5.Θηριωδία
Η Μένια άπλωνε με αργές κινήσεις το κόκκινο κραγιόν στα σαρκώδη της χείλη. Ήταν μια πολύ εμφανίσιμη κοπέλα. Τα μαλλιά της ήταν καστανόξανθα με το μήκος τους να φθάνει μέχρι την μέση της πλάτης της. Ήταν ψηλή και αδύνατη, με το κορμί της μαυρισμένο από την ηλιοθεραπεία που συνήθιζε να κάνει στις διακοπές της. Αγαπούσε την θάλασσα και ανυπομονούσε πότε θα ερχόταν εκείνη η άγια ημέρα που θα έφευγε από αυτό το μπουρδέλο όπου είχε οδηγηθεί παρά την θέληση της. Είχε μια κρυφή ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα τους ανακαλύψουν κλείνοντας στην φυλακή τα αφεντικά της και απελευθερώνοντας τες. Με πόνο ψυχής θυμήθηκε την οικογένεια της. Το γλυκό πρόσωπο της μητέρας της και την προστατευτικότητα του πατέρα της που την συμβούλευε να μην βγαίνει έξω χωρίς παρέα καθώς οι καιροί ήταν δύσκολοι. Μακάρι να το άκουγε. Τώρα θα βρισκόταν στο οικογενειακό τραπέζι να παίρνουν το πρωινό τους συζητώντας και όχι σε ένα υπόγειο με τρεις άλλες φυλακισμένες γυναίκες με μια μέγαιρα να τους κάνει κουμάντο. Δεν είχαν καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Ούτε τηλεόραση, ούτε κινητό, ούτε υπολογιστής. Ηθελε να μάθει διακαώς νέα των γονιών της και των φίλων της, αν ήταν καλά ή αν την έψαχναν. Δυστυχώς, δεν θα μάθαινε ποτέ.
Ο μπράβος ήρθε να την φωνάξει να ανέβει μαζί με την Ρουσλάνα στο σπίτι. Εκεί τους περίμενε ο Νίκος με ένα διαβολικό χαμόγελο. Η μικρή κοπέλα φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα το οποίο κολάκευε την σιλουέτα της. Ο Νίκος στάθηκε μπροστά της κοιτώντας την λάγνα και απότομα σήκωσε το πηγούνι της.
««Καινούργια? Πώς σε λένε εσένα αγγελούδι μου?»» ρώτησε μα απάντηση δεν πήρε.
««Κατέβασε την κάτω!»» διέταξε τον μπράβο ο οποίος την πήγε σε ένα από τα««ιδιαίτερα»». Έτσι λεγόταν τα δωμάτια όπου οι πελάτες οδηγούνταν από τους μπράβους με την κοπέλα που είχαν επιλέξει. Υπήρχαν τέσσερα τέτοια δωμάτια, τα δύο δίπλα από την αποθήκη όπου βρίσκονταν τα ρούχα των κοριτσιών, το δεύτερο στο βάθος του διαδρόμου και τα δύο τελευταία βρισκόταν αντικριστά το ένα από το άλλο με το που τελείωνε η σκάλα. Όλα περιείχαν από μια λάμπα, ένα κρεβάτι με καθαρά σεντόνια και έναν κάδο όπου πετούσαν τα προφυλακτικά. Τίποτε περισσότερο ούτε καν ένα παράθυρο.
Η Μένια ένιωθε το κορμί της να τρέμει καθώς ο Νίκος έπαιρνε θέση επάνω της. Τα χέρια της ήταν κολλημένα στο στρώμα, αριστερά και δεξιά της. Τον φοβόταν, δεν ήθελε να την αγγίζει και με το δίκιο της. Ο Νίκος ήταν σαδιστής. Του άρεσε να παίζει με την τροφή του πριν την φάει. Ξεκίνησε να την φιλάει στο πρόσωπο γλύφοντας τα δάκρυα της και ταυτόχρονα της μιλούσε :
««Πες μου πως είσαι το κοριτσάκι μου!»» πρόσταξε και κατέβασε το παντελόνι και το μποξεράκι του με μια κίνηση αφήνοντας το μόριο του σε κοινή θέα. Η Μένια κοίταξε επάνω στο ταβάνι και επανέλαβε την φράση του με μισή καρδιά.
««Πες μου πως είσαι το παιδί μου!»» είπε ενώ έβαζε ένα προφυλακτικό και έμπαινε μέσα της με φόρα. Η Μένια κατέπνιξε μια τσιρίδα και επανέλαβε με σβησμένη φωνή :
««Είμαι... είμαι το παιδί σου!»».
Ο άνδρας την έπιασε βίαια από τα μαλλιά και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.
««Γιατί δεν το λες καθαρά μωρή πουτάνα? Θες να με κάνεις να χύσω?»» ρώτησε κολλωντας το πρόσωπο του στο δικό της. Η σιωπή της τον εξαγρίωσε και ξεκίνησε να την γρονθοκοπά σε όλο της το κορμί. Την άφησε αιμόφυρτη στο δωμάτιο και έφυγε σαν κύριος.
Η Ρουσλάνα πήγε να καθαρίσει τα δωμάτια όπως έκανε κάθε μέρα. Αμέσως, το μάτι της έπεσε πάνω στο βαριά τραυματισμένο σώμα της μικρής. Το αίμα της ήταν τόσο που είχε λερώσει και τα σεντόνια ενώ έφερε μώλωπες σε όλο της το κορμί και το πρόσωπο. Τα μάτια της ήταν κλειστά και δεν τα άνοιξε ούτε όταν η Ρουσλάνα της έριξε νερό σε μια προσπάθεια να την ξυπνήσει. Η Ρουσλάνα εξήγησε με νοήματα πως η μικρή ήταν σοβαρά και η Θεοδώρα έτρεξε να ελέγξει την κατάσταση. Κάλεσε έναν φίλο της γιατρό ο οποίος περιποιήθηκε όσο μπορούσε τις πληγές της και συμβούλεψε την κυρά :
««Την έχει σακατέψει στο ξύλο. Πρέπει επειγόντως να την πας σε νοσοκομείο αλλιώς θα πεθάνει!»»
««Δεν υπάρχει περίπτωση!»»
««Εγώ έκανα ο, τι μπορούσα. Εσείς θα έχετε το κρίμα της αν πάθει κάτι κακό τόσο νέα κοπέλα»αποκρίθηκε αποστομώνοντας την Θεοδώρα.
Η Ρουσλάνα άκουγε με μεγάλη προσοχή. Μπορεί να της στέρησαν την ομιλία , αλλά η ακοή της λειτουργούσε άψογα. Μια μέρα που περιποιόταν την κοπέλα είδε με τρόμο έναν άλικο λεκέ να σχηματίζεται και να παίρνει διαστάσεις με τρομακτική ταχύτητα. Μέχρι να έρθει ο μπράβος, η κοπέλα είχε ξεψυχήσει.
Την επόμενη ημέρα που καθάριζε τα δωμάτια μόνο το ματωμένο στρώμα είχε μείνει εκεί. Η Μένια ήταν εξαφανισμένη. Ανέβηκε επάνω για να συγυρισει το σπίτι όταν άκουσε πεντακάθαρα την Θεοδώρα να λέει στους μπράβους :
««Κάψτε το σώμα της! Δεν θέλω καμία απόδειξη ότι αυτή η βρωμιαρα υπήρξε αλλιώς θα καταστραφούμε όλοι μαζί!»».
Έτσι και έγινε. Το σώμα της Μένιας διαμελίστηκε με τσεκούρι τα οποία τα πέταξαν μέσα σε έναν μεγάλο τενεκέ με φωτιά στο πίσω μέρος του κήπου. Πολύ σύντομα, από την Μενια Χατζηνικολάου είχαν μείνει στάχτες.
Η Ρουσλάνα πήρε την εικόνα της Παναγίας και την πέταξε στο πάτωμα από την θλίψη της. Κομμάτια γυαλιού διασκορπίστηκαν και η ίδια έκλαιγε για μια αθώα ψυχή που μόνο αγάπη σκόρπισε και είχε κάποιον να την περιμένει εκεί έξω. Πήρε στα χέρια της προσεκτικά το γυαλί και το κοίταξε. Δεν ήταν καιρός για υπομονή ούτε για ανέχεια. Δεν ήταν καιρός για ηρωισμούς. Ήταν καιρός μόνο για εκδίκηση και κάθαρση. Και αφού κανένας δεν αναλάμβανε την πρωτοβουλία, έπαιρνε εκείνη την ευθύνη να γλιτώσουν όσες της είχαν μείνει. Δεν είχε αλλη επιλογή. Θα έβαφε τα χέρια της με αίμα, θα πουλούσε την ψυχή της στο διάβολο μα από εκεί μέσα θα έφευγε μια για πάντα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro