Στα Γραφεία της NKVD/ part 4
Οι δύο μεγαλόσωμοι άνδρες της ΝΚVD, χαιρέτησαν φυσικά τον Ιωσήφ με μία κάποια τυπικότητα. Στον Άλεξ, έκαναν απλώς ένα αυστηρό νεύμα, κάτι σαν σιωπηλή σύσταση να τους ακολουθήσει. Αντάλλαξαν με τον πατέρα του ένα σύντομο βλέμμα και η πόρτα έκλεισε πίσω του. Τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Είχε ακούσει για περιστατικά σκληρής ανάκρισης, ξύλου ανελέητου μέχρι ομολογίας του ύποπτου, αιματοκυλισμένα πατώματα και χίλια δύο άλλα κακά. Ήταν το δεύτερο πλήγμα στην ψυχολογία του μετά το περιστατικό άρνησης του Στάλιν, να τον απαλλάξει από την αιχμαλωσία. Βρισκόταν υπόλογος στην ίδια του τη χώρα γιατί δραπέτευσε από το Κολαστήριο του εχθρού και ευθύς αμέσως, αν και τραυματισμένος, ρίχτηκε ξανά στην μάχη με αυταπάρνηση, πράγμα που παραλίγο να του κόστιζε τη ζωή. Στα μάτια των ηγετών όμως, δεν ήταν ήρωας, παρά ένας προδότης και δειλός.
Φτάνοντας επιτέλους στα κεντρικά γραφεία, απολύτως σιωπηλός και σοβαρός, συνοδευόμενος από τους κομματικούς αξιωματούχους, το βλέμμα του διακριτικά σάρωσε το χώρο. Στο εσωτερικό της αίθουσας, τον καρτερούσε ακόμη ένα όργανο της ΝΚVD, το οποίο δεν ήταν καν πρόθυμο να τον αφήσει να καθίσει. Η πόρτα έκλεισε κοφτά, με έναν πάταγο πίσω του και οι δυο αξιωματούχοι που τον είχαν συνοδεύσει ως εκεί, στάθηκαν επιβλητικά και ευθυτενείς πίσω του, αποπνέοντας μία επικινδυνότητα, ή ίσως μία ενδόμυχη, άγρια διάθεση για τιμωρία στο πρώτο παραστράτημα.
«Αλεξέι Φεντόροφ» πήρε τον λόγο ένας μεγαλόσωμος άνδρας, με πολιτικά ωστόσο ρούχα «Γνωρίζεις φαντάζομαι πως ήδη από τις 28 Ιουνίου, ο Σύντροφος Στάλιν έχει εκδώσει ξεκάθαρες διαταγές, απέναντι σε όλους τους Σοβιετικούς στρατιώτες που συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς. Θα ήθελες να μας επαναλάβεις εδώ, φωναχτά αν έχεις την καλοσύνη, τα λόγια του;» έσταζε κυριολεκτικά από ειρωνεία και το σαγόνι του Άλεξ σφίχτηκε σε τέτοιο βαθμό, που με σιγουριά θα έσπαγαν τα δόντια του. Τα χέρια του έκλεισαν σε γροθιές, ωστόσο άλλη επιλογή δεν υπήρχε. Έπρεπε να μάθει να ελίσσεται, ήταν απαραίτητο.
«Οι προδότες που τρέπονται σε φυγή για να γλιτώσουν, πρέπει να τιμωρηθούν αμέσως μόλις επιστρέψουν και κατά το μεσοδιάστημα, θα πρέπει να τιμωρούνται και οι οικογένειές τους» ξεροκατάπιε.
«Μάλιστα. Την διαταγή υπ' αριθμόν 227, που εκδόθηκε ένα μήνα μετά περίπου, την γνωρίζεις; Μίλα!» του ούρλιαξε κατά πρόσωπο.
«Ούτε ένα βήμα πίσω» πρόφερε ο Άλεξ κοιτώντας τον ατσάλινα στα μάτια.
«Σαφώς, Φεντόροφ» ολοκλήρωσε εκείνος, όταν ο νεαρός ένιωσε ένα τσούξιμο στην πλάτη τόσο επώδυνο, που σχεδόν του κόπηκε η αναπνοή. Κανείς δεν του είχε εγγυηθεί πως θα γλίτωνε τα μαρτύρια. Την ζωή του πάλι ίσως, έπειτα από την παρέμβαση του πατέρα του. «Άκουσε λοιπόν να δεις, καθώς πολλά έχουν παρατηρηθεί κατά καιρούς, από ανίκανους αξιωματικούς, μέχρι στρατιώτες που μένουν με τα εσώρουχα, ανεμίζοντάς τα έπειτα ως λευκές σημαίες. Αυτοί όλοι, οφείλουν να εξοντώνονται με μία σφαίρα στον κρόταφο, ή όπου άλλου τους βρει. Έγινα κατανοητός;» τον ρώτησε όταν ακόμη ένα χτύπημα, τον έφτασε στο σημείο να φτύσει κυριολεκτικά πηχτό, άλικο αίμα μέσα από το στόμα του.
«Γίνατε» πρόφερε ο νεαρός δίχως καν να κάνει την κίνηση να ασχοληθεί με τα ματωμένα του χείλη.
Ο Βινίτσκι, όπως ονομαζόταν ο φθονερός άνδρας που σαν σκιά κολασμένη στεκόταν απέναντί του, ύψωσε το φρύδι του ως δείγμα ενδιαφέροντος. Το μαρμάρινο πάτωμα είχε λερωθεί με άλικες κηλίδες, το ίδιο και τα ρούχα του νεαρού που εξακολουθούσε να τον κοιτάζει παγωμένα.
«Κανονικά, δεν θα έπρεπε να ζεις. Ένας λόγος που γλίτωσες, ήταν η επίδειξη σχετικής αυτοθυσίας στη μάχη σου, επιστρέφοντας από την αιχμαλωσία σου και όντας ήδη τραυματισμένος. Ένα ερώτημα ωστόσο, πλανάται στον ορίζοντα. Πώς επέζησες; Τα χτυπήματα που δέχθηκες ήταν σχεδόν θανάσιμα» το βλέμμα του Βινίτσκι είχε τώρα σκοτεινιάσει. Μία ανηλεής αντάρα καθρεπτιζόταν στο εσωτερικό των ματιών του, καρτερώντας μάλλον μία λάθος λέξη ή κουβέντα που δεν θα έβγαζε νόημα ή ακόμη χειρότερα, θα φαινόταν ύποπτη.
«Οι γνώσεις μου, ως προς την επιβίωση είναι αδιαπραγμάτευτα καλές. Όπως προείπατε δεν δέχτηκα θανάσιμο χτύπημα. Κατόρθωσα να επιβιώσω, αρχικά γιατί η ομάδα του εκτελεστικού αποσπάσματος των Ες-Ες έπεσε νεκρή, έπειτα από εσωτερικό διαπληκτισμό και μάχη μαζί μας και επιπλεόν, είχα ορισμένα εφόδια, όπως επιδέσμους. Έμεινα μόνος μου για αρκετές μέρες στις ουκρανικές στέπες, τα τραύματά μου κάπως επουλώθηκαν και στο σήμερα βρίσκομαι εδώ, έτοιμος να συνεχίσω τη μάχη» τελείωσε.
Η αλήθεια ήταν πως δεν υπήρχαν μάρτυρες για το αντίθετο. Δεν υπήρχε κάποιος να ισχυριστεί κάτι διαφορετικό, επομένως αυτό μετρούσε υπέρ του. Οι άνθρωποι οι δολεροί του Στάλιν, συνέχισαν να τον κοιτάζουν αμίλητοι.
«Μάλιστα. Η αλήθεια, όσες πληροφορίες και αν διασταυρώθηκαν, κλείνουν πράγματι προς την ομολογία αυτή. Μολαταύτα, δεν απαλλάσσεσαι ακόμη από κάθε κατηγορία, περί δειλίας ας πούμε. Ο λόγος που είσαι ακόμη ζωντανός, είναι διότι ήρθαμε σε συμφωνία με τον πατέρα σου. Η συμφωνία ήταν να συμμετέχεις στις μονάδες ανασχέσεως. Γνωρίζεις φαντάζομαι περί τίνος πρόκειται» πρόφερε ο Βινίτσκι, όταν άξαφνα, η πόρτα του γραφείου άνοιξε και άπαντες πάγωσαν στη θέση τους. Ο Αλεξέι ένιωσε πως μία δαιμονική ύπαρξη σερνόταν πίσω από την πλάτη του. Το δωμάτιο σαν να σκοτείνιασε, όταν το κεφάλι του ξεκίνησε να γυρίζει για να σταματήσει στη φιγούρα του Ιωσήφ Στάλιν, που είχε ενημερωθεί για την άφιξη του νεαρού και είχε σπεύσει ο ίδιος στο γραφείο μιας και ήταν ο γιος ενός έμπιστού του. Ίσως και του πιο έμπιστου.
«Ο σύντροφος Άλεξ» η φωνή του δεν ήταν ιδιαίτερα βαθιά, η έκφρασή του έδειχνε σχετική άνεση, μα αν κάποιος παρατηρούσε καλύτερα, πίσω από εκείνο το χαμόγελο, κρύβονταν δύο ατσάλινα μάτια που δεν τα έφτανε το συναίσθημα, όση προσπάθεια και αν κατέβαλε. Ο νεαρός τον κοιτούσε ψυχρά. Σκεφτόταν πως κάποτε, αυτός ο άνθρωπος τα είχε βρει σκούρα εμπρός στην πραγματοποίηση της ηθικής υποχρέωσης, να δώσει μία έστω και δυσνόητη εξήγηση στους συμπατριώτες του, σχετικά με την επονείδιστη υπογραφή του Συμφώνου μη Επίθεσης με τους Γερμανούς.
«Καλησπέρα σας» ακούστηκε η φωνή του νεαρού ατόφια και παγερή. Το αίμα εξακολουθούσε να στολίζει τα χείλη του, μα ούτε κλάσμα του δευτερολέπτου δεν φάνηκε να λυγίζει. Εκεί που είχε φτάσει, σε αυτό πια το σημείο, ακόμη και ο θάνατος φάνταζε ανούσιος.
«Γνωρίζεις γιατί βρίσκεσαι εδώ φαντάζομαι» του είπε και ο Αλεξέι σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του μπροστά «Ας πούμε πως είσαι ο γιος, ενός παιδικού μου γνωστού, ωστόσο» έκανε παύση κοιτώντας έναν έναν τους παρευρισκόμενους «Υπάρχουν κάποιοι όροι. Ακόμη και αυτοί τη στιγμή που στέκομαι εδώ, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για τίποτε και για κανέναν. Σε μία πλάτη γυρισμένη, πολλοί θα σπεύσουν να καρφώσουν μαχαίρι και αυτό κοιτάμε να το αποφύγουμε. Πράγματι όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στο γεγονός πως θυσιάστηκες σχεδόν στο πεδίο της μάχης, έπειτα από την απόδρασή σου»
«Όταν με αποκαλέσατε δειλό» ήρθε η κουβέντα από το Άλεξ και άπαντες πάγωσαν.
«Είσαι ένα μίασμα!» ούρλιαξε ο Βινίτσκι και ένα ακόμη δυνατό χτύπημα, σχεδόν έκανε τον Αλεξέι να γονατίσει στη γη, καταπνίγοντας μία κραυγή πόνου και φτύνοντας μία ολόκληρη γουλιά αίμα.
«Αρκετά» πρόφερε ο Στάλιν μειλίχια. Δεκάρα δεν έδινε για τον Ιωσήφ και τη σχέση τους. Ο γιος του θεωρούνταν ένα δικό του εργαλείο, το οποίο αν δεν δούλευε όπως έπρεπε, πολύ απλά όφειλε να εξαφανιστεί. «Για να μην βρεθείς υποψήφιος σε αποστολή διέλευσης μέσα από ναρκοπέδιο, όπως οι κρατούμενοι των γκουλάγκ, σου προσφέρω την ευκαιρία να δώσεις ένα μάθημα στους δειλούς. Μία σφαίρα ή και δύο. Στις ειδικές μονάδες ανάσχεσης, αποστολή σου θα είναι να αποτελειώνεις όλους τους δειλούς, καθώς γνωρίζω πως έχουν φτάσει ακόμη και στο σημείο του αυτοτραυματισμού κάποτε, προκειμένου να γλιτώσουν. Δεν θα λυπηθείς κανέναν. Ένα παραστράτημα και δεν θα το πληρώσεις εσύ μονάχα. Ξέχνα μία για πάντα την οικογένειά σου. Αύριο φεύγεις με τρένο. Μέχρι τότε όμως, θα κρατηθείς εδώ. Δεν φέρω φυσικά καμία ευθύνη για τη σωματική σου ακεραιότητα» ήταν και η τελευταία του κουβέντα προτού αποχωρήσει, αφήνοντας έναν Αλεξέι ψυχικά κατεστραμμένο. Ξαφνικά, ήθελε να κάνει μία εξομολόγηση, όχι στους δήμιούς του, μα στον ίδιο του τον εαυτό.
΄΄Εγώ πολέμησα για την πατρίδα. Για μία πατρίδα στην οποία πίστευα και για την οποία ήμουν έτοιμος να δώσω την ζωή μου. Δεν με αφήνει ωστόσο να την υπερασπιστώ, όχι έτσι. Όχι υπό αυτές τις συνθήκες. Τα χώματα του Βορονέζ σαν τα αντάμωσα εκείνη την ημέρα, έσκυψα με δέος προκειμένου να τα φιλήσω. Να φιλήσω και τον τελευταίο κόκκο άμμου που πατούσα. Οι ίδιοι μου οι συμπατριώτες ωστόσο, με τιμωρούν και με φτάνουν στο σημείο να τους σιχαθώ περισσότερο και από τους φασίστες. Τουλάχιστον εκείνοι, δεν φορούν απέναντί μου τη μάσκα του καλού. Δεν καλύπτουν την απανθρωπιά τους ψελλίζοντας ψέματα. Για εκείνους είμαι υπάνθρωπος και πρέπει να πεθάνω. Και για τους δικούς μου ωστόσο ισχύει το ίδιο. Είμαι ένα πιόνι σε μία σκακιέρα. Δεν θέλω να είμαι! Μισώ τον εαυτό μου! Μισώ τον Στάλιν, μισώ το σύστημα! Δεν ξέρω καν αν με ενδιαφέρει πια να σώσω τη Σοβιετική Ένωση. Μονάχα τους δικούς μου σκέφτομαι, μα πόσα κρίματα να φορτωθώ; Πώς θα κατορθώσω να σηκώσω όπλο ενάντια στους δικούς μου συντρόφους;΄΄
Όλα αυτά τα σκεφτόταν, ίσως και ακόμη περισσότερα.
«Δολοφονήσατε τον Ντμίτρη Παβλόφ; Τον διοικητή του Δυτικού Μετώπου;» Ακούστηκε η φωνή του και κατόπιν ένα διαπεραστικό γέλιο σαν σύριγμα...«Δολοφονία; Εγκληματίας σε αντισοβιετική στρατιωτική συνωμοσία ήταν...» ήρθε η ηδονικά χαιρέκακη απάντηση.
« Ψέματα...» τραύλισε ο Άλεξ με χείλη ματωμένα, όταν το κορμί του πετάχτηκε με φόρα σε μία σκοτεινή απομόνωση. Ένα κελί. Ήταν αιχμάλωτος στην ίδια του τη χώρα. Νηστικός, χτυπημένος, πεταγμένος στα αζήτητα, πιεσμένος με έναν βαρύ και ασήκωτο εκβιασμό.
΄΄Καμία επίκληση σε ανώτερη αρχή. Ενημερώστε τους διοικητές των μετώπων, πως οι ηττοπαθείς θα τιμωρούνταν ανηλεώς!΄΄ οι κραυγές του Στάλιν από το βάθος, ηχούσαν στα αφτιά του σαν σουβλιές. Πώς τολμούσε, αυτό το εγωκεντρικό κτήνος, να εκφέρει άποψη; Αυτός που αρνούνταν να δώσει διαταγές επίθεσης, που δεν είχε φροντίσει να εξοπλίσει πλήρως τα στρατεύματα, που δεν ικανοποιούσε την ακόρεστη δίψα του για διαρκείς δολοφονίες, στρατιωτικών; Θυμόταν το άγχος του Ιωσήφ, κάθε φορά που ο Στάλιν ζητούσε την άποψή του στην λεπτομερή εξέταση των καταλόγων, πιθανών υπόπτων. Ορισμένοι συνάδελφοι του Πολιτικού Γραφείου, έγραφαν δίπλα από τα ονόματα τα δικά τους σχόλια.
΄΄Δώστε στο σκυλί, έναν σκυλίσιο θάνατο!΄΄ είχε σημειώσει αυτάρεσκα ο Μολότοφ.
Χιλιάδες από τα θύματα, είχαν θυσιαστεί για την πατρίδα. Ως και ο Χίτλερ στο κομμάτι αυτό, φάνταζε πιο υποφερτός. Ο Στάλιν υπέφερε από μανίες καταδίωξής του, σε βαθμό που είχε καταδικάσει ως ύποπτους ακόμη και εκείνους τους στρατιωτικούς που είχαν σταλεί στη Γερμανική Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όταν ακόμη υπήρχε συνεργασία, κάπου στις αρχές του 1930. Οι τότε επαφές τους με Γερμανούς, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως προκάλυμμα για πιθανή ανατρεπτική δραστηριότητα και έτσι έπρεπε να τιμωρηθούν. Πόσες ακόμη δικαιολογίες; Τα βλέφαρά του βάρυναν. Είχε βαρεθεί να πονά διαρκώς, είχε βαρεθεί να βρίσκεται μπλεγμένος σε έναν λαβύρινθο δίχως ελπίδα διεξόδου. Πάνω από όλα όμως, ήταν η ασφάλεια της οικογένειάς του και αν είχε απομείνει ένας λόγος να πολεμήσει, ήταν στα σίγουρα αυτός.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro