Κεφάλαιο 23ο
Ο ύπνος που είχα κάνει στο στενό κρεβάτι στη μικρή εκκλησία, ήταν απόλυτα λυτρωτικός. Ένιωθα σαν καινούργιος άνθρωπος όταν σηκώθηκα και φόρεσα τα ρούχα, που μου είχε αφήσει ο πάτερ Στεφάνο στην ξύλινη καρέκλα. Χτένισα τα μαλλιά μου σε μια λυτή κοτσίδα και φόρεσα το λευκό βαμβακερό πουκάμισο που μύριζε λεβάντα. Παραξενεύτηκα που ο ιερέας είχε βρει παντελόνι στα μέτρα μου, μιας και ήμουν πολύ ψηλότερος του, αλλά το ρούχο ταίριαξε τέλεια πάνω μου. Αφού τοποθέτησα όλα τα ρούχα και τα αντικείμενα της στολής του Ζορό σε ένα μικρό σακίδιο, άνοιξα την πόρτα και πήγα να βρω τον πάτερ Στεφάνο, στο εσωτερικό της εκκλησίας.
Μια έντονη μυρωδιά από λιβάνι γέμισε τα ρουθούνια μου και άκουσα την ήρεμη φωνή του ιερέα που απήγγειλε έναν ψαλμό. Μερικές γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, καθόταν σιωπηλές στα στασίδια του ναού και προσεύχονταν προσηλωμένες.
Ο πάτερ Στεφάνο βρισκόταν πάνω στο έδρανο του και κρατούσε ένα μικρό μαύρο βιβλίο, ενώ το φως από το μεγάλο βιτρό παράθυρο έπεφτε πάνω του, φωτίζοντας το πρόσωπο του. Αποφάσισα να καθίσω αμίλητος σε μια γωνία, περιμένοντας να τελειώσει η διαδικασία και βρήκα μια θέση, που μου πρόσφερε κάλυψη από τα παράθυρα. Το πιο πιθανό ήταν ότι οι διώκτες μου είχαν φύγει προ πολλού, αλλά έπρεπε να είμαι όσο πιο προσεκτικός γινότανε.
Έπειτα από περίπου μισή ώρα, ο πάτερ Στεφάνο τελείωσε τη λειτουργία και χαιρέτησε εγκάρδια τις γυναίκες, που σηκώθηκαν για να τον χειροφιλήσουν. Μόλις αποχώρησαν και μείναμε οι δύο μας στο ναό, ο ιερέας με πλησίασε.
«Ελπίζω να κοιμήθηκες καλά Χοακίν.» Μου χαμογέλασε γαλήνια.
«Πραγματικά πάτερ, σε ευχαριστώ για όλα όσα έκανες για εμένα.» Τον ευχαρίστησα πιάνοντας τον από τον ώμο.
«Έλα, κάθισε να φας κάτι, γιατί έχεις μεγάλο ταξίδι μπροστά σου.» Μου είπε και τον ακολούθησα σε ένα μικρό τραπέζι, όπου μου έβαλε ψωμί και ένα κομμάτι κατσικίσιο τυρί.
Τα καταβρόχθισα, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ενώ μια ανυπομονησία άρχισε να απλώνεται στα δάχτυλα μου. Πολλές ερωτήσεις τριγύριζαν μέσα στο μυαλό μου και ο πάτερ Στεφάνο, πάρα την πολύτιμη βοήθεια που μου πρόσφερε, μου χρωστούσε κάποιες εξηγήσεις. Μόλις τελείωσα το γεύμα μου, το βλέμμα μου, συνάντησε το δικό του και ήξερα πως είχε καταλάβει τι σκεφτόμουν.
«Λοιπόν, σε ακούω.» Είπε απαλά και χαλάρωσε το σώμα του, ακουμπώντας στην πλάτη της καρέκλας.
«Λοιπόν, για αρχή, πως κατάλαβες πως ήμουν εγώ ντυμένος σαν Ζορό.» Ρώτησα κοιτάζοντας τον μέσα στα μάτια.
«Τυχαίνει να γνωρίζω πολύ καλά τον προκάτοχό σου.» Παραδέχτηκε.
«Τον Ντε Λα Βέγκα;» Αναφώνησα. «Από πού τον γνωρίζεις;»
«Για την ακρίβεια, γνωριζόμαστε από πολύ παλιά, εσύ δεν πρέπει να είχες γεννηθεί καν.» Μου απάντησε, με ένα μειδίαμα που έδειχνε ότι διασκέδαζε πολύ με τη συζήτηση.
«Σου είπε δηλαδή ότι με πήρε υπό την προστασία του;» Τον ρώτησα μπερδεμένος. «Πως ήξερε όμως ότι εσύ με γνωρίζεις;»
«Δεν έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα.» Είπε και η περιέργεια μου εκτινάχτηκε στα ύψη.
«Πάτερ Στεφάνο, σε παρακαλώ μίλα μου ξεκάθαρα, δεν είμαι πια παιδί.» Αναφώνησα, χωρίς να μπορώ να κρύψω τον εκνευρισμό στη φωνή μου.
«Νομίζεις ότι ο Ντε Λα Βέγκα, απλά έτυχε να περνάει τυχαία έξω από το σπίτι σου και αποφάσισε να σε βοηθήσει;» Μου είπε και κοκκάλωσα στη θέση μου.
Το μυαλό μου, γύρισε πίσω σε εκείνο το ήρεμο βράδυ, που τον είχα συναντήσει για πρώτη φορά. Ο Ντιέγκο,, μεταμφιεσμένος σαν ηλικιωμένος άνδρας με είχε κάνει να πιστέψω ότι χρειαζόταν τη βοήθεια μου, όταν του επιτέθηκαν δύο επίδοξοι ληστές. Είχα καταλάβει από τότε, πως ήταν μια δοκιμασία, για να δει αν έχω τις ικανότητες να με εκπαιδεύσει, αλλά δεν κάθισα ποτέ να σκεφτώ πραγματικά, πως είχε καταλήξει μπροστά στο σπίτι μου. Είχα πιστέψει ότι απλά με είχε παρατηρήσει, ενώ περπατούσα στο δρόμο ή ίσως στη δουλειά μου στο ορυχείο. Αλλά τώρα που ήξερα τον τρόπο που σκεφτόταν ο Ντιέγκο, σίγουρα αποκλείεται να ήταν τόσο απλό.
«Τι θέλεις να πεις πάτερ Στεφάνο;» Ψέλλισα.
«Εγώ ήμουν αυτός που μίλησε για σένα στον Ντε Λα Βέγκα. Και εγώ του πρότεινα να σε εκπαιδεύσει για διάδοχο του.»
Έμεινα να κοιτάζω σοκαρισμένος το πάτωμα μπροστά μου, χωρίς να μπορώ να αντιδράσω. Λες και το σημαντικότερο για εμένα εκείνη τη στιγμή, ήταν να μετρήσω όλα τα κομμάτια του περίτεχνου ψηφιδωτού, ενώ όλα όσα ήξερα για τον κόσμο γύρω μου, έλιωναν με έναν αργό ανατριχιαστικό συριγμό.
«Τι εννοείς;» Ρώτησα, χωρίς να μπορώ να διαχειριστώ τις νέες αποκαλύψεις.
«Χοακίν...» Αναφώνησε ο ιερέας. «Μπορεί να έφυγες από το μοναστήρι, αλλά δε σταμάτησα ποτέ να μαθαίνω νέα σου. Σε όλες τις δουλειές που άλλαξες, σε όλα τα διαμερίσματα που έμεινες, πάντα έβρισκα κάποιον για να σε προσέχει και να μου λέει τα νέα σου. Και τα τελευταία χρόνια παιδί μου, κατάλαβα πως είχες χάσει τον εαυτό σου.» Είπε θλιμμένος, ενώ εγώ συνέχισα να τον κοιτάζω αμίλητος. «Σταμάτησες να προσέχεις τον εαυτό σου και το έριξες στις καταχρήσεις και στα οινοπνεύματα. Φοβόμουν για εσένα. Φοβόμουν πως είχες χάσει τον έλεγχο!» Μου φώναξε καθώς σηκώθηκα εκνευρισμένος από τη θέση μου.
Μου φαινόταν εξωφρενικό πως πίστευε, ότι το ποτό έπαιζε τόσο μεγάλο ρόλο στη ζωή μου.
«Ναι, η αλήθεια ήταν, πως πριν γνωρίσω τον Ντιέγκο, το ποτό ήταν η αγαπημένη μου ασχολία, αλλά ποτέ δεν έχασα τον έλεγχο.» Αναφώνησα θυμωμένος.
«Και όμως Χοακίν. Το ξέρεις και εσύ, δεν υπάρχει νόημα να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
Το ποτό ήταν ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Αλλά δεν ήμουν εθισμένος σε αυτό. Ή μήπως ήταν όντως αλήθεια; Ένιωσα πως ο λαιμός μου ξεράθηκε απότομα, καθώς θυμήθηκα την υπέροχη αίσθηση του καυτού υγρού στον ουρανίσκο μου. Σωριάστηκα αποκαρδιωμένος στην καρέκλα μου, χωρίς να μπορώ να τον κοιτάξω στα μάτια. Αυτό είχα καταντήσει; Ένας εξαρτημένος μεθύστακας;
«Μια μέρα, ο Ντε Λα Βέγκα ήρθε να με επισκεφτεί στο μοναστήρι.» Συνέχισε ο ιερέας. «Και τότε μου ήρθε η ιδέα. Ότι ίσως, εκείνος ήταν ο κατάλληλος για να σε βοηθήσει. Σκόπευε να γυρίσει στο Σακραμέντο μαζί με την κόρη του και έψαχνε κάποιον, για να τον βοηθήσει στο έργο του. Τον έπεισα ότι με λίγη δουλειά, θα γινόσουν ο ιδανικός υποψήφιος. Και όπως αποδείχτηκε είχα δίκιο.»
Έμεινα για αρκετή ώρα σιωπηλός, με το μυαλό μου πλημμυρισμένο από σκέψεις. Μόλις κατάφερα να τις βάλω σε μια σειρά, γύρισα και τον κοίταξα.
«Ευχαριστώ.» Μονολόγησα. «Μου φέρθηκες σαν αληθινός πατέρας.» Εκείνος χαμογέλασε και με αγκάλιασε.
«Όλοι είμαστε παιδιά του θεού.» Είπε βάζοντας το χέρι του στο ώμο μου. «Και μιας και είμαι υπηρέτης του, όλοι είστε και δικά μου παιδιά.»
Χαμογέλασα κι εγώ και καθάρισα το λαιμό μου.
«Θα μπορούσες όμως να μου βρεις και έναν πιο ευγενικό δάσκαλο.» Αναφώνησα, προσπαθώντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα και εκείνος γέλασε τρανταχτά.
«Ναι, πρέπει να ομολογήσω, ότι ο Ντιέγκο έχει μερικές... Αυστηρές τεχνικές.»
Δεν μπόρεσα παρά να συμφωνήσω, γελώντας με πικρία. Τα καταπονημένα χέρια μου το ήξεραν καλύτερα από κάθε άλλον.
«Δεν μου είπες όμως πως γνωριστήκατε.» Τον ρώτησα και εκείνος πήρε ένα ονειροπαρμένος ύφος.
«Α, βλέπεις για αρκετά χρόνια, είχαμε τον ίδιο δάσκαλο ξιφασκίας.» Μου απάντησε και τον κοίταξα έκπληκτος. Ο πάτερ Στεφάνο εκπαιδεύτηκε μαζί με τον καλύτερο ξιφομάχο;
«Εγώ βέβαια, δεν είχα ποτέ το ταλέντο του. Ούτε και εξασκούμουν με τις ώρες, όπως έκανε εκείνος. Τα βίαια αθλήματα δε μου τραβούσαν ποτέ το ενδιαφέρον, για να σου πω την αλήθεια.»
«Και όμως μου έμαθες πάρα πολλά.» Τον διέκοψα. «Αν δεν ήξερα τα όσα μου έδειξες όταν ήμουν παιδί, δε θα μπορούσα ποτέ να τα βγάλω πέρα με τον Ντιέγκο.»
«Χαίρομαι που σε βοήθησα, έστω και λίγο.» Μου είπε χαμογελώντας. Μείναμε για λίγη ώρα σιωπηλοί, απολαμβάνοντας την ηρεμία του ιερού χώρου.
«Χοακίν, ξέρω ότι τα σχέδια του Ντιέγκο περιλαμβάνουν τον Πινέντα.» Έσπασε τη σιωπή ο ιερέας και το πρόσωπο μου σκοτείνιασε. «Στο έχω πει αμέτρητες φορές, αλλά η εκδίκηση δεν οδηγεί πουθενά παιδί μου.»
«Ξέρεις την υπόσχεση που έχω δώσει.» Τον έκοψα, σηκώνοντας το χέρι μου.
«Ναι, αλλοίμονο, έδωσες υπόσχεση στον ετοιμοθάνατο πατέρα σου να τον σκοτώσεις, αλλά εκείνος δε θα ήθελε να χάσεις τη ζωή σου προσπαθώντας!» Αναστέναξε.
«Δεν είμαι πια παιδί, πάτερ Στεφάνο. Τώρα έχω και τις ικανότητες, αλλά και το μυαλό για να τον τελειώσω.» Είπα κοφτά και τον κοίταξα στα μάτια.
«Το θέμα είναι παιδί μου, ότι ακόμα και να τον σκοτώσεις... Πιστεύεις ότι αυτό θα καταφέρει να ηρεμήσει την ψυχή σου; Δεν πρόκειται να φέρει πίσω την οικογένεια σου.» Μονολόγησε εκείνος, μα κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Το ξέρω ότι δε θα τους φέρει πίσω πάτερ. Αλλά δεν γίνεται να τα παρατήσω τώρα, που είμαι τόσο κοντά. Πως να ηρεμήσει η ψυχή μου, όταν αυτός ο άντρας ζει και βάζει σε κίνδυνο και άλλες ζωές;» Αναφώνησα. «Η δική μου ψυχή καταστράφηκε. Αλλά ίσως προλαβαίνω να σώσω κάποια άλλη.»
Ο πάτερ Στεφάνο με κοίταξε βλοσυρός. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να μου αλλάξει γνώμη, οπότε αναστέναξε αποκαρδιωμένος.
«Και όταν τον σκοτώσεις; Όταν τελειώσουν όλα αυτά, μετά τι θα κάνεις; Ποιο θα είναι το νόημα της ζωής σου;» Με ρώτησε.
«Λοιπόν...» Είπα σκεπτικός. «Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια ιδέα στο μυαλό μου... Αλλά μάλλον είναι ακατόρθωτη.»
Ο ιερέας με κοίταξε με ανανεωμένο ενδιαφέρον.
«Και μπορώ να μάθω το όνομα αυτής της... Ιδέας;» Με ρώτησε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
«Ιζαμπέλα...» ψέλλισα και αναστέναξα, καθώς τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη.
Αυτό ήταν το κεφάλαιο. Μικρό, αλλά με αρκετές αποκαλύψεις, που οι περισσότεροι είχατε ήδη προβλέψει!
Έκανε καλά ο πάτερ Στεφάνο που ζήτησε τη βοήθεια του Ντιέγκο;
Επόμενο κεφάλαιο το Σάββατο, όπου ο Χοακίν αποφασίζει να βρει την Ιζαμπέλα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro