Κεφάλαιο 17ο
Επέστρεψα στην έπαυλη κάτω από τον καυτό μεσημεριανό ήλιο. Παρέδωσα τα άλογα μου στον ιπποκόμο ο οποίος παρατήρησε με ενδιαφέρον τη Μάλβα. Σίγουρα ήταν ένα άλογο που τραβούσε την προσοχή.
Βρήκα τον Τζέρεμυ να ετοιμάζεται να πάρει το γεύμα του στην τραπεζαρία. ο Πινέντα δεν φαινόταν πουθενά. Είτε είχε φύγει είτε είχε αποσυρθεί στο δωμάτιο του. Ο Τζέρεμυ με υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο και αμέσως σηκώθηκε για να τραβήξει την καρέκλα μου ώστε να καθίσω.
«Με συγχωρείς που έφυγα χωρίς να σε ειδοποιήσω.» του είπα απολογητικά «Συνέβη κάτι έκτακτο.»
«Μην ανησυχείς.» μου απάντησε «Δεν με πειράζει καθόλου. Θα προτιμούσα όμως άλλη φορά να δεχτείς να έχεις συνοδεία μαζί σου. Ακόμα και αν ξέρεις το δρόμο, είναι επικίνδυνο για μια γυναίκα να κυκλοφορεί μόνη της.»
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου παρόλο που ήξερα ότι ήμουν παραπάνω από ικανή για να προστατέψω τον εαυτό μου.
«Φυσικά έχεις δίκιο Τζέρεμυ. Φέρθηκα απερίσκεπτα.» του είπα χαμηλώνοντας το κεφάλι μου σε ένδειξη μεταμέλειας.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα ότι έγινε έγινε. Ας απολαύσουμε τώρα το γεύμα μας.» είπε και έκανε νόημα στους υπηρέτες.
Μέσα σε λίγα λεπτά το τραπέζι γέμισε με πορσελάνινες πιατέλες με αχνιστά φαγητά. Το μάτι μου έπεσε κατευθείαν πάνω στο ψητό κοτόπουλο καθώς η μυρωδιά του έσκισε τα ρουθούνια μου. Έβαλα διακριτικά μία γενναία ποσότητα στο πιάτο μου και ξεκίνησα να τρώω.
Ανταλλάξαμε ελάχιστες κουβέντες κατά τη διάρκεια του γεύματος. Εγώ ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου και στη συζήτηση που είχα με τον πατέρα. Πως μπόρεσε να με χρησιμοποιήσει με αυτόν τον τρόπο; Μία ζωή το μόνο που προσπαθούσα να κάνω ήταν να τον κάνω χαρούμενο και τώρα αυτός που το ξεπλήρωνε με αυτόν τον τρόπο. Ένιωθα μία τεράστια απογοήτευση. Ήταν σαν ένα χέρι να σφίγγει την καρδιά μου με τόση δύναμη που δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Δεν θα τον άφηνα όμως να με καταστρέψει. Ο πατέρας είχε τελειώσει για μένα!
Πέρασα το απόγευμα μου στον κήπο ζωγραφίζοντας τα πανέμορφα λουλούδια. Έπειτα ο Τζέρεμυ με φώναξε στο σαλόνι, δηλαδή σε ένα από τα πολλά που υπήρχαν στην έπαυλη, και μου έπαιξε πιάνο. Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ με τη μουσική αν και πάντα με συνάρπαζε σαν ιδέα.
Δεν είχα ιδέα ότι ο Τζέρεμυ ήταν τόσο καλός μουσικός οπότε κοίταζα συνεπαρμένη τα δάχτυλα του να κινούνται πάνω στα πλήκτρα. Μόλις άρχισε μάλιστα να παίζει μία πιο εύθυμη και γρήγορη μελωδία άρχισα να κουνιέμαι στο ρυθμό της μουσικής και τον χειροκρότησα ενθουσιασμένη όταν τελείωσε. Η όμορφη μουσική ήταν ότι ακριβώς χρειαζόμουν για να χαλαρώσω και να σταματήσω να σκέφτομαι τον πατέρα.
«Τζέρεμυ, είσαι καταπληκτικός!» αναφώνησα χτυπώντας τις παλάμες μου.
Εκείνος έσκυψε το κεφάλι και χαμογέλασε. «Νομίζω πως υπερβάλεις.» είπε ντροπαλά.
«Και όμως, λέω την αλήθεια.» του είπα και καθίσαμε στον μεγάλο αναπαυτικό καναπέ.
Φυσικά, δεν είχα ξεχάσει την αποστολή μου. Έπρεπε να βρω περισσότερες πληροφορίες για τα σχέδια του Πινέντα. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου να τον ρωτήσω.
«Αλήθεια...» είπα με δήθεν ανέμελο ύφος. «Ήθελα να σε ρωτήσω για τους υπηρέτες που δουλεύουν εδώ.»
«Τους υπηρέτες;» είπε απορημένος.
«Ναι...» είπα ενώ προσπαθούσα να βρω τις κατάλληλες λέξεις. «Υποθέτω πως... κάποτε ήταν... σκλάβοι;»
Το πρόσωπο του Τζέρεμυ σκοτείνιασε.
«Δε θα σου πω ψέματα.» είπε μετά από μία μικρή παύση. « Είχα αρκετούς σκλάβους που δούλευαν εδώ πριν την απαγόρευση. Δεν το λέω σαν δικαιολογία, αλλά τότε ήταν με κάποιο τρόπο υποχρεωτικό για όσους ανήκαν στην καλή κοινωνία. Προσέδιδε κύρος.»
Προσπάθησα να κρύψω την περιφρόνηση που ένιωθα. Δεν κατηγορούσα αποκλειστικά το Τζέρεμυ αλλά η ιδέα ότι κάποιοι έβγαζαν χρήματα σε βάρος ανθρώπινων ζωών μου προκαλούσε αναγούλα.
«Προσπαθούσα βέβαια να κάνω τις συνθήκες λίγο καλύτερες για εκείνους.» συνέχισε εκείνος. «Γι' αυτό άλλωστε έμειναν και τόσοι πολλοί εδώ ως υπηρέτες.»
Σε αυτό είχα τις αμφιβολίες μου αλλά δεν θώρησα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να το αναφέρω. Εξάλλου αλλού ήθελα να καταλήξει η συζήτηση.
«Έχω ακούσει ότι κάποιοι άνθρωποι φέρνουν ακόμα σκλάβους, και τους κρατάνε παράνομα.» είπα κοφτά και στο δωμάτιο απλώθηκε μια βαριά σιωπή. Ο Τζέρεμυ άργησε να απαντήσει.
«Όλα αυτά είναι κακοήθειες των χωρικών, Ιζαμπέλα.» μου είπε «Θα ήταν τρομερό αν υπήρχαν όντως τέτοιοι άνθρωποι.»
«Δηλαδή δεν πιστεύεις ότι υπάρχουν;» τον ρώτησα.
«Ακόμα και αν υπάρχουν είμαι σίγουρος ότι η αστυνομία θα τους σταματήσει.» μου απάντησε. Αν ήτανε να περιμένουμε από την αστυνομία θα περιμέναμε μέχρι τη 2α παρουσία. «Αλλά μία νέα κοπέλα σαν εσένα δε θα έπρεπε να στεναχωρεί το μυαλό της με τέτοιου είδους σκέψεις.» συνέχισε «Θα ακούσεις για πολλά φριχτά πράγματα που δήθεν συμβαίνουν στον κόσμο αλλά δε σημαίνει ότι όλα είναι αλήθεια.»
Έγνεψα το κεφάλι μου σιωπηλή. Φυσικά, μία γυναίκα δεν πρέπει να ασχολείται με τέτοια θέματα. Οι γυναίκες δεν έχουν καμία θέση στην πολιτική. Οι γυναίκες πρέπει να κάθονται στο σπίτι και να ομορφαίνουν το χώρο. Για άλλη μία φορά ένιωσα σαν ένα τριαντάφυλλο στο βάζο. Μόνο αυτό ήμουν τελικά. Ένα αντικείμενο που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να πετύχουν το σκοπό τους. Ο ίδιος ο πατέρας μου με χρησιμοποίησε για να πετύχει τα σχέδια του και τώρα ο Τζέρεμυ ήθελε να με μετατρέψει σε γλάστρα.
Η πόρτα του σαλονιού άνοιξε και με έβγαλε απότομα από τις σκέψεις μου. Μπροστά μου εμφανίστηκε ο Πινέντα, φορώντας ένα βαθυκόκκινο κουστούμι.
«Τζέρεμυ, ακόμα να με συστήσεις σε αυτή την υπέροχη ύπαρξη.» είπε με την βαθιά φωνή του χωρίς να πάρει το βλέμμα μου από πάνω του.
«Φυσικά. Από εδώ η Ιζαμπέλα Ντε Λα Βέγκα.» είπε ο Τζέρεμυ «Ιζαμπέλα από εδώ ο Αλεχάντρο Πινέντα.» Εγώ με μισή καρδιά άπλωσα το χέρι μου για να το φιλήσει αυτός ο απαίσιος άνδρας.
«Καταγοητευμένος δεσποινίς.» είπε εκείνος. «Είμαι σίγουρος ότι έχω ακούσει το επίθετό σας. Έρχεστε από μεγάλη οικογένεια;» ρώτησε.
«Δεν νομίζω κύριε Πινέντα. Μετακόμισα πρόσφατα στην όμορφη πόλη σας.» είπα σκύβοντας ευγενικά το κεφάλι. Ένα περίεργο προαίσθημα σχηματίστηκε στο στομάχι μου. Μήπως οι ερωτήσεις του δεν ήταν και τόσο τυχαίες; Μήπως ήξερε κάτι για τον πατέρα;
«Μπορεί τότε να κάνω λάθος.» είπε εκείνος. «Τζέρεμυ, λυπάμαι που θα σε στερήσω από μια τέτοια συντροφιά αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάποιες λεπτομέρειες.»
«Ιζαμπέλα, θα έχεις πρόβλημα αν σε αφήσω μόνη σου;» με ρώτησε ο Τζέρεμυ.
«Μα φυσικά και όχι.» του είπα κουνώντας το χέρι μου. «Εξάλλου νιώθω λίγο κουρασμένη και θα προτιμούσα να αποσυρθώ.»
Αφού με χαιρέτησαν έφυγαν για το γραφείο του Τζέρεμυ και με άφησαν μόνη μου στο μεγάλο δωμάτιο. Βγήκα στο ευρύχωρο μπαλκόνι και πήρα μια βαθιά ανάσα απολαμβάνοντας τον δροσερό νυχτερινό αέρα. Αναστέναξα απογοητευμένη. Δεν είχα καταφέρει να μάθω καμία αξιόλογη πληροφορία για την τοποθεσία των σκλάβων ή του ορυχείου. Αν συνέχιζα να κάνω ερωτήσεις στον Τζέρεμυ τότε εκείνος σίγουρα θα άρχιζε να υποπτεύεται ότι κάτι έτρεχε.
Όταν έφυγαν με τον Πινέντα, μπήκα στον πειρασμό να τους ακολουθήσω. Ίσως να κατάφερνα πάλι να κρυφακούσω κάποια συζήτηση τους και να μάθω περισσότερες πληροφορίες. Ήξερα βέβαια πως αυτό θα ήταν παράτολμο. Η έπαυλη είχε γεμίσει με φρουρούς του Πινέντα που ανεβοκατέβαιναν τους διαδρόμους και με κοιτούσαν εχθρικά.
Το μπαλκόνι μου είχε φανεί σαν η μόνη διέξοδος για να βρεθώ μόνη μου αλλά έκανα μεγάλο λάθος. Μόλις γύρισα την πλάτη μου στη μεγάλη τραπεζαρία για να θαυμάσω από ψηλά τον όμορφο κήπο, άκουσα μία κίνηση πίσω μου. Γύρισα απότομα και έβγαλα ένα επιφώνημα έκπληξης καθώς μία μαύρη φιγούρα πετάχτηκε μπροστά μου.
«Σε παρακαλώ μη φωνάξεις.» μου ψιθύρισαν δύο γνώριμα μάτια που τα κάλυπτε μία ολόμαυρη μάσκα.
«Χοακίν!» αναφώνησα τρομαγμένη και κοίταξα γύρω μου για να δω αν μας είχε παρατηρήσει κανείς. «Τι κάνεις εδώ; Είσαι τρελός;» του είπα όσο πιο σιγανά μπορούσα.
Ο Χοακίν βρισκόταν μπροστά μου φορώντας την αυθεντική στολή του Ζόρο. Μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι που συνδυαζόταν από ψηλές δερμάτινες μπότες. Στο λαιμό του ήταν δεμένη μία ανάλαφρη μαύρη κάπα και το κεφάλι του κάλυπτε το καπέλο με το φαρδύ γείσο. Την εμφάνιση φυσικά ολοκλήρωνε η δερμάτινη κατάμαυρη μάσκα που αγκάλιαζε ευλαβικά τα ζυγωματικά του προσώπου του. Αυτή η μάσκα... και τι δε θα έδινα για να ακουμπήσει το δικό μου πρόσωπο.
Φυσικά δε μπορούσα να μην παρατηρήσω την ομοιότητα με τον πατέρα μου. Με πονούσε να το παραδεχτώ, αλλά ο άντρας που στεκόταν μπροστά μου έμοιαζε με μία νεότερη έκδοση του πατέρα μου. Τελικά ίσως να είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Κοιτάζοντας τον Χοακίν κατάλαβα ότι αυτός ήταν ένα πρόσωπο που σίγουρα θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη και την αγάπη του κόσμου. Σίγουρα περισσότερο από μία γυναίκα τουλάχιστον.
«Ο πατέρας μου σε έστειλε;» τον ρώτησα και ένιωσα το θυμό μου να επιστρέφει. Ως πότε θα συνέχιζε να με ελέγχει αυτός ο άνθρωπος;
«Ο πατέρας σου δεν ξέρει ότι είμαι εδώ.» μου είπε κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος μου.
«Δεν είσαι καλός ψεύτης.» είπα κοφτά.
«Δεν είμαι ψεύτης.» μου αντιμίλησε «Δεν μου ζήτησε ο πατέρας σου να έρθω. Ήρθα για να σε προειδοποιήσω.»
«Να με προειδοποιήσεις;» ρώτησα.
«Πρέπει να μείνεις μακριά από τον Πινέντα.» είπε «Με κάθε κόστος.»
Ξεφύσησα εκνευρισμένη.
«Άλλος ένας άνδρας που πιστεύει ότι χρειάζομαι προστασία.» μονολόγησα ειρωνικά.
«Σοβαρολογώ Ιζαμπέλα!» αναφώνησε και έκανε άλλο ένα βήμα προς το μέρος μου. «Είναι πάρα πολύ κακός άνθρωπος.»
«Αυτό θα το αναγνώριζε και μία αμοιβάδα.» του είπα ειρωνικά.
«Δεν ξέρεις μέχρι που είναι ικανός να φτάσει.» συνέχισε απτόητος εκείνος.
Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι με αυτή τη συζήτηση. Προφανώς και μπορούσα να καταλάβω ότι ο Πινέντα ήταν επικίνδυνος. Είχε αγοράσει ένα καράβι γεμάτο με σκλάβους.
«Και εσύ; Ξέρεις μέχρι που είναι ικανός να φτάσει;» τον ρώτησα και το πρόσωπό του σκοτείνιασε.
«Το ξέρω από πρώτο χέρι.» ψιθύρισε, τόσο σιγανά που ίσα που άκουσα τη φωνή του.
«Τελοσπάντων ακόμα και έτσι δε μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο έκανες όλο αυτόν τον δρόμο. είπα κουνώντας το χέρι μου. Πραγματικά δεν είχα καμία όρεξη να κάνω αυτή τη συζήτηση.
«Ήρθα γιατί νοιάζομαι για εσένα.» Μου είπε με απόλυτη φυσικότητα.
Γέλασα ειρωνικά.
«Κόψε το θέατρο Χοακίν, το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι αυτήν η αναθεματισμένη μάσκα.» του είπα με πικρία. Προφανώς είχε έρθει μέχρι εδώ για να με πείσει να συμφιλιωθώ με τον πατέρα μου και να κερδίσει την εύνοια του.
«Πώς γίνεται ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος σαν εσένα να μη βλέπει αυτό που είναι μπροστά στα μάτια του;» είπε εκείνος με έναν αναστεναγμό. «Δε με νοιάζει η μάσκα. Πότε δε με ένοιαξε. Ο πατέρας σου μου την έδωσε!»
«Δεν αρνήθηκες να την πάρεις όμως.» συνέχισα με τον ίδιο ειρωνικό τόνο.
«Γιατί προσπαθείς συνέχεια να με νευριάζεις;» είπε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του.
«Αφού σε νευριάζω, φύγε!» του είπα κοφτά.
«Όχι Ιζαμπέλα. Αυτή τη φορά δεν θα φύγω.» Μου είπε και με μια απότομη κίνηση έβαλε το χέρι του πίσω από τη μέση μου και τράβηξε το σώμα μου πάνω στο δικό του.
Πριν προλάβω να αντιδράσω, κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου και με φίλησε. Κοκκάλωσα από την έκπληξη. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να διαχειριστεί τα όσα συνέβαιναν αλλά η αίσθηση των χειλιών του με κατέκλυσε και άρχισα να ανταποκρίνομαι. Το μυαλό μου μου έλεγε να σταματήσω. Κάθε σπιθαμή του κορμιού μου όμως ζητούσε το αντίθετο. Ήταν μια πρωτόγνωρη αίσθηση που πραγματικά με συγκλόνισε.
Σταματήσαμε για να πάρουμε ανάσα και μείναμε να κοιταζόμαστε αμίλητοι. Και τότε, χωρίς να μπορώ να διαχειριστώ τα όσα ένιωθα, έφυγα τρέχοντας αφήνοντας τον μόνο του στο πέτρινο μπαλκόνι.
Πάει και αυτό το κεφάλαιο. Ελπίζω να σας άρεσε. Τι πιστεύετε ότι σκέφτηκε ο Χοακίν μετά το φιλί; Η συνέχεια την Πέμπτη.
Φιλιά
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro