Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Συντροφικότητα από Αίμα και Ατσάλι/part 6

Στάλινγκραντ

Ο Αλεξ αντιμετώπιζε πλέον ένα τείχος ισχυρό, εκείνο που είχε υψώσει ο Γερμανός φίλος του. Η ώρα του τέλους πλησίαζε και μαζί με τον Τιόμα και τον Σεργκέι, κοιτούσαν τα εγκαταλελειμμένα, γερμανικά οχήματα, τα χιλιάδες παγωμένα, διαμελισμένα πτώματα, δικών τους και εχθρών, ενώ λίγο παρακάτω, ήρθαν σε σύγκρουση με μία φάλαγγα Γερμανών αιχμαλώτων που ερχόταν από τα δυτικά. Ο Αλεξέι αισθανόταν πως είχε απομακρυνθεί από τον φίλο του. Ο Σεργκέι ήταν από πάντα σχεδόν, κομμάτι της παρέας των τεσσάρων, ωστόσο για εκείνον, ο Νικήτα ήταν ο πιο πολύτιμος κολλητός, ο επιστήθιος φίλος. Ίσως σε αυτήν την άποψη, συνέβαλε και το γεγονός πως αμφότεροι ήταν Γεωργιανοί και τον Χειμώνα, έμεναν σε σχετικά κοντινή απόσταση. Τα καλοκαίρια, επισκέπτονταν τον οικισμό κοντά στο Βορονέζ, για να είναι μαζί με τα ξαδέρφια και τους φίλους τους. Το θάνατό του λοιπόν, περισσότερο από όλους, δεν μπορούσε να τον συγχωρέσει. Βλέποντας τους Γερμανούς να σέρνονται, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν, πως επιτέλους είχαν πάρει αυτό που τους άξιζε. Ο Άλεξ πρόσεξε το γεμάτο οργή βλέμμα του φίλου του, μα παρέμεινε σιωπηλός.

«Κάποτε, όλοι αυτοί οι δήθεν μορφωμένοι και άριοι, χλεύαζαν τις φτωχικές μας καλύβες, τα πήλινα σκεύη μας, τα απλοϊκά κάδρα των σπιτιών που άρπαζαν με το έτσι θέλω! Χλεύαζαν τους διακοσμητικούς κόκορες και γενικά όλα εκείνα που έδιναν μία νότα παράδοσης, όλα εκείνα που διαμόρφωναν τον κόσμο μας, καθιστώντας τον μαγικό για τα παιδιά που έτρεχαν να γλυτώσουν από τα τεθωρακισμένα τους. Θέλετε να μιλήσουμε για τις σφαγές του εβραϊκού πληθυσμού;» γρύλισε, όταν ένιωσε τον Τιόμα να τον σκουντά.

«Κοίταξε σύντροφε!» του έκανε νόημα βλέποντας δύο στρατιώτες να μεταφέρουν στη χλαίνη τους, έναν τραυματισμένο συμπολεμιστή τους. Ακόμη και εκείνοι τρέκλιζαν, έτοιμοι να σωριαστούν στο χιόνι.

Τα μάτια τους, αδειανά πλέον από συναισθήματα, κοιτούσαν τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού αμίλητοι. Κουρέλια βρίσκονταν τυλιγμένα γύρω από τα πόδια τους, ενώ τα παγωμένα τους δάχτυλα πάλευαν να γαντζωθούν από τα ρούχα τους σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγουν το θανατηφόρο ράπισμα, του παγερού ανέμου.

«Αυτό ήταν! Πάνε οι Φρίτσιδες!» ούρλιαξε ο Τιόμα όλος χαρά.

«Ας μην πατούσαν στη γη μας. Κανείς δεν τους κάλεσε!» απάντησε ο Σεργκέι, ο οποίος άξαφνα τυλίχτηκε από το αίσθημα μίας άγρια χαράς.

 Επιτέλους, η ψυχούλα του Νικήτα δικαιωνόταν. Πόσο ευτυχισμένος θα ήταν, αν ζούσε για να αντικρίσει αυτή τη στιγμή, τη στιγμή της νίκης! Μέσα από την ομίχλη που διέγραφε τον ορίζοντα, Σοβιετικά τεθωρακισμένα έκαναν την εμφάνισή τους. Στους πύργους στέκονταν όρθιοι, περήφανοι οι πολυβολητές. Ο Αλεξ ένιωσε  συγκίνηση. Το Τρίτο Ράιχ δεν ήταν τελικά αήττητο. Μαζί με τους δύο νεαρούς, σκαρφάλωσε στο τζιπ. Η διαδρομή προς τα ανατολικά ξεκινούσε, κάνοντας στάση σε ένα χωριό. Τότε, παρατήρησε ένα συνταγματάρχη να βγαίνει από το αυτοκίνητό του, ατενίζοντας με μία ψυχρή και άτεγκτη γκριμάτσα, τη φάλαγγα της ντροπής. Οι φρουροί κράδαιναν τα όπλα τους και φώναζαν στους αιχμαλώτους :

«Άντε!Δείξτε μας τι αξίζετε βρομόσκυλα!»

Ένας αόρατος τοίχος ορθωνόταν ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους, πάντοτε συνέβαινε αυτό. Εξάλλου, αυτόν τον τοίχο, με την μορφή μίας εξίσου αόρατης και απειλητικής χιονοθύελλας, χειρότερης από οποιαδήποτε άλλη, επιθυμούσαν και οι ηγέτες για τους λαούς, για να τους κρατούν πάντοτε χώρια. Ο Αλεξ ωστόσο, καθώς και ο Όττο και ο Χανς, τον είχαν σπάσει, τον είχαν θρυμματίσει. Τίποτε δεν τους απασχολούσε, μονάχα η αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλο. Μπροστά τους, ένας Γερμανός στρατιώτης, είχε καταρρεύσει. Πεσμένος στα τέσσερα, σερνόταν με κόπο. Πίσω του, μία κομματισμένη λωρίδα υφάσματος τον ακολουθούσε. Τα χέρια του είχαν λερωθεί με αίμα και λάσπες. Το θέαμα ωστόσο, προκάλεσε γέλια στους παρευρισκόμενους.

«Βρομόσκυλα, όνομα και πράμα» σχολίαζαν γελώντας «Προσέξτε σύντροφε συνταγματάρχα, μπορεί να σας δαγκώσει!» ακούστηκε η φωνή του Τιόμα και εκείνος τραβήχτηκε στο πλάι, χτυπώντας ελαφριά με την μπότα του, το πρόσωπο του Γερμανού, ρίχνοντάς τον εντελώς στο έδαφος. Τα μάτια του τον κοίταξαν ετοιμοθάνατα.

«Σπουδαίος στρατιώτης! Άρια κουράδα!» γέλασε ο συνταγματάρχης και οι Ρώσοι έβαλαν τα γέλια. Για τον Άλεξ ωστόσο, όλα αργά σκοτείνιαζαν. Ο υπασπιστής της δικαιοσύνης είχε ξυπνήσει για ακόμη μία φορά, κάνοντας πλήρη κατάληψη στην ψυχή του. Πηδώντας από το τζιπ και αγνοώντας τα επίμονα βλέμματα του Σεργκέι και των υπόλοιπων, έφτασε στον συνταγματάρχη.

«Σύντροφε αξιωματικέ»

«Συνταγματάρχα, οι Ρώσοι είναι περήφανος λαός, δεν κλωτσάνε εξαντλημένους και ανήμπορους ανθρώπους» τον έβαλε στη θέση του, βλέποντάς τον να φουντώνει.

«Υπονοείς πως δεν είμαι Ρώσος;»

«Εννοώ πως είσαι παλιάνθρωπος! Είμαι επιθεωρητής πλέον επιχειρήσεων στο αρχηγείο Μετώπου Στάλινγκραντ και όσα σου είπα, μπορώ να τα επαναλάβω ενώπιον του διοικητή και του στρατοδικείου!» φώναξε.

Μίσος και οργή κόχλασε στην φωνή του συνταγματάρχη.

«Πολύ καλά. Θα έχεις νέα μου σύντομα» γρύλισε και υποχωρώντας, τον κάρφωσε με ένα βλέμμα ατσάλινο «Ανοίξτε δρόμο! Σας μιλά ο υπερασπιστής των Φρίτσιδων! Αυτός που μας κουβάλησε και εκείνο το ψοφίμι!» φώναξε εννοώντας τον Όττο.

«Το ψοφίμι, έχει την τετραπλάσια ανθρωπιά από εσένα. Έχω πάρα πολλούς μάρτυρες, στρατιώτες και άμαχους για το ποιόν του. Έχω επίσης μάρτυρες της θυσίας του, προκειμένου να προστατέψει άοπλος, εμένα και εκείνο το κοριτσάκι»

«Μάλιστα. Ο Φρίτσης με το άλμα που θα ταίριαζε σε χρυσό μετάλλιο Ολυμπιακών Αγώνων. Να τους επαναλάβουμε στο Βερολίνο. Ο Χίτλερ εμπνέει την ενότητα των λαών» γέλασε ειρωνικά στο τέλος.

Τα χέρια του Αλεξέι ξεκίνησαν να τρέμουν. Επιστρέφοντας πίσω στο τζιπ, παρατήρησε τον Σεργκέι να ανάβει τσιγάρο, κοιτώντας τον πλαγίως.

«Δεν τους λυπάμαι» φύσηξε τον καπνό «Θα μπορούσα να πυροβολήσω τον οποιονδήποτε, δίχως κανέναν δισταγμό»

«Μπράβο! Και γιατί ευλογημένε δεν τους πυροβολήσαμε το 41, παρά τρέχαμε με διαταγές να υποχωρήσουμε σαν τις νυφίτσες; Ας τους σκότωνες τότε όλους, όπως έκανα εγώ, μέχρι που βρέθηκα στο Άουσβιτς παίρνοντας έπειτα την κορδέλα της ντροπής από την ίδια μου την κυβέρνηση!» του φώναξε.

Ποτέ πριν δεν είχαν τσακωθεί οι δυο τους. Ποτέ και για κανέναν. Κατσούφιασαν. Ο πόλεμος τους είχε αλλάξει. Ο καθένας τους είχε βιώσει την δική του φρίκη και αντιδρούσε με βάση αυτήν. Εξάλλου, η οργή και η εκδίκηση ήταν τα μόνα εύκολα συναισθήματα, δρόμοι κολασμένοι, στρωμένοι με ροδοπέταλα. Πόσο εύκολη ωστόσο ήταν η αγάπη; Πόσο εύκολο ήταν να αγαπάς, όταν τα πάντα γύρω σου διαλαλούσαν το μίσος, όταν όλα σε έσπρωχναν  στην τρέλα, την πίκρα και την οργή;

-----

Δυο κυανά μάτια, ατένιζαν από μια χαραμάδα, την αχανή στέπα, έχοντας νοητά διεισδύσει στα σπλάχνα της Ασίας. Τα χέρια του ακουμπούσαν στους τοίχους τρέμοντας. Το ταξίδι του σε αυτή τη ζωή τελικά, ήταν πολύ μακρινό. Από την γειτονιά του στο Νοικέλν, από τον σαδιστή πατέρα του, από την Χιτλερική Νεολαία, την Καγκελαρία, την Αυστρία, είχε φτάσει στο μεταίχμιο της πτώσης των Ναζί. Όλες ωστόσο οι αρνητικές εμπειρίες, η απουσία πολλές φορές ενός στηρίγματος στη ζωή του, ο χαμός του Στάινερ, ο χωρισμός του με τον Χανς και την οικογένεια της Χέλγκα και τώρα ο τραυματισμός του, του είχαν ξυπνήσει την κατάθλιψη. Όταν όλα καταλαγιάζουν, όταν η σκόνη κατακάθεται και η βοή κοπάζει, βρίσκεσαι μονάχος σου με τον εαυτό σου, με τις σκέψεις σου. Ξεκινάς την αναδρομή, εφιαλτικές εικόνες σε κατακλύζουν, σου υπενθυμίζουν τη φρίκη, το πόσο φτωχά είναι τα αποθέματα ανθρωπιάς σε όλους. Οι κραυγές και οι λυγμοί των ετοιμοθάνατων σε στοιχειώνουν παντοτινά, οι κραυγές που δεν ακούστηκαν στα αφτιά κανενός ηγέτη που αδιάφορα κοιτούσε έναν επιχειρησιακό χάρτη, κινώντας τα άψυχα, κατά τη γνώμη του πιόνια.

Εκείνο το μπρούτζινο δειλινό, η πόρτα άνοιξε δειλά και στο εσωτερικό του δωματίου, εισήλθε μία γνώριμη φιγούρα. Ο Ιωσήφ Φεντόροφ. Ο Όττο τον κοίταξε. Θυμόταν ολοκάθαρα τους διαπληκτισμούς, μα και την εγκάρδια εξομολόγησή του για πρώτη φορά, σχετικά με τον πατέρα του.

«Καλησπέρα, κύριε Φεντόροφ» ακούστηκε πνιχτά η φωνή του Όττο.

«Ιωσήφ, για εσένα» προχώρησε και κάθισε δίπλα του «Σου πάει η στολή των Κόκκινων»

«Με στενεύει στον καβάλο, αλλά δεν διαμαρτύρομαι είναι η αλήθεια».

Ο Ιωσήφ χαμογέλασε, μα σύντομα το χαμόγελο έσβησε, βλέποντάς τον να αποτραβιέται προς τον τοίχο.

«Είναι καιρός να βγεις για λίγο έξω. Είσαι σε νοσοκομείο, όπως θαρρώ πως κατάλαβες. Έχασες πολύ αίμα, η Αλεξάνδρα ήρθε εκτάκτως για εσένα. Βλέπεις, εξαιτίας του αριθμού των τραυματιών, δεν δίνεται κάποτε προτεραιότητα σε εκείνους που δεν μπορούν άμεσα να επιστρέψουν στο μέτωπο και δη σε πολύωρες επεμβάσεις. Η μία σφαίρα ήταν οριακά κοντά στο στομάχι σου. Όπως και να έχει, η ανθρωπιά σου ξεκίνησε να αποδίδει καρπούς. Αυτή σε οδήγησε εδώ. Αυτή και η παρακινδυνευμένη μου βεβαιότητα, πως καλύτερα εσύ και ο γιος μου να είστε μαζί, παρά χωριστά» ένα αμυδρό μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Πλησιάζοντας στο πλάι του κρεβατιού του νεαρού, τέντωσε τα χέρια του «Κράτησέ με και σήκω σιγά σιγα»

Ο Όττο σκοτείνιασε.

«Δεν θα γίνω ποτέ όπως πριν..» μούγκρισε σχεδόν «Θέλω το σώμα μου, τα πόδια μου να τρέξουν ξανά. Τόσες μέρες μου τα μασάνε όλοι. Κανείς δεν μου μιλά ανοιχτά πως θα μείνω σακάτης. Όλα τα δέχομαι στη ζωή, αυτό όμως όχι. Δε μπορώ να αποχωριστώ τις δυνάμεις μου έτσι, δεν μπορώ, πνίγομαι» άρχισε να παίρνει ανάσες βαθιές. Δεν επιθυμούσε να καταρρεύσει ξανά, ψυχολογικά μπροστά στον Ιωσήφ «Δεν καταλαβαίνετε! Κανείς δεν καταλαβαίνει!»

Το προστατευτικό χέρι του Ιωσήφ, ακούμπησε στον ώμο του.

«Είμαι εδώ για να μου μιλήσεις»

Τα ανταριασμένα κυανά μάτια, τον κοίταξαν με έκπληξη.

«Η ταχύτητα, η άσκηση, το γερό μου σώμα που ποτέ δεν με πρόδωσε, ήταν για εμένα μία μορφή καταφύγιου. Ήταν κάποτε ο λόγος και ο τρόπος να ξεφύγω από τον σαδιστή πατέρα μου, ήταν το όπλο μου για να του τραβήξω την προσοχή όταν ήμουν μικρός, να τον κάνω να με θαυμάσει, να τον κάνω να αλλάξει και να πάψει να είναι κακός»

Ο Ιωσήφ τον άκουγε με προσοχή.

«Μεγάλωσες σε λάθος βάση. Οι γονείς δεν πρέπει να έχουν ανάγκη από ερεθίσματα, προκειμένου να αγαπήσουν ή να θαυμάσουν τα παιδιά τους. Αγάπησα τον γιο μου και τις κόρες μου, από την πρώτη τους ανάσα. Η ύπαρξή τους μου ήταν αρκετή, για να τους λατρεύω»

Ο Όττο τον άκουγε συγκινημένος. Αυτό ήταν το σωστό, μα ποτέ του δεν συγχώρεσε την μοίρα που του στέρησε την ευκαιρία να αγαπηθεί, να λατρευτεί από την πρώτη του φωλιά. Την οικογένεια. Πάντοτε, αγκομαχούσε, πάλευε να κερδίσει την αγάπη. Ώσπου όλο αυτό, μετενσαρκώθηκε μελλοντικά σε ενοχές και αυτοκατηγορία. Πως εκείνος έφταιγε για την αδιαφορία της μητέρας του, για το μίσος και τον σαδισμό του πατέρα του. Κανείς δεν σήκωσε ποτέ από τους ώμους του, αυτό το βάρος των ευθυνών.

«Πάντοτε προσπαθούσα. Ίσως στην αρχή η βία και η ναζιστική ανωτερότητα, να αποτέλεσαν λανθασμένα έναν δρόμο για εμένα σκοτεινό, θέλοντας να αποκτήσω δύναμη ώστε οι γύρω μου να με φοβούνται και να μην μου κάνουν κακό. Με τον καιρό, ο αληθινός μου χαρακτήρας έσπρωξε τις φασιστικές κουρτίνες και βγήκε στο φως. Μάλλον όμως, είμαι και τώρα ασυγχώρητος επειδή είμαι Γερμανός»

«Κάνεις λάθος. Ο γιος μου σε λατρεύει. Σε λατρεύει σαν τον αδερφό που δεν του χαρίσαμε, δίνοντάς του τελικά μπαλαρίνες. Τρείς και πανέμορφες. Η μητέρα μου, σε αγάπησε σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Είσαι εδώ γιατί πολλοί μάρτυρες μας βρήκαν, μιλώντας για εσένα. Η Αλεξάνδρα σε ανέλαβε γιατί της έσωσες τη ζωή, ρισκάροντας τη δική σου. Σταμάτα να μαστιγώνεις τον εαυτό σου, σταμάτα να σηκώνεις βάρη που δεν σου ανήκουν. Βάρη, που θα έπρεπε να πλακώνουν τις ψυχές εκείνων, που ενώ σε έφεραν στον κόσμο, ποτέ τους δεν εκτίμησαν αυτό που είχαν μπροστά τους. Αν ήσουν γιός μου, να ξέρεις, θα ήμουν τόσο περήφανος για εσένα. Θα ήμουν ένας περήφανος πατέρας»

Τα τελευταία λόγια του Ιωσήφ, του αφαίρεσαν μία ανάσα. Το σοκ τον κυρίευσε και ξέσπασε σε κλάματα. Έβλεπε μέσα στην τρέλα των συναισθημάτων, ένα μικρό, ξανθό αγόρι, μαραζωμένο στον κήπο του σπιτιού του και έναν πατέρα χαμογελαστό να το κλείνει στις πατρικές του φτερούγες, λέγοντάς του πέντε λέξεις, που μία ζωή ευχόταν να ακούσει, που τις περίμενε σαν τον διψασμένο, την υγρή σταγόνα ζωής : Eίμαι περήφανος για εσένα, γιε μου. Στο ξέσπασμά του μπροστά, ο Ιωσήφ πικράθηκε. Πικράθηκε γι' αυτόν τον άτυχο νέο, αυτό το πολύτιμο πλάσμα που κανείς ίσως δεν αγάπησε όπως του άξιζε.

«Σε ευχαριστώ» του είπε «Είτε το εννοούσες, είτε όχι, σε ευχαριστώ. Πλέον, ακόμη και αν πεθάνω στο επόμενο λεπτό, δεν θα με νοιάξει. Χρόνια εκλιπαρούσα γι' αυτήν τη φράση και τελικά, να που την άκουσα από έναν Σοβιετικό»

«Έναν άνθρωπο που σε αγαπά. Τις ταμπέλες της καταγωγή, άφησέ τις για την μικροψυχία των ηγετών. Έσωσες τον γιο μου δύο φορές. Ο Αλεξ είναι η ζωή μου και εσύ μου τη χάρισες απλόχερα. Ναι, λοιπόν, είμαι περήφανος για εσένα. Τώρα όμως, δώσε μου τα χέρια σου, σάπισες εδώ» Ο Όττο δίστασε. Με κόπο, ώθησε τον εαυτό του να σηκωθεί. Πόνοι όργωναν το κορμί του, ωστόσο το πάλεψε με καινούργια, ακόμη εύθραυστα φτερά, που αυτός ο άνδρας του είχε χαρίσει «Θα γίνεις καλά, αρκεί να το παλέψεις. Σε περίπτωση που πιστεύεις πως δεν αξίζει, σκέψου μόνο την αναγνώριση των πράξεών σου από έναν λαό που θεωρείται ο εχθρός σου. Δεν ήταν εύκολο να μας πείσεις να σε βάλουμε δίπλα στους δικούς μας σε αξία. Το κέρδισες όμως, κέρδισες έναν σπουδαίο αγώνα»

Δειλά, βγήκε από το δωματιάκι όπου τον είχαν τοποθετήσει, χωριστά από τους άλλους ασθενείς. Γύρω του, κοιτούσε αμήχανα. Οι ματιές όλων, έμοιαζαν περισσότερο να έχουν γεύση περιέργειας, παρά κακίας. Ήθελαν να τον δουν, εκείνον που με ένα ολυμπιακό άλμα, είχε θυσιαστεί για δύο δικούς τους. Ο Όττο ξαφνικά, ατένιζε το μέλλον με ματιά διαφορετική. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε πως όλα γύρω του ήταν σωστά. Τα αδύναμα χέρια του, άρπαξαν εκείνα του Ιωσήφ που τον έστησε στα πόδια του, βαδίζοντας σαν στήριγμα μέχρι να βγουν έξω, στον ψυχρό και για πρώτη φορά ανακουφιστικό αέρα. Ο νεαρός Γερμανός κοίταξε τη στέπα, τη φύση που απλωνόταν γύρω του, με μία ματιά αλλιώτικη. Η Ρωσία είχε πάψει να τον τρομάζει. Η πατρική φιγούρα των ονείρων του, νοητά είχε πλησιάσει εκείνο το κακοποιημένο παιδί, γιατρεύοντας εις βάθος τα ψυχικά του τραύματα. Σήμερα ενηλικιωνόταν, σήμερα εγκατέλειπε επιτέλους τον τοξικό παιδικό εαυτό του, προσφέροντας σε εκείνο το παραμελημένο νήπιο που τον στοίχειωνε, ένα χάδι, λέγοντάς του δεν πειράζει και σε συγχωρώ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro