Σταματήστε να χορεύετε ο πόλεμος δεν τελείωσε/ part 4
Η λέξη ΄΄σπίτι΄΄ είναι πάντοτε ιερή και για τον Μπάλντερ πλέον, μία και μόνο τοποθεσία κέρδιζε τον τίτλο επάξια. Η μικρή, φτωχική μονοκατοικία στην Πολωνία που στα σπλάχνα της φιλοξενούσε την οικογένειά του. Το τραύμα στο κεφάλι, είχε επιφέρει ζημιές στο νευρικό σύστημα του σώματος, οι οποίες με τον καιρό και με μπόλικη προσπάθεια εκ μέρους του, λειαίνονταν. Αυτός όμως που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάρρωσή του, ήταν ο Γιόαχιμ που είχε φτάσει ως την Πομερανία. Με την βοήθειά του και υποβασταζόμενος, ξεκίνησε να μετακινείται μέχρι την τουαλέτα. Επίσης, αν συγκέντρωνε πολύ την προσοχή του, το σώμα του υπάκουγε στις διαταγές του. Σταδιακά, τον ίσιο δρόμο ακολούθησε και το χέρι του, πρώτα τα δάχτυλα και έπειτα με τον καιρό, κατόρθωσε να το λυγίσει.
«Ειλικρινά δεν χρειάζεται να ξημεροβραδιάζεσαι εδώ» είπε μία μέρα στον Γιόαχιμ που είχε αναλάβει έναν άτυπο ρόλο φυσιοθεραπευτή.
«Αρχικά, δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο να κάνω» διέκοψε την σκέψη του περιμένοντας την αντίδραση του Μπάλντερ που μειδίασε πλαγίως «Έπειτα, σε εκτιμώ και είμαι δεμένος μαζί σου. Σε νιώθω σαν στήριγμα. Ο πόλεμος, έκανε την ζωή μας μοναχική.Μοιάζει σαν να παλεύουμε καταμεσής ενός άγνωστου ωκεανού, που σαν θηρίο παλεύει να μας καταπιεί. Όταν έχεις παρέα σε αυτή τη μάχη, τα πάντα μοιάζουν ελαφρύτερα, λιγότερο σκοτεινά. Ελπίζω να μην σε έπνιξα με τα λόγια μου» τελείωσε και τον άκουσε να παίρνει μία κοφτή ανάσα.
«Πριν από εσένα, είχα τον αδερφό μου. Από τη στιγμή που τον έχασα, ένιωθα μόνος και ας βρισκόμουν μαζί με συμπολεμιστές και συμπατριώτες. Η μοναδική μου γνωριμία, ήταν ο Όττο. Ωστόσο, για κάποιον λόγο, μεταξύ μας υπήρχε πάντοτε υψωμένο ένα αόρατο τζάμι που μας κρατούσε σε απόσταση. Ίσως κατά βάθος να φοβόμασταν πως αν κοιτούσαμε ο ένας την άβυσσο του άλλου, όλο αυτό το σκοτάδι θα μας κατάπινε»
«Αλήθεια, πού πιστεύεις πως βρίσκεται τώρα;» ρώτησε ο Γιόαχιμ.
«Ειλικρινά; Πιστεύω πως θα φτάσει μέχρι το Κρεμλίνο. Αυτός ο άνδρας υπήρξε πάντοτε το κάτι άλλο. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω, δυσκολεύομαι. Ομολογώ πως αρχικά ξαφνιάστηκα, σαν έμαθα για τη σωτηρία του Ρώσου και εκείνο το άλμα, μα όσο το σκεφτόμουν, έφτανα στο συμπέρασμα πως αυτό άρμοζε απόλυτα στον χαρακτήρα του και στα πιστεύω του» του απάντησε για να στραφεί ξανά προς το παράθυρο του δωματίου του και εκείνες τις γκρίζες και κιτρινωπές αποχρώσεις που έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό, ανάλογα με την ώρα.
Καθημερινά, καινούργιοι τραυματίες έκαναν την εμφάνισή τους. Οι λιγοστές κουβέντες που ο Μπάλντερ αντάλλασσε μαζί τους, ήταν πολύ πιο κατατοπιστικές από τα στρατιωτικά ανακοινωθέντα που μεταδίδονταν στους κοινόχρηστους χώρους. Δεν ήταν ο μόνος που εκδήλωνε πια μία απέχθεια προς αυτά. Αρκετοί Γερμανοί είχαν πληροφορηθεί για την διάλυση της έκτης Στρατιάς, με αποτέλεσμα να δεχτούν ένα ισχυρό πλήγμα. Δεν ήταν μονάχα όμως αυτή η πληροφορία που είχαν λάβει. Η παράδοξη προσπάθεια διάσωσης του Ρώσου από τον Όττο, είχε κάνει το γύρο κάθε γειτονιάς, δημιουργώντας πλέον ανάμεικτα συναισθήματα. Καθώς πέρα από προδοσία, είχε από κάποιους θεωρηθεί μέχρι και ηρωισμός, ίσως και νίκη της ανθρωπιάς μέσα στην απεριόριστη απανθρωπιά που σαν πύρινη λαίλαπα είχε αφήσει μονάχα στάχτες και αποκαΐδια σε αυτόν τον κόσμο.
Έναν μήνα σχεδόν αργότερα, ήταν ελεύθερος πια να φύγει. Είχε λάβει επιπλέον παράσημα, για την συμμετοχή του στην χειμερινή εκστρατεία του 41-42, αλλά και για τον σοβαρό τραυματισμό του. Πλέον βρισκόταν σε τρίμηνη άδεια. Ο ίδιος θα επέστρεφε για δύο βράδια στο Βερολίνο και κατόπιν θα αναχωρούσε για Πολωνία. Του ήταν αδύνατο να φανταστεί πως για δεύτερη φορά, θα έχανε το πρώτο κλάμα, την πρώτη ανάσα του παιδιού του. Εκτός αυτού, οι γυναίκες της ζωής του, του είχαν κιόλας λείψει. Ο Γιόαχιμ ήταν ο προσωπικός του οδηγός. Στη διαδρομή του εξηγούσε τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί στο κέντρο της πόλης. Τα μέτρα προστασίας από τις αεροπορικές επιδρομές των Άγγλων, την είχαν παραμορφώσει. Μία τέντα από δίχτυα παραλλαγής και κλαδιά ελάτων, κάλυπτε πλέον τη Σαρλοτενμπουργκστράσε από την Πύλη του Βραδεμβούργου μέχρι το Τιεργκάρτεν, βυθίζοντας στο σκοτάδι τη λεωφόρο ακόμη και την ημέρα. Τα Χρυσά φύλλα στη στήλη της Νίκης, είχαν αντικατασταθεί από ένα καφέ χρώμα και δίχτυα παραλλαγής, ενώ ένα οικοδόμημα έμοιαζε βγαλμένο από εφιάλτη, έτσι όπως έστεκε γεμάτο αντιαεροπορικά πυροβόλα. Σχεδόν όλα τα καλά εστιατόρια είχαν κλείσει.
Ο Μπάλντερ ξαφνικά ένιωσε παρείσακτος. Ένιωσε ένα ψυχρό κύμα απειλής, γκρίζα σύννεφα να απλώνονται πάνω από τη χώρα του σαν στάχτες ψυχών βασανισμένων, σαν την οργή ζώντων και νεκρών που επιθυμούσαν διακαώς να σβήσουν τη χώρα του από το χάρτη. Μονάχα που δεν είχε ιδέα τι στάση θα κρατούσε. Αν θα βρισκόταν στο Βερολίνο για να υπερασπιστεί τους κατοίκους, αν θα βρισκόταν αντάρτης στην Πολωνία, ή σε μία ακόμη αιματηρή μάχη σε κάποιο μέρος αυτού του δύστυχου κόσμου. Διαπίστωσε λοιπόν, πως όλη αυτή η πνιγηρή εικόνα της πόλης του, τον άγχωνε τρομερά. Του ωθούσε στην επιφάνεια όλους τους εφιάλτες, όλο το άγχος εξαιτίας του πολέμου και των φρικτών καταστάσεων που είχε ζήσει. Εκείνο το πρώτο βράδυ στο ξενοδοχείο, δεν έκλεισε μάτι. Σαν κουβάρι είχε στριμωχτεί σε μία γωνία, σαν ζώο χτυπημένο που το απειλούσαν. Μέσα στο μυαλό του άκουγε ουρλιαχτά, μύριζε σχεδόν την καμένη ανθρώπινη σάρκα.
΄΄Πρέπει να ζητήσω βοήθεια. Πόσα στρατόπεδα υπάρχουν; Πώς θα βγάλω τον κόσμο από εκεί μέσα; Πότε θα ελευθερωθούν; Ποιοι θα βοηθήσουν; Καίγονται ζωντανοί εκεί μέσα. Δηλητηριάζονται από βρέφη, ως γέροι. Τι θα κάνω; Τι θα κάνω Θεέ μου;΄΄
Ένα αποπνικτικό, ένα ζοφερό αίσθημα αγωνίας τον κυρίευσε. Ήθελε να φύγει. Ναι. Δεν θα έμενε ούτε λεπτό παραπάνω. Ο Γιόαχιμ χαιρόταν ιδιαίτερα γι' αυτό. Επιθυμούσε να δει τον Μπάλντερ ευτυχισμένο. Καθώς έβγαινε από το ξενοδοχείο, οι μαύροι κύκλοι και το βλέμμα της δυστυχίας, του φανέρωναν πως ο νεαρός άνδρας δεν είχε κλείσει μάτι. Ο Μπάλντερ φαινόταν να εξακολουθεί να δυσκολεύεται στην κίνηση και ας είχε κάνει τεράστια βήματα προς την ανάρρωση.
«Πάμε σπίτι;» τον ρώτησε ο Γιόαχιμ χαμογελώντας πλατιά. Ο Μπάλντερ για λίγο στάθηκε μπροστά του αμίλητος. Ένα χαμόγελο αχνό, ειλικρινές, ξεκίνησε να ανηφορίζει. Τα χέρια του απλώθηκαν μπροστά και τον τράβηξε κοντά του.
«Ήσουν και εσύ σπίτι για εμένα όλον αυτόν τον καιρό. Σύρθηκες μέχρι την Πομερανία. Κανείς δεν μου έχει φερθεί έτσι, ποτέ!»
«Μπες και κάθισε αναπαυτικά. Κατάλαβα πως πέρασες μία άσχημη νύχτα. Θα βοηθούσε αν σου εξομολογούμουν πως έχω και εγώ φοβίες; Όταν νιώθεις σαν ένας κρυφός απόκληρος, όταν κάθε βλέμμα που συναντάς στο διάβα σου σε φοβίζει, όταν νιώθεις βρώμικος, κατώτερος, χάνεις την ταυτότητά σου, την ανθρώπινη υπόστασή σου. Κάθε μέρα έτσι νιώθω, εκτός από τις ώρες που είμαι μαζί σου. Χάρηκα λοιπόν που ταξίδεψα στην Πομερανία»
Η διαδρομή κύλησε στη σιωπή. Κάποτε, έμοιαζε σαν ένας εφιάλτης, ένα κακό όνειρο. Η ομορφιά η ειδυλλιακή των δασών, μπλεκόταν με τον εφιάλτη του πολέμου, την ύπαρξη στρατιωτών και τη γνώση των διάσπαρτων κολαστηρίων. Υπήρχε μία τραγική αντίθεση, μία πικρία που επισκίαζε κάθε γλύκα. Σαν έφτασαν μετά από ατελείωτες ώρες στον προορισμό, ο Γιόαχιμ του ζήτησε να τον αφήσει καθώς ο ίδιος θα επέστρεφε στο Βερολίνο. Του άφησε τη διεύθυνση και συμφώνησαν να συναντηθούν την τελευταία μέρα της άδειάς του. Σχεδόν τρέμοντας χτύπησε την πόρτα. Φοβήθηκε την προσωρινή ησυχία, μέχρι που άκουσε το χαρακτηριστικό τρίξιμο και είδε μία Ντάρια αλλιώτικη. Η εγκυμοσύνη είχε προσθέσει αναμφίβολα μία γλύκα και κρυφή λάμψη. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, μέχρι που το δικό του κατηφόρισε στη φουσκωμένη της κοιλιά. Κατόπιν υγράνθηκαν. Τα τρεμάμενα χείλη του, απίθωσαν ένα φιλί γλυκό στο μέτωπό της, το επόμενο στα χείλη της και το τελευταίο, τον βρήκε γονατιστό, να το απιθώνει στην κοιλιά της.
Εκείνη ξέσπασε σε λυγμούς. Είχε φοβηθεί τόσο πολύ πως δεν θα τον αντάμωνε ξανά. Την αμαρτία και τον έρωτά της, το φως και το σκοτάδι της, όλα ήταν ο άνδρας που τώρα στεκόταν απέναντί της. Τον έσφιξε όσο αυτό ήταν εφικτό, επάνω της.
«Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ που δεν μου στέρησες την αλήθεια, που με αξίωσες να γίνω πατέρας και που αυτή τη φορά θα βρίσκομαι στο πλάι του μωρού μου από το πρώτο δευτερόλεπτο. Σου υπόσχομαι πως δεν θα κουραστείς για καμία δουλειά. Όλα εγώ θα τα κάνω, ακόμη και το μαγείρεμα κι ας κάνουμε να φάμε τρεις μήνες» γέλασε ενώ δάκρυα κυλούσαν παράλληλα στα μάγουλά του.
«Προσευχόμουν να ήσουν εδώ την μέρα που θα γεννιόταν το μωρό. Όταν έμαθα πως ήμουν έγκυος, ένιωσα χαρά μεγάλη. Ένιωσα πως ήταν το υπέροχο αποτέλεσμα ενός έρωτα μεγάλου. Επίσης, παρακαλώ να πάρει τα μάτια σου» ολοκλήρωσε ντροπαλά.
«Υγεία να έχει. Θα το λατρεύω ακόμη περισσότερο αν μοιάσει σε εσένα» την πείραξε, όταν άκουσαν βήματα από το βάθος και είδαν την Έστερ να τρέχει επάνω του ουρλιάζοντας.
«Μπαμπάκα μου!» ξεκίνησε να τον φιλά «Τι ωραίο δώρο μου κάνατε με την Ντάρια; Θα αποκτήσω αδερφάκι! Χαίρομαι τόσο που βρήκατε ο ένας τον άλλο. Η Ντάρια για εμένα ήταν σαν μητέρα, αδερφή και φίλη. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή η...έλξη σας μου φάνηκε παράξενη, μα τελικά, χαίρομαι που θα σας έχω κοντά μου και τους δύο. Κάποια στιγμή, αν όλα τελειώσουν...» η φωνή της για λίγο χάθηκε.
«Θα βρίσκομαι τρεις μήνες εδώ. Έχω άδεια λόγω τραυματισμού στο Στάλινγκραντ. Μία σφαίρα με βρήκε στο κεφάλι. Έχω ορισμένες σωματικές δυσκολίες από τότε, μα τις ξεπερνώ» τους είπε.
«Τότε να μείνεις εδώ για πάντα! Δεν βαρέθηκες πια να πολεμάς; Είναι ανάγκη;» διαμαρτυρήθηκε η μικρή.
«Βαρέθηκα και όχι δεν είναι ανάγκη. Φοβάμαι μήπως με ψάξουν όμως και μήπως μέσω εμού, φτάσουν σε εσάς. Θα δούμε μέχρι τότε»
Εκείνο το βράδυ, ήταν τελείως διαφορετικό για εκείνον. Βρισκόταν στο δωμάτιο με την Ντάρια, στημένος μπροστά από έναν καθρέπτη, με εκείνη μπροστά του. Δίχως ρούχα και οι δύο, έβλεπαν το σώμα τους τελείως διαφορετικό. Το δικό της κουβαλούσε κάτι ιερό. Τα χέρια του το όργωναν με μία λατρεία αλλιώτικη. Τα δάχτυλά του ακούμπησαν την κοιλιά της, όταν ένιωσαν μία μικρή κίνηση. Η καρδιά του φτερούγισε.
«Εδώ είμαι μωρό μου. Ο μπαμπάς είναι εδώ και αδημονεί να σε γνωρίσει»
«Σ'αγαπώ» του ψιθύρισε εκείνη στα χείλη του κοντά.
«Σ'αγαπώ όσο δεν φαντάζεσαι» της απάντησε και τα δάχτυλά τους ενώθηκαν αργά, κλείνοντας σφιχτά το ένα με το άλλο. Ήταν τότε που σκέφτηκε να της ζητήσει να τον παντρευτεί μόλις όλα τελείωναν. Φοβήθηκε ωστόσο να το ξεστομίσει. Αν δεν τα κατάφερνε; Αναστέναξε. Η οικογένειά του μεγάλωνε, μα αστραπιαία, ένα χαμόγελο προσπέρασε την μνήμη του, τραυματίζοντας μία πληγή που ποτέ δεν κατόρθωσε να κλείσει. Ανήκε στον Στάινερ. Η δική του θέση θα ήταν άδεια, η δική του παρουσία θα ήταν μία απλή σκιά, μίας εικόνας θολής του κάποτε. Ένιωσε εκείνο το τσίμπημα μελαγχολίας, μα τα χείλη της στα δικά του και η παρουσία των κινήσεων του μωρού που γαργαλούσαν την παλάμη του, του έδιναν δύναμη. Την δύναμη να τραβήξει μπροστά σε μία διαδρομή αβέβαιη.
Αβέβαιη ωστόσο, ήταν και η ζωή που κυλούσε στην υπόλοιπη Πολωνία. Ο Πάβελ ήταν πλέον ένα παλικαράκι στα δεκατέσσερα και έμενε μαζί με τον Ράμον, τον παιδικό φίλο του Άντριου που είχε κατορθώσει να διαφύγει από το Κολαστήριο του Άουσβιτς. Η οργή και των δύο κόχλαζε. Ο Πάβελ, παρακολουθούσε μαθήματα κανονικά, μα κάποτε, ακολουθούσε έναν γείτονα στα λεγόμενα κρυφά μαθήματα για αγόρια άνω των δεκατεσσάρων. Έμενε στην Βαρσοβία πλέον και παρακολουθούσε τον Ράμον να διαβάζει μία από τις λεγόμενες εφημερίδες των υπογείων. Η ήττα στο Στάλινγκραντ είχε μαθευτεί, το ίδιο πλέον και το λεγόμενο άλμα προδοσίας του Όττο Σβάιγκερ. Το όνομά του είχε διαρρεύσει και ο Πάβελ δεν θα μπορούσε να αισθανθεί περισσότερο περήφανος.
«Τι εννοείς πως τον γνώριζες;» τον ρώτησε ο Ράμον ένα απόγευμα.
«Εννοώ πως τον γνώριζα και μάλιστα καλά. Είναι καταπληκτικός. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Ίσως το μοναδικό του πρόβλημα να ήταν οι Ρώσοι, μα το έλυσε και αυτό κατά πώς φαίνεται! Πόσο θα ήθελα να τον ξαναδώ»
«Είναι όμως Γερμανός και ξέρεις πως...» πήγε να αντισταθεί ο Ράμον.
«Ω, σώπα τώρα. Στην καταγωγή μπορεί, μα στην ιδεολογία είναι τόσο Γερμανός, όσο εγώ μουσουλμάνος»
«Οι Εβραίοι έχουν εξεγερθεί στο γκέτο» άλλαξε το θέμα ο Ράμον.
«Ήταν καιρός τους. Εμείς πότε;» τον ρώτησε.
«Σύντομα. Αύριο θα με ακολουθήσεις κάπου. Ίσως ήρθε και η δική μας στιγμή»
Χρόνια πολλά σε όλους!Επέστρεψα! Ακόμη ψάχνομαι λιγάκι με την συνέχεια καθώς καρτερώ και ένα βιβλίο. Μαζί όμως θα βαδίσουμε βήμα βήμα! Καλώς σας βρήκα!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro