Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

14. Δικαιοσύνη

«Την σκοτώσαμε ρε μαλάκα!»» έλεγε ψιθυριστά η Μαρκέλλα ενώ έψαχνε σφυγμό στα χέρια της νεκρής κοπέλας. Δάκρυα φόβου και ιδρώτας έσταζαν από όλη την παρέα του Χρήστου. Της Κλειώς τα χέρια έτρεμαν ενώ το χλωμό πρόσωπο της μαρτυρούσε ότι ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Στην ουσία δεν νοιαζόταν για το γεγονός πως αφαίρεσαν μια ανθρώπινη ζωή, αλλά για τις τιμωρίες ή την ενδεχόμενη φυλάκιση τους. Ο Δημήτρης μαζί με τον Χρήστο είχαν μείνει ασάλευτοι πασχίζοντας να σκεφτούν κάποια καλή ιδέα για να γλιτώσουν από τα κάτεργα.
««Πάρτε τα ρούχα της και αφήστε την γυμνή, να φαίνεται σαν να έγινε βιασμός»» είπε ο Χρήστος. Μην βλέποντας καμία αντίδραση, αποφάσισε να κάνει ο ίδιος το πρώτο βήμα. Αφαίρεσε το μπουφάν και της έσκισε την μπλούζα. Η Μαρκέλλα της αφαίρεσε το σουτιέν και ο Δημήτρης πήρε στον ώμο του την τσάντα βάζοντας μέσα το παντελόνι και το εσώρουχο της. Η Κλειώ παρατηρούσε με φρίκη ό, τι συνέβαινε γύρω της. Ένα δυνατό χαστούκι από το μέρος του Χρήστου την επανέφερε στην πραγματικότητα.
««Τι στέκεσαι εκεί σαν απολιθωμένη?»»
««Μετάνιωσα για αυτό που έκανα. Ήταν φίλη μου! Μήπως πρέπει να παραδοθούμε στην αστυνομία?»» πρότεινε. Ο Χρήστος την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα. Η Κλειώ ένιωσε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι της που την έκανε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Ο Χρήστος την άρπαξε από τα μαλλιά και της είπε :««Αν πεις το παραμικρό, θα έχεις την ίδια μοίρα με αυτήν! Εγώ φυλακή δεν πάω! Αν χρειαστεί να ξανασκοτώσω, θα ξανασκοτώσω το καταλάβετε?»». Ο τόνος του ήταν ανατριχιαστικά ήρεμος. Η Κλειώ αργοκούνησε το κεφάλι της και ο νεαρός την άφησε ικανοποιημένος που έγινε το δικό του. ««Αύριο στις 8, θα σε περιμένω σπίτι μου!»»
Τίποτε παραπάνω δεν ειπώθηκε. Η Κλειώ κοίταξε την φίλη της που τώρα έτσι όπως έπεφτε επάνω της η λάμψη του φεγγαριού, την έκανε να μοιάζει με μυθική πριγκίπισσα που περίμενε κάποιον να την βγάλει από τον αιώνιο ύπνο. Μα αυτός ο κάποιος ίσως υπήρχε στον παράδεισο, εκεί όπου σίγουρα θα είχε πάει η αγνή ψυχή της. Άφησε ένα φιλί επάνω στο μάγουλο της που έμοιαζε πολύ με το φιλί του Ιούδα στον Ιησού λίγο πριν Τον συλλάβουν. Έτσι όπως ο Ιούδας πρόδωσε τον Κύριο του για αργύρια, έτσι και η ίδια πρόδωσε την καλύτερη της φίλη παρασυρμένη από τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας και το άγχος της κοινωνικής αποδοχής. Της έκλεισε τα μάτια και αργά απέσπασε από τον καρπό του πτώματος το ρολόι. Έπειτα,πήρε τον δρόμο για το σπίτι της κοιτώντας παράλληλα το κινητό της. Είχε δεχτεί κλήσεις από την μητέρα της οι οποίες δεν απαντήθηκαν. Έτσι, κατά πάσα πιθανότητα θα τους έβρισκε ξύπνιους, πράγμα που σήμαινε ότι δεν γλίτωνε με τίποτε την ανάκριση.
   Το σπίτι της Κλειούς βρισκόταν λίγα μόνο μέτρα μακριά από την πλατεία. Η Κλειώ σφούγγισε τα δάκρυα της και μπήκε στο σπίτι ζωγραφίζοντας ένα χαμόγελο στα ξερά της χείλη. Η μητέρα της την πλησίασε ανήσυχη και εξέτασε το πρόσωπο της στο φως της λάμπας του σαλονιού. Ήταν χλωμή και λαχάνιαζε σαν να είχε τρέξει μίλια. Τα μάτια της κοιτούσαν συνεχώς το πάτωμα. Η όλη συμπεριφορά της έμοιαζε ύποπτη, πράγμα που θορυβησε ακόμη περισσότερο τη μεγαλύτερη γυναίκα που άκουγε στο όνομα Ευαγγελία. Ήταν μια καλοστεκούμενη κυρία γύρω στα 45 με τα μαύρα μαλλιά της να είναι πάντα καλοχτενισμένα και το πρόσωπο της βαμμένο. Η σιλουέτα της ήταν αδύνατη ενώ τα μάτια της στράφηκαν με ανησυχία στη μοναχοκόρη της η οποία έδειχνε να είναι εκτός τόπου και χρόνου. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος κατέβασε την εφημερίδα κοιτώντας τη με προσοχή. Διάβασε την ενοχή και τον τρόμο στις κινήσεις της, κάτι που δεν του άρεσε καθόλου. Είχε προειδοποιήσει την κόρη του να ξεμπλέξει από αυτούς τους αλήτες. Μόνο την Αμάντα συμπαθούσε και εμπιστευόταν προτρέποντας την κόρη του να κάνει παρέα μαζί της μπας και πάρει το καλό παράδειγμα από εκείνη που πάντα είχε καλούς βαθμούς.
««Ναρκωτικά πήρες παιδί μου?»» ρώτησε η Ευαγγελία ειρωνικά. ««Γιατί είσαι σαν να είδες φαντάσματα? Τι έκανες πάλι ρε Κλειώ?»»
««Την σκότωσα μαμά... Την σκότωσα»» τα δάκρυα της ξεκίνησαν να κυλούν από τα μάτια της χωρις να μπορέσει να τα συγκρατήσει. Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε χωρίς καθυστέρηση και πλησίασε την κόρη του.
««Ποιον σκοτώσατε και γιατί? Πως έγινε?»» ρώτησε ήρεμα με τις φλέβες στους κροτάφους του να κάνουν την εμφάνιση τους, δείγμα της καταπιεσμένης του οργής.
««Την... την Αμάντα. Αλλά ήταν ατύχημα στο ορκίζομαι. Ο Χρήστος και η παρέα του μαζί και εγώ την κυνηγήσαμε στο πάρκο επειδή έβρισε τον πρώτο και μας έκανε χειρονομία. Έπεσε και χτύπησε άσχημα το κεφάλι της. Έτσι πέθανε...»» είπε η Κλειώ έχοντας κάτσει σε μια καρέκλα.
««Και εσείς τι κάνατε? Τι προηγούμενα είχε ο Χρήστος μαζί της και το κυριότερο γιατί συμμετείχες εσύ?»» φώναξε βαρώντας το χέρι του στο τραπέζι κάνοντας τα πιάτα να σειστούν.
««Για τον Θεό Κωνσταντίνε ηρέμησε σε παρακαλώ!»» είπε η Ευαγγελία κλείνοντας τα παράθυρα.
Η Κλειώ συνέχισε με τους λυγμούς της να μην έχουν τελειωμό :
««Την αφήσανε γυμνή για να φανεί σαν βιασμός. Της πήραν τα ρούχα ο Δημήτρης, η Μαρκέλλα και ο Χρήστος. Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω τι θα τα κάνουν.... Εγώ δεν πήρα τίποτα σας ορκίζομαι. Ο Χρήστος δεν την συμπαθούσε επειδή ήταν Αλβανίδα που τον επισκίασε στους βαθμούς και πήρε την τιμή να σηκώσει την σημαία αύριο. Της έκανε την ζωή κόλαση. Είχε γράψει στο θρανίο της ρατσιστικά συνθήματα και της είχε βγάλει ένα σωρό παρατσούκλια. Εγώ ήμουν απομονωμένη επειδή έκανα παρέα με την Αμάντα. Έτσι, την παράτησα και πήγα με το μέρος των υπολοίπων παιδιών.»»
Ο Κωνσταντίνος χτύπησε με δύναμη την κόρη του στο μάγουλο κάνοντας την να πέσει από την καρέκλα.
««Έτσι σε μεγαλώσαμε εμείς ρε? Δεν σου μάθαμε να μισείς τους άλλους λαούς αν θυμάμαι καλά ούτε σου μάθαμε να είσαι λιπόψυχη. Τώρα καταλαβαίνεις τι έκανες? Και εσύ και οι άλλοι οι κοπρίτες είστε ηθικοί αυτουργοί, ένοχοι για ανθρωποκτονία! Είσαι ευχαριστημένη τώρα που θα λένε τους γονείς σου ότι είναι εκείνοι που γέννησαν δολοφόνο? Τον εαυτό σου τον σκέφτηκες καθόλου, τις σπουδές και τα όνειρα σου που δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ από το ξερό σου το κεφάλι? Και επειδή ήταν Αλβανίδα, τι δηλαδή?
Οι Αλβανοί άνθρωποι δεν είναι? Οικογένειες και παιδιά δεν έχουν, δεν πονάνε όπως όλοι μας? Την Μιράντα πως θα την αντικρίσεις στα μάτια που σε είχε σαν παιδί της? Πώς θα την αντικρίσεις όταν εσύ της στέρησες το δικό της παιδί?»»
««Κωνσταντίνε μου σε παρακαλώ»»...
««Κάνε μας την χάρη και εσύ! Εσύ ευθύνεσαι για όλα! Μια ζωή κακομαθημένη την είχες! Ρούχα, ταξίδια, παρέες, τα πάντα της μάθαινες να τα παίρνει με το έτσι θέλω και τις φωνές της που είχαν ακουστεί παντού μέχρι να γίνει το δικό της! Για αυτό στα μαθήματα ήταν σκράπας, για αυτό έμπλεξε με τους κατεστραμμένους! Γιατί αν είχε κάτι να κάνει, κάτι να ασχοληθεί στην ζωή της, αν κάτι είχε καταφέρει μόνη της, δεν θα ασχολιόταν με το ποιος θα πάρει την σημαία!»» ούρλιαξε έξαλλος ο Κωνσταντίνος.
«« Ήθελα απλά να έχω φίλους. Τόσο κακό είναι?»» ρώτησε η Κλειώ. Πρώτη φορά φερόταν έτσι ο πατέρας της στην ίδια. Ο Κωνσταντίνος την άρπαξε από τα μαλλιά και την σήκωσε όρθια σπρώχνοντας την στον διάδρομο.
««Νομίζεις ότι οι φίλοι σου θα σε σώσουν καημένη?
Δεν θα σου δώσουν φαγητό να φας, ούτε θα ζήσουν την οικογένεια που έτσι όπως τα έκανες δεν θα δημιουργήσεις ποτέ σου! Ντροπή σου!»» της έφτυσε και κινήθηκε προς την πόρτα βάζοντας τα παπούτσια του. Η Ευαγγελία τον έπιασε από τον μπράτσο κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια για να συναντήσει μόνο σκληρότητα και αηδία.
««Πού πας Κωνσταντίνε?»» ρώτησε με ραγισμένη φωνή η μητέρα της.
««Στο αστυνομικό τμήμα για κατάθεση και μετά για το σπίτι της μάνας μου. Θέλω χρόνο να σκεφτώ!»» τόνισε ορθά κοφτά κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Η Κλειώ ξέσπασε σε ουρλιαχτά τα οποία πνίγηκαν από το κλάμα της. Φοβόταν για την τύχη, φοβόταν την φυλακή. Η μητέρα της την κοιτούσε ανήμπορη. Εξαιτίας της κόρης της, η οικογένεια της θα διαλυόταν και αυτό δεν το άντεχε η καρδιά της. Δεν έκανε κίνηση να αγκαλιάσει το παιδί της. Μόνο αποσύρθηκε στη κρεβατοκάμαρα της και χάιδεψε τα σεντόνια από την άδεια πλευρά του συζύγου της.
  Η Κλειώ έμεινε μόνη κουλουριασμένη σε εμβρυακή στάση στο χολ. Δεν της έμενε άλλη επιλογή. Δεν ήθελε να πάει πουθενά, μόνο να συναντήσει την φίλη της ζητώντας της συγγνώμη. Πήρε το λεπτό σεντόνι του κρεβατιού της δημιουργώντας μια θηλιά την οποία και έδεσε γύρω από την αλυσίδα της  λάμπας  του δωματίου της. Ανέβηκε στο κρεβάτι της αποχαιρετώντας νοερά τους γονείς της που απογοήτευσε. Δεν άντεχε την ρετσινιά της δολοφόνου, δεν ήθελε να υποφέρει η οικογένεια της. Έκανε το σταυρό της, πήρε φόρα και πηδηξε από το κρεβάτι της. Και πλέον δεν ήταν κάτοικος της γης μα του ουρανού με το κορμί της να μοιάζει με σπασμένη μαριονέτα έτσι όπως κρεμόταν, θλιβερό και άψυχο...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro