητήσουν για την δουλειά και να αποφασίσουν αν της αξίζει να είναι μέλος του προσωπικού τους.

« Τι δουλειές είσαι σε θέση να κάνεις;» ρώτησε ο επιχειρηματίας ενώ η γυναίκα δίπλα του παρακολουθούσε με προσοχή. Η ίδια είχε ανοίξει το διάλογο με τις απλές τυπικές ερωτήσεις για τα προσωπικά της στοιχεία και τη ζωή του κοριτσιού ενώ ο άντρας της ήθελε να ελέγξει τα πρακτικά ζητήματα.

«Τα πάντα κύριε Αλεξηγιάνδη, μαγείρεμα, πλύσιμο σφουγγάρισμα...δεν έχω συστάσεις από προηγούμενες δουλειές όμως έχω εμπειρία από το πατρικό μου καθώς εγώ εξ ολοκλήρου είχα αναλάβει όλες αυτές. Και τώρα που μένω μόνη μου σε ένα διαμέρισμα, εξακολουθώ εννοείται να κάνω εγώ αποκλειστικά τις οικιακές εργασίες. Περιμένω να ακούσω αν σας ταιριάζω για τη συγκεκριμένη θέση » ολοκλήρωσε το λόγο της με ευγενικότητα  και θάρρος.

 Το ζευγάρι πλουσίων δεν χρειάστηκε να το επεξεργαστεί πολύ, έκρινε πως δεν θα έβρισκε  άλλη τόσο ικανή σοβαρή και υπεύθυνη υπηρέτρια για τα καθήκοντα της οικίας τους. Κατάλαβαν βλέποντας το πρόσωπο της Νταίζης ότι πρόκειται για κοπέλα με δεξιότητες, δυναμικό θαρραλέο και σίγουρο χαρακτήρα. Την δοκίμασαν στη πράξη λίγο προτού δεχτούν τη πρόσληψη της: της ζήτησαν να ξεσκονίσει όλες τις κύριες επιφάνειες των τραπεζιών και να κρατήσει ένα μεταλλικό δίσκο με ποτήρια. Διαπίστωσαν με ευχαρίστηση ότι η κοπέλα ήταν πράγματι κατάλληλη για τη  θέση εργασίας.

Μόνο στην προσπάθεια να κρατήσει καλά το δίσκο δυσκολεύτηκε λίγο γιατί άρχισε να τρέμει στιγμιαία το χέρι της και δεν είχε εμπειρία σε αυτού του είδους τη δουλειά. Όμως θα το μάθαινε και αυτό γρήγορα.

Χαρούμενη πανηγύρισε γυρνώντας στο διαμέρισμα της καθώς θα έπιανε δουλειά από την επόμενη μέρα και θα είχε μάλιστα πολύ καλύτερο μισθό για τα δεδομένα της οικιακής βοηθού. Αρκεί να ήταν συνεπής στο εξαωρο ωράριο της και στο σύνολο των δουλειών που θα απαιτούνταν να πραγματοποιήσει εντός της έπαυλης. Ζήτησε από τους εργοδότες της να της επιτρέψουν να γυρίζει σπίτι της και να μην μένει ως εσωτερική και εκείνοι δέχτηκαν από τη στιγμή που ήδη άλλες  καμαριέρες ζούσαν στο πλουσιόσπιτο.

   Το επόμενο διάστημα τα πράγματα πήγαιναν ρολόι, η Νταίζη δούλευε τάχιστα και αποτελεσματικά για έξι ώρες στη βίλα των Αλεξηγιάνδηδων τέσσερις φορές τη βδομάδα και γυρνούσε σπίτι το μεσημέρι ή το βράδυ αν τύχαινε να ζητήσει διαφορετική βάρδια. Θα αναπλήρωνε τον χρόνο για τα χαμένα μαθήματα στη σχολή και έβλεπε τους φίλους της έστω και πιο περιορισμένα.

  Διεκπεραίωνε όλες τις συνηθισμένες οικιακές εργασίες όπως το καθάρισμα, το μαγείρεμα, το πλυσταριό, το πότισμα των λουλουδιών στις γλάστρες σε διάσπαρτους χώρους του σπιτιού και το σερβίρισμα για το μεσημεριανό ή το δείπνο των αφεντικών της.

Το ζεύγος συνήθιζε να τρώει μαζί εφόσον γυρνούσε από τη δουλειά κοινές ώρες, για αυτό η Νταίζη είχε γίνει εξπέρ στη λαβή του δίσκου ύστερα από τόσα μεσημεριανά και δείπνα στο τραπέζι. Ένα μήνα μετά, συνέβη το γεγονός που άλλαξε συνταρακτικά τη ζωή της και την έθεσε σε νέες περιπέτειες. 

  Έξι το απόγευμα το πλούσιο ζεύγος μπήκε στο μαύρο γυαλιστερό τζιπ του και η Νταίζη τους χαιρέτησε εγκάρδια συνοδεύοντας τους έξω με σκοπό να πάει στο υπόγειο που βρισκόταν στη πίσω μεριά του σπιτιού. Δεν της ζήτησαν να πάει εκεί ούτε μια φορά για να ασχοληθεί με το συγύρισμα, αφού ήταν αχρείαστος χώρος με ελάχιστα προσωπικά και σημαντικά αντικείμενα, όμως η κοπέλα δεν ήθελε να το αφήσει έτσι. Λυπόταν που από το υπόγειο  απουσίαζε η καθαριότητα, ο αερισμός και ο φωτισμός.

Έτσι πήρε τη πρωτοβουλία και πήγε να κάνει έλεγχο στο μέρος, επειδή θα έλειπαν πολλές ώρες οι εργοδότες της και οι άλλες δύο υπηρέτριες δεν βρίσκονταν στο σπίτι λόγω ρεπό. Θα έβλεπε στη πορεία αν θα μιλούσε στα αφεντικά της μελλοντικά για τη πρωτοβουλία της ή θα το κρατούσε κρυφό για να αποφύγει τις αντιδράσεις  και τις επιπλήξεις τους.

Αυτό που ανακάλυψε  στον χώρο ήταν συνταρακτικό. Κατέβηκε στο στενό υπόγειο με έναν φακό, εντόπισε το διακόπτη του φωτός, άνοιξε το μοναδικό παράθυρο που υπήρχε στο βάθος του δωματίου και ανακάλυψε τα σοκαριστικά ευρήματα. Μέσα σε καλά ασφαλισμένες κούτες τις οποίες χρειάστηκε να ενεργοποιήσει με τους κωδικούς ασφαλείας που έμαθε -διότι της ζητήθηκε η γνώση σε περιπτώσεις προφύλαξης των χρηματοκιβωτίων στα υπνοδωμάτια- εντόπισε αυτό που δεν έπρεπε. Λαθραία αρχαία ανάγλυφα.

Ήταν φανερό πως το ζεύγος απέκτησε τα πλούτη του, μέσω του κλεμμένου θησαυρού. Αποφάσισε να πάει στην αστυνομία για να καταθέσει εναντίον τους καθώς δεν άντεχε η συνείδηση της το βάρος του να δουλεύει για τέτοιους άτιμους ανθρώπους. 

Όμως δεν πρόλαβε γιατί δέχτηκε απειλές από έναν άντρα της ασφάλειας του ζευγαριού, έναν σωματοφύλακα που ήταν υπεύθυνος για τη προστασία και τη συνοδεία τους. Αυτός ήταν ο μόνος που ήξερε και υποστήριζε τα σκοτεινά μυστικά τους. Την φόβισε και την τρόμαξε πολύ, καθώς της θύμιζε τα πρόσωπα των αδίστακτων ανθρώπων του υποκόσμου που μέχρι τώρα είχε δει μόνο σε ταινίες, αλλά και τον περίεργο άντρα με τα μαύρα που την επισκέφτηκε στη προηγούμενη δουλειά της για να της κάνει τη πρόταση του.

Ωστόσο  αποφάσισε να μην συνεχίζει να δείχνει τη στάση του τρόμου στα συναισθήματα της, η γενναιότητα της υπερέβαινε την όποια ποσότητα φόβου και έπρεπε να παλέψει για να ξεφύγει από τον επικίνδυνο κύκλο στον οποίο έπεσε.

Έτσι δύο βδομάδες μετά ανακοίνωσε στους Αλεξηγιάνδηδες την πρόθεση της να παραιτηθεί από τη δουλειά και τους ανέφερε επεξηγηματικά το γιατί με κανέναν ενδοιασμό. « Είστε κλέφτες, κακοποιοί που επωφεληθήκατε από θησαυρό ανάγλυφων και  εγώ δεν δουλεύω για κλέφτες! Δεν θα περνάω κάτω από την ίδια στέγη για ορισμένες έστω ώρες με ανέντιμους κακούργους ». Το αντρόγυνο έγινε έξαλλο και την έδιωξε σχεδόν με κλωτσιές έξω από σπίτι του. Για να της κάνουν τη ζωή δυσκολότερη της έκαναν μήνυση και την κατηγόρησαν ψευδώς φορτώνοντας της την  κλοπή των λαθραίων!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro