Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Συντροφικότητα από Αίμα και Ατσάλι/part 7(τέλος β' μέρους)

Το αρχηγείο του Πάουλους, βρισκόταν στο υπόγειο ενός γκρεμισμένου πολυκαταστήματος.Η υπηρεσιακή ρουτίνα συνεχιζόταν κανονικά και αδιάκοπα. Οι αξιωματικοί υπηρεσίας ετοίμαζαν αναφορές, τα τηλέφωνα χτυπούσαν, οι γραφομηχανές κροτάλιζαν ελαφρώς ενοχλητικά και ο θόρυβος από τις μπότες των ανώτερων αξιωματικών, έτριζαν ασταμάτητα πατώντας επάνω στις σκόνες και τα συντρίμμια. Άπαντες είχαν θορυβηθεί εξαιτίας της στάσης και της κατάληξης του Όττο Σβάιγκερ. Ήταν αδιανόητο να χωνέψουν πως ο καλύτερός τους σκοπευτής, ένας ένοπλος Ες-Ες, θα πετούσε με θράσος το όπλο, βγαίνοντας μπροστά, πηδώντας από την μία πολυκατοικία στην άλλη για να σώσει έναν Ρώσο. Ήταν μία κίνηση σοκαριστική, μιας και κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος γι' αυτήν, μα ούτε και για τις κινήσεις των Ρώσων να τον υπερασπιστούν απέναντι στις γερμανικές βολές. Ήταν τόσο έντονες οι συζητήσεις, που είχαν ξυπνήσει σε ορισμένους το μίσος και την οργή για την προδοσία του, ίσως την στιγμή της μεγαλύτερης ανάγκης.

Μολαταύτα, οι φωνές διαμαρτυρίας, οι γραφομηχανές και τα νευρικά βήματα, κόπαζαν, σαν εμφανιζόταν στον διάδρομο ο Πάουλους, με την χλαίνη και τον γούνινο γιακά και το μονίμως συνοφρυωμένο πρόσωπο. Πάλευε να διατηρήσει τις καθημερινές του συνήθειες και όλη αυτή η αντιθετική αταραξία, δεν κουβαλούσε καμία συνοχή σε σχέση με την καθημερινότητα. Μετά την ρωσική αντεπίθεση, τίποτε δεν ήταν το ίδιο και ακόμη και εκείνοι που μέχρι τότε, κατόρθωναν να παραμείνουν χορτασμένοι, πλέον λιμοκτονούσαν.

Η περηφάνια είχε κλονιστεί, η αλαζονεία το ίδιο, ενώ ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι καταριούνταν πλέον τον Φύρερ. Κανείς τους μάλλον δεν είχε συνειδητοποιήσει, πως έφερε ο ίδιος το στίγμα του καταραμένου από την πρώτη στιγμή που είχε αναλάβει την εξουσία. Οι μέρες ήδη του Δεκεμβρίου είχαν γίνει μικρότερες και οι παγωμένες νύχτες μεγαλύτερες. Πάνω από τα κεφάλια τους απλωνόταν μία τρομερή, ψυχρή απεραντοσύνη, γεμάτη φωτεινά κρύσταλλα που κάποτε ονομάζονταν αστέρια.Ποιος θα το φανταζόταν πως αυτοί οι άνδρες βρίσκονταν στον δρόμο της καταδίκης για την ξεχασμένη ανθρωπιά τους; Η τρυφερότητα, η θλίψη και οι φωνές ενώθηκαν με την αίσθηση της δύναμης του αδελφικού δεσμού ανάμεσα στους συμπολεμιστές. Μίας δύναμης όμως, μοιραία στη δύση της.

Μέσα από τα λαγούμια, τα βουνά από τούβλα και τα πέτρινα ερείπια, μέσα από τους άθαφτους νεκρούς, ακουγόταν ο θρηνητικός ήχος μίας φυσαρμόνικας, την οποία συνόδευε ένα εξίσου καταθλιπτικό τραγούδι από τους Γερμανούς στρατιώτες. Πολλούς τους ταλαιπωρούσε η μνήμη. Αχ, γιατί να έχει ο άνθρωπος μνήμη; Γιατί να γυρνά σε όλους τους τόπους φρίκης; Στα γκέτο και τα στρατόπεδα; Στους νεκρούς που κείτονταν μπερδεμένοι φρικιαστικά μεταξύ τους, με τα μάτια και τα στόματα ανοιχτά από τον τρόμο των τελευταίων τους στιγμών, άκαμπτοι από την παγωνιά, με τα κρανία τους ανοιγμένα και τα πόδια τους τυλιγμένα σε επιδέσμους και αλοιφές για τα κρυοπαγήματα; Γιατί αυτή η σατανική παραίσθηση να τους ταλανίζει; Ίσως για να διδαχθούν από τα λάθη τους, ίσως για να αναθεωρήσουν και να δουν την ουσία της ζωής, ίσως για να αηδιάσουν από το ανθρώπινο γένος και να βροντοφωνάξουν ένα Ποτέ ξανά, με φόβο να μην επαναληφθούν όλα αυτά μελλοντικά. Γιατί η ιστορία αποδεδειγμένα και μοιραία επαναλαμβάνεται.

Ο Όττο προσπαθούσε να πλάσει νέες αναμνήσεις. Η ισορροπία μέσα του δεν είχε επέλθει, ήταν ακόμη μπερδεμένος ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα στον Γερμανό και τον Ρώσο, το τώρα και το κάποτε. Αν κάτι είχε πράγματι αλλάξει μέσα του, ήταν η εικόνα που είχε για τον εαυτό του. Το κακοποιημένο αγόρι είχε πια ωριμάσει. Είχε μάθει να ξεχωρίζει τα όρια της ευθύνης και ανευθυνότητας. Σε όλη του τη ζωή, ακόμη και μέσα από τα λάθη του, είχε προσπαθήσει να βοηθήσει. Τους άμαχους, τους Εβραίους, ακόμη και τους στρατιώτες, όπως τον Άντριου όταν είχαν εγκλωβιστεί πίσω στην Πολωνία, τον Κοχ και φυσικά τον Αλεξέι, ο οποίος τώρα τον πλησίαζε ελαφρώς τρεκλίζοντας με μάγουλα κατακόκκινα.

Ο ξανθός νεαρός με πολύ κόπο, σχεδόν σέρνοντας αδύναμα τα πόδια του, βαστιόταν από τον ώμο του Ιωσήφ. Αμήχανος ακόμη και με την στολή των Κόκκινων, προχωρούσε σκυφτά.

«Χαίρομαι που σε βλέπω να...» άρχισε ο Άλεξ.

«Σέρνομαι;» η επικριτική απάντηση ήρθε. Κατόπιν κοίταξε τον Ιωσήφ «Ο...κύριος Φεντόροφ, ο μπαμπάς σου με έπεισε. Θέλω να πω, είναι πολύ καλός» κοκκίνισε ξαφνικά και ο άνδρας χαμογέλασε πλατιά.

«Θα σε υιοθετήσουμε τότε» πρόφερε ο Άλεξ κοιτώντας τον πατέρα του «Μην τον βλέπεις έτσι, αυτός είναι ο αληθινός πατερούλης και μάλιστα διεθνώς. Οι γιοι και οι κόρες του δεν έχουν σύνορα. Φαντάσου, έχει τυπικά υιοθετήσει και τον Τόμας, τον Αμερικάνο φίλο μου και ας νιώθει ρίγη στη θέα του. Καταβάθος τον αγαπά. Επομένως, μιας και δεν έχεις κάποιον, ευχαρίστως μπορείς να νιώθεις το σπίτι μας και δικό σου»

Ο Όττο δεν είπε λέξη. Πατέρας και γιος κοιτάχτηκαν συνωμοτικά.

Από το βάθος, ο Στρατηγός Τσουικόφ έκανε την εμφάνισή του. Στη θέα του Όττο για λίγο σταμάτησε το βάδισμα. Δεν είχε ιδέα πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το παράδοξο θέαμα. Ευτυχώς, την λεπτομέρεια του τατουάζ με την ομάδα αίματος, ελάχιστοι την γνώριζαν.

«Ο περίφημος Όττο Σβάιγκερ» μούγκρισε σκεφτικός.

«Ο Στρατηγός Τσουικόφ. Είναι τόσο απελευθερωτικό, να μπορώ ανθρώπινα να δίνω το χέρι μου σε έναν διάσημο Στρατηγό, ξακουστό. Αν φυσικά το δεχτείτε» η φωνή του σταθερή και στεντόρεια.

Ο Τσουικόφ του το έδωσε.

«Αφού δεν είναι απάνθρωπα υψωμένο στον αέρα, δεν βρίσκω το λόγο να αρνηθώ»

«Ποτέ μου δεν χαιρετώ με υψωμένο χέρι. Αυτό θα σήμαινε υποταγή στους Ναζί και τον Φύρερ. Στη ζωή μου δεν υποτάχθηκα. Μπορεί να έκανα λάθη, μπορεί να αισθανόμουν αρχικά προσωπική αντιπάθεια για τους Ρώσους, έχοντας σχηματίσει τη δική μου γνώμη, μα ποτέ δεν χώνεψα τις φρούδες ελπίδες που ο Φύρερ και το κακόφημο, αλήτικο, εγκληματικό παρεάκι, πάλεψαν να με ταΐσουν»

Ο Τσουικόφ το σκέφτηκε για λίγο στενεύοντας τα μάτια του.

«Ξέρεις, στη στολή σου, μου είπαν πως βρέθηκε ένα σημειωματάριο, κάτι σαν ημερολόγιο. Μέσα εκεί αναγράφονταν γερμανικά ονόματα. Επίσης, έμαθα πως μία αντίστοιχη λίστα, βρίσκεται στα χέρια του Ιωσήφ. Εξήγησέ μου μερικά πράγματα γι' αυτή»

Ο Όττο πήρε μία βαθιά ανάσα.

«Αρχικά, να σας πω πως προοριζόταν για εσάς μέσω του Αλεξέι. Στη λίστα αναγράφω όλα τα ονόματα των εγκληματιών πολέμου τους οποίους οφείλετε, δίχως δισταγμό, να εκτελέσετε. Εγώ και ακόμη ένας αξιωματικός, παλέψαμε να εισέλθουμε σε όλα τα Κολαστήρια, προκειμένου να συλλέξουμε αυτά τα ονόματα. Από ένα σημείο και μετά, σχεδόν αισθανόμουν την ήττα μας, ίσως πολύ πιο πριν και από την μάχη στη Μόσχα. Μία χώρα αχανής θα μας κατάπινε, ε και επιπλέον με τον Φύρερ να χαρίζει απλόχερα τις εντολές των γελοίων ψευδαισθήσεών του, η ήττα από διαίσθηση μετατράπηκε σε βεβαιότητα»

Ο Τσουικόφ φάνηκε να ικανοποιείται.

«Θα χρειαστεί να μας απαντήσεις σε αρκετές ερωτήσεις. Η συμμετοχή και η συνεργασία σου δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης» κοίταξε τον Ιωσήφ με νόημα και αποχώρησε κατόπιν, χαιρετώντας.

«Είναι λογική η αντίδρασή του» σχολίασε ο Όττο.

«Και αναλόγως, είναι ευδιάθετος. Σύντροφε Σβάιγκερ, πάμε στα ατμόλουτρα» χαμογέλασε ο Αλεξ.

Ο Όττο επιτέλους ήλπιζε, πως τώρα έκανε απόσβεση για τις καλές του πράξεις. Το παγωμένο, πληγωμένο και ταλαιπωρημένο του κορμί, θα ερχόταν σε επαφή με ζεστά ύδατα. Η ιδέα φάνταζε παραδεισένια, μα κατά πώς φάνηκε δεν ήταν μόνοι τους. Εκεί, βρίσκονταν ήδη ο Ντίμα και ο Σεργκέι, ο οποίος μόλις τον είδε, αμίλητος, σηκώθηκε και ξεκίνησε να αποχωρεί. Ο Γερμανός ένιωσε άσχημα, μα η κατανόηση ήταν απαιτούμενη. Ο λαός αυτός είχε υποφέρει πολλά δεινά, θηριωδίες που ήταν δύσκολο έως ακατόρθωτο να ξεχαστούν. Ακόμη χειρότερα, ο Σεργκέι είχε πυροβοληθεί από εκείνον καταλάθος, στο πεδίο της μάχης. Καθώς πάλευαν να τον τοποθετήσουν στα ζεστά νερά, ο Ντίμα μειδίασε από απόσταση. Η δική του στάση, ήταν ηπιότερη. Υπήρξε μάρτυρας του άλματος και των εξομολογήσεων του Άλεξ.

«Αυτά!» έβαλε μία τελεία σε έναν ανύπαρκτο διάλογο «Μερικοί άνθρωποι, παραδόξως, είναι πλασμένοι για να βρίσκονται μαζί. Αυτή η λογική δεν ανθίζει μονάχα στο ερωτικό κομμάτι. Αν για κάτι χαίρομαι, είναι για αυτή σας την ένωση. Χωριστά ήσασταν δυστυχισμένοι. Για πολλά μπορώ να αμφιβάλω, μα όχι για την ανιδιοτελή σας αγάπη. Οι περισσότεροι από εμάς, δεν θα την κατανοήσουμε ποτέ. Μην μας παρεξηγείτε. Έχουμε χάσει τόσα πολλά, έχουμε δει άλλα τόσα και κανένας ποτέ δεν βρέθηκε για να μας αλλάξει τη γνώμη. Ο ερχομός σου, θα το αλλάξει αυτό, σε βάθος όμως χρόνου. Όλα θέλουν τον χρόνο τους» τελείωσε με ένα αμήχανο χαμόγελο. Κανέναν δεν κοιτούσε στα μάτια. Και οι τρεις τους χαμογέλασαν και ας μην αλληλοκοιτάχτηκαν ποτέ.

———————

Ο υπασπιστής του Πάουλους, Συνταγματάρχης Άνταμ, για ώρες ξεροστάλιαζε μπροστά από μία ανοιχτή βαλίτσα. Είχαν περάσει τη νύχτα καίγοντας έγγραφα, ακόμη και τον μεγάλο προσωπικό χάρτη του Πάουλους και ας τον θεωρούσαν κάτι σαν ιερό πολεμικό κειμήλιο. Εκείνη τη νύχτα ο Πάουλους δεν κοιμήθηκε.

«Όταν ήμασταν παιδιά, θαρρώ πως προσπαθούσαμε να φανταστούμε την ημέρα της Κρίσης. Τελικά δεν μοιάζει με όλα όσα πιστεύαμε. Με φλόγες και κάρβουνα πυρακτωμένα. Είναι αυτό που έρχεται»

Από την πρώτη στιγμή που περικυκλώθηκαν, είχε καταλάβει πως οι δυνάμεις του ήταν ανίκανες να πολεμήσουν. Είχε πει στον αιθεροβάμων εγκληματία Χίτλερ, πως έπρεπε κατά τη γνώμη του να σπάσουν στα νοτιοδυτικά τον κλοιό, σε συνεργασία με τον Μανστάιν. Στις 31 Ιανουαρίου έλαβε τελικά μία απάντηση. Ο Χίτλερ τον προήγαγε σε αρχιστράτηγο. Είχε ανταμειφτεί με τον Σταυρό του Ιππότη. Τότε κατάλαβε, πως ο Φύρερ τον αντιμετώπιζε σαν να είχε ήδη χαθεί και η προαγωγή να ήταν μία μεταθανάτια, καλή είδηση. Φυσικά, ήθελε δήθεν να δημιουργήσει την εικόνα του ήρωα του Στάλινγκραντ. Η προπαγάνδα είχε μετατρέψει τον στρατό του σε άγιους και οσιομάρτυρες. Αυτοί όμως, ήταν ακόμη ζωντανοί, γεμάτοι ψείρες, κρυοπαγήματα, αρρώστιες και τρόμο. Το ραδιόφωνο πίσω στην πατρίδα τους, έπαιζε προς τιμήν τους, πένθιμη μουσική. Εκείνοι όμως ζούσαν ακόμη, ζέσταιναν τα κατακόκκινα, ξυλιασμένα τους δάχτυλα, σκέφτονταν να τραυματιστούν ή να παραδοθούν, κάτι, οτιδήποτε για να βρουν τη λύτρωση.Πίσω στη Γερμανία, στα ραδιόφωνα τραγουδούσαν οι παιδικές χορωδίες : Πέθαναν για να ζήσει η Γερμανία.

Όλα πλέον ήταν διαυγή σαν το φρέσκο ηλιόλουστο φως της Άνοιξης.

«Έρχονται!» ακούστηκε η φωνή του Άνταμ. Ως υπασπιστής ωστόσο στρατάρχη, στάθηκε εντελώς ακίνητος, με τα χέρια ακουμπισμένα στη ράχη μίας καρέκλας. Η πόρτα από στιγμή σε στιγμή θα άνοιγε διάπλατα. Ο Πάουλους έγειρε πίσω, μακριά από το τραπέζι.Έσφιξε νευρικά τα χείλη του. Αν ο Φύρερ επιθυμούσε θέατρο, ήταν έτοιμος να παίξει. Σύντομα, αυτό το δωμάτιο που βρισκόταν σε ένα σκοτεινό υπόγειο,θα γινόταν αντικείμενο έρευνας από εκείνους που κατοικούσαν στην επιφάνεια. Φοβόταν πως θα αντίκριζε πολεμοχαρείς βάρβαρους και όχι εκπροσώπους της Ανώτατης Σοβιετικής Διοίκησης. Τι του επεφύλασσε το μέλλον; Σιβηρία; Στρατόπεδα εργασίας; Φυλακή στη Μόσχα;

Εκείνη τη νύχτα, σχεδόν ένα μήνα μετά, ο Όττο από το παράθυρο του νοσοκομείου, αντίκρισε φωτοβολίδες πάνω από τον ουρανό του πολύπαθου Στάλινγκραντ. Οι ασθενείς ξεκίνησαν να ουρλιάζουν ο ένας μετά τον άλλο. Χαμόγελα, ρωσικά τραγούδια, άκομψες αγκαλιές. Ο γερμανικός στρατός είχε παραδοθεί. Ο κόσμος ήταν έτοιμος να διασχίσει ξανά τον Βόλγα, να επιστρέψει πίσω στις κουβαριασμένες του αναμνήσεις. Ο Όττο χαμογέλασε. Στο μυαλό του, σχημάτισε την εικόνα ενός πέτρινου αετού να κατακρημνίζεται. Του αετού του Τρίτου Ράιχ. Από το βάθος, ο Άλεξ ερχόταν τρέχοντας. Σταμάτησε μπροστά του βαριανασαίνοντας, βέβαιος ωστόσο πως ο φίλος του θα χαιρόταν.

«Νικήσαμε!» του φώναξε.

«Νικήσατε μάλλον» ψέλλισε ο Όττο.

«Όχι. Εμείς νικήσαμε, εμείς οι ενάντια στον φασισμό, επομένως και εσύ μαζί μας»

Την ημέρα εκείνη, όντας καλύτερα σχετικά με τον τραυματισμό του, του ζητήθηκε κάτι που στ' αλήθεια δεν καρτερούσε. Θα έκανε τον διερμηνέα κατά την ανάκριση του Πάουλους. Θα ήταν δίπλα στον Ιωσήφ να τον βοηθά και να συμπληρώνει πληροφορίες. Οι Ρώσοι θα έδιναν έτσι ένα γερό χαστούκι στους Φρίτσιδες. Το καλύτερό τους όπλο, δεν τους ανήκε πια.

Οι άνθρωποι που διέσχιζαν τον Βόλγα, έμοιαζαν πλασμένοι και αυτοί θαρρείς από ομίχλη. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, κανείς δεν τους έστελνε εκεί. Μονάχοι τους πήγαιναν. Στρατιώτες και εργάτες, πυροβολητές, μηχανικοί, νέοι και γέροι. Φυσαρμόνικες και ακορντεόν έπαιζαν, οι στρατιώτες αγκαλιάζονταν με τους ντόπιους, αυτοκίνητα κορνάριζαν. Η πόλη ωστόσο, εξακολουθούσε να δίνει την αίσθηση πως τίποτε δεν είχε αλλάξει. Πως ήταν ακόμη νεκρή. Πώς ήταν δυνατόν το τέλος ενός μακελειού να προκαλεί καταβάθος θλίψη; Ίσως γιατί η πόλη ήταν άδεια. Το κέντρο αυτό της μάχης κατά του φασισμού, πλέον ήταν ένα βουνό από ερείπια και πτώματα, σε μία μνήμη που ξεθώριαζε.

Εκείνη την ημέρα, εφημερίδες από όλον τον κόσμο περιέγραφαν τις λεπτομέρειες της παράδοσης των Γερμανών. Άνθρωποι από την Αμερική ως την Ινδία, μπορούσαν να διαβάσουν για το πώς υποβλήθηκαν σε προκαταρκτική ανάκριση οι Γερμανοί Στρατηγοί, ακόμη και τι φορούσε ο Πάουλους ή ο Στρατηγός Σμιτ. Κάπου όμως ανάμεσα στα νέα αυτά, μιλούσαν και για εκείνον τον Γερμανό με το υπεράνθρωπο άλμα σωτηρίας του Ρώσου φίλου του. Τα αιώνια γεράκια όμως, ο Χίτλερ, ο Τσώρτσιλ και ο Ρούσβελτ, αναζητούσαν πια νέα πεδία αντιπαράθεσης. Η απανθρωπιά έμοιαζε με έναν ατελείωτο συμφεροντολογικό δρόμο. Ο δε Στάλιν, χτυπώντας το δάχτυλό του στο τραπέζι, ρωτούσε για την μεταφορά των στρατευμάτων από το Στάλινγκραντ σε άλλα μέτωπα.

Ο Πάουλους άφησε το κελάρι του δίχως να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στους Σοβιετικούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Ο Σεργκέι και ο Γκαμπριέλ ήταν παρόντες, κοιτάζοντάς τον με αχόρταγη περιέργεια, κυρίως το καπέλο του από γούνα κουνελιού. Ο Ιωσήφ ήταν επίσης παρών. Για λίγο επικράτησε οχλοβοή με τον υπασπιστή του Πάουλους, Άνταμ, να έχει χάσει την τσάντα του και να την αναζητά μανιασμένα, με τον διοικητή των τεθωρακισμένων να επιμένει σε γελοίες απορίες και με έναν Όττο που περίμενε απομακρυσμένος, στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι και έτοιμος να γελάσει με τις αμήχανες αντιδράσεις τους. Μόλις όμως το βλέμμα του Πάουλους αντάμωσε το δικό του, πάγωσε. Ο στρατάρχης δεν είπε τίποτε και ας ήθελε να πει τα πάντα. Έσφιξε το σαγόνι του και με ένα απροσδιόριστο βλέμμα προχώρησε.

Ο οδηγός που τους μετέφερε φορούσε μία κομψή προβιά. Ο Όττο με βλέμμα σίγουρο, κάθισε δίπλα του.

«Ο Φρίτσης με το άλμα! Παρακολουθείς το θέατρο; Άσε δεν βλέπω την ώρα να τελειώσει όλο αυτό, να μαζευτώ με φίλους και να περηφανευτώ πως εγώ ο ίδιος μετέφερα τον Πάουλους ηττημένο»

« Άστα αυτά και μην τρέχεις πολύ» απάντησε απλά ο Όττο, ενώ ο Πάουλους δεν έλεγε λέξη.

Οι πεζικάριοι, ξετρύπωναν από τα υπόγεια τους Γερμανούς και σαν φάλαγγες τους παράτασσαν στην χιονισμένη γη. Ο Όττο τους είδε να προχωρούν στην αντίθετη από εκείνους κατεύθυνση. Πλέον ήταν εκείνοι που πάλευαν να μην σκοντάψουν και δέχονταν βρισιές και σπρωξίδια. Δύο από αυτούς, μετέφεραν έναν τραυματισμένο συμπολεμιστή τους σε μία κουβέρτα. Ο Όττο πήρε μία βαθιά ανάσα.

΄΄Όλα τελείωσαν. Το παρελθόν ανήκει εκεί ακριβώς που πρέπει. Πήρες μία απόφαση καρδιάς, ακολούθησέ την, σου αξίζει. Η ανθρωπιά σου σε έφερε ως εδώ και όχι στριμωγμένο σε εκείνη τη φάλλαγγα΄΄

«Όλοι αυτοί δεν μοιάζουν με Άριους. Είναι εκπληκτικό το πόσο κοντοί είναι, με γαμψή μύτη και μικρό μέτωπο. Το πόσο ακόμη και οι δήθεν ξανθοί έχουν πρόσωπα γεμάτα σπυριά. Πόσο εντυπωσιακά μοιάζουν με αυτούς τους κατά τη γνώμη τους άσχημους, αδύναμους άνδρες, που το 41 τους οδηγούσαν στα στρατόπεδα εξόντωσης; Πόσο κούφια η προπαγάνδα τους για την τέλεια φυλή;» έκανε παύση κοιτώντας τον Όττο «Ε, εσύ πας και έρχεσαι!» μειδίασε στο τέλος. Η ατμόσφαιρα εντός του αυτοκινήτου, ήταν τεταμένη. Εντός του, υπήρχαν ακόμη ο Ιωσήφ, ο Αντισυνταγματάρχης Μιχαϊλοβ, ο Πάουλους και ένας φρουρός. Ο Όττο χαιρόταν που δεν είχε στριμωχτεί με τους υπόλοιπους.

«Καλά θα πάει αυτό» ακούμπησε πίσω στο κάθισμα και ο οδηγός γέλασε.

«Θα ήθελα πολύ να ακούσω την ιστορία σου...» του είπε.

«Αν έχουμε τρεις ώρες δρόμο, ευχαρίστως» απάντησε ο ξανθός νεαρός. Στιγμές σαν και αυτές, του δινόταν μία ψευδαίσθηση τέλους. Είχε όμως φτάσει;

Από το υπόγειο του διώροφου κτηρίου, όπου βρισκόταν το αρχηγείο της Γκεστάπο, Γερμανοί αιχμάλωτοι έβγαζαν πτώματα Ρώσων. Παρά το κρύο, πλήθος κόσμου, γέρων, γυναικών και παιδιών, είχε συγκεντρωθεί. Οι περισσότεροι από τους αιχμαλώτους, είχαν μία έκφραση αδιαφορίας, σέρνοντας το βήμα τους και ανασαίνοντας την οσμή του θανάτου. Άλλοι είχαν τυλίξει το πρόσωπο με μαντήλια, έχοντας υιοθετήσει μία έκφραση που δεν απείχε και πολύ από την τρέλα. Φρουρός ήταν ο Γκαμπριέλ, ο Σιβηριανός με εκείνα τα διαπεραστικά μάτια, που σε κανέναν δεν περνούσαν αδιάφορα. Ανέκφραστος, σκληρός και λιγομίλητος, από την μία επιθυμούσε να διατηρήσει την τάξη και από την άλλη, σκεφτόταν τη φτωχική του καλύβα σε έναν τόπο, όπου εκείνος διέκρινε μία κάποια μαγεία.

Κάποτε σκεφτόταν και την Τσάρλη. Ο χρόνος προχωρούσε όμως, το ίδιο και οι εξελίξεις. Δεν ήταν καθόλου βέβαιος αν θα την έβλεπε ξανά. Δίπλα του ο Σεργκέι στεκόταν κατηφής. Σιχαινόταν να τσακώνεται με τον Αλεξέι και από την άλλη, δεν ήταν έτοιμος να έρθει σε επαφή με τον Γερμανό. Όχι όσο πτώματα Σοβιετικών, γυμνά σχεδόν με μάγουλα βαθουλωμένα, έβγαιναν κατά χιλιάδες μέσα από τα ερείπια. Ήταν αδύνατον να φανταστεί κανείς, πως κάποτε, αυτά τα σαπισμένα κορμιά με τα βαθουλωμένα μάτια, είχαν ζωή. Γελούσαν, είχαν επάνω τους μία σταλιά λίπος. Τα αγριεμένα μάτια του κόσμου, είχαν συγκεντρωθεί σε έναν Γερμανό αξιωματικό.

«Γιατί δεν μας κοιτάζεις;» τον ρώτησε μία γυναίκα.

Εκείνος, αισθανόταν το συναισθηματικό βάρος του βλέμματος της. Οι Ρώσοι που παρακολουθούσαν βουβοί, ήταν τόσο εχθρικοί, σε σημείο που οι Γερμανοί χαίρονταν να κατεβαίνουν στο υπόγειο, προτιμώντας τη βρώμα και το σκοτάδι, από το φως της καταδίκης που τους καρτερούσε εκεί έξω. Μία κίνηση, θα ήταν αρκετή για να παρασύρει το πλήθος και να τους λιντσάρουν. Βγαίνοντας ξανά έξω, βαστώντας το νεκρό κορμί μίας έφηβης, με δέρμα ζαρωμένο και αφυδατωμένο, η γυναίκα που είχε μιλήσει πιο πριν, ξεκίνησε τώρα να σπαράζει.

«Το κοριτσάκι μου!» Το πλήθος συγκλονίστηκε από τον σπαραγμό της.

Πλησιάζοντας, χάιδεψε τα αλλοτινά, όμορφα, ξανθά της μαλλιά, βλέποντας στο πρόσωπό της, ένα μωράκι γελαστό που κάποτε βαστούσε στην αγκαλιά της και νανούριζε. Τότε, κοίταξε γύρω της και εντόπισε τον Γερμανό αξιωματικό στον οποίο είχε μιλήσει. Τα μάτια της, παρέμειναν εστιασμένα εκεί. Άπαντες είχαν βουβαθεί. Ο Γκαμπριέλ τρομοκρατήθηκε. Εκείνη η μάνα και ο πόνος της, ήταν στα σίγουρα ισχυρότερα από το δικό του όπλο. Η γυναίκα συνέχισε να τον κοιτάζει και τώρα εκείνος την μιμήθηκε. Τα μάτια της κατηφόρισαν ελαφρώς. Πρόσεξε πως από την τρύπια τσέπη του, κρεμόταν ένα βρώμικο αρκουδάκι. Την είδαν τότε να βάζει το χέρι στη δική της τσέπη και πλησιάζοντας, να του δίνει ένα κομμάτι ψωμί. Δεν ήξερε γιατί το έκανε, ποια δύναμη την είχε ωθήσει. Ίσως ήταν μία ανόητη. Όπως βουβά του το παρέδωσε, το ίδιο βουβά αποχώρησε.

Ο Πάουλους, οδηγούνταν στο Αρχηγείο Μετώπου Ντον. Ο οδηγός δεν ανέπνεε από την αφήγηση του Όττο, το ίδιο και ο Μιχαϊλοβ. Ο Ιωσήφ γνώριζε ορισμένα κομμάτια της ιστορίας, μα ο νεαρός Γερμανός ήταν ό,τι πιο εντυπωσιακό τους είχε τύχει.

«Και δεν φοβήθηκες να πιείς το τσάι που σου σέρβιραν στην Καγκελαρία;» ρώτησε ο οδηγός.

«Αν βρισκόταν σε στρογγυλό δίσκο, θα τον γυρνούσα προς την μεριά του Αδόλφου. Αν έπεφτε κάτω σαν στραγγαλισμένος πετεινός, θα γνώριζα τι πήγαινε να κάνει» απάντησε εκείνος.

«Και πώς άντεξες σε αυτό το...Πάπολα;»

«Νάπολα. Ήταν μία Σχολή για εκπαίδευση φρικιών. Ποτέ δεν είπα ότι ήμουν αγγελικά πλασμένος, μα αν επιθυμούσα να μην κινήσω υποψίες, έπρεπε να ανεχθώ και το Πάπολα και το Ναπολα και τη Σχολή Ιπτάμενων Ιπποτών που στα σίγουρα θα ήθελε να ιδρύσει ο Χίμλερ. Πού ξέρεις; Μπορεί αν η προπαγάνδα προχωρούσε, να έλεγαν στον κόσμο πως οι Άριοι, με λίγη παραπάνω πίστη στον Αδόλφο θα έβγαζαν φτερα!» Ο οδηγός κόντεψε να τρακάρει από το γέλιο «Σύντροφε, σταματώ τα κακόγουστα αστεία. Σε αποσυντονίζουν»

«Α, όλα και όλα! Έχουμε πολλά να πούμε. Για συνέχισε, πώς οδηγηθήκατε στον πόλεμο;»

«Με την μέθοδο των τριών. Χίτλερ, Χίμλερ, Γκαίμπελς» γούρλωσε τα μάτια «Φρένο σύντροφε!» του έκανε παρατήρηση και ο Μιχαϊλοβ καταράστηκε με όποια ρωσική βρισιά του ερχόταν.

Τελικά, θα διέμεναν σε μία ίζμπα, ο Πάουλους, ο Στρατηγός Σμιτ και ο Συνταγματάρχης Άνταμ μαζί με δύο πράκτορες της ΝΚVD. Ο οδηγός αγκομαχώντας μετέφερε τις βαλίτσες τους και ο Όττο, κάνοντας τον διερμηνέα, τους είπε πως θα ψαχτούν τα πράγματά τους. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ενημέρωσαν τον Πάουλους πως οι διοικητές του Κόκκινου Στρατού, τον περίμεναν για ανάκριση.

«Τι να πω;» ρώτησε τον Σμιτ και ο Όττο τον άκουσε.

΄΄Ξεκίνα με προσευχές και αν δεν πιάσουν, συνέχισε με κολακίες γύρω από το πρόσωπο του πατερούλη εξηγώντας πως όλα αυτά, ήταν απλώς παρεξήγηση΄΄ σκέφτηκε να του σφυρίξει.

Στο τραπέζι, βρίσκονταν εκτός από τον Ιωσήφ, ο στρατάρχης Βορόνοβ,ο Στρατηγός Ροκοσόφσκυ, ο Κομισάριος του Μετώπου, ένας λοχαγός της ΝΚVD και ένας φωτογράφος. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη στην ίζμπα του Βορόνοβ, με μόνη εξαίρεση τον Όττο που προσπαθούσε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Ήταν τότε που η γκρίζα, σκυφτή φιγούρα του Πάουλους εισήλθε.

«Καθίστε παρακαλώ» του είπε ο Βορόνοβ στα ρωσικά. Ο Πάουλους μισουποκλήθηκε και ένας λοχαγός χτυπώντας τα τακούνια του, έκανε τις συστάσεις. Αποτέλεσμα της απότομης κίνησης, ήταν ένας ξαφνικός βήχας εκ μέρους του μισοκοιμισμένου Όττο.

«Μεταφράζω;» ρώτησε κοιμισμένα.

«Σβάιγκερ!» ψιθύρισε ο Ιωσήφ «Δεν ξεκινήσαμε ακόμα»

«Αργείτε πολύ;» ρώτησε ξανά.

«Βιάζεσαι;» τον επέπληξε, όταν η ομιλία από τον Βορόνοβ ξεκίνησε.

«Στρατηγέ, κατανοούμε την κούρασή σας, είμαστε και εμείς εξάλλου πολύ κουρασμένοι, επομένως θα συζητήσουμε ένα μονάχα θέμα που επείγει».

«Συγγνώμη, μα είμαι Στρατάρχης. Έχω προαχθεί αλλά εξαιτίας των συνθηκών δεν μπόρεσα να αλλάξω τη στολή μου» πρόφερε κοιτώντας έντονα τον Όττο.

«Τρομάρα σου!» ξεκίνησε στα ρωσικά και άπαντες γέλασαν, ανταλλάζοντας ειρωνικές ματιές.

«Λοιπόν, τρομάρα σας Στρατάρχα. Σας ζητούμε να υπογράψετε μία διαταγή, που θα απευθύνεται στα στρατεύματά σας που αντιστέκονται. Θα τους ζητάτε να παραδοθούν» πρόφερε ο Βορόνοβ.

«Θα ήταν ανάξιο για έναν στρατιώτη!» ξέσπασε ο Πάουλους.

«Δηλαδή, το να σωθούν οι ζωές των κατωτέρων σας είναι πράξη ανάξια, την στιγμή που ο διοικητής τους έχει παραδοθεί;» φούντωσε ο Ρώσος.

«Δεν παραδόθηκα, αιφνιδιάστηκα» απάντησε ο Πάουλους.

«Δεν γέλασα, χαμογέλασα» ήρθε η αυθόρμητη μετάφραση του Όττο και ο Βορόνοβ τον κοίταξε έκπληκτος.

«Αυτό είπε;»

«Σαχλαμάρα είπε και κοίταξα να την καλύψω. Το νόημα αυτό ήταν» συμπλήρωσε και ο Ιωσήφ αισθάνθηκε λες και το πνεύμα του Τόμας, είχε εισέλθει στο κορμί του Όττο.

«Μιλάμε για ανθρωπιστική ενέργεια. Θα μας πάρει λίγο καιρό να συντρίψουμε και τους τελευταίους. Η αντίσταση είναι ανώφελη. Σώστε τη ζωή τους, όπως φροντίσατε να σώσετε τη δική σας με την παράδοσή σας»

«Ακόμη και αν το κάνω δεν θα παραδοθούν»

Η συζήτηση έμοιαζε αδιέξοδη, ο Βορόνοβ εκνευριζόταν, το τικ στο πρόσωπο του Πάουλους γινόταν εντονότερο και ο Στάλιν τρωγόταν να μάθει το αποτέλεσμα.

«Η ευθύνη τότε πέφτει επάνω σας και θα είναι βαριά» πρόφερε τώρα ο λοχαγός της ΝΚVD. O Πάουλους τον κοίταξε θλιμμένος.

«Απλώς αν μπορείτε, να δώσετε λίγα τρόφιμα και ιατρική περίθαλψη στους αιχμαλώτους»

«Θα δούμε τι μπορεί να γίνει» μούγκρισε ο Βορόνοβ.

Ήταν και η τελευταία κουβέντα. Στις δύο Φεβρουρίου ήρθε και η τελική παράδοση. Η μάχη του Στάλινγκραντ είχε επιτέλους τελειώσει. Ομίχλη πυκνή έπεφτε κατά τη διάρκεια του πρωινού εκείνου, όταν ο Όττο θα εγκατέλειπε το νοσοκομείο για πάντα. Το μέλλον του, το αισθανόταν αβέβαιο. Τι θα συνέβαινε από εδώ και μπρος; Τρεκλίζοντας και προσπαθώντας να μην σκέφτεται το σακατεμένο του βάδισμα, είδε τον Ιωσήφ να τον πλησιάζει.

«Καλημέρα»

«Καλημέρα» χαμογέλασε και εκείνος.

«Σου έχω μία έκπληξη. Θα είσαι ο πρώτος Γερμανός, που θα πάει στη Μόσχα δίχως μάχη»

«Δεν-δεν καταλαβαίνω» τραύλισε εκείνος.

«Κατανοώ πως χρειάζεσαι χρόνο, ώστε να επέλθει η ψυχική και η σωματική σου ανάρρωση. Στο σπίτι μας, στη Μόσχα, βρίσκεται η υπόλοιπη οικογένειά μου. Θα σε περιμένουν με χαρά»

΄΄Μόσχα΄΄ σκέφτηκε ΄΄Θα μπορούσε να πηγαίνει βόλτα στην Κόκκινη πλατεία; Θα ήταν μεγάλη; Θα...τύχαινε μήπως να δει τον πατερούλη; Όχι.Ο πατερούλης ας καθόταν στα αυγά του΄΄

Αρχικά δεν είπε τίποτε. Κοίταξε στον ορίζοντα. Το Στάλινγκραντ έμοιαζε πλέον με σφυροκοπημένο σκελετό. Το μοναδικό ορόσημο που απέμεινε όρθιο, ήταν το σιντριβάνι με τα αγάλματα των αγοριών και κοριτσιών που χόρευαν. Έμοιαζε τόσο παράταιρο, αν σκεφτόταν κανείς τον θάνατο χιλιάδων παιδιών. Ήθελε να φύγει από εκεί. Να φύγει για οπουδήποτε αλλού. Μόλις λίγο δυνάμωνε θα αναλάμβανε δράση. Ήταν πολλές οι δουλειές που τον περίμεναν δυτικά. Ο Χανς και η Χέλγκα. Δεν ήταν μόνος. Μαζί του, η σιδερόφρακτη Ρωσία, έστρεφε το σκοτεινό, το τρομερό πρόσωπό της επιτέλους προς τη Δύση.





Αγαπημένοι μου, καπου εδω ολοκληρώνεται το δευτερο μέρος. Λογω ερευνας το τριτο και τελευταιο θα καθυστερήσει λίγο. Ευχομαι να σας έχει αρεσει και να το έχετε αγαπήσει. Υπάρχει πιθανότητα να αλλαξουμε σκηνικό τελείως γι αυτο χρειαζομαι χρονο να αποφασίσω μιας και την υπόθεση την ειχα σκεφτεί ως εδώ...η συνεχεια είναι καπως πιο...θολή ακόμη...Ευχαριστω οσους ψηφιζετε και σχολιάζετε!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro