Κεφάλαιο 8ο
Η επόμενη εβδομάδα κύλισε ήρεμα. Η Φερνάντα πληροφορήθηκε από την πάντα ενημερωμένη κυρία Τζόνσον ότι η αστυνομία είχε πιάσει τα μέλη της συμμορίας και βρίσκονταν πλέον όλοι στη φυλακή. Η κουτσομπόλα γειτόνισσα όμως δεν ξαναφάνηκε στο σπίτι μας, κάτι που ξεκάθαρα είχε απαιτήσει ο πατέρας μου. Αντ' αυτού, η Φερνάντα περνούσε τα πρωινά της στο σπίτι της κυρίας Τζόνσον, μόλις τελείωνε με την ετοιμασία του πρωινού.
Ο πατέρας δε μου φώναξε. Δεν μου έκανε κήρυγμα για την απρεπή συμπεριφορά μου και ούτε καν με τιμώρησε. Αυτό μπορώ να πω πως με ανησύχησε γιατί σήμαινε ότι κάποιο σχέδιο κατέστρωνε στο πεισματάρικο κεφάλι του. Η μόνη 'τιμωρία' μου ήταν ότι ο Χοακίν έμενε μαζί μας πλέον στο σπίτι μας. Αυτό δε με πείραξε όσο περίμενα γιατί τον συναντούσα σπάνια. Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του μαζί με τον πατέρα μου στον κήπο κάνοντας εκπαίδευση και πολλές φορές έφευγαν εκτός σπιτιού χωρίς να πουν τίποτα.
Εννοείται πως ζήλευα. Έβραζα από τη ζήλια μου όταν τους έβλεπα να φεύγουν μαζί από το σπίτι. Εκείνον να καβαλάει το δικό μου άλογο. Ο πατέρας ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Μπορεί να μη μου είχε απαγορεύσει να βγαίνω ή να κάνω πράγματα αλλά χωρίς αυτόν ή την Φερνάντα στο σπίτι ήταν πολύ λίγες οι επιλογές μου. Δεν είχα καμία παρέα στο Σακραμέντο. Όλες οι φίλες μου βρισκόταν στην εξοχή. Τους έστελνα βέβαια γράμματα αλλά είναι δύσκολο να κρατήσεις επαφές όταν η απάντηση έρχεται μετά από δέκα μέρες. Έκανα φυσικά τις βόλτες μου στα πάρκα ζωγραφίζοντας σχέδια από τα αγαπημένα μου λουλούδια αλλά σιγά σιγά άρχισαν να μου φαίνονται πολύ μοναχικές και σταμάτησα.
Κατέληξα να περνάω το μεγαλύτερο κομμάτι της ημέρας μου στο σπίτι και άρχισα να ασχολούμαι με τη δεύτερη αγαπημένη μου απασχόληση. Όταν δεν σταματούσα ληστές λοιπόν λάτρευα να ασχολούμαι με τη ραπτική. Η μαμά μου είχε αρχίσει να μου μαθαίνει να ράβω από όταν ήμουν μόλις εφτά ετών. Φυσικά μέχρι να τη χάσω δεν είχα προλάβει να μάθω αρκετά αλλά για καλή μου τύχη όταν μετακομίσαμε στην εξοχή ανακάλυψα ότι η γειτόνισσα που έμενε στο δίπλα σπίτι ήταν μοδίστρα. Μου έμαθε λοιπόν όλες τις τεχνικές που ήξερε στις ατέλειωτες ώρες που περνούσα στο σπίτι της.
Ξεκίνησα να μεταποιώ τα καλοκαιρινά μου φορέματα καθώς ο καιρός είχε αρχίσει να ζεσταίνει. Στα περισσότερα πρόσθετα μικρές λεπτομέρειες ή διόρθωνα λίγο τις διαστάσεις για να μου ταιριάζουν καλύτερα. Οι φίλες μου πάντα με ρωτούσαν πως κατάφερνε ο πατέρας μου να μου αγοράζει συνεχώς νέα φορέματα ενώ στην πραγματικότητα εγώ κάθε χρόνο έκανα μικρές αλλαγές για να μοιάζουν καινούργια. Ποια κοπέλα δε θέλει να έχει συνέχεια καινούργια ρούχα. Είναι ακόμα καλύτερο όταν έχεις τη δυνατότητα να φτιάξεις ακριβώς αυτό που έχεις στο μυαλό σου.
Αποφάσισα λοιπόν αυτή τη χρονιά να φτιάξω και ένα φόρεμα ξεκινώντας το από την αρχή. Κατέβηκα στην αγορά και αγόρασα δύο φανταστικά υφάσματα. Το ένα λευκό με μεγάλα λουλούδια σε ένα απαλό μπεζ χρώμα και το δεύτερο ένα πλούσιο κίτρινο της ώχρας το οποίο θα έκανε φανταστική αντίθεση με το δέρμα μου. Το λευκό ύφασμα θα το χρησιμοποιούσα για τη φούστα. Το κίτρινο θα έμπαινε στο κορσέ καλύπτοντας με τη σειρά του ένα μέρος της φούστας.
Καθόμουν στο δωμάτιο μου ράβοντας το ένα μανίκι όταν ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο.
«Ήθελα να μιλήσουμε Ιζαμπέλα.» μου είπε και του έκανα νόημα για να καθίσει. Άφησα το φόρεμα στο γραφείο μου και πήγα και κάθισα δίπλα του στο κρεβάτι.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα βλέποντας το σοβαρό του ύψος. Δε νομίζω να είχε θυμηθεί μία εβδομάδα μετά το περιστατικό με το τραίνο για να θυμώσει τώρα γι' αυτό.
«Πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά για το μέλλον σου παιδί μου. Έχω πάρει μία απόφαση...» είπε και τον κοίταξα έκπληκτη. Αυτός, είχε πάρει μια απόφαση για το μέλλον μου;
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς μπαμπά.» του είπα προσπαθώντας να μην επιτρέψω τον εαυτό μου να εκνευριστεί. Ήταν πολύ ωραία μέρα για να τη χαλάσω με τσακωμούς.
«Έχει έρθει η ώρα να παντρευτείς Ιζαμπέλα.» μου είπε κοφτά και απέμεινα να τον κοιτάζω με το στόμα μου να χάσκει ελαφρώς. Τί είπε;
«Έχεις φτάσει σε μία ηλικία πλέον που είναι επικίνδυνο για μία ελεύθερη γυναίκα να κυκλοφορεί μόνη της.» συνέχισε εκείνος. «Ένας καλός σύζυγος θα μπορέσει να σου προσφέρει προστασία και σταθερότητα.» Μου έκανε πλάκα!
«Πες μου ότι αστειεύεσαι;» του είπα. Ένιωθα τα μάτια μου να έχουν γουρλώσει από την έκπληξη αλλά το μπερδεμένο μυαλό μου δεν μπορούσε να αντιδράσει σωστά.
«Φυσικά και δεν αστειεύομαι.» είπε εκείνος σοβαρός. Τον κοίταξα αμίλητη περιμένοντας να κάνει κάτι. Να σκάσει ένα χαμόγελο, να μου πει ότι είναι ένα αστείο. Ένα πολύ κακόγουστο αστείο.
«Μπαμπά, τι είναι αυτά που λες;» του είπα και η φωνή μου ακούστηκε πολύ ψηλότερη απ' ότι συνήθως. «Εγώ δε σου ζήτησα να παντρευτώ. Δε θέλω να παντρευτώ!»
«Μα για όνομα του θεού Ιζαμπέλα είσαι δεκαοκτώ ετών τι άλλο μπορείς να κάνεις με τη ζωή σου;» είπε εκείνος υψώνοντας τον τόνο της φωνής του και με έκοψε όταν προσπάθησα να αντιδράσω. «Και μη μου αναφέρεις καν τον αγώνα του Ζόρο γιατί σου έχω ξεκαθαρίσει ήδη ότι αυτό αποκλείεται.» είπε ξερά.
Ένιωσα τα μάγουλά μου να φλέγονται από θυμό και προσπάθησα να ηρεμήσω. Δε μπορεί, ήταν άλλο ένα από τα καπρίτσια του. Απλά είχε εκνευριστεί που έτρεξα να κυνηγήσω εκείνους τους ληστές και ήθελε να με φοβερίσει. Δε μπορεί να το εννοούσε πραγματικά.
«Μα ακόμα και αν θελήσω να παντρευτώ κάποια στιγμή πατέρα,» είπα προσπαθώντας να ακουστώ ήρεμη «Θα παντρευτώ κάποιον για τον οποίο θα έχω αισθήματα. Όχι έναν άγνωστο που θα γνωρίσω στην εκκλησία.» του είπα.
«Μα δε θα τον γνωρίσεις στην εκκλησία.» μου είπε αναστενάζοντας.
«Εννοείς ότι όχι μόνο αποφάσισες μόνος σου να με παντρέψεις αλλά έχεις βρει και το γαμπρό;» φώναξα πλέον έξαλλη από θυμό.
«Έχω κανονίσει σε μία εβδομάδα να πάμε σπίτι του να τον γνωρίσεις. Τώρα βρίσκεται εκτός της Πολιτείας αλλά την Κυριακή που μας έρχεται θα οργανώσει μια δεξίωση στην έπαυλη του και είμαστε φυσικά καλεσμένοι.» μου είπε εκείνος συνεχίζοντας να με κοιτάζει με σταθερό βλέμμα.
Δεξίωση; Έπαυλη;
«Μα ποιος στο καλό είναι αυτός ο άντρας;» ρώτησα νιώθοντας ότι το κεφάλι μου θα έσπαγε από την πίεση.
«Τον λένε Τζέρεμυ ΜακΚάλεϊ. Του ανήκει μια μεγάλη έκταση γης στα δυτικά.» μου είπε κοφτά.
«Θέλεις να με παντρέψεις με έναν γκρίνγκο;» τον ρώτησα έκπληκτη.
Εντάξει προφανώς και κοιμόμουν. Όλα αυτά ήταν απλά ένας κακός εφιάλτης. Θα με είχε πάρει ο ύπνος όσο έραβα. Κοίταξα έξω από το παράθυρό μου και παρατήρησα τον ουρανό ο οποίος είχε πάρει ένα απαλό όμορφο λιλά χρώμα όσο ο ήλιος έδυε πίσω από τα σύννεφα. Δεν ήταν δυνατόν να ήθελε ο πατέρας μου να με παντρέψει με έναν λευκό, πλούσιο, εύπορο άντρα. Ο πατέρας μου τα αντιπαθούσε φοβερά τέτοια άτομα.
«Δεν είναι σαν τους υπόλοιπους.» μου είπε «Είναι πολύ καλός άνθρωπος. Έχασε πολύ πρόσφατα τη γυναίκα του στη γέννα. Πέθανε και αυτή και το μωρό. Και τώρα προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή του.»
Απανωτά τα χτυπήματα.
«Πόσο χρονών είναι αυτός ο άντρας μπαμπά;» ρώτησα αν και στην πραγματικότητα φοβόμουν να ακούσω την απάντηση.
«Τριάντα πέντε ετών.» είπε εκείνος σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
«Τριάντα πέντε; Εγώ είμαι δεκαοκτώ!» του απάντησα έξαλλη.
«Εντάξει δεν είναι κακό να έχετε μια μικρή διαφορά ηλικίας αγάπη μου.» μου απάντησε.
«Και αυτός πως δέχτηκε τόσο εύκολα να με παντρευτεί; Δεν με έχει δει ποτέ στη ζωή του.» του είπα ψάχνοντας μια διέξοδο διαφυγής.
«Έχει ακούσει για εσένα γλυκιά μου. Όλη μιλάνε για την ομορφιά σου.» είπε και τότε η σκληρή αλήθεια με χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο.
Έμεινα να κοιτάζω αμίλητη το βάζο με τα τριαντάφυλλα που ήταν πάνω στο γραφείο μου. Αυτό ήμουν γι' αυτούς. Ένα όμορφο λουλούδι. Ένα λουλούδι που ήθελαν να του ξεριζώσουν τα όνειρα και τις επιθυμίες του και να το βάλουν σε μια γυάλινη φυλακή να το θαυμάζουν μέχρι να μαραθεί και να πεθάνει.
«Πάντα μου έλεγες πως εσύ και η μαμά παντρευτήκατε από αγάπη.» ψέλλισα. «Δε νομίζεις ότι εκείνη θα ήθελε το ίδιο για εμένα;»
«Η μαμά σου θα ήθελε να είσαι ασφαλής και να έχεις μία καλή στέγη πάνω από το κεφάλι σου.» μου απάντησε.
«Κάνεις λάθος μπαμπά.» είπα και σηκώθηκα. Ένιωθα ένα απίστευτο κρύο στην καρδιά μου. «Εκείνη θα ήθελε να είμαι ευτυχισμένη. Εκείνη με αγαπούσε πραγματικά! Δεν μου μιλούσε σαν να είμαι το καινούργιο έπιπλο της κουζίνας!» του φώναξα και βγήκα απότομα από το δωμάτιο.
Άρχισα να κατεβαίνω γρήγορα τα σκαλιά. Έπρεπε να φύγω από εδώ. Αν έμενα λίγο ακόμα σε αυτό το σπίτι θα κατέστρεφα τα πάντα γύρω μου. Ένιωθα προδομένη από τον άνθρωπο που σήμαινε τα πάντα για εμένα σε αυτόν τον κόσμο. Αυτός όμως νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό του.
Άνοιξα με δύναμη την εξώπορτα και προς έκπληξή μου έπεσα πάνω σε έναν όμορφο άντρα. Κοκκάλωσα για μερικά δευτερόλεπτα όταν συνειδητοποίησα ότι αυτός ο όμορφος άντρας δεν ήταν άλλος από τον Χοακίν. Είχε ξυρίσει τα γένια του αποκαλύπτοντας ένα όμορφο πρόσωπο με έντονες γωνίες και ζυγωματικά. Τα μαλλιά του δεν έμοιαζαν πλέον με θάμνο αλλά οι καλοσχηματισμένες μπούκλες του αγκάλιαζαν όμορφα το πρόσωπό του φτάνοντας μέχρι το πιγούνι του. Φορούσε ένα λευκό σιδερωμένο πουκάμισο και ένα μαύρο παντελόνι και όχι τα κουρέλια με τα οποία τον είχα συνηθίσει. Εκείνος μου χαμογέλασε αχνά.
Μόλις κατάφερα να συνέλθω από την έκπληξη τον κοίταξα θυμωμένη. Με μια κίνηση, έσπρωξα με τα χέρια μου τους ώμους μου κάνοντάς τον να οπισθοχωρήσει παραξενευμένος. Έτρεξα στον κήπο και ανέβηκα με φόρα στο άλογό μου. Χτύπησα μια φορά τα χαλινάρια και χάθηκα μέσα στη νύχτα.
Σκούρα τα πράγματα για την Ιζαμπέλα παιδιά...Ή μήπως για τον Ντιέγκο; Πιστεύεται ότι θα έχουμε γάμο ή κηδεία στο τέλος; :D Σας ευχαριστώ πάρα πολύ όλους που διαβάσατε και ψηφίσατε μέχρι εδώ την ιστορία μου! Το επόμενο κεφάλαιο θα ανέβει τη Δευτέρα! Φιλιά
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro