Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

O Στρατηγός Λάσπη και ο Υπολοχαγός Χειμώνας/ part 1

''Στις μεγάλες και δυνατές καρδιές, η σκληρότητα της ζωής γεννά το καλό. Χρόνια ίσως παλεύουν να το διαδώσουν και να δημιουργήσουν έναν κόσμο, που κορμό του θα έχει αυτήν την ιδέα. Ο κόσμος ωστόσο ουδέποτε άλλαξε αποκλειστικά με εικόνες και καταλήγουν έτσι να πετύχουν ίσως το αντίθετο αποτέλεσμα. Η αρμονική εικόνα της καλοσύνης και του γενικού καλού, βουλιάζει στον βούρκο της ζωής και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από διάφορα συμφέροντα. Ίσως ποτέ δεν υπήρξε πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Όσοι εξάλλου διατυμπανίζουν την θέλησή τους για επικράτηση της καλοσύνης, συνήθως αδυνατούν να ελαττώσουν έστω και στο ελάχιστο την ύπαρξη του κακού. Οι μεγάλες ιδέες όμως είναι αναγκαίες για την εξέλιξη και την πορεία του κόσμου. Κάθε φορά που ακούω για την επιθυμία του καλού να τσακίσει το κακό, συνήθως ένα πράγμα ακολουθεί. Εκατόμβες αθώων γυναικόπαιδων και ηλικιωμένων. Με έπνιξε όμως η φρίκη του φασισμού και ο πυκνός αέρας σαν καίγονται οι ανθρώπινες σάρκες των καταδικασμένων. Ούτε ο Θεός δεν θα άντεχε τις οιμωγές τους, μα πείτε μου όμως, υπάρχει άραγε; Ο ήλιος έσβησε εδώ στο Στάλινγκραντ, ο ουρανός πια δεν υπάρχει, τον κατάπιαν τα νέφη των ερειπίων που ακόμη σιγοκαίγονται. Το χειρότερο όμως ξέρετε ποιο είναι; Πως ακόμη και αυτά τα εγκλήματα, στο όνομα του δήθεν καλού διαπράχτηκαν΄΄

Του ήταν αδύνατον να σταματήσει να γράφει. Τελευταία, ο Όττο διαρκώς σκεφτόταν τις έννοιες του καλού και του κακού, ακόμη και της Κόλασης, βλέποντας το νυχτερινό τοπίο του Στάλινγκραντ. Παντού, κάτω από έναν κόκκινο ουρανού που διαρκώς βούιζε και εκρήγνυτω λες και έκρυβε στα σπλάχνα του ένα ενεργό, ουράνιο ηφαίστειο. Τα ερείπια, ακίνητα και παραμορφωμένα, έμοιαζαν με δαιμονικές υπάρξεις. Ο Όττο ως ελεύθερος σκοπευτής είχε βρει την δική του κρυψώνα, καθώς στην ουσία αναμετριόταν καθημερινά με σπουδαία, ρωσικά ονόματα. Κάθε ελεύθερος σκοπευτής γενικότερα, είχε την δική του τακτική και κρυψώνα. Ο Ίλιν ο Ευγενής Ελεύθερος Σκοπευτής, ο οποίος είχε σκοτώσει εκατόν ογδόντα Φρίτσιδες, συνήθιζε να κρύβεται μέσα σε κάποιο βαρέλι ή σωλήνα.

«Οι φασίστες πρέπει να μάθουν την αξία των όπλων στα χέρια των Σοβιετικών υπερανθρώπων. Θα εκπαιδεύσω ακόμη δέκα» πρόφερε, μα ο Όττο τον είχε γραμμένο, καθώς αυτός που τον ανησυχούσε ήταν ο Βασίλι Ζάιτσεφ, που είχε καταφθάσει στο Στάλινγκραντ στα τέλη του Σεπτέμβρη και είχε γίνει συνώνυμο του θρύλου, εντυπωσιάζοντας και τον διοικητή της 62ης Στρατιάς, Τσουικόφ. 

Η τηλεσκοπική διόπτρα του κυνηγετικού του τουφεκιού ήταν το καλύτερο τρόπαιο γι' αυτόν. Σαν ζωή, ο Ζάιτσεφ ήταν κοντά με τον Γκαμπριέλ, κυνηγοί αμφότεροι. Ο πιο εύκολος στόχος, ήταν οι στρατιώτες που μετέφεραν το δοχείο με το συσσίτιο στην πρώτη γραμμή. Ο νεαρός Γερμανός αισθανόταν καλύτερα ολομόναχος, κρυμμένος από τους δικούς του και την νοσταλγία τους για το σπίτι. Οι άδειες είχαν ξεκινήσει να συντάσσονται, μα ήταν η πρώτη φορά, που εκείνος δεν ζήτησε να φύγει. Στην ουσία δεν είχε πού να πάει ή ποιους να δει. Ίσως τον μικρούλη Όττο που τον είχε επιθυμήσει, ωστόσο τα πράγματα για εκείνον θα γίνονταν χειρότερα. Θα του ήταν αδύνατον να επιστρέψει πίσω στο Μέτωπο. Εξάλλου, το Βερολίνο έμοιαζε πια με ένα μακρινό, άπιαστο, ουτοπικό και ξένο όνειρο.

Οι καινούργιες, χειμερινές στολές άρχισαν να διανέμονται και ο Όττο αναθεμάτιζε ελαφρώς, καθώς είχε αγαπήσει τη δική του, χειροποίητη στολή. Πλέον, είχαν χρώμα γκρίζο και λευκό, με παντελόνι και χιτώνιο διπλής όψης. Οι ψείρες τους θέριζαν, μα εκείνος είχε ανακαλύψει ένα κόλπο για να τις ξεφορτωθεί, όσο δυσάρεστο και αν έμοιαζε. Έπρεπε να θάψει τη στολή του στο χώμα, αφήνοντας μονάχα ένα μικρό κομμάτι να εξέχει. Αυτές μαζεύονταν εκεί και έπειτα καίγονταν. Οι γιατροί των μεραρχιών είχαν αρχίσει να ανησυχούν ιδιαίτερα για την υγεία των στρατιωτών. Οι μολύνσεις από δυσεντερία, τύφο και παράτυφο, ήταν πολύ συχνές. Καθώς το κρύο ήταν αφόρητο, ο Όττο κατρακύλησε προς το εσωτερικό ενός ερειπίου, στο σημείο που είχε αφήσει ένα ραδιόφωνο. Κάπου εκεί ξεκίνησε η αναμετάδοση της ομιλίας του Αδόλφου και μάλιστα από την Μπίργκερμπροϊκέλερ του Μονάχου.

΄΄Ήθελα να φτάσω στο Βόλγα...Να είμαι ακριβώς σε ένα συγκεκριμένο σημείο, σε μία συγκεκριμένη πόλη..»

«Σκάσε πια!» το πυροβόλησε με μανία μιας και ήταν μόνος του «Εγώ έφτασα στον καταραμένο τον Βόλγα και όχι εσύ, δύσμορφο σκουλήκι!»

Προσπαθώντας να σταθεί στο γκρεμισμένο άνοιγμα του υπογείου, ένιωσε μία παρουσία, η οποία του ήταν οικεία. Χαμογέλασε. Όσο σκληρή και αν ήταν η στάση της, υπήρχε μάλλον ένας κρυφός κώδικας μεταξύ τους.

«Βρίζεις τον Αδόλφο;» η Όλγα εμφανίστηκε, βλέποντας τον νεαρό να μην σηκώνει το όπλο. Δίπλα της, η Μαρούσια η μικρή που θυμόταν από τη στέπα, τους κοιτούσε καχύποπτα.

«Ο Αδόλφος πάντοτε μου στέκεται στον λαιμό σαν επίμονο φλέγμα που ολοένα φτύνεις και περισσότερο κολλά» κοίταξε τη Μαρούσια εξίσου καχύποπτα

«Είσαι ελεύθερος σκοπευτής;» τον ρώτησε η Όλγα.

«Είμαι ελεύθερος να κοιμάμαι παριστάνοντας τον σκοπευτή, μα μην με ρωτήσεις για την τοποθεσία μου» τον είδε να τρέμει «Έχω δει τους δικούς σας να ξέρεις, αυτόν τον παράξενο τύπο με τα εξίσου παράξενα μάτια, μα δεν έχω πυροβολήσει. Δεν πυροβολώ αν δεν απειλούμαι άμεσα...» έβηξε «Κάνει τρομερό κρύο...δυσβάσταχτο» πρόφερε και ήταν λογικό μιας και η θερμοκρασία, είχε πέσει στους μείον 28. Ο Βόλγας είχε ξεκινήσει να γίνεται απροσπέλαστος με τους όγκους των πάγων να συγκρούονται και να θρυμματίζονται. Ένας απόκοσμος ήχος, σαν εκείνον της κινούμενης άμμου, τρομοκρατούσε τους στρατιώτες.

Κουρασμένος, ξάπλωσε πλαγίως σε ένα βρώμικο στρώμα τρέμοντας. Η Όλγα για πρώτη φορά λυπήθηκε και αυτό γιατί είχε δει τον Άλεξ πώς αντιδρούσε απέναντί του, μα και τον ίδιο. Είχε ακούσει για εκείνη τη διάσωση στο Βόλγα και γνώριζε πως πρωταγωνιστής ήταν ο νεαρός που στεκόταν μπροστά της. Αποκαμωμένη κάθισε δίπλα του στο στρώμα και τον κοίταξε αναστενάζοντας. Το ένα της χέρι ήταν γεμάτο πληγές και ξεραμένο αίμα. Ο Όττο αμίλητος, πήρε μέσα από το σακίδιό του έναν επίδεσμο και έγειρε λίγο νερό από το παγούρι του. Την τελευταία στάλα που του είχε απομείνει.

«Δεν χρειάζεται..»μούγκρισε εκείνη, μα ο νεαρός άνδρας δεν την άκουσε. Απαλά, ξέβγαλε τις πληγές της και τύλιξε το χέρι της με καθαρό επίδεσμο.

«Θα με σκοτώσει ο σύντροφος αν δεν σε προσέξω» μειδίασε, μα το δέρμα του είχε ξεκινήσει να υιοθετεί μία ωχρή εμφάνιση. Η Όλγα για λίγο τον άφησε και πέντε λεπτά αργότερα επέστρεψε με μία κουβέρτα. Παρά το γεγονός πως οι άμαχοι που είχαν απομείνει τον φοβούνταν, εκείνος απέφευγε να τους πλησιάσει, ή να τους ζητήσει φαγητό.

Άξαφνα, φωνές τους αναστάτωσαν. Ο Όττο τινάχτηκε επάνω καθώς άκουσε γερμανικά. Κάνοντας σήμα στην Όλγα να παραμείνει σιωπηλή, ανέβηκαν τα εσωτερικά μισογκρεμισμένα σκαλοπάτια, προκειμένου να έχουν καλύτερη θέα στην πλατεία που ανοιγόταν μπροστά τους.

«Τι συμβαίνει; Τι είναι αυτό το τσίρκο πάλι;» διερωτήθηκε ο Όττο έχοντας δίπλα του την κοπελα, της οποίας τα μεγάλα μάτια είχαν καρφωθεί στην αποτρόπαια εικόνα.

«Συγκεντρώνουν πολίτες...Νομίζω πως...πως θα τους κάψουν ζωντανούς» ψέλλισε.

Μπροστά στα μάτια του, ένας αξιωματικός της Βέρμαχτ αναζητούσε Εβραίους ανάμεσα στο πλήθος που είχε παραταχτεί. Μάλιστα, καθώς ρωτούσε τους άμαχους, μητέρες, παιδιά και γέρους, είχε και έναν μεταφραστή δίπλα του. Δυσκολεύονταν να ακούσουν ξεκάθαρα τα λεγόμενά του, μα τον είδαν να αρπάζει μία γυναίκα και τα δύο της παιδιά με τη βία και να τα κλειδώνει σε ένα ξύλινο, αυτοσχέδιο κλουβί. Κραυγές και παρακαλετά ξεκίνησαν να ακούγονται, ώσπου η δόλια η μάνα, αγκαλιάζοντας προστατευτικά τα παιδιά της,προσπάθησε να τα παρηγορήσει πως σύντομα θα έρχονταν να τους σώσουν. Οι Γερμανοί στρατιώτες παρατάχτηκαν ευθεία μπροστά, έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν φλογοβόλα όπλα. Τα μάτια του Όττο μπροστά σε αυτό το θέαμα γυάλισαν επικίνδυνα Κάτι τέτοιες στιγμές, ο φονικός στρατιώτης, ο άτεγκτος και ανελέητος δίκαιος μαχητής ξεπηδούσε και το μόνο που διακαώς επιθυμούσε ήταν να σκοτώσει τους εγκληματίες σαδιστές. Οι κοπέλες τον είδαν να υψώνει το όπλο του και να λαμβάνει στάση σκόπευσης.

«Τους μπάσταρδους! Κρύβονται πίσω από τα παιδιά» ψιθύρισε «Ακολούθησέ με. Τώρα θα πάρουν οι δικοί μου μία γεύση από τις ικανότητές μου του Ελεύθερου Σκοπευτή, εκείνου που ποτέ δεν απέτυχε»

Η Όλγα σάστισε.

«Διάολε, πρέπει να βιαστούμε! Θα καούν ζωντανοί!» του είπε και ήταν τότε, που καλά κρυμμένος μέσα στα ερείπια, με τον άνεμο να προκαλεί τις στάχτες να χορέψουν απόκοσμα, έβγαλε μία κραυγή που σχεδόν του ξέσκισε τις φωνητικές χορδές.

Μία κραυγή θηρίου κόντρα στην απανθρωπιά, που άπαντες από άκρη σε άκρη άκουσαν. Οι σφαίρες έφυγαν, οι στρατιώτες, οι δικοί του στρατιώτες, τυλίχτηκαν στις φλόγες που ετοιμάζονταν να εξαπολύσουν στην ορφανή από πατέρα οικογένεια και η Όλγα παίρνοντας το παράδειγμά του, ούρλιαξε πίσω επιτιθέμενη. Ήξερε πως την κάλυπτε και ταυτόχρονα, ετοιμαζόταν να τους τρυπήσει την καρδιά χρησιμοποιώντας και την τελευταία σφαίρα. Αυτό που ακολούθησε, ήταν ένα άγριο αιματοκύλισμα. Ο Όττο έμεινε κρυμμένος, οι άμαχοι φυγαδεύτηκαν από τους Ρώσους που όρμησαν σαν εξαγριωμένα θηρία από το απέναντι κτήριο. Με μαχαίρια ακόμη και σουγιάδες, έκοβαν τους λαιμούς των Γερμανών, πετούσαν χειροβομβίδες, κραύγαζαν αποφασισμένοι να μην αφήσουν κανέναν ζωντανό, μέχρι που διατάχθηκε υποχώρηση από έναν Γερμανό λοχαγό.

Ο Όττο επέστρεψε στο καταφύγιό του και σε εκείνο το βρώμικο στρώμα. Είχε πολλές ώρες να φάει ή να βρέξει τα χείλη του με λίγο νερό. Η Όλγα επέστρεψε και εκείνη, αυτή τη φορά μονάχη της και ο νεαρός ένιωσε μία ανακούφιση. Για λίγο την είδε να κοντοστέκεται και να τον κοιτάζει σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Φαινόταν αδύναμος. Πλησιάζοντας έγειρε λίγο νερό στο παγούρι του.

«Ντάνκε...» ψέλλισε στα γερμανικά.

«Ορισμένες φορές, δεν σε καταλαβαίνω...»

«Ούτε εγώ καταλαβαίνω τον εαυτό μου» ήπιε μία γουλιά « Αν υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσά μας, είναι το γεγονός πως κανένας από τους δύο μας δεν ονειρεύτηκε αυτό το μέλλον για τον εαυτό του. Η αλήθεια είναι πως εγώ συγκεκριμένα, δεν είχα και πολλά περιθώρια ονείρων, ωστόσο τα πράγματα άλλαξαν σαν γνώρισα μία κοπέλα με ολόμαυρα μαλλιά και μάτια. Ήμασταν εφτά χρονών τότε, πιτσιρίκια, μα από την πρώτη στιγμή που την είδα, κατάλαβα πως θα μου αλλάξει τη ζωή» στα χέρια του βαστούσε το μικρό δώρο από τις θείες του των περασμένων Χριστουγέννων. Η Όλγα κάθισε οκλαδόν δίπλα του «Θα έχεις καταλάβει ήδη από την Ουκρανία, πως πέρασα δύσκολα. Δεν προσπαθώ να δικαιολογήσω τη θέση και τη στολή που φορώ, μα απλώς να παραδεχτώ ένα γεγονός. Δεν γνωρίζω πώς ήταν τα πράγματα εδώ για εσένα, μα εγώ όταν δεν είχα τον Αδόλφο στο σβέρκο μου, είχα τον πατέρα μου. Μερικές φορές σκέφτομαι, πως ακόμη και το πεδίο μαχών του Στάλινγκραντ είναι καλύτερο από ένα περιβάλλον κακοποίησης μίας παιδικής ψυχής. Σίγουρα θα με ρωτήσεις και εύλογα, γιατί έγινα φασίστας. Γιατί μπήκα στα Ες-Ες και γιατί απλώς δεν απέρριψα τον ναζισμό, όπως ο δίδυμος αδερφός μου»

«Στη ζωή τίποτε δεν είναι άσπρο ή μαύρο...»

«Ακριβώς. Εγώ γεννήθηκα λευκός Όλγα. Είχα φίλους, είχα όνειρα...Όχι δεν είναι όνειρό μου αυτή η Κόλαση. Δεν με ενδιαφέρει ο επεκτατισμός. Εγώ θα ήμουν ευτυχισμένος σε ένα σπίτι, με την γυναίκα μου και όσα παιδιά θελήσει εκείνη και εγώ να αποκτήσουμε. Αγαπώ τα παιδιά γιατί η κακία δεν έχει παραχαράξει την ψυχή τους... Έχουν ανάγκη από την προστασία μας και την αγάπη μας, όπως την είχα και εγώ κάποτε. Ήθελα να με θαυμάζει ο πατέρας μου και να με λατρεύει η μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας στυγνός εθνικοσοσιαλιστής, εκτός από φρικτός άνθρωπος. Ο ναζισμός όμως, δεν θρέφει μόνο τους συμφεροντολόγους, θρέφει και άτομα σαν εμένα. Καταπιεσμένα και οργισμένα. Η εξουσία και η δύναμη, θα μου χάριζε προστασία, θα με έκανε δυνατό, εμένα που ήμουν χρόνια ολόκληρα πιόνι του πατέρα μου, που έτρωγα ξύλο για να μην χτυπά τον αδερφό και τη μητέρα μου. Τα όπλα σε μία στρεβλή προσωπικότητα, δίνουν μία σαδιστική ικανοποίηση υποσυνείδητης εκδίκησης και κακά τα ψέματα, δεν υπήρξα ψυχικά υγιής»

«Τι σε άλλαξε;» ρώτησε βραχνά.

«Ένα ζευγάρι παπούτσια από μία εβραϊκή οικογένεια. Δεν τα άξιζα, δεν άξιζα εκείνα τα παπούτσια...» η φωνή του άρχισε να τρέμει και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα σαν έβγαζε από το σακίδιό του το δώρο του Χανς. Πλέον ήταν σκονισμένο, το δέρμα είχε τσαλακωθεί «Είχα μόλις χάσει τον αδερφό μου, μα ο άλλος μου αδερφός, ο Εβραίος φίλος μου, δεν με άφησε. Και ας τον είχα χλευάσει πλειστάκις και ας είχα φερθεί ξεδιάντροπα. Εκείνος και η κοπέλα μου, η Χέλγκα, η συγκάτοικος του Άλεξ στην Πολωνία...με αναζήτησαν για να μου χαρίσουν τα πρώτα δώρα που έλαβα ποτέ μου» χαϊδεύοντας τα παπούτσια, άφησε μερικά δάκρια να στάξουν, αφήνοντας υγρά ίχνη επάνω στην σκονισμένη τους επιφάνεια.

Αμίλητος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε σε ένα εξίσου σκονισμένο και παρατημένο πιάνο. Η Όλγα σιωπηλή, τον παρακολουθούσε βουρκωμένη. Τα δάχτυλά του άγγιξαν τα πλήκτρα.

«Σκέψου αυτήν την αίθουσα φωτισμένη, εγώ να φορώ ένα όμορφο κοστούμι και αυτά τα παπούτσια. Όλοι μας οι φίλοι να είναι παρόντες και χαμόγελα να λάμπουν στα πρόσωπα των καλεσμένων» έκανε παύση «Έξω φυσά στάχτες όμως. Αντί για τραγούδια, ακούω κραυγές, μα αυτό που με τρομάζει, είναι εκείνη η κραυγή που δεν θα ακούσω για να προστρέξω σε βοήθεια. Ο Χανς είναι μόνος εκεί έξω και οι καμινάδες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εξαπολύουν τον πνιγηρό, γλυκερό καπνό από τις καμένες ανθρώπινες σάρκες. Έχω εγκλωβιστεί, μα θα αποδράσω με όποιον τρόπο κρίνω» τώρα στεκόταν πίσω του η Όλγα, με χέρια που έτρεμαν «Αγαπώ τον Αλεξέι. Στην αρχή δεν ήθελα να τον εμπιστευτώ, δεν εμπιστευόμουν τους Σοβιετικούς, δεν με ένοιαζαν. Σαν είδα όμως την οικογενειακή του φωτογραφία λύγισα. Εκεί κατάλαβα πως αν τον εγκατέλειπα, θα τον στερούσα από μία υπέροχη οικογένεια και από τρεις αδερφές που τον λάτρευαν. Ξέρω τουλάχιστον τι σημαίνει αδερφική αγάπη...Όλγα..» πήγε να μιλήσει γυρνώντας προς το μέρος της, μα έπεσε καταλάθος επάνω στην αγκαλιά της.

Τον έσφιγγε σε σημείο να τον σκάσει. Οι δυο τους σε ένα ερείπιο, με τις στάχτες να χορεύουν γύρω τους, με πτώματα παγωμένα να κείτονται και από τις δύο πλευρές, με το πάτωμα να σείεται και τους σοβάδες να καταρρέουν. Στην άκρη του παραθύρου, ανάμεσα από τα ερείπια, ένα μικρό αγριολούλουδο έκανε την εμφάνισή του με θράσος. Θα το ονόμαζαν ελπίδα. Ήταν η ελπίδα που τρύπωνε κάτω από τα πυκνά σύννεφα της μάχης, μέσα από τις οργισμένες καρδιές, πάνω από τον παγωμένο Βόλγα, δίπλα από το ακόμη αθώο παιδικό χαμόγελο, ανάμεσα στους δύο νέους που αν και εχθροί, έστεκαν τώρα σφιχτά αγκαλιασμένοι.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro