Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 6ο


«Ποιος σου είπε ότι σκοπεύω να σε σκοτώσω;» ρώτησα με προσποιητό ενδιαφέρον. Με την πίσω πλευρά του ξίφους μου εκεί δηλαδή που βρισκόταν η λαβή, χτύπησα με δύναμη το πρόσωπό του άντρα. Εκείνος βόγκηξε και έπεσε προς να πίσω δίνοντας μου την ευκαιρία να τοποθετήσω τη μπότα μου στη βουβωνική του χώρα.

«Δε θα κουνιόμουν αν ήμουν στη θέση σου.» του είπα χαμογελώντας και ο άντρας με κοίταξε με μίσος ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Γέλασα αχνά, όλους τους πιάνει ο φόβος όταν αγγίξεις τα γενετικά τους όργανα. Το χέρι μου έπιασε το μικρό μαχαίρι που ήταν ακόμα καρφωμένο στην πίσω πλευρά της γάμπας του άντρα.

«Γιατί κλέψατε τα σχέδια των τραίνων;» ρώτησα.

Εκείνος μούγγρισε και με έφτυσε. Το σάλιο του έπεσε στο δεξί μου μάγουλο. Το σκούπισα με το μανίκι μου και με το χέρι που έπιανα το μαχαίρι άρχισα να ασκώ πίεση γυρίζοντάς το αργά μέσα στη σάρκα του. Ο άντρας άρχισε να ουρλιάζει.

Χρειάζεται πολύ δύναμη για να βυθίσεις ένα μαχαίρι βαθιά στη σάρκα. Είχα δυσκολευτεί πολύ να μάθω την τεχνική όταν εκπαιδευόμουν μικρή. Ο πατέρας μου μου είχε δώσει ωμό κρέας για να εξασκηθώ γιατί βλέπεις οι ληστές ήταν λίγο δυσεύρετοι στα μέρη όπου μέναμε. Τότε ένιωθα άσχημα, ακόμα και αν το ζώο μπροστά μου ήταν ήδη νεκρό. Τώρα πια δε με ένοιαζε. Ειδικά όταν επρόκειτο για ζώα σαν αυτούς τους αχρείους.

«Γιατί κλέψατε τα σχέδια των τραίνων;» επανέλαβα υπομονετικά, χαλαρώνοντας την λαβή μου.

Κρύος ιδρώτας είχε αρχίσει να φαίνεται στο πρόσωπό του άντρα, το οποίο τώρα έμοιαζε λευκό και άρρωστο.

«Για το χρυσό γαμώτο.» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.

«Δε σε άκουσα καλά.» του είπα πιέζοντας ελάχιστα το μαχαίρι.

Εκείνος μούγγρισε «Για το χρυσό. Το τραίνο με το χρυσό της πολιτείας!» φώναξε.

Φυσικά, κάθε μήνα ερχόταν νέος χρυσός για να γεμίσει τις τράπεζες τις πολιτείας. Το δρομολόγιο ήταν πάντα μυστικό και συνήθως φυλασσόταν από μονάδες του στρατού. Πως νόμιζαν αυτοί οι τελειωμένοι ληστές ότι θα τα βάλουν μαζί τους;

«Πότε θα γίνει η ληστεία;» το ρώτησαν και εκείνος γέλασε. Ένα γέλιο που έμοιαζε περισσότερο με κραυγή πόνου.

«Έφτασες πολύ αργά σκύλα.» μου είπε «Το τραίνο θα φτάσει στις δύο το μεσημέρι έξω από την πόλη. Ότι και να κάνεις δεν τους προλαβαίνεις.» μου είπε

Ξεφύσησα εκνευρισμένη. Μπορεί αυτός ο άντρας να μου έλεγε ψέματα αλλά μπορούσα να το διακινδυνεύσω; Η αστυνομία είχε μάθει ότι είχαν στα χέρια τους τα δρομολόγια αλλά αν ήταν να φτάσει εδώ το μεσημέρι το τραίνο αυτό σήμαινε ότι είχε ξεκινήσει να ταξιδεύει από το προηγούμενο απόγευμα. Άρα την ώρα που έκλεψε η συμμορία τα σχέδια αυτό βρισκόταν ήδη στο δρόμο. Είχε ενημερώσει άραγε η αστυνομία τη φύλαξη του τραίνου; Ακόμα και έτσι μπορούσα να το αφήσω στην τύχη του;

Με μία κίνηση αφαίρεσα το μαχαίρι μου από το πόδι του άντρα και εκείνος ούρλιαξε καθώς κουλούριαζε το κορμί του στο δάπεδο. Σίγουρα η πληγή θα έκανε πολύ καιρό να κλείσει και θα του άφηνε γερό σημάδι αλλά δε θα τον σκότωνε. Δε σκόπευα να γίνω δολοφόνος για τέτοια αποβράσματα. Δεν τους άξιζε. Σκούπισα το αίμα από το μαχαίρι μου στα ρούχα του άντρα και άρχισα να τρέχω με όλη μου τη δύναμη προς το σπίτι. Αν προλάβαινα να φτάσω εκεί σε ένα τέταρτο λογικά θα πετύχαινα τον πατέρα να τρώει. Μαζί θα μπορούσαμε να προλάβουμε το τραίνο.

Έφτασα λαχανιασμένη στο σπίτι και όρμησα με φόρα μέσα στην κουζίνα κάνοντας την Φερνάντα να αναπηδήσει βγάζοντας μια κραυγή τρόμου. Ο πατέρας μου καθόταν στο τραπέζι και έτρωγε και δίπλα του βρισκόταν... ο Χοακίν. Ένιωσα ένα κύμα θυμού να με καταβάλει αλλά το σταμάτησα. Δεν υπήρχε χρόνος.

«Πατέρα πρέπει να φύγουμε!» είπα λαχανιασμένη

Ο πατέρας μου σταμάτησε να τρώει και με κοίταξε παρατηρώντας το ντύσιμό μου. Η έκφρασή του άλλαξε από έκπληξη σε θυμό. Η Φερνάντα και ο Χοακίν κοίταζαν μία τον έναν και μία τον άλλον περιμένοντας την έκρηξη.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις Ιζαμπέλα.» είπε ο πατέρας με βλέμμα που μπορούσε να λιώσει και σίδερο.

«Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω και δεν έχεις χρόνο να θυμώσεις.» του είπα «Η συμμορία των αετών σκοπεύει να επιτεθεί στο τραίνο που φέρνει το χρυσάφι.»

Εκείνος σηκώθηκε αργά και με πλησίασε φτάνοντας μισό μέτρο μακριά μου.

«Και πως το ξέρεις αυτό εσύ, Ιζαμπέλα;» μου είπε συνεχίζοντας να με κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα. Γαμώτο δεν υπήρχε χρόνος για όλο αυτό.

«Άκουσα τη Φερνάντα που το συζητούσε το πρωί με τη γειτόνισσα.» είπα και η Φερνάντα σωριάστηκε στην καρέκλα με μία απελπισμένη κραυγή. «Πήγα στο παλιό μύλο και βρήκα εκεί δύο από τα μέλη της συμμορίας. Παλέψαμε και μου είπαν ότι σχεδιάζουν να σταματήσουν το τραίνο στις δύο το μεσημέρι ακριβώς έξω από την πόλη.» του είπα με μία ανάσα. «Πρέπει να τους σταματήσουμε!»

«Το τραίνο φυλάσσετε από τον στρατό ανόητο κορίτσι! Δεν έχουν ανάγκη να τα βάλουν με μερικούς ανόητους ληστές.» βρυχήθηκε ο πατέρας μου.

«Μα μπορεί η αστυνομία να μην πρόλαβε να τους ειδοποιήσει. Το τραίνο έχει ξεκινήσει από χθες το δρομολόγιό του.» του είπα απελπισμένη. «Πρέπει να τους βοηθήσουμε μπαμπά.»

«Η κοπέλα έχει δίκιο Ντιέγκο.» είπε ο Χοακίν και εγώ του έριξα ένα φονικό βλέμμα. Πως τολμάει να ανακατεύεται αυτός ο μέθυσος. Και από που κι ως που αποκαλεί τον πατέρα μου Ντιέγκο; Εκείνος σταμάτησε να μιλάει μόλις είδε το ύφος μου.

«Μπαμπά,» είπα παρακλητικά στρέφοντας την προσοχή μου σε εκείνον. «Πραγματικά δεν υπάρχει χρόνος. Χρειαζόμαστε τουλάχιστον μισή ώρα για να φτάσουμε στις γραμμές και είναι ήδη μία και μισή.»

«Εσύ έκανες ήδη αρκετά. Δεν πρόκειται να πας στις γραμμές. Θα πάω εγώ με τον Χοακίν.» είπε και χαμογέλασε ειρωνικά. Ένιωσα τα μάγουλά μου να καίνε.

«Για ποιο λόγο θέλεις να το κάνεις τώρα αυτό;» είπα υψώνοντας τη φωνή μου. «Τόση ώρα σου εξηγώ ότι δεν υπάρχει χρόνος να μαλώσουμε και εσύ απλά προσπαθείς να με νευριάσεις.» του είπα όσο εκείνος συνέχιζε να με κοιτάζει με παγερό βλέμμα.

«Θα έρθω μαζί σου θέλεις δε θέλεις.» του είπα και τον κοίταξα αποφασιστικά. Δε θα κέρδιζε αυτό το παιχνίδι.

«Πολύ καλά.» είπε εκείνος μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. «Έχουμε μόνο δύο άλογα οπότε θα ανέβεις στο ένα μαζί με το Χοακίν. Εκείνος θα οδηγεί φυσικά.» μου είπε παγερά και άρπαξε ένα μαύρο μαντήλι που ήταν πεταμένο σε μια καρέκλα.

«Πάρε αυτό για να κρύψεις το πρόσωπό σου.» είπε πετώντας το στον Χοακίν. Εκείνος το άρπαξε και με κοίταξε με απολογητικό ύφος. Φρόντισα να του ρίξω το πιο δολοφονικό και υποτιμητικό μου βλέμμα και βγήκα από το δωμάτιο.

Κατευθυνθήκαμε στον μικρό μας στάβλο στον κήπο. Εκεί βρισκόταν το άλογο του πατέρα μου ένας κατάμαυρος επιβήτορας που ονομαζόταν Τορμέντα, και το δικό μου, μια πανέμορφη καφετιά φοράδα με υπέροχο γυαλιστερό τρίχωμα και μαύρη χαίτη. Την είχα ονομάσει Μάλβα, από ένα αγαπημένο μου λουλούδι. Η Μάλβα ήταν υπερήφανο άλογο και δεν της άρεσε να την αγγίζουν ξένοι. Ο πατέρας το ήξερε αυτό αλλά και πάλι προτίμησε να αφήσει αυτόν ανόητο ξένο να την οδηγήσει αντί να αφήσει εμένα που το κάνω μια ζωή. Ήξερα τι παιχνίδι έπαιζε. Ήθελε να μου δείξει ότι αυτός έχει το πάνω χέρι, αυτός παίρνει τις αποφάσεις.

Δεν πτοήθηκα. Έδωσα στο Χοακίν τα χαλινάρια και τον παρατήρησα να ανεβαίνει ενώ παράλληλα ευχόμουν να τον ρίξει το άλογο κάτω και να αναγκαστούμε να τον αφήσουμε εδώ. Δυστυχώς ο εκνευριστικός εκπαιδευόμενος αποδείχτηκε πολύ καλός αναβάτης και χτύπησε απαλά το κεφάλι του ζώου ενώ εκείνο χλιμίντρησε ευχαριστημένο. Σκέφτηκα με κακία να μη ξαναδώσω λιχουδιές στη Μάλβα που με πρόδωσε τόσο εύκολα και έπιασα το απλωμένο χέρι του για να ανέβω κι εγώ στη πλάτη του αλόγου.

Βγήκαμε με ταχύτητα στο χωμάτινο δρόμο που οδηγούσε στις γραμμές του τραίνου. Δυστυχώς ήμουν αναγκασμένη να βάλω τα χέρια μου στην πλάτη του συναναβάτη μου για να μην καταλήξω να βρεθώ κάτω από το άλογο λόγω των κραδασμών. Παρατήρησα ότι τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν βρωμούσε αλκοόλ. Το αντίθετο οι σγουρές του μπούκλες ανέδυαν μια όμορφη απαλή μυρωδιά σαπουνιού. Προφανώς είχε κάνει μπάνιο στο σπίτι μου ο ανόητος. Και τώρα καβαλούσε το άλογό μου. Προσπάθησα να απωθήσω αυτές τις σκέψεις. Δεν υπήρχε χρόνος.

Φτάσαμε στις γραμμές του τραίνου και αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε δυτικά, παράλληλα με αυτές. Το μέρος φαινόταν άδειο. Είχαμε απομακρυνθεί αρκετά από την πόλη και κανένας κάτοικος δεν περπατούσε τόσο μακριά. Σε λίγο άρχισε να διαγράφεται η σιλουέτα από ένα μικρό ξύλινο οικοδόμημα. Ο σταθμός του τραίνου.

Επικρατούσε μια απόλυτη ησυχία. Λες και η φύση είπε να κάνει ένα διάλειμμα και όλα τα πουλιά και τα μικρά της ζώα χάθηκαν στο κενό. Ο σταθμός ήταν μια μικρή ξύλινη καλύβα. Αποτελούνταν το πολύ από δύο δωμάτια. Είχε το δωμάτιο που πήγαινε ο κόσμος να βγάλει τα εισιτήρια και το δωμάτιο όπου έμενε ο σταθμάρχης ή ο φύλακας του σταθμού.

Ο πατέρας μας έκανε νόημα και σταματήσαμε μερικά μέτρα πριν φτάσουμε την καλύβα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κατεβήκαμε από τα άλογα μας και τα αφήσαμε πίσω από μια εσοχή των βράχων. Δυστυχώς το ερημικό τοπίο μας ανάγκαζε να πλησιάζουμε πεζοί την καλύβα χωρίς να έχουμε καμία κάλυψη. Ο πατέρας ξεκίνησε πρώτος και εμείς τον ακολουθήσαμε. Προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε από την πίσω πλευρά της καλύβας όπου δεν υπήρχαν παράθυρα. Έτσι, αν για κάποιο λόγο υπήρχαν άτομα μέσα στην καλύβα που ήθελαν να μας σκοτώσουν να μην μπορούσαν να μας αντιληφθούν.

Φτάσαμε αργά στην πίσω πόρτα της καλύβας και κοιταχτήκαμε. Ο πατέρας στάθηκε δεξιά της πόρτας και εγώ στα αριστερά με τον Χοακίν πίσω μου. Ο πατέρας με κοίταξε στα μάτια και κούνησε το κεφάλι του με νόημα. Με το χέρι του έπιασε το μεταλλικό ολοστρόγγυλο πόμολο της πόρτας και το άνοιξε.

Ξαφνικά η σιωπή έσπασε από δεκάδες πυροβολισμούς που έσχισαν τον αέρα και έπεσαν καταπάνω μας. Ένιωσα το αίμα μου να παγώνει καθώς κάλυπτα τα αφτιά με τα χέρια μου χωρίς να μπορώ να σκεφτώ τι να κάνω. Τότε ένα βαρύ σώμα έπεσε πάνω μου και με έριξε στο έδαφος.

Να το και το 6ο κεφάλαιο. Ελπίζω να μην σαν πειράζει που σας αφήνω σε ένα μικρό cliffhanger! ;D  Τι πιστεύεται θα καταφέρουν να ξεφύγουν οι ήρωές μας; Η συνέχεια τη Δευτέρα! Φιλιά

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro