Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 11ο

    Η Κυριακή έφτασε πριν καν το καταλάβω. Ήταν η μέρα που η Ιζαμπέλα θα γνώριζε το μέλλοντα σύζυγό της. Ο Ντιέγκο επέμενε να τους ακολουθήσω στο χορό μεταμφιεσμένος σαν υπηρέτης πράγμα που δεν με χαροποίησε ιδιαίτερα. Το να παρατηρώ τις τελευταίες μέρες την κοπέλα να περιφέρεται στο σπίτι χάνοντας σιγά σιγά την ενέργεια και τη ζωντάνια της μου ήταν πολύ δύσκολο. Ένιωθα περισσότερο πως πηγαίναμε σε κηδεία παρά σε γάμο. Βέβαια εκείνη την ημέρα θα γινόταν απλά η γνωριμία. Μπορεί εν τέλει να της άρεσε ο άγνωστος άνδρας και να δεχόταν να τον παντρευτεί. Σε αυτή τη σκέψη ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα στην καρδιά μου.

Μετά το μεσημεριανό ύπνο, σηκώθηκα και έκανα ένα μπάνιο, ξυρίζοντας παράλληλα και το πρόσωπό μου. Έπιασα τα μαλλιά μου σε μια σφιχτή χαμηλή κοτσίδα. Οι ευγενείς έδιναν τεράστια σημασία στην εμφάνιση, ακόμα και στους υπηρέτες τους. Τα λυτά μακριά μαλλιά ήταν ανεπίτρεπτα. Φόρεσα τα ρούχα που μου είχε επιλέξει ο Ντιέγκο και κοιτάχτηκα στον καθρέπτη με δυσπιστία. Μα τί σκεφτόταν όταν τα αγόρασε; Ήταν ένα μαύρο σακάκι με στενό παντελόνι και ένα μπλε φουλάρι για το λαιμό. Έμοιαζα με εκείνα τα περίεργα πουλιά που ζούσαν στα βόρεια, τους πιγκουίνους.

Αναστέναξα εκνευρισμένος και βγήκα στην κουζίνα. Η Φερνάντα έτρεξε καταπάνω μου με ένα επιφώνημα θαυμασμού.

«Μα εσύ είσαι ένας κούκλος!» μου είπε και έβαλε τα χέρια της στο λαιμό μου για να μου διορθώσει το φουλάρι.

«Φερνάντα! Δε χρειάζεται να λες ψέματα για να με κάνεις να νιώσω καλύτερα.» της είπα κουνώντας τα χέρια μου.

«Τι ψέματα παιδάκι μου, κοιτάχτηκες στον καθρέπτη;» είπε εκείνη και αναστέναξε «Μα δεν καταλαβαίνεται τίποτα εσείς οι άντρες;»

Αφού μου έχωσε ένα αφράτο κομμάτι κέικ στο στόμα με ξεπροβόδισε μέχρι τις σκάλες. Ο Ντιέγκο μας περίμενε έξω στην άμαξα.

Τότε την είδα. Κατέβαινε τις σκάλες με τέτοια χάρη που θα έπαιρνα όρκο ότι ήταν το ομορφότερο πλάσμα σε ολόκληρη τη γη. Είχε πιασμένα τα μαλλιά της σε ένα περίτεχνο κότσο και φορούσε ένα εντυπωσιακό κίτρινο βαρύ φόρεμα που τόνιζε απίστευτα το πλούσιο μπούστο της. Τα χείλη της είχαν ένα έντονο και λαμπερό χρώμα και όταν με πλησίασε μία μυρωδιά λουλουδιών γέμισε τα ρουθούνια μου. Έμεινα να την κοιτάζω κοκκαλωμένος και στάθηκε μπροστά μου σηκώνοντας το ένα της φρύδι.

«Λοιπόν;» ρώτησε ειρωνικά και συνειδητοποίησα ότι έκλεινα με το σώμα μου την πόρτα της εξόδου. Η Φερνάντα αφού μας φίλησε και μας παίνεψε άλλες δέκα φορές μας ξεπροβόδισε ως την άμαξα που περίμενε στο τέρμα της αυλής.

Μπήκαμε στην άμαξα και κάθισα δίπλα στον Ντιέγκο ο οποίος αφού μας παρατήρησε έγνεψε επιδοκιμαστικά. Με ένα νόημα, ο αμαξάς χτύπησε τα γκέμια και ξεκινήσαμε.

Η σιωπή που έπεφτε βαριά ανάμεσά μας ήταν τόσο αμήχανη που σκεφτόμουν να πηδήξω από το παράθυρο του μικρού κουπέ και να κάνω την υπόλοιπη διαδρομή με τα πόδια. Ο Ντιέγκο έπειτα από λίγα λεπτά καθάρισε το λαιμό του βήχοντας.

«Ιζαμπέλα, θέλω να πω ότι είσαι πανέμορφη σήμερα.» είπε όσο η κοπέλα συνέχισε να κοιτάζει το παράθυρο αγνοώντας τον. «Η μητέρα σου θα ήταν πολύ περήφανη.»

Εκείνη γύρισε αργά το πανέμορφο κεφάλι της και τον κοίταξε με παγερά μάτια.

«Η μητέρα μου, θα ήταν περήφανη ακόμα και αν δεν ήμουν... πανέμορφη.» είπε «Δεν ήταν άνθρωπος που δίνει τόσο σημασία στην εμφάνιση.»

«Το ξέρω, και δεν εννοούσα αυτό Ιζαμπέλα.» της απάντησε εκείνος. «Θα ήταν περήφανη για την ιδιοσυγκρασία που έδειξες και κατάλαβες ποια είναι η σωστή επιλογή για εσένα.»

Η Ιζαμπέλα γέλασε αχνά και έστρεψε την προσοχή της έξω από το παράθυρο. «Μιας και είχα επιλογή...» μονολόγησε χωρίς να προσπαθεί να κρύψει την πικρία στη φωνή της. «Ελπίζω τουλάχιστον να σου έδωσε γερό κομπόδεμα αυτός ο τύπος πατέρα.» είπε χωρίς να τον κοιτάζει. «Δε θα 'ταν ωραίο να λέει ο κόσμος ότι ξεπούλησες το μοναχοπαίδι σου για μερικά ψίχουλα.»

«Ιζαμπέλα!» είπε κοφτά ο Ντιέγκο. Μπορούσα να αισθανθώ τον εκνευρισμό του ακόμα και αν καθόταν ένα μέτρο μακριά μου. Η Ιζαμπέλα όμως συνέχισε απτόητη.

«Αλήθεια πατέρα, έχεις πει στον Χοακίν πως απέκτησες τόσο μεγάλη περιουσία;» ρώτησε και κοκκάλωσα στο άκουσμα του ονόματός μου. Γιατί έπρεπε πάλι να με μπλέξουν στους οικογενειακούς τους καυγάδες; Ο Ντιέγκο ρουθούνισε ειρωνικά και παρέμεινε σιωπηλός.

«Εσύ Χοακίν φαντάζομαι πιστεύεις ότι τα κληρονομήσαμε.» μου είπε η κοπέλα κοιτάζοντάς με κατάματα. Ίσως αυτή να ήταν όντως μία καλή στιγμή για να πηδήξω από το παράθυρο. «Κι όμως ο παππούς μου ήταν πολύ φτωχός.» μου είπε. «Ο πατέρας βέβαια ήξερε πώς να τα βγάλει πέρα. Εσύ τον ξέρεις σαν τον ήρωα που σταμάτησε πολλές ληστείες. Αυτό που οι περισσότεροι δεν ξέρουν, είναι ότι έκανε και ο ίδιος πολλές ληστείες από μόνος του.»

«Χάρη σε αυτές τις ληστείες, όπως τις ονομάζεις, μπορείς τώρα εσύ να φοράς αυτό το φόρεμα» είπε ο Ντιέγκο με παγερή φωνή. Αυτή ήταν σίγουρα η τελευταία μου ευκαιρία να πηδήξω από το παράθυρο της άμαξας. Το πρόσωπο του Ντιέγκο είχε γίνει κόκκινο από θυμό και μία φλέβα παλλότανε στον κρόταφό του.

«Ο παππούς σου δεν είχε καταφέρει να πάει μπροστά το έργο του Ζορό γιατί δεν είχε τους απαραίτητους πόρους έτσι εγώ βρήκα τη μόνη λογική λύση για να διορθώσω αυτό το πρόβλημα» είπε εκείνος. «Δεν έκλεψα κανέναν αθώο, απλά από τους ληστές που σταμάτησα πήρα ένα μικρό ποσό από τα χρήματα τους.»

«Εννοείς τα χρήματα που είχαν κλέψει οι ίδιοι οι ληστές από τον απλό κόσμο.» του απάντησε

«Χρειαζόμουν τα χρήματα για να μπορέσω να συνεχίσω! Και μη ξεχνάς ότι με αυτά τα χρήματα σε μεγάλωσα.» της είπε και εκείνη αναστέναξε.

«Και τώρα εγώ πρέπει να παντρευτώ αυτόν τον άγνωστο για να σε ξεπληρώσω.» είπε η Ιζαμπέλα κοφτά στρέφοντας την προσοχή της έξω από το παράθυρο.

«Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν το κάνω για αυτό το λόγο. Δεν έχω κάνει καμία συμφωνία για χρήματα με αυτό τον άντρα.» της απάντησε «Και αν τον γνωρίσεις σήμερα και τον αντιπαθήσεις, τότε δεν σε υποχρεώνω να τον παντρευτείς. Αλλά πρέπει πρώτα να του δώσεις μία ευκαιρία.» της είπε και η κοπέλα παρέμεινε σιωπηλή.

Συνεχίσαμε την υπόλοιπη διαδρομή με απόλυτη ησυχία. Φυσικά και δεν θα μπορούσα ποτέ να κατηγορήσω τον Ντιέγκο για αυτό που είχε κάνει. Είχα μεγαλώσει μέσα στη φτώχεια και ήξερα πόσο δύσκολο είναι. Ο μόνος λόγος που δεν κατέληξα να γίνω και εγώ ένας από αυτούς τους κλέφτες ήταν ο καιρός που πέρασα στο μοναστήρι. Τα μαθήματα που έκαναν καθημερινά με τους μοναχούς μου είχαν δημιουργήσει ένα πολύ έντονο αίσθημα ευθύνης και ηθικής που δεν μπορούσα να αγνοήσω. Είχαν υπάρξει όμως πολλές φορές που είχε περάσει από το μυαλό μου η ιδέα, κυρίως τις μέρες που δεν μπορούσα να βρω δουλειά ή τα λεφτά δεν ήταν αρκετά για να συνεχίσω. Στο κάτω κάτω ο Ντιέγκο καθάριζε την κοινωνία από κάτι τέτοια καθάρματα. Και σίγουρα οι πολίτες αν τον γνώριζαν θα ήθελαν να τον ανταμείψουν. Ήμουν σίγουρος ότι με τον ίδιο τρόπο σκεφτόταν και η Ιζαμπέλα. Απλά ήταν πολύ θυμωμένη για το γάμο και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εκνευρίσει τον Ντιέγκο.

Εκείνος όμως της το είχε πει. Δεν ήταν υποχρεωμένη να παντρευτεί αυτό τον άντρα. Μία αχνή φωνούλα στο πίσω μέρος του μυαλού μου μου ψιθύρισε... Αν έλεγε όχι, ίσως να υπήρχε ακόμα κάποια ελπίδα.

Μετά από μισή ώρα δρόμο η άμαξα σταμάτησε μπροστά από μία θεόρατη έπαυλη. Μπήκαμε μέσα στον τεράστιο περίτεχνο κήπο. Γύρω μας υπήρχαν μεγάλα κωνοφόρα δέντρα, ενώ μικροί θάμνοι με λουλούδια στόλιζαν τις γωνίες και τα παρτέρια. Η είσοδος του κήπου από αυτή του κτιρίου πρέπει να απείχε τουλάχιστον 100 μέτρα ενώ, στη μέση της διαδρομής υπήρχε ένα μεγάλο πανέμορφο σιντριβάνι με το άγαλμα μιας όμορφης γυναίκας που έριχνε νερό από ένα πιθάρι. Το ίδιο το κτίριο ήταν φτιαγμένο όλο από πέτρα. Είχε τρεις ορόφους με μεγάλα μπαλκόνια, και οι πόρτες και τα παράθυρα του ήταν φτιαγμένα από χοντρό δρύινο ξύλο. Η άμαξα μας άφησε μπροστά στην είσοδο του κτιρίου και εγώ αναλαμβάνοντας το ρόλο μου σαν υπηρέτης κατέβηκα πρώτος για να ανοίξω την πόρτα για τους άλλους δύο. Ο Ντιέγκο κατέβηκε πρώτος και έτρεξε να προϋπαντήσει τα άτομα που πλησίαζαν την άμαξα μας.

Άπλωσα το χέρι μου για να βοηθήσω την Ιζαμπέλα να κατέβει και σήκωσα το κεφάλι μου για να την κοιτάξω. Περίμενα να αντικρίσω το συνηθισμένο παγερό της βλέμμα αλλά έμεινα έκπληκτος όταν είδα τα μάτια της να με κοιτάζουν παρακλητικά. Εκείνα τα μάτια μου έλεγαν μόνο ένα πράγμα, βοήθησέ με. Η κοπέλα έπιασε σταθερά το χέρι μου και πήρε μία μεγάλη ανάσα. Με μιας το βλέμμα αυτό χάθηκε και έδωσε στη θέση του ένα αποφασιστικό χαμόγελο.

«Αγαπητέ μου Τζέρεμυ.» άκουσα τη φωνή του Ντιέγκο και στράφηκα προς το μέρος του. «Να σου γνωρίσω την κόρη μου Ιζαμπέλα.»

Στάθηκα να παρατηρήσω τον άντρα που περπατούσε δίπλα στον Ντιέγκο. Ήταν ψηλός, με σκούρα ξανθά μαλλιά που γκρίζαραν ελαφρά στους κροτάφους. Φορούσε ένα πολυτελέστατο καλοραμμένο κουστούμι και τα παπούτσια του ήταν τόσο γυαλισμένα που θα έλεγες ότι θα μπορούσες να δεις την αντανάκλαση σου πάνω τους. Ο άντρας πλησίασε την Ιζαμπέλα και έκανε μία μικρή υπόκλιση.

«Καταγοητευμένος!» είπε με βαθιά φωνή και φίλησε το χέρι της. Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα πλημμύρισε τους πνεύμονες μου βλέποντάς τον να την αγγίζει. Ήταν... η ζήλια.

Άλλο ένα κεφάλαιο έφτασε στο τέλος του! Πιστεύετε ότι η Ιζαμπέλα θα συμπαθήσει τον Τζέρεμυ; Τι έχετε να πείτε για τη στάση του Ντιέγκο; Η συνέχεια τη Δευτέρα! Πολλά φιλιά!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro