Κεφάλαιο 14ο
POV: Ιζαμπέλα
Κοιμήθηκα πολύ ελαφριά και έτσι το απαλό χτύπημα στην πόρτα ήταν αρκετό για να ανοίξουν τα μάτια μου διάπλατα.
«Παρακαλώ;» ρώτησα με αβέβαιη φωνή.
«Δεσποινίς,» μου απάντησε μία φωνή με βαριά προφορά που λογικά άνηκε σε κάποια υπηρέτρια. «Ο κύριος ΜακΚάρεϊ σας περιμένει στην τραπεζαρία για να πάρετε μαζί πρωινό.»
Με περιμένει; Άρα αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται ήδη στην τραπεζαρία ενώ εγώ δεν έχω πλύνει καν το πρόσωπό μου. Πότε θα προλάβω να ετοιμαστώ;
Αφού ευχαρίστησα την υπηρέτρια έτρεξα στο μπάνιο για να καταφέρω να σουλουπωθώ. Μόλις κοιτάχτηκα στον καθρέπτη κατάλαβα ότι αυτό θα ήταν σχεδόν ακατόρθωτο. Είχα αποφασίσει να κοιμηθώ χωρίς να χαλάσω το χτένισμά μου με την ελπίδα να αντέξει αλλά τώρα ο όμορφος κότσος μου είχε μετατραπεί σε ένα μπερδεμένο κουβάρι. Έπρεπε να το περιμένω μιας και, όλο το βράδυ στριφογύριζα στο κρεβάτι μέχρι να με πάρει ο ύπνος.
Προσπαθούσα μάταια να βάλω σε μία σειρά τις σκέψεις που χόρευαν μες το μυαλό μου. Το προηγούμενο βράδυ, είχα περάσει πολύ ευχάριστα την ώρα μου στο χορό. Ο Τζέρεμυ ήταν πολύ διαφορετικός απ' ότι τον περίμενα, όταν άκουσα τη περιγραφή του πατέρα μου. Ήταν σίγουρα πολύ γοητευτικός άντρας αλλά αυτό που με τράβηξε ήταν η ευγένειά του. Μόλις μου ζήτησε να παραμείνω για μερικές μέρες στην έπαυλή μαζί του, δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήθελα να μείνω για λίγο μακριά από τον πατέρα, για να μπορέσω να σκεφτώ καθαρά.
Μήπως όλο αυτό το προξενιό ήταν ένα σχέδιο του πατέρα για να με νευριάσει; Ή ήθελε πράγματι να παντρευτώ αυτόν τον άντρα; Όταν του ζήτησα να παραμείνω στην έπαυλη, η αντίδρασή του μου φάνηκε ειλικρινής. Ήθελε να μείνω, και όμως γιατί είχα αυτό το περίεργο συναίσθημα ότι κάτι μου έκρυβε;
Έβγαλα μία απεγνωσμένη κραυγή και ξεκίνησα να ξεμπερδεύω τα μαλλιά μου.
Μου πήρε δέκα ολόκληρα λεπτά, οπότε τα άφησα απλά να πέσουν ελεύθερα στους ώμους μου καθώς, δεν υπήρχε χρόνος για κάποιο χτένισμα.
Κάποιος υπηρέτης είχε αφήσει μπροστά στην πόρτα τη βαλίτσα με τα πράγματα που ζήτησα το προηγούμενο βράδυ από τον πατέρα μου. Την άνοιξα και άρχισα να βγάζω ένα ένα τα φορέματα μου, τοποθετώντας τα στο κρεβάτι. Η Φερνάντα, είχε κάνει καλές επιλογές. Ποιο απ' όλα ταίριαζε όμως σε ένα καθημερινό πρωινό γεύμα; Φυσικά, ήξερα πως ντυνόταν η μεσαία τάξη, όπου ανήκαν όλοι οι γνωστοί και οι φίλοι μου. Με την καλή κοινωνία όμως είχα ελάχιστες επαφές. Παρόλο που με τα χρήματά μας θεωρούμασταν ευκατάστατοι, ο πατέρας απέφευγε με κάθε κόστος τις κοινωνικές δεξιώσεις.
Μετά από λίγη ώρα, κατέληξα σε ένα σκούρο πράσινο φόρεμα. Ήταν απλό αλλά είχε όμορφες κεντημένες λεπτομέρειες και έπεφτε όμορφα στους ώμους μου. Εξάλλου, δε χρειαζόταν να προσπαθήσω και τόσο πολύ. Ήμουν σίγουρη ότι είχα εντυπωσιάσει τον Τζέρεμυ το προηγούμενο βράδυ, κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο με κοιτούσε. Αν όντως ήθελε να με παντρευτεί θα έπρεπε να του αρέσει και ο πιο απλός εαυτός μου.
Αφού κοιτάχτηκα ικανοποιημένη στον καθρέπτη, κατέβηκα στον πρώτο όροφο όπου με υποδέχτηκε μία καλοσυνάτη υπηρέτρια.
«Παρακαλώ ακολουθήστε με.» είπε με μία μικρή υπόκλιση και με οδήγησε σε ένα δωμάτιο αριστερά της εισόδου.
Ήταν μία μεγάλη τραπεζαρία, διαφορετική από αυτή που καθίσαμε το προηγούμενο βράδυ. Οι τοίχοι, ήταν καλυμμένοι από μία βαθυκόκκινη ταπετσαρία και ένα τεράστιο δρύινο τραπέζι κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου. Την προσοχή μου τράβηξε αμέσως ένας τεράστιος επίχρυσος πολυέλαιος που κρεμόταν πάνω από το τραπέζι. Μπορεί να μην ήταν αναμμένος αλλά άστραφτε έντονα καθώς τον χτυπούσε το άπλετο φως που έμπαινε από τα παράθυρα. Ένιωσα πως έμοιαζε πολύ υπερβολικός και το μέγεθός του δεν ταίριαζε με αυτό του δωματίου. Σαν ένα τεράστιο πετράδι στα λεπτοκαμωμένα δάχτυλα μιας πριγκίπισσας. Ένα στολίδι που είχε μόνο σκοπό να σου προκαλέσει θαυμασμό.
Ο Τζέρεμυ καθόταν στην κεντρική καρέκλα στο τέλος του τραπεζιού. Τον πλησίασα και τον καλημέρισα με ένα χαμόγελο.
«Ιζαμπέλα,» είπε «Δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Κοιμήθηκες καλά;»
«Ναι, φυσικά.» είπα ψέματα. «Το δωμάτιο που μου έδωσες είναι πολύ άνετο, ευχαριστώ.»
Εκείνος χαμογέλασε και μου πρόσφερε μία πιατέλα με ζεστά, αχνιστά κρουασάν. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην αρπάξω την πιατέλα από τα χέρια του. Πέθαινα από την πείνα και ένιωθα την κοιλιά μου να γουργουρίζει απεγνωσμένη. Το τραπέζι ήταν γεμάτο με κάθε λογής πράγματα, από κρουασάν και κέικ σοκολάτας μέχρι πίτες με τυρί και λουκάνικα. Προσπαθώντας να είμαι όσο πιο ευγενική γίνεται, γέμισα το πιάτο μου με μία ποικιλία από φαγητά και άρχισα να τρώω με ευχαρίστηση.
Μόλις τελειώσαμε το πρωινό μας, ο Τζέρεμυ μου πρότεινε να πάμε μία βόλτα στον κήπο καθώς ο πατέρας μου του είχε αναφέρει πόσο μου άρεσαν τα λουλούδια. Τον ακολούθησα ευχαριστημένη και σε λίγα λεπτά βρισκόμασταν πάνω σε ένα πέτρινο μονοπάτι περιτριγυρισμένο από δεκάδες ασυνήθιστα φυτά. Ήταν πραγματικά ένας επίγειος παράδεισος.
«Έχω τέσσερα άτομα που φροντίζουν τον κήπο.» μου ανέφερε ο Τζέρεμυ. «Έχω φέρει μία μεγάλη ποικιλία φυτών από το εξωτερικό που δεν μπορείς να τα βρεις εδώ στη χώρα μας.»
Πράγματι υπήρχαν πάρα πολλά φυτά που έβλεπα για πρώτη φορά και ήθελα πάρα πολύ να καθίσω να τα ζωγραφίσω. Ο Τζέρεμυ πήγε να κόψει ένα άνθος για να μου το δώσει αλλά τον σταμάτησα.
«Σε παρακαλώ, όχι.» του είπα κουνώντας το χέρι μου «Δεν μου αρέσει να τα κόβω.»
«Πολύ μεγαλόψυχο εκ μέρους σου.» μου απάντησε.
Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα του βάζου που είχα στο δωμάτιό μου με τα όμορφα τριαντάφυλλά. Τα όμορφα λουλούδια στη γυάλινη φυλακή τους. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου και ξεροκατάπια. Μήπως όλο αυτό ήταν ένα λάθος;
«Ιζαμπέλα, χαίρομαι πάρα πολύ που μου έδωσες αυτή την ευκαιρία για να σε γνωρίσω.» είπε χαμογελώντας.
Σταματήσαμε σε ένα όμορφο παγκάκι κάτω από ένα πανέμορφο αναρριχητικό φυτό με μεγάλα βιολετιά άνθη.
«Ξέρω ότι όλο αυτό μπορεί να σου ήρθε λίγο ξαφνικό.» συνέχισε, «Αλλά, σε καμία περίπτωση δε θα ήθελα να αναγκαστείς να παντρευτείς έναν ξένο.»
Τον κοίταξα στα μάτια. Ήταν άραγε αρκετές μερικές μέρες μαζί του για να τον γνωρίσω; Θα μπορούσα μέσα σε τόσες λίγες μέρες να νιώσω κάτι παραπάνω γι' αυτόν από μία απλή έλξη; Σίγουρα όχι. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή.
«Βοήθησέ με λοιπόν να σε γνωρίσω.» του είπα προσπαθώντας να κρύψω την αμηχανία που ένιωθα.
«Λοιπόν...» μου είπε χαϊδεύοντας σκεφτικός το πιγούνι του. «Ξέρουμε σίγουρα ότι έχουμε ένα κοινό. Μας αρέσουν και τους δύο τα λουλούδια. Έλα λοιπόν να σου δείξω το αγαπημένο μου.» συνέχισε χαμογελώντας πλατιά.
Έδειχνε πολύ νεότερος κάθε φορά που χαμογελούσε. Αν και στο πρόσωπό του είχαν αρχίσει να φαίνονται οι πρώτες ρυτίδες, το βλέμμα του, ήταν ζωηρό και νεανικό. Η διαφορά ηλικίας όμως ήταν κάτι που με προβλημάτιζε. Πόσα κοινά να είχαμε άραγε;
Προχωρήσαμε προς το βάθος του κήπου όπου το μονοπάτι περνούσε ανάμεσα από ψηλά φυλλοβόλα δέντρα. Ο Τζέρεμυ με οδήγησε σε ένα μεγάλο παρτέρι όπου βρισκόταν ένα πανέμορφο λουλούδι που έβλεπα για πρώτη φορά.
«Το έχω φέρει από ένα ταξίδι μου στην Ευρώπη.» είπε ενώ εγώ έβγαλα το μικρό μου σημειωματάριο για να το ζωγραφίσω.
Είχε μεγάλα και χοντρά φύλλα που έμοιαζαν με κάκτο και στη μέση τους βρισκόταν ένα και μοναδικό τεράστιο λουλούδι. Τα πέταλά του διέφεραν το ένα από το άλλο με άλλα να έχουν ένα ζωηρό χρώμα και άλλα να τείνουν προς το πορτοκαλί. Έμοιαζε σαν μία μεγάλη φλεγόμενη μπάλα. Άρχισα να το ζωγραφίζω εκστασιασμένη, όταν ένιωσα τον Τζέρεμυ να με πλησιάζει.
«Μία γυναίκα σαν κι εσένα πρέπει να περιτριγυρίζεται από λουλούδια όλη της τη ζωή.» μου είπε πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά και ένιωσα να ανατριχιάζω όταν η ανάσα του χάιδεψε το λαιμό μου.
«Άφησέ με να γεμίσω τη ζωή σου με λουλούδια.» μου ψιθύρισε και στρέφοντας το σώμα μου προς το μέρος του τον κοίταξα στα μάτια.
Για μερικά δευτερόλεπτα απομείναμε να κοιταζόμαστε και έπειτα αυτός με αγκάλιασε και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Το πρώτο μου φιλί! Δεν κράτησε πολύ ώρα μα ήταν ένα όμορφο συναίσθημα. Θυμάμαι ότι από κάποια ηλικία και μετά ήταν το μόνο πράγμα που συζητούσαμε με τις φίλες μου στο χωριό. Είχα φανταστεί πολλές φορές αυτή τη στιγμή στο μυαλό και μπορώ να πω ότι κάτι έλειπε. Περίμενα να νιώσω κάποια έξαψη... ή ενθουσιασμό... Ίσως βέβαια να έφταιγα κι εγώ που δεν ήξερα πως να αντιδράσω.
Μόλις χωριστήκαμε ο Τζέρεμυ απομακρύνθηκε και το πρόσωπό του σκοτείνιασε.
«Όπως θα ξέρεις, είχα έναν προηγούμενο γάμο.» είπε χαμηλόφωνα, τόσο που έπρεπε να τον πλησιάσω για να τον ακούσω. Το πρόσωπό του συσπάστηκε. Πρέπει να ήταν δύσκολο να μιλάει γι' αυτό. Του έγνεψα ενθαρρυντικά να συνεχίσει. «Δυστυχώς η γυναίκα και ο γιος μου πέθαναν.»
«Λυπάμαι πολύ γι' αυτό.» του είπα και ακούμπησα διστακτικά το χέρι του για να τον παρηγορήσω. Φαινόταν ότι αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του και δεν είχε ξεπεράσει το θάνατό της. Εκείνος έπιασε το χέρι μου.
«Ιζαμπέλα, φυσικά και δεν ψάχνω κάποια να αντικαταστήσει αυτό που είχα με τη γυναίκα μου. Αυτό έχει τελειώσει.» είπε κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Αν μου δώσεις όμως μια ευκαιρία, σου υπόσχομαι να προσπαθήσω με όλο μου το είναι να κάνουμε μαζί μία νέα οικογένεια.»
Δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Δεν ήξερα τι πραγματικά ένιωθα γι' αυτόν τον άντρα. Σίγουρα υπήρχε μία έλξη, αλλά να αποφάσιζα εκείνη τη στιγμή με ποιον θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου; Τράβηξα το χέρι μου αδυνατώντας να διαχειριστώ τα όσα ένιωθα.
«Τζέρεμυ...» μονολόγησα «Σε ευχαριστώ πραγματικά για τα όσα έχεις κάνει μέχρι τώρα αλλά... είναι δύσκολο για μένα να αποφασίσω τώρα.»
«Φυσικά,» μου απάντησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του «Το καταλαβαίνω και γι' αυτό μπορείς να έχεις όσο χρόνο χρειάζεσαι.»
Αναστέναξα ανακουφισμένη και κοίταξα το μικρό σχέδιο που είχα φτιάξει στο σημειωματάριό μου. Το φλεγόμενο λουλούδι έμοιαζε πλέον απειλητικό. Σαν να απαιτούσε μία απάντηση που αδυνατούσα να δώσω. Ο Τζέρεμυ είχε απομακρυνθεί δίνοντας μου το χώρο που είχα ζητήσει. Κι όμως, εκείνη τη στιγμή, μέσα σε εκείνον τον τεράστιο κήπο, ένιωσα... εγκλωβισμένη.
Και ναι αγαπητοί μου αναγνώστες, αξιώθηκα και ανέβασα νέο κεφάλαιο! Ζητώ συγνώμη για την αναμονή αλλά λόγω ενός προβλήματος υγείας που έχω έπαθα ένα τρομερό writer's block! Ελπίζω να σας αρέσει το κεφάλαιο. Τι πιστεύετε ότι πρέπει να αποφασίσει η Ιζαμπέλα; Εσείς τί θα κάνατε στη θέση της;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro