Dόbry Molodets/ part 4 (γενναία νιάτα)
Η γη έτρεμε με πρωτόγνωρη δύναμη. Πίσω του το δάσος έμοιαζε με χαώδη Κόλαση καθώς η φωτιά χόρευε με θράσος μέσα του. Ο Αλεξέι είχε σχεδόν μαρμαρώσει στη μέση της τρέλας. Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια, ο φίλος του είχε στην κυριολεξία διαλυθεί ζωντανός. Ούτε σώμα δεν θα μπορούσε να εντοπίσει για να περισυλλέξει. Ο Ιωσήφ τρέχοντας προσπάθησε να τον φτάσει, ξεφωνίζοντας μανιασμένα. Απανωτές εκρήξεις τσάκισαν τον αέρα δίπλα του. Ένας σύντροφός του τινάχτηκε, με το αίμα και τη ζωντανή ακόμη σάρκα να εκσφενδονίζονται επάνω του. Ο Αλεξ τίναξε με αηδία τα υπολείμματα και στράφηκε ξανά στη μάχη. Μετά το Στάλινγκραντ είχε αισθανθεί πως σταδιακά κέρδιζαν έδαφος. Είχε νιώσει εκείνον τον υποβόσκον αέρα υπεροχής είτε υπήρχε είτε όχι. Οι σφοδρές εκρήξεις συνεχίζονταν, μα εκείνος σαν τον τιμωρό συνέχιζε να πυροβολεί ασταμάτητα, ελευθερώνοντας παράλληλα λυγμούς. Κάθε σφαίρα και ένα κορμί με μία ιστορία, κάθε σφαίρα και μία κραυγή πόνου. Ποτέ δεν ήταν αρκετές, ποτέ δεν θα ήταν αρκετές και ποτέ δεν θα γέμιζαν το κενό της απουσίας του φίλου του.
Ο νεαρός Ρώσος παρακολουθούσε τους Γερμανούς να υποχωρούν. Αρκετοί πηδούσαν μέσα στα ορύγματά τους και όσους εξείχαν τους θέριζε. Ένας νεαρός, ο Χαλς, βρισκόταν κουλουριασμένος μέσα στο όρυγμα, παρέα με έξι κουφάρια. Το χέρι του το αριστερό ήταν σπασμένο και το μάγουλό του αιμορραγούσε. Τον είχαν ποδοπατήσει οι δικοί του στην προσπάθεια να ξεφύγουν και να οπισθοχωρήσουν. Το τοπίο τριγύρω είχε γίνει αγνώριστο. Παντού η γη ήταν πρησμένη, όλα καίγονταν ακόμη και κάπνιζαν, η νύχτα πλησίαζε και τα κουφάρια ήταν αμέτρητα. Άκουσε τη γη να αλαλάζει εκατομμύρια ήχους. Ο νεαρός Γερμανός βάλθηκε να ουρλιάζει. Έχανε τα λογικά του και έχοντας στραφεί στον ουρανό ξέβραζε κατάρες. Είχε αγγίξει το όριο. Πιο κει περίμενε η άβυσσος. Ο κόσμος άρχισε να γυρίζει και εκείνος σωριάστηκε με το στήθος στο έδαφος, στο χείλος του ορύγματος. Είχε μείνει πίσω και ολομόναχος, οι Ρώσοι καραδοκούσαν σαν τους Σατανάδες. Ο εμετός του χύθηκε στο νωπό χώμα ενώ γλιστρούσε στην προσπάθειά του να ανέβει. Πώς θα μπορούσε να τα ξεχάσει ποτέ όλα αυτά; Αποχαυνωμένος ανάσαινε βαριά σαν τον ετοιμοθάνατο. Τούτη την ανησυχία δεν θα μπορούσε με τίποτε να την ξορκίσει. Τούτο το καταφύγιο έκρυβε την τρέλα του, την στεγνή από σκέψη και ελπίδα.
Το σκοτάδι που έπεφτε έφερνε ακέραια και τον φόβο. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να αντιδράσει, μία κραυγή παράξενη και κατόπιν ένα σώμα, τον τίναξαν πίσω. Μία λευκή φωταψία άναψε στο σκοτάδι. Ήταν του εχθρού. Τότε είδε πως ο νεαρός απέναντί του δεν ήταν Γερμανός, μα ένας κοκκινομάλλης Ρώσος που τίναζε νευρικά το μαλλί του, προτού στραφεί οργισμένος προς το μέρος του. Ο Χαλς προσπάθησε να σηκώσει το όπλο τρέμοντας. Τώρα ήταν ο θάνατός του ή η ζωή του αν προλάβαινε. Τη στιγμή που το άρπαζε, το τρεμάμενο χέρι του τον πρόδωσε ενώ το σπασμένο κρεμόταν άψυχο στο πλάι. Η μάχη είχε χαθεί και ο Ρώσος είχε εμφανέστατα το πάνω χέρι. Το δόντια του είχαν αποκαλυφθεί επιθετικά, τα χείλη του είχαν τραβηχτεί προς τα πίσω σε μία γκριμάτσα οργής. Ο ουρανός αστραποβολούσε φωτιά και ατσάλι. Ο νεαρός πάλι απέναντί του είχε ένα πρόσωπο βουτηγμένο στη σκόνη και στον εμετό και ο πειρασμός της λιποθυμίας, στριφογυρνούσε γύρω του ολοένα και περισσότερο.
Το κορμί του είχε καταληφθεί από σπασμούς και τα μάτια του κοιτούσαν ίσια μέσα σε εκείνα του Αλεξ. Εκείνου ήταν κατακόκκινα από τη σκόνη και το κλάμα. Είχε ορκιστεί μυριάδες φορές να μην κλάψει και ειδικά μπροστά στον εχθρό. Από τη στιγμή που επήλθε το τέλος του Σεργκέι είχε σκοτώσει πολλούς. Τους είχε αντιμετωπίσει σαν άψυχα εμπόδια στον ματωμένο του δρόμο. Τότε, είχε εμφανιστεί εκείνη η ερώτηση που βασάνιζε ασταμάτητα το μυαλό του. Είχε νιώσει καλύτερα; Σιωπηλός χαμήλωσε το σώμα του παρατηρώντας ταυτόχρονα τα κουφάρια των νεαρών της Χιτλερικής Νεολαίας. Ακόμη ένα φως έσκισε τον ορίζοντα. Ο Χαλς βυθισμένος στην παραζάλη των παραισθήσεων, το μεταμόρφωσε σε πεφταστέρι παραμιλώντας στα γερμανικά.
«Τι λες καημένε;» άκουσε για πρώτη του φορά έναν αντίπαλο να του απευθύνει τον λόγο δίχως αυτός να είναι επιφορτισμένος με τις ανάλογες κραυγές και τα κοσμητικά επίθετα.
«Stars...» σιγοψιθύρισε. (αστέρια)
«Ναι, αυτά τα βλέπω και εγώ κάθε μέρα» έκανε παύση «Όχι όμως ανάποδα» απέστρεψε και πάλι το βλέμμα του.
Κατόπιν σηκώθηκε για να του αρπάξει το όπλο βλέποντάς τον να πραγματοποιεί μία αμυντική κίνηση, μαζεύοντας το κορμί του στο πλάι. Κάπου κάποτε, σε κάποια γη, ο άνθρωπος ήταν γεννημένος και για άλλες πράξεις. Για να μοιράζει χαρές και φιλία και γέλια. Το μέτωπο είχε κοπάσει, μα ο Άλεξ δεν είχε ιδέα πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι, το ίδιο και ο Χαλς απέναντί του που τώρα τον παρατηρούσε με ενδιαφέρον. Τον ζύγιζε. Ήταν ένα όμορφο αγόρι, με ολοκόκκινα μαλλιά και κυανά μάτια, ίσως λίγο μεγαλύτερο από τον ίδιο. Κάποιες στιγμές τον έβλεπε να χάνεται και να αγκομαχά. Το όπλο του τον σημάδεψε και πάλι.
«Παλιοαλήτη!» του φώναξε στα ρωσικά «Σκότωσες τον κολλητό μου..»πρόφερε βραχνά και βήχοντας «Λιώσατε το κορμί του...Το λιώσατε!» του ούρλιαξε στα αγγλικά «Όμως αν σε καθαρίσω, αν απλώς σε μετατρέψω σε ένα κουφάρι σαν αυτά τα σκατόπαιδα δίπλα σου, τι θα κερδίσω; Το φιλαράκι μου πίσω; Από παιδιά ήμασταν μαζί...Από...μικρά αγόρια....» ξεκίνησε να κλαίει σε σημείο που τον τύλιξε η υστερία. Ο Γερμανός δεν είπε λέξη. Τον άφησε να ξεσπάσει και έπειτα απλώς τον ρώτησε.
«Αν στη θέση του φίλου σου, ήταν ένας δικός μου, θα σταματούσες; Ή απλώς θα τον σκότωνες γιατί ήταν ο εχθρός;»
Ο Αλεξέι τον κοίταξε. Ήξερε πως είχε δίκιο. Πως στην ουσία δεν έφταιγαν ακριβώς πάντα οι άνθρωποι, μα οι περιστάσεις που τους ωθούσαν στην αποκτήνωση. Ο Χαλς για λίγο σκέφτηκε εκείνο το αντίο που είχε δραπετεύσει από τα χείλη του στον σταθμό της Σιλεσίας. Εξαιτίας των καταστροφών, η αποβάθρα με κατεύθυνση το Ανατολικό Μέτωπο είχε μεταφερθεί ένα χιλιόμετρο μακριά. Η κοπέλα του βάδιζε δίπλα του χαμογελαστή παρά την συγκίνηση. Βαστούσε ένα μικρό δέμα που θα του το έδινε όταν πλέον θα χωρίζανε. Με τιμές τους ξεπροβόδιζαν τότε, μονάχα που αυτή τη στιγμή φάνταζε γελοίο. Το ζευγάρι στάθηκε μπροστά στην αποβάθρα της αμαξοστοιχίας. Ο Χαλς φόρτωσε τον παραφουσκωμένο του σάκο και κατέβηκε να την αποχαιρετήσει. Το πρόσωπό της ήταν θλιμμένο και εκείνος έμεινε να βαστά τρυφερά τα χέρια της δίχως να ξεστομίζει λέξη. Είχε τα μάτια του μέσα στα δικά της, ο πόνος του κόσμου δεν τον άγγιζε.
΄΄Τι θα ήταν η άδειά μου δίχως εσένα; Η ζωή μου...΄΄
΄΄Έχε γεια αγάπη μου...΄΄ψιθύρισε εκείνη.
΄΄Μη μου στεναχωριέσαι....Κοίτα πόσο όμορφη μοιάζει η μέρα...Θα γυρίσω...΄΄
Τα βαγόνια έτριξαν. Έφευγαν. Οι στρατιώτες κρέμονταν από τα παράθυρα, φιλώντας ένα χέρι, ένα σπλάχνο. Παντού γύρω του υπήρχαν άνθρωποι συγκινημένοι και εκείνον τώρα τον πήραν τα κλάματα.
Μέσα στη θολούρα του και παρατηρώντας την απραξία του νεαρού Ρώσου, έκανε την κίνηση να ψαχουλέψει στην τσέπη του, μήπως και έβρισκε κάποια κονσέρβα. Ο Αλεξέι το πρόσεξε και τον σημάδεψε με το όπλο του ξανά.
«Τι κάνεις εκεί; Αν προσπαθήσεις να με καθαρίσεις, θα χύσω τα μυαλά σου στο χώμα» του γρύλισε στα αγγλικά, μα ο Χαλς συνέχισε την κίνησή του παρουσιάζοντας μία κονσέρβα.
«Θέλεις;» τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε. Ο Αλεξ την κοίταξε επίμονα για λίγες στιγμές. Τι να ήθελε; Τίποτε δεν κατέβαινε και αν τύχαινε έστω και το σάλιο του να λοξοδρομήσει, το στομάχι του άφριζε.
Δεν έδωσε καμία απάντηση. Μαζεύτηκε απλώς στην απέναντι πλευρά κοιτώντας το κενό. Ο Χαλς από την ταραχή και το άγχος δεν άντεχε να κρατήσει την κονσέρβα. Τα τρεμάμενα χέρια του με το ζόρι άρπαζαν την μπουκιά, φθάνοντάς την ως το στόμα. Τα μάτια του Αλεξ γέμισαν δάκρυα που αφέθηκαν να κυλήσουν ίσως λυτρωτικά. Εξάλλου η σκηνή τους προκαλούσε οίκτο, ακόμη και στην πιο σκληρή καρδιά. Τα ίδια άτομα, παρέα με φίλους και οικογένεια, θα μπορούσαν να επισκεφθούν μία μέρα ο ένας τη χώρα του άλλου. Ο Χαλς θα βαστούσε το χέρι της κοπέλας του και ο Αλεξ θα σταματούσε σε κάποιον φούρνο στο Βερολίνο με την παρέα του. Σήμερα ήταν δυο εχθροί σε μία ποντικότρυπα, παρέα με κουφάρια που αργά παραδίνονταν στη βορά των σκουληκόμυγων. Ο Γερμανός τον παρακολουθούσε, μέχρι που κάνοντάς του σήμα, του έδωσε μία φωτογραφία με δύο ακόμη αγόρια.
«Φίλοι δικοί μου. Σκοτώθηκαν και οι δυο στο Ανατολικό Μέτωπο. Εσύ θα πεις πως τους άξιζε και είναι λογικό, όμως...»
Σιωπή πάλι. Ο Αλεξέι έριξε μία ματιά πάνω από την τρύπα. Από μακριά μία οχλοβοή ξεχυνόταν. Μία ισχνή, μαύρη γραμμή, πλησίαζε σαν το ρεύμα του νερού που τραβά προς την ακτή. Ήταν οι δικοί του και ήταν χιλιάδες.
«Μάνα μου...Σιβηριανοί» ψιθύρισε ο Χαλς και για δευτερόλεπτα ο Αλεξέι μειδίασε.
«Μην κάνεις έτσι. Είναι φιλικοί αν τους γνωρίσεις καλύτερα» τον ειρωνεύτηκε για να συνεχίσει «Είσαι πολύ τυχερός. Αν δεν είχα επαφές με Γερμανούς στο παρελθόν, ίσως τώρα το κουφάρι σου να έκανε παρέα στα άλλα έξι στη γωνία. Γνωρίζεις τον Όττο Σβάιγκερ;» εκεί τον είδε να γουρλώνει τα μάτια.
«Όλοι μας» μουρμούρισε ξέπνοα.
«Είμαι ο Ρώσος που έσωσε και μάλιστα δύο φορές»
«Εσύ; Πώς; Θέλω να πω...»
«Η γερμανική του μεγαλοψυχία με έκανε στο τώρα να σκεφτώ να μην σου αφαιρέσω τη ζωή. Όταν σκορπάς καλοσύνη, το σύμπαν στην ανταποδίδει. Αυτό το μάθημα πήρα. Ό,τι καλό έκανε ο Όττο στους άμαχους και σε εμένα, το εισέπραξε πίσω. Θα έδινα τη ζωή μου για εκείνον δίχως σκέψη, θα έχει πάντα την πλάτη μου για προστασία και τον ώμο μου για στήριξη. Είμαι Κόκκινος, μα στην ουσία είμαι απλώς ένα παιδί όπως εσύ. Ξεκίνησα με όνειρα που ο Αδόλφος σου μου διέλυσε και ο Στάλιν ροκάνισε. Αν πολεμώ, το κάνω για την πατρίδα μου. Το σπίτι μου στο Βορονέζ καταστράφηκε ολοσχερώς. Γιατί; Εσένα προσωπικά τι σου έχω κάνει ώστε να επιθυμείς να μου διαλύσεις την περιουσία και τα όνειρα;»
«Τίποτε» απάντησε ο Χαλς.
«Επομένως τώρα γνωρίζεις» έκανε παύση «Και αυτοί δεν είναι Σιβηριανοί. Πράγματι όμως στη μάχη της Μόσχας είχαν χρησιμοποιηθεί Σιβηριανές μεραρχίες και έχω ένα φίλο που πολεμά στο πλάι μας με καταγωγή από αυτές τις περιοχές» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού κάνει προσπάθεια να σκαρφαλώσει.
«Χαλς» του συστήθηκε δειλά.
«Αλεξέι Φεντόροφ» του απάντησε και εξαφανίστηκε μέσα στην αναστάτωση.
Στο βάθος το δάσος, μακριά από τους οπωρώνες καιγόταν. Ξέπνοοι στρατιώτες πλησίαζαν κουβαλώντας τους σακατεμένους. Η ζώνη θανάτου έσφιγγε ξανά. Σαν κατόρθωσε να επιστρέψει μιας και οι Γερμανοί οπισθοχωρούσαν, βρήκε τον Ντίμα σχεδόν καθιστό, να κλαίει με λυγμούς. Στη θέα του ξαδέρφου του, έτρεξε σαν μεθυσμένος, σχεδόν τρεκλίζοντας και τον αγκάλιασε σφιχτά δίχως λέξεις. Ο Όττο κατανοούσε το δράμα τους. Το είχε ζήσει όπως και τόσοι άλλοι φίλοι που είχαν αποχωριστεί με αυτόν τον φρικτό και μακάβριο τρόπο. Ο Γκαμπριέλ πάντοτε μοναχικός, δύσκολος στην έκφραση των συναισθημάτων, παρακολουθούσε με θλίψη έναν Ιωσήφ που αγκάλιαζε σφιχτά τον ανιψιό και τον γιο του με χέρια ματωμένα. Η μάχη όμως εξακολουθούσε να μαίνεται με τους Ρώσους να μην υπολογίζουν τις βαριές απώλειες. Όλα προμήνυαν την Κόλαση που θα ακολουθούσε. Τα Τ-34 ετοιμάστηκαν με σκοπό να διαλύσουν έναν οικισμό όπου βρίσκονταν ταμπουρωμένοι οι Γερμανοί. Ο Θεός με βεβαιότητα παρακολουθούσε τα δημιουργήματά του να αλληλοσπαράζονται δίχως τύψεις. Ίσως γι' αυτό εδώ και χρόνια τους είχε γυρίσει την πλάτη.
Τ-34 : Πρόκειται για ένα από τα πιο διάσημα άρματα μάχης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου: Το σοβιετικό τανκ Τ-34 βγήκε από τη γραμμή παραγωγής το καλοκαίρι του 1940 και πέντε χρόνια μετά βρισκόταν στους δρόμους του Βερολίνου-
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro