Dόbry Molodets/ part 1 (γενναία νιάτα)
΄΄Άραγε μπορούμε να ξεχάσουμε εγώ και εσύ το 43; Θυμάσαι η μάχη του Κουρσκ τότε φλεγόταν. Και ο Σοβιετικός στρατιώτης περνώντας στην αθανασία, ήταν πιο δυνατός από τη φωτιά, πιο γερός από το μέταλλο...΄΄
Σοβιετικό Τραγούδι
Ο κύβος ερρίφθει για ακόμη μία φορά και ο Χίτλερ επιθυμούσε μία νίκη που θα έλαμπε σαν φάρος στο κόσμο. Τι θα της εξασφάλιζε ωστόσο την λάμψη; Κανείς δεν έβλεπε το σκοτάδι που είχε τυλίξει τον κόσμο σφίγγοντάς τον σαν μέγγενη; Ταλαντευόμενες πότε μπρος και πότε πίσω, οι θανάσιμες συγκρούσεις θέριζαν δίχως τύψεις τις ανθρώπινες ζωές. Μικρά σταυροδρόμια, τα υπερασπίζονταν οι μαχητές μέχρι το τελευταίο φυσίγγιο, ένα τμήμα από ελώδες έδαφος, αποκτούσε άξαφνα περισσότερη σημασία και σπουδαιότητα από μία ζωή. Μέσα σε αυτήν την άγρια ζούγκλα, πέθαιναν ψυχές γενναίες, ψυχές που θα χάνονταν για πάντα σε τάφους δίχως ονόματα. Καθώς βάδιζαν, τα μάτια του Όττο γέμιζαν δάκρυα τα οποία άλλοτε κυλούσαν σιωπηλά και άλλοτε έμεναν μετέωρα σαν να θεωρούνταν ντροπή να ξεκολλήσουν από τα κουρασμένα μάτια του. Η συγκίνηση άλλαζε το χρώμα τους, συχνά καθρέπτιζε το φρέσκο φύλλωμα των δέντρων. Τα βρώμικα χέρια του υψώθηκαν για να τα σκουπίσουν. Πάλι σκεφτόταν τον Στάινερ. Όσο για την περίπτωση του Βίγκμπερτ, αυτός θα πλήρωνε ακριβά κάθε αμάρτημα ακόμη και αν ήταν η τελευταία μάχη, η τελευταία ψυχή που ο Όττο θα έπαιρνε μαζί του στην Κόλαση.
«Ίσως τον συναντήσουμε στον...γυρισμό. Αν όλα πάνε καλά» ακούστηκε η βραχνή φωνή του Αλεξέι, πετώντας τον Όττο έξω από την ενοχική βόλτα στα παρελθοντικά λημέρια «Τον Στάινερ εννοώ»
«Πάντα μόνος θα είναι, Αλεξέι, εκεί που βρίσκεται. Τον τάφο του ίσως τον βανδαλίσουν, αν αντιληφθούν πως ανήκει σε Γερμανό. Δεν του αξίζει και ας είχε το τατουάζ της ομάδας αίματός του κοντά στη μασχάλη»
«Πιο σιγά γιατί και εσύ το έχεις. Οι περισσότεροι, βασικά σχεδόν όλοι, δεν έχουν ιδέα από πού προέρχεσαι, αλλιώς θα χανόσουν στα βάθη της Ρωσίας δίχως επιστροφή ή θα πέθαινες επιτόπου» έκανε παύση «Μα, πώς στο καλό σου ήρθε η ιδέα να μπεις στους Ες-Ες;» ρώτησε σιγανά.
«Πώς θα ενημερωνόμουν για τα φασιστικά κουτσομπολιά από πρώτο χέρι; Να μου πεις, ίσως αν γινόμουν επιστάτης, να τα μάθαινα ακόμη νωρίτερα, αλλά βλέπεις τα ατίθασα νιάτα με παρότρυναν σε κολασμένα μεγαλεία. Μην ξεχνάς πως είχα στο μυαλό μου να σβήσω τον πατέρα μου από τον χάρτη. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα και μετά απλώς αποφάσισα να μείνω μήπως και...»
«Και μεταφερόσουν εδώ για να μας δώσεις ένα μάθημα» χαμογέλασε ο Άλεξ «Μας έδωσες ένα σπουδαίο και εγώ απέκτησα έναν ακόμη απροσδόκητο φίλο. Ο άλλος είναι ο Τόμας, ο Αμερικάνος. Καθώς γνωρίζεις οι πατρίδες μας προσομοιάζουν με κακές πεθερές»
Μπροστά τους φάνηκε μία πράσινη έκταση. Κάποτε, ήταν ίσως ένα πυκνό δάσος, με ποώδη βλάστηση και μεγαλόπρεπα πεύκα. Ο αέρας πλημμύριζε από το κελάηδημα των πουλιών που ερχόταν μέσα από τους θάμνους και από ψηλά πάνω στις σημύδες. Τα ξαδέρφια έκαναν την ίδια σκέψη. Καλοκαίρια και Φθινόπωρα επάνω στις σκεπές των Ίσμπα, τραγούδια μέχρι το ξημέρωμα, γέλια ασταμάτητα και βουτιές στον Ντον. Πλέον, τραυματισμένοι ψυχικά όδευαν για το τελευταίο χαστούκι στον φασισμό και ναζισμό πριν προελαύσουν ως το Βερολίνο. Η μόνη αλοιφή που είχαν για το τραύμα, ήταν η συντροφικότητα. Ο Γκαμπριέλ κοίταξε επίσης γύρω του τη γη, η οποία σαν ήταν γαλήνια, ανασκάφτηκε από μία ατελείωτη αλυσίδα βομβών και οβίδων πυροβολικού. Οι φρέσκιες φυλλωσιές δεν τολμούσαν να ξεπροβάλλουν, από ενδόμυχο φόβο μήπως καταστρέφονταν ξανά. Η φύση απέστρεφε με οδύνη το πρόσωπό της από το σκηνικό των κρατήρων που είχαν δημιουργήσει οι χειροβομβίδες και οι βόμβες, από τους χοντρούς κορμούς των δέντρων που είχαν ξεσκιστεί από τις ριπές των πολυβόλων.
Ο Σεργκέι ωστόσο, περνούσε κάθε μέρα και πιο δύσκολα. Συχνά έτρεμε το κορμί του και ας είχε ζεστάνει ο καιρός εν όψει καλοκαιριού, ενώ τα βράδια, ταλανιζόταν από εφιάλτες. Τώρα, στεκόταν πράγματι μπροστά από ένα εφιαλτικό σκηνικό, σαν αυτά που συχνά τον στοίχειωναν. Κουρελιασμένα κλαδιά από δέντρα που πέθαιναν, εκτείνονταν με αγωνία προς τον ουρανό σαν να ικέτευαν για σωτηρία, δίχως ίχνος ζωής μέσα στην Κόλαση που ο άνθρωπος για ακόμη μία φορά είχε δημιουργήσει. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, η ατμόσφαιρα πνιγηρή από τον καπνό και τη σκόνη της προηγούμενης μάχης, ενώ ο ήλιος κάποτε εμφανιζόταν σαν πορτοκαλί λάμψη του δευτερόλεπτου. Ο θερμός σχετικά άνεμος ήταν βαρύς και σάπιος από τη δυσωδία των νεκρών στρατιωτών και αλόγων, τα οποία είχαν τουμπανιάσει αλλόκοτα μέσα στην καλοκαιρινή ζέστη του 43.
Κοντά εκεί, υπήρχε κάποτε ένα χωριό που ξεχώριζε από τις γραφικές ξύλινες αγροικίες και τα σπίτια με τις επικλινείς στέγες που είχαν μία λεπτή επίστρωση από βρύα. Τα παράθυρα ήταν κλειστά με προσεκτικά φτιαγμένα κασώματα, έξοχα σκαλισμένα με στυλάτη ρωσική διακόσμηση που είχε φτιαχτεί καιρό πριν. Τα σπίτια είχαν συνήθως μία στεγασμένη είσοδο που πλαισιωνόταν από πάγκους. Πλέον, δεν είχε μείνει τίποτε να θυμίζει αυτήν την ανέμελη εικόνα. Ο νεαρός Γεωργιανός έσυρε με την βία το σώμα του ως εκεί, για να καταλήξει να κάθεται σε ένα παγκάκι σάπιο και κουτσουρεμένο. Η ανάσα που πήρε του φάνηκε ατελείωτη. Ήταν εμφανές πως υπέφερε από βαριά κατάθλιψη και άγχος. Στη θέα του ο Όττο πλησίασε δειλά. Είχε απόλυτη γνώση των συναισθημάτων που ο Σεργκέι έτρεφε για εκείνον καθώς και την πάλης του να τον κρατήσει μακριά. Πράγματι, μόλις τον είδε να κατευθύνεται προς το μέρος του, τα εβένινα σχεδόν μάτια του απόδιωξαν τη θλίψη ανταριάζοντας.
«Φύγε» ψέλλισε «Το τελευταίο πράγμα που επιθυμώ, είναι ο οίκτος ενός φασίστα»
«Έχεις δίκιο. Ούτε εγώ θα τα επιθυμούσα, επομένως τι θα έλεγες για το νοιάξιμο ενός συμπολεμιστή ίσως;» τον ρώτησε.
«Δεν είσαι συμπολεμιστής μου, μήτε σύντροφος. Εγώ τους έχασα τους συντρόφους μου και εξακολουθώ να αναρωτιέμαι για τον λόγο. Βλέπεις ποια είναι η κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση. Ο κόσμος δεν έχει πλούτη. Μία καλυβούλα διαθέτουν στη μέση του πουθενά, για να μην μιλήσω για την κατάσταση στις πόλεις κάποτε, που κοιμούνται σε ένα στρώμα για το οποίο πληρώνουν κιόλας. Εσείς εκεί είχατε ωραία σπίτια μαθαίνουμε. Τι θέλατε από μας; Γιατί μας κυνηγήσατε; Γιατί μας θεωρήσατε κατώτερους; Γιατί πιστέψατε πως δεν είχαμε δικαίωμα ίσης ύπαρξης με εσάς;» τα μάτια του έπαψαν να τον κοιτάζουν και πλέον αφέθηκαν στο κενό. Αυτό το ξέσπασμα το είχε ανάγκη όσο τίποτε. Ο Σεργκέι έμοιαζε πολύ με τον Στάινερ. Ήταν πάντοτε ένα γλυκό και ντροπαλό αγόρι που ποτέ του δεν ζήλεψε την καλύτερη ζωή του Άλεξ και του Ντίμα εξαιτίας της γνωριμίας με τον Στάλιν «Ο Λεβ ήταν εξίσου ένας καλός φίλος για εμένα. Ο τίμιος της παρέας, ο άνθρωπος που στεκόταν στο πλευρό σου σαν είχες πρόβλημα. Αυτοκτόνησε γιατί είχε φιλότιμο, γιατί δεν άντεξε αυτά τα απάνθρωπα που συνέβησαν στο Κατίν και όχι μόνο, στους Πολωνούς αξιωματικούς. Κανένα καθεστώς δεν μοιάζει όμορφο όσο είναι ακραίο. Εγώ παρόλα αυτά, ζούσα ανθρώπινα. Η μητέρα μου μόνο εμένα έχει στη ζωή της, συχνά μου στέλνει γράμματα που δεν τολμώ να ανοίξω από φόβο. Ίσως αν την ξεχάσω, αν ξεχάσω την χροιά της φωνής της απελευθερωθώ από ό,τι εξακολουθεί να με δένει μάταια με τα ανθρώπινα. Ήδη ο διαμελισμός του Νικήτα πέτυχε να σπάσει την μία πλευρά της αλυσίδας»
Ο Όττο του επέτρεψε να ολοκληρώσει. Ο νεαρός βρισκόταν εγκλωβισμένος σε έναν στρόβιλο δυστυχίας. Όλα αυτά και ακόμη περισσότερα τα κρατούσε βαθιά μέσα του για καιρό. Είχε ανάγκη να μιλήσει, όχι απαραίτητα στον Γερμανό, μα η παρουσία του αποτελούσε απλώς μία δικαιολογία ύπαρξης ενός ακροατηρίου. Κοίταξαν γύρω τους αμίλητοι. Η κατεστραμμένη αγροικία παρέμενε ένα άσχημο, μαύρο ερείπιο, με την καμινάδα να ορθώνεται αλλόκοτα και οδυνηρά μέσα από τις στάχτες.
«Σαν και αυτή την καμινάδα στέκομαι και εγώ χρόνια τώρα. Εσύ πάντοτε θα έχεις μέσα σου τις καλές αναμνήσεις. Εγώ γυρεύω την ημερομηνία έναρξης της ζωής μου. Μέχρι τώρα δεν ζω, απλώς υπάρχω. Οι φίλοι μου μονάχα ήταν εκείνοι που με κράτησαν στο φως ώστε να μην τρελαθώ» έκανε παύση και έβγαλε από το σακίδιο εκείνο το τσακισμένο πλέον, ζευγάρι παπουτσιών του Χανς « Μέχρι πριν λίγο διάστημα, πίστευα πως δεν δικαιούμαι να έχω κανέναν δίπλα μου. Πως είμαι ένα τέρας. Ως σήμερα έχω χάσει όλες τις παιδικές μου παρέες, ενώ ο αδερφός μου ξεψύχησε δολοφονημένος στην αγκαλιά μου. Δεν στα λέω για να με συγχωρέσεις μήτε να με δεχτείς. Ίσως πάρεις δύναμη από αυτά και μπορέσεις να συνεχίσεις καθώς διακρίνω μία εικόνα που μου θυμίζει κάτι»
«Τι σου θυμίζει;» τον ρώτησε σιγανά ο Σεργκέι.
«Εμένα όταν είχα χάσει κάθε ελπίδα προτού την ανακαλύψω τυχαία σε αυτά τα παπούτσια» τελείωσε ο Όττο και με το όπλο στο χέρι προχώρησε μπροστά για την επιχείρηση ΄΄Zitadelle΄΄ και τα νέα όπλα τεχνολογίας της πατρίδας του. Μία από τις μεγαλύτερες μάχες ήταν έτοιμη να ξεσπάσει και τα τρένα διαρκώς μετέφεραν οπλισμό στην Ανατολή και τανκς. Από την πλευρά τους οι Σοβιετικοί, πίσω από τα Ουράλια δημιουργούσαν όπλα με μοναδικό σκοπό να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Γερμανία. Η άμυνα είχε μπει σε δεύτερη μοίρα πια, για την ακρίβεια δεν φαινόταν καν στον ορίζοντα. Ο Όττο μαζί με τον Ιωσήφ και τον Ζούκοφ είχαν μιλήσει στον Στάλιν ήδη από τον Απρίλη για το σχέδιο να εξαντλήσουν τους Γερμανούς αμυνόμενοι αρχικά, μέχρι να περάσουν στη χαριστική βολή έπειτα. Ο Ροκοσόφσκι, ο Βασιλιέφσκι και ο Ζούκοφ ήταν μερικοί γνωστοί Στρατηγοί που πήραν μέρος στον αγώνα.
Σκάβοντας κάτω από τον καυτό ήλιο αμίλητοι, ετοίμαζαν την άμυνα. Νάρκες είχαν τοποθετηθεί και κατά το βραδάκι γύρω στις 4 Ιουλίου, ο Ντίμα με τον Γκαμπριέλ είχαν ξεκινήσει την περιπολία. Η Αλεπού της Στέπας κινούνταν αθόρυβα, κάποτε πέφτοντας στο έδαφος και σέρνοντας το κορμί του.
«Αν δεν έρθει ο Χειμώνας, νομίζω πως θα πάθω ασφυξία» μουρμούρισε στον Ντίμα όταν είδαν μία φιγούρα να κάνει το ίδιο με εκείνους «φασιστάκι στον ορίζοντα. Θα τον αιφνιδιάσω» ψέλλισε ο Γκαμπριέλ, ο οποίος μέσα σε κλάσματα, σαν αερικό, κατόρθωσε να ανέβει επάνω σε ένα γυμνό σχεδόν δέντρο, προκειμένου να πηδήξει μπροστά, ακινητοποιώντας τον εχθρό που βογκούσε στα γερμανικά διάφορες βρισιές. Έπειτα από μία ανάκριση με μεταφραστή τον Όττο, τον οποίο ο άλλος κοιτούσε εμφανώς με μίσος, έμαθαν πως είχαν δοθεί τρόφιμα στον γερμανικό στρατό για πέντε μέρες τουλάχιστον. Η μάχη είχε ξεκινήσει και οι ίδιοι έπρεπε να βιαστούν. Μεταξύ τους δόθηκε το σύνθημα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro