Κεφάλαιο 1ο
Σφύριξα επίμονα για να με κοιτάξει ο μαγαζάτορας. Εκείνος μου έριξε ένα απαξιωτικό βλέμμα και συνέχισε να καθαρίζει τον πάγκο με ένα λεκιασμένο πανί. Σηκώθηκα εκνευρισμένος και τον πλησίασα. Μπορεί να ήταν νωρίς ακόμα αλλά είχα χαλάσει σχεδόν όλο μου το μεροκάματο στο φθηνό ποτό του παρακμιακού καταστήματος και το κεφάλι μου είχε ήδη αρχίσει να γίνεται βαρύ.
«Ξέρεις...» του είπα ειρωνικά και έβγαλα από την τσέπη μου το τελευταίο μου νόμισμα. «Καλό θα ήταν να φέρεσαι καλύτερα στο μοναδικό σου πελάτη.» Αφού το στριφογύρισα στα δάχτυλά μου το άφησα να πέσει πάνω στον ξύλινο πάγκο. Εκείνος το πήρε αμίλητος και μου έριξε στα χέρια ένα σκονισμένο μπουκάλι. Πήρα το μπουκάλι και ήπια μια μεγάλη γουλιά πριν υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι ήθελα να το κρατήσω για το δρόμο μέχρι το σπίτι. Βγήκα από το μικρό κατάστημα και προχώρησα στο σκονισμένο δρόμο.
Ήταν μια κακόφημη γειτονιά και έτσι δεν έβρισκες να κυκλοφορούν πολλά άτομα. Κυρίως έβλεπες άντρες σαν κι εμένα που σύχναζαν στα πανδοχεία καθώς και κλεφτρόνια που κρυβόταν στις σκιές και έψαχναν κάποιο εύκολο θύμα. Με το μισθό μου όμως από το ορυχείο ήταν ελάχιστες οι επιλογές μου σε βιώσιμη κατοικία.
'Ίσως αν δεν ξόδευες και την τελευταία σου δεκάρα στο ποτό, να μπορούσες να βρεις και κάτι καλύτερο. Άκουσα τη φωνή του πατέρα μου στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Έδιωξα εκνευρισμένος αυτή τη σκέψη κλοτσώντας το έδαφος και έκανα μερικά ξαφνιασμένα κοτόπουλα να φύγουν μακριά από το κοτέτσι που βρισκόταν δίπλα μου. Ένα πρόσωπο φάνηκε στο παράθυρο στο σπίτι πίσω από το κοτέτσι. Μία γυναίκα, η οποία ήταν πιθανών η ιδιοκτήτρια των κοτόπουλων με κοίταξε εκνευρισμένη. Επιτάχυνα το βήμα μου και έφυγα γρήγορα από το οπτικό της πεδίο. Έστριψα στο μικρό πλακόστρωτο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι μου. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου ένας ηλικιωμένος άντρας κοιμόταν ακουμπισμένος με την πλάτη του στο φράχτη μιας αυλής. Είχε μακριά γένια και τα ρούχα του ήταν βρόμικα και σχισμένα. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο στις σκιές αλλά τα χέρια του φαινόταν να είχαν περάσει μια ζωή σκληρής δουλειάς έτσι όπως ήταν τυλιγμένα γύρω από μία ξύλινη μαγκούρα.
Να, το μέλλον σου. Είπε η φωνή μες το κεφάλι μου.
Μπήκα μες στο σπίτι και πέταξα το πανωφόρι μου στη γωνία του δωματίου. Γέλασα με πικρία. Το σπίτι μου. Ολόκληρο το σπίτι μου δεν έφτανε καν να γεμίσει ένα φυσιολογικό δωμάτιο. Μια μικρή κουζίνα, την οποία χρησιμοποιούσα υπερβολικά σπάνια, βρισκόταν στη μία γωνία και ένα μικρό ράντζο στην άλλη. Άνοιξα το συρτάρι στο οποίο φύλασσα όλα μου τα ρούχα για βρω καμία καθαρή μπλούζα αλλά ήταν άδειο. Μύρισα τη μασχάλη μου... Χμ... εντάξει έβγαζε άλλη μια μέρα. Αύριο το πρωί θα μιλούσα με τη κυρία Μαρία που έμενε από πάνω για να μου τα καθαρίσει. Έπρεπε να θυμηθώ να κρατήσω ένα ποσό από το μεροκάματό μου για να της δώσω ως αντάλλαγμα. Έβγαλα τα παπούτσια μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι, παίρνοντας το μπουκάλι στην αγκαλιά μου. Άλλη μία μέρα που πέρασε χωρίς νόημα. Σπίτι, δουλειά, πανδοχείο, σπίτι. Η καθημερινότητά μου είχε γίνει τόσο ανούσια που έκανα τα πάντα για να μην ακούω τις ίδιες μου τις σκέψεις. Τους είχα απογοητεύσει όλους.
Τα μάτια μου άρχισαν να βαραίνουν. Έκλεισα τη μικρή λάμπα φθορίου και γύρισα πλευρό. Την ώρα που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος όμως άκουσα μία φωνή. Κάποιος φώναζε βοήθεια. Πετάχτηκα απότομα και κοίταξα έξω από το παράθυρό μου. Αυτός που φώναζε ήταν ο γέρος που είχα δει πριν να κοιμάται στην άκρη του δρόμου. Δυο νεαροί τύποι τον είχαν πιάσει και τον έσερναν από το γιακά.
«Βοήθεια! Αφήστε με!» φώναζε εκείνος βραχνιασμένος.
Είχα δει πολλές ληστείες να γίνονται μπροστά στα μάτια μου. Όλοι τις έβλεπαν μόνο που κανείς δεν ήθελε να μπλέξει. Ο ένας άντρας άρχισε να χτυπάει το γέρο στο πρόσωπο. Εκείνος προσπάθησε να τους χτυπήσει με τη μαγκούρα του αλλά ήταν πολύ αδύναμος και το ξύλινο κοντάρι έπεσε βαρύ δίπλα του. Κανένας λογικός άνθρωπος δε θα προσπαθούσε να τα βάλει με δύο οπλισμένους ληστές. Ο γέρος είχε σταματήσει να ουρλιάζει και αγκομαχούσε με το πρόσωπό του κολλημένο στο έδαφος. Γαμώτο!
Όρμησα ξυπόλυτος στο πετρώδες έδαφος και έτρεξα κατά πάνω τους. Τα πόδια μου πονούσαν από τα μυτερά χαλίκια αλλά εκείνη την ώρα δε με ένοιαζε. Άρπαξα τον έναν άντρα και τον έριξα στο έδαφος. Ο δεύτερος μου επιτέθηκε και μου έριξε μια δυνατή μπουνιά στο πρόσωπο. Σταμάτησα ζαλισμένος και κοιταχτήκαμε. Ο πρώτος άντρας σηκώθηκε και έβγαλε στο χέρι του ένα μαχαίρι. Χαμογέλασα στραβά.
«Ελάτε τώρα παιδιά.» είπα σηκώνοντας τα χέρια μου. «Ας το κάνουμε λίγο πιο δίκαιο.» Εκείνοι κοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα και έπειτα άρχισαν να τρέχουν καταπάνω μου. Ήταν εύκολο να αφοπλίσω τον έναν με το μαχαίρι. Βλέπεις οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν να το χρησιμοποιούν. Αν δεν έχεις σταθερή λαβή αρκεί ένα απλό χτύπημα στη μέσα πλευρά του καρπού για να το πετάξει μακριά. Ο δεύτερος άντρας όμως κατάφερε να με πιάσει από το λαιμό. Πάλεψα για λίγο μαζί του ενώ ο άλλος άρχισε να με χτυπάει στην κοιλιά.
Υπήρχε μόνο μία λύση. Ευτυχώς οι πολλές ώρες εργασίας στο ορυχείο είχαν ανεβάσει την αντοχή μου στα ύψη. Έριξα όλη τη δύναμή μου προς τα κάτω και κατάφερα να βρεθούμε και οι τρεις στο έδαφος. Το χέρι μου έπεσε ακριβώς δίπλα στην ξύλινη μαγκούρα του γέρου άντρα. Την άρπαξα, και με σταθερό χέρι την άφησα να πέσει με δύναμη πάνω στο κεφάλι του ενός ληστή. Εκείνος έπεσε στιγμιαία δίπλα μου και έμεινε ακούνητος. Αμέσως έπιασα τον δεύτερο και αρχίσαμε να παλεύουμε αγκαλιασμένοι στο έδαφος. Ήταν μεγαλύτερος μου σε ηλικία αλλά πιο μυώδης και δυνατός από εμένα. Θα ήταν πολύ δύσκολο να τον κερδίσω σε μία καθαρή μάχη σώμα με σώμα. Αλλά στο δρόμο καμία μάχη δεν είναι καθαρή. Όσο παλεύαμε κατάφερα να λύσω τη ζώνη που στήριζε το παντελόνι μου. Περίμενα για την κατάλληλη στιγμή και την πέρασα γύρω από το λαιμό του. Εκείνος προσπάθησε να ελευθερωθεί καθώς έβαζα όλο και περισσότερη δύναμη σφίγγοντάς την γύρω του. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνες τα μάτια του άντρα άρχισαν να κλείνουν και έμεινε αναίσθητος. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω οπότε χαλάρωσα κατευθείαν τη λαβή μου και το σώμα του έπεσε δίπλα μου.
Ανακάθισα στο έδαφος λαχανιασμένος και σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπό μου. Τότε είδα ότι ο γέρος είχε σηκωθεί και στεκόταν στην άκρη του δρόμου και με κοιτούσε. Σηκώθηκα και τον πλησίασα με απορία τοποθετώντας παράλληλα τη ζώνη πίσω στο παντελόνι μου. Φαινόταν... περίεργα ήρεμος. Σαν να μην του είχαν επιτεθεί μόλις δύο οπλισμένοι ληστές, ή ίσως... σαν να το είχε συνηθίσει.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησα. Εκείνος πήγε δίπλα από τους αναίσθητους ληστές και σήκωσε τη μαγκούρα του από το έδαφος.
«Είσαι αρκετά αργός αλλά υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης.» είπε με ήρεμη και σταθερή φωνή.
Τον κοίταξα απορημένος. «Τι εννοείς;» είπα τινάζοντας τη σκόνη από τα ρούχα μου. Εκείνος με αγνόησε και άρχισε να κατευθύνεται προς το τέλος του δρόμου. Έπειτα σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει.
«Τι περιμένεις;» μου είπε με αυστηρό βλέμμα. «Ακολούθησέ με.»
«Να σε ακολουθήσω;» του είπα με κενό βλέμμα «Τι εννοείς; Να σε ακολουθήσω που;»
«Δε θέλεις να σε ξεπληρώσω για τη βοήθεια που μου πρόσφερες;» με ρώτησε με ένα στραβό χαμόγελο.
Έμεινα να τον κοιτάζω για μερικά δευτερόλεπτα χωρίς να μπορώ να αποφασίσω. Τι κακό θα μου έκανε αν τον ακολουθούσα; Μπορεί να είχε καμία κρυμμένη περιουσία και να αποφάσιζε να τη μοιραστεί μαζί μου.
«Μπορώ να βάλω τουλάχιστον παπούτσια;» τον ρώτησα.
Εκείνος μου έγνεψε και όρμησα μέσα στο σπίτι ψάχνοντας για τα φθαρμένα μοκασίνια μου. Έπειτα βγήκα πάλι έξω. Ο γέρος με περίμενε υπομονετικά κοιτάζοντας τους δύο αναίσθητους ληστές.
«Που πάμε;» τον ρώτησα αλλά για άλλη μια φορά δεν πήρα απάντηση. Περπατήσαμε για πολλή ώρα μέχρι που απομακρυνθήκαμε έξω από το χωριό. Καθ' όλη τη διαδρομή προσπαθούσα να του πιάσω κουβέντα αλλά αυτός παρέμενε σιωπηλός. Περπατούσε καμπουριαστός δίπλα μου αλλά είχε σταθερό και αποφασιστικό βηματισμό.
Ο δρόμος έγινε ανηφορικός και πετρώδης. Το φως του ήλιου είχε χαθεί σχεδόν και ο μόνος τρόπος για να βλέπουμε ήταν ένα μικρό φανάρι που είχε βγάλει ο γέρος από το σάκο του.Είχαμε αρχίσει να ανεβαίνουμε στο βουνό και ο συνοδοιπόρος μου έμοιαζε να ανεβαίνει με άνεση πάνω στα βράχια πράγμα που ήταν εκπληκτικό για την ηλικία του. Τον ακολουθούσα για πολλή ώρα και η υπομονή μου είχε αρχίσει να εξαντλείται. Τότε όμως πρόσεξα ότι πλησιάζαμε μια σπηλιά μέσα στα βράχια.
Φτάσαμε στη σπηλιά. Η είσοδος της ήταν πολύ στενή αλλά μόλις φτάσαμε στο εσωτερικό της αντίκρισα ένα μεγάλο ανοιχτό χώρο φωτισμένο από πολλά φανάρια που ήταν στερεωμένα στα τοιχώματα. Ο γέρος έσβησε το φανάρι του γιατί υπήρχε πλέον πολύ φως και άφησε τη μαγκούρα και το πανωφόρι του. Με μιας η στάση του σώματός του άλλαξε. Σταμάτησε να είναι καμπουριαστός και όταν με πλησίασε είδα ότι ήταν ψηλότερός μου. Και τότε τον κοίταξα έκπληκτος καθώς έπιασε τη γενειάδα του και την τράβηξε μακριά από το πρόσωπό του.
Μου ξέφυγε μια αχνή κραυγή καθώς παρατήρησα ένα πρόσωπο πολύ πιο νέο από αυτό που φανταζόμουν. Ο άντρας που βρισκόταν μπροστά μου πρέπει να πλησίαζε το πεντηκοστό έτος της ηλικίας του μα είχε λυγερό κορμί που θα ζήλευε κάθε άντρας της δικής μου ηλικίας. Τα γένια του ήταν ξυρισμένα κοντά στο πρόσωπό του και το βλέμμα του ήταν σταθερό και διαπεραστικό. Με κοίταξε με τα καστανά του μάτια καθώς στα χείλη του σχηματίστηκε ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Τι συμβαίνει εδώ;» αναφώνησα. «Ποιος είσαι; Γιατί με έφερες εδώ;»
«Δεν νομίζω να ξέρεις το όνομά μου.» είπε χαμογελώντας «Αλλά πιστεύω θα έχεις ακούσει το παρατσούκλι μου. Οι περισσότεροι με αποκαλούν Ζορό.»
Αυτό ήταν το πρώτο κεφάλαιο! Ελπίζω να σας άρεσε. Θέλω πολύ να μάθω τα σχόλιά σας. Θα προσπαθήσω να ανεβάζω ένα κεφάλαιο κάθε Παρασκευή.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro