Του βερνικιού το φέγγος
Τίποτα δεν άλλαξε στης όψης σου το σχήμα
κι ο χρόνος αναλλοίωτος χάιδεψε την υφή σου.
Γλυκόπιοτος και φιλικός στο στάσιμό σου εστάθη.
Σαράκι δεν εμόλεψε, του βερνικιού το φέγγος σου
και τ' άρωμα του ξύλου, σαν το κρασί παλιώνει.
Μονάχα κάτι χαρακιές το σώμα σου διαβαίνουν,
ρυάκια φιδίσια γράφουνε, μοναχικά δρομάκια.
Διάβηκα μέσα τους να μπω, ξανά να περπατήσω,
τις θύμησες ακάλεστες ξανά να ζωντανέψω.
Πληγές, γδαρσίματα, γωνιές ξανά να τις αγγίξω,
τραγούδια τόσα να μου πουν, στιγμές να περιγράψουν.
Τα σκαλιστά τα γείσα σου ολόγυρα να θωρήσω,
και στις καμπύλες των ποδιών τα χάδια μου να αφήσω.
Το ίδιο χυτά, ομορφόστεκα, σαν ερωμένης γάμπες,
που ηδονές παράταιρες στον έρωτα χαρίζουν.
Πάνω αντιφεγγίζεται του φεγγαριού το θάμπος,
σαν χύνεται στο σώμα σου κρυφά απ' το παραθύρι.
Σχήματα κάνει αλλόκοτα, ονείρων χαρακτήρες
σαν τότες που ερχότανε να με κρυφοκοιτάξουν.
Τότες που στέγη εύρισκα φυγάς του κάθε φόβου,
τότες που μ' αγκάλιαζες το δάκρυ μου να κρύψεις,
παιδί κοντά σου, ζήταγα τον κόσμο το δικό μου,
γυρεύοντας ανασασμό και ονείρωνε ταξίδια.
Θυμάσαι άραγε πες το μου, δικές μου πολιτείες,
που έστηνα στου ίσκιου σου τη φιλική την κλίνη;
Τι στράτες αναρίθμητες έφτιαξα εκεί δα κάτω;
και πόσους φόβους έθαψα στα ακροπόδαρά σου;
Στιγμές ήταν που αχολόχαγε τ' αστραποβρόντι απάνω,
χάραζε τότε ο ουρανός με φωτεινές λεπίδες
και κρότος απροσμέτρητος τον τρόμο του σκορπούσε.
Τότες ήταν που λούφαζα στα πόδια σου σφιγμένος,
με τρέμουλο αχόρταγο το σώμα να σφαδάζει.
Κι όταν ο χρόνος μ΄ έφερε αντίκρυ σου να κάτσω,
ισότιμα να σε θωρώ, να σε σφτιχταγκαλιάσω.
Θυμάσαι πόσα αράδιασα παιχνίδια απάνωθέ σου;
σπιτάκια, πόλεις και χωριά ζωντάνεψαν αγόγγυστα,
στην αγκαλιά σου μέσα.
Κλάματα, γέλια και φωνές, χτυπήματα ολούθε.
Κείνες τις τόσες ζωγραφιές, των μολυβιών γεννήματα,
αυτές που ζήση εύρισκαν στο ξύλο σου επάνω,
μπογιές, χρώματα, χάρακες, διαβήτες, μουσαμάδες,
χορό έπιαναν τρελό στης έμπνευσης τον οίστρο.
Κείνο το ράδιο έλεγα, θυμήθηκες καθόλου;
γλυκόλαλο, περίτεχνο, αχώριστη συντροφιά μας,
πόσες γιορτές ανάγγειλε με μάς ολόγυρά του.
Μα να! Καλούδια τόσα πάνω σου με μιας να ζωντανεύουν!
Κουλούρια, πίτες και γλυκά, με ευχές ευλογημένα,
τσουρέκια ομορφοζύμωτα, καλάθια γεμισμένα,
αγάπης γεννήματα πολλά, γιορτάδες να ζυγώνουν,
στο σώμα πάνω σου ζωή απέκτησαν με χάρη.
Κοίτα να δεις θυμήθηκα, κοίτα να δεις τι βλέπω,
ολόγυρά σου κάθονται τόσοι αγαπημένοι,
γιορτές και ευχές να δίνουνε, φιλιά να ανταλλάζουν,
στο φαγητών το άρωμα και στου κρασιού τη γεύση.
Πάντα εσύ επίκεντρο σε κάθε ψυχής το ρίγος.
Δάκρυ, χαμόγελο και φως. Σκοτάδι και αντάρα.
Ζωή και θάνατος μαζί, δάκρυα και φοβέρες,
ένα μαζί σου γίνηκαν, μπολιάστηκαν κοντά σου.
Πόσων σοφών κληρονομιές απλώθηκαν σιμά σου,
βιβλία και τετράδια, συγγράμματα και γκραβούρες.
Θυμάσαι δα το θόρυβο το ρυθμικό εκείνο,
τα γράμματα σαν χόρευαν στων πλήκτρων το χορό,
της μηχανής το γράψιμο, προίκα για συντροφιά σου.
Πάνω σου επρωτόγραψα τα γράμματα εκείνης,
στου λούστρου σου τη ζάλη μου, έβλεπα τη μορφή της,
το σώμα της ολόγυμνο να καίει τα σωθικά μου,
τα στήθια της να λάμπουνε στου καντηλιού το φέγγος.
Έρωτας αχαλίνωτος ο πόθος μου για εκείνη,
και προσμονή εναγώνια την πόρτα μου να κρούσει,
αντίκρυ μου στην καρέκλα σου, γαλήνια ν' ακουμπήσει,
τα χέρια της να αγγίξουνε τις σκαλιστές σου άκρες.
Τραγούδι όμορφο να πουν, σχήματα να χαράξουν,
στο νοτισμένο θάμπος σου, το αποτύπωμά τους,
αγκαλιασμένους να μάς βρει, αυγής η πρώτη αχτίδα.
Στιγμές πολλές, ατέλειωτες, αχόρταγες στη μνήμη,
επάνω σου φωλιάσανε τραπέζι αγαπημένο.
Καρδιάς μας μέρος τρυφερό, σημαδιακό, μεγάλο!
Κοίτα η ζήση τώρα δα, παράθυρα που ανοίγει,
και ρίχνει μπρος στο βλέμμα σου εκεί παρατημένο.
Σε δώμα μέγα φωτεινό βουβό σκαρί να στέκει.
Έρημο, μόνο και βαρύ να σέρνει τη σιωπή του,
έκθεμα αξιοσέβαστο σε βλέμματα εμπόρων.
Μπορεί να λάμπεις άψογο δεόντως στολισμένο,
πολλά επιφωνήματα η όψη σου να σέρνει.
Όμως εγώ μπορώ να δω ίσια μες στην καρδιά σου,
τη μοναξιά σου απόλυτη σαν πάγο να σε δένει,
χωρίς τους χτύπους της καρδιάς, τραπέζι ακριβό μου,
πού να διαβαίνει άραγε απόψε ο λογισμός σου.
Όμως εδώ είμαι έφτασα, με αγκαλιά ανοιγμένη,
με θέληση ακλόνητη κοντά μου να σε πάρω,
να σε θωπεύσω όπως παλιά με των χεριών το χάδι,
και της ζωής μου τα αύριο μαζί σου να τα ζήσω,
τραπέζι μου μονάκριβο, τραπέζι αγαπημένο.
Τέλος
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro