Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος; / part 2
Βάδισαν βαθιά μέσα στο δάσος, με τον Γκαμπριέλ να τους παρακολουθεί διαρκώς. Δεν είχε καταλάβει τον ρόλο αυτής της γυναίκας και δεν του άρεσε καθόλου. Μπορούσε ένα πράγμα να συγκρατήσει μόνο. Πως υπηρετούσε ως νοσοκόμα τους ναζί. Η γνωριμία της με τον Ντίμα, μπορεί να ήταν πράγματι τυχαία ή και όχι. Κρυμμένος στα χιονισμένα δέντρα ανάμεσα και με το κατάλληλο καμουφλάζ, τους παρακολουθούσε στενά, έτοιμος να τινάξει τα μυαλά οποιουδήποτε από τους δύο. Εκείνοι ωστόσο, αμήχανοι, καθάρισαν στα γρήγορα το φρέσκο χιόνι από ένα βράχο και κάθισαν. Τα μαλλιά τα έντονα του Ρώσου, παρουσίαζαν μία ευχάριστη αντίθεση σε σχέση με το περιβάλλον το ολόλευκο γύρω τους. Το λευκό του δέρμα, οι αχνές του φακίδες και η πυρόξανθη κόμη, τον καθιστούσαν όμορφο το δίχως άλλο. Για δευτερόλεπτα αλληλοκοιτάχτηκαν, κατόπιν ο Ντίμα γέλασε με έναν σαρκασμό.
«Τις τελευταίες ώρες, διαρκώς αναρωτιέμαι πώς φτάσαμε στο σημείο αυτό. Πώς έφτασα να σε υποπτεύομαι για κατάσκοπο των Γερμανών, πώς έφτασα να έχω μυστικά με τον ξάδερφό μου και ταυτόχρονα, παιδικό φίλο ή τελοσπάντων πώς έφτασα στο σημείο να ποδοπατάω κρανία πεθαμένων Γερμανών και να αισθάνομαι μία άγρια χαρά. Όλα ανατράπηκαν, η ίδια μας η ζωή και όμως....ο Άλεξ εξακολουθεί να μας διδάσκει μαθήματα ανθρωπιάς. Μονάχα που σε κανέναν δεν πιάνουν ή δεν πρέπει να μαθευτούν. Εσύ; Πώς έφτασες ως εδώ; Τι συνέβη την ημέρα που κυριολεκτικά σας άρπαξαν ή το σκάσατε από το Λβοβ;» τη ρώτησε και εκείνη αναστέναξε. Περιέργως τελευταία, μία φλογίτσα θάρρους τρεμόπαιζε μέσα της. Όχι θράσους, σε καμία περίπτωση, μα θάρρους να επιθυμεί απλώς να είναι ειλικρινής και ας κατέληγε σε βασανιστήρια.
«Ας ξεκινήσουμε από μία αλήθεια. Τόσο εγώ, όσο και εσύ, είχαμε μία ζωή πριν τον πόλεμο και πριν τους ναζί. Όταν ακόμη ήμουν κοριτσάκι και η μητέρα μου ζούσε, προτού σφαγιαστεί από ναζιστικό χέρι, μετακομίσαμε δίπλα από μία μονοκατοικία. Η οικογένεια, είχε δύο αγόρια, δίδυμα. Τον Όττο και τον Λούκα. Ήταν ολόιδιοι στην εμφάνιση, μα υπήρχε ένα αγκάθι. Ο πατέρας τους. Ήταν ένα βίαιο κάθαρμα, έσπαγε στο ξύλο την μητέρα τους συχνά, η οποία ήταν εναντίων της κυβέρνησης του Χίτλερ, έσπαγε όμως στο ξύλο και τα αγοράκια, κυρίως τον Όττο, ο οποίος τον φοβόταν και θεωρούσε πως αν γινόταν σαν εκείνον ίσως με αυτόν τον τρόπο, εξασφάλιζε την ηρεμία στο σπίτι» έκανε μία παύση βλέποντας την έκφραση στο πρόσωπο του Ντίμα.
«Αναφέρεσαι στον γνωστό Όττο;»
«Πώς τον ξέρεις;» ρώτησε εκείνη τώρα αγχωμένα.
«Συνέχισε που να πάρει και μας έχει στοιχειώσει ο Σβάιγκερ» γρύλισε ο Ντίμα.
«Τελοσπάντων, ο Όττο λάτρευε τον Χανς. Ήταν φίλοι από μωρά, ωστόσο από μία ηλικία και έπειτα, ο πατέρας του τον είχε μαζί του για συνεχή κατήχηση. Του απαγόρευσε να τον βλέπει, θυμίζοντάς του πώς είναι ο σωστός Γερμανός. Για χρόνια η κατήχηση τον είχε οδηγήσει σε σκοτεινά μονοπάτια, μα μετά τον θάνατο ή μάλλον τη δολοφονία του αδερφού του, εγώ και ο Χανς του σταθήκαμε και σιγά σιγά τον φέραμε στο φως. Αποφάσισε να ανέλθει στην πυραμίδα των ναζί για να βοηθά τους Εβραίους ή τους άμαχους. Προσπάθησε να μας προστατέψει από τους φασίστες, τη νύχτα που μας κυνήγησαν όλους. Με τους Ρώσους, είναι μάλλον ένα άλλο θέμα» χαμογέλασε στο τέλος και παρακολούθησε το προβληματισμένο βλέμμα του Ντίμα.
«Ξέρεις..ο Άλεξ...τον εκτιμά. Βρέθηκαν στη μάχη μαζί και κάπου τραυματίστηκε ο ξάδερφός μου. Ο Όττο, έτσι ισχυρίστηκε ο Άλεξ, τον βοήθησε και τον κράτησε ζωντανό. Από τότε, ζω ένα δράμα. Ο δρόμος τους χώρισε και ο Άλεξ είναι τρομερά αφηρημένος. Θαρρώ πως...τον αγαπά και επίσης, πως δεν είναι ο μόνος. Γιατί ήρθες ως εδώ; Είσαι Εβραία και αυτό είναι αυτοκτονία»
«Για εκείνον ήρθα. Κανείς δεν ξέρει ποια είναι η καταγωγή μου. Τη νύχτα που δεν μας βρήκατε, μας είχαν συλλάβει. Βρέθηκα σε γκέτο στην Πολωνία και ξέφυγα. Εργάστηκα για πολλές μέρες δίπλα σε έναν φανταστικό, αντιναζί Πολωνό γιατρό. Εκεί με βρήκαν οι Γερμανοί και μου έκαναν την προσφορά. Δέχτηκα και πλέον γνωρίζεις το γιατί» έκανε παύση ξανά «Συμπαθούσα πολύ τον Αλεξέι. Ήταν ένας πολύ ευγενικός άνδρας, ελεύθερος, ανέμελος. Ο Όττο χρειαζόταν έναν τέτοιο φίλο. Αντιλαμβάνομαι τον πόνο και τον δύο. Είναι εχθροί, αποτελούν την εξαίρεση. Οι Γερμανοί έχουν κάψει ζωντανούς ανθρώπους στα σπίτια τους, έχουν δολοφονήσει μέσα και έξω από τα στρατόπεδα και όμως, αυτοί οι δύο είδαν μονάχα ο ένας τον άλλο»
«Δεν πρέπει να ξαναδούν ο ένας τον άλλο όμως. Όλο αυτό έπρεπε να σταματήσει, αλλιώς θα έπεφταν νεκροί» της απάντησε ο Ντίμα.
«Ίσως να το προτιμούσαν. Κάποτε, προτιμάς τον θάνατο από τη δολοφονία ενός ανθρώπου. Δεν είναι εύκολο ξέρεις, δεν είναι εύκολο να σκοτώσεις» πρόφερε η Χέλγκα με θλίψη. Ήξερε πως κάποιους τραυματίες τους άφηνε στην τύχη τους. Ήταν φασίστες και οι φασίστες θα την σκότωναν αν ήξεραν την αλήθεια.
«Το ξέρω. Αγροτόπαιδο ήμουν σχεδόν και κατέληξα δολοφόνος. Πρόσεχε με δαύτους. Σε πειράζει αν αναφέρω στον Άλεξ πως σε είδα; Θα χαρεί»
«Κανένα πρόβλημα. Θα χαιρόμουν και εγώ να τον έβλεπα, κάπου μακριά από εδώ»
Ο Ντίμα μειδίασε μελαγχολικά. Το μόνο καλό ήταν, πως οι Γερμανοί οπισθοχωρούσαν προς το Χάρκοβο. Ο Άλεξ είχε κουραστεί. Οι Γερμανοί βρίσκονταν κοντά τους, καθώς διαρκώς άκουγε τα παραγγέλματά τους σε αυτή τη γλώσσα που δεν κατανοούσε και μισούσε όσο τίποτε. Ευχόταν να μην βρεθεί ποτέ ξανά με τον Όττο, ενώ έτρεχε σε μία μάχη σχεδόν σώμα με σώμα. Με χέρι υγρό πασπάτεψε τις χειροβομβίδες του και ετοιμάστηκε για έναν θανάσιμο καλπασμό. Οι Γερμανοί ούρλιαζαν, οι γκριζοπράσινες στολές τους διακρίνονταν μέσα από τον καπνό, ενώ στα αφτιά του ηχούσε το βαρύ ποδοβολητό από τις μπότες και το ακατάπαυστο τουφεκίδι. Δίπλα του βρισκόταν ο Σεργκέι. Ο Άλεξ στην ουσία τον φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού, σαν να είχε δώσει κρυφό όρκο πως κανένας άλλος φίλος του, δεν θα θυσιαζόταν στον βωμό του πολέμου. Ο Σεργκεί είχε αρπάξει μία χειροβομβίδα και μανιασμένα πάλευε να εντοπίσει τον πιο κοντινό Γερμανό. Ο πιο κοντινός ωστόσο, ήταν εκείνος που ο Άλεξ φοβόταν. Ο Όττο βρισκόταν στη μάχη, μα στη θέα του Ρώσου φίλου του, μαρμάρωσε ξανά.
Τα πάντα εκτυλίχτηκαν με αργό ρυθμό. Ο Όττο κατέβασε σχεδόν το όπλο, αφήνοντας εκτεθειμένο τον εαυτό του στη μάχη. Ο Άλεξ σοκαρισμένος τον μιμήθηκε, μιας και είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως αν τον συναντούσε, δεν θα βαλλόταν εναντίον του, μα ο Σεργκέι δεν είχε καταλάβει απολύτως τίποτε, καθώς δεν γνώριζε τον νεαρό Γερμανό. Η χειροβομβίδα βγήκε από την τσέπη του και ήταν τότε που ο Όττο το πρόσεξε και σήκωσε το όπλο. Ο Άλεξ πάλεψε να ειδοποιήσει τον φίλο του, δίχως αποτέλεσμα. Η σφαίρα έφυγε και χτύπησε τον Σεργκέι κοντά στην καρδιά. Με τρόμο, είδε τον κολλητό του να σωριάζεται αναίσθητος, καταμεσής του πεδίου της μάχης. Από τα χαρακώματα, συνέχιζαν να ξεπετάγονται με πολεμικές κραυγές οι Ρώσοι, ωστόσο εκείνος ουρλιάζοντας, είχε σταθεί πάνω από το σώμα του φίλου του ένα βήμα πριν τον πανικό. Πυρκαγιές είχαν ξεσπάσει παρά το δριμύ ψύχος. Ο Όττο ταραγμένος, έτρεξε προς την μεριά τους. Μέσα στον αναβρασμό ίσως να μην γινόταν αντιληπτός. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή γύρω του.
«Άλεξ...δεν είχα ιδέα» προσπάθησε να ψιθυρίσει μέσα στη θολούρα του μυαλού του.
Τα μάτια όμως του Ρώσου, τον κοίταξαν για πρώτη φορά με ατόφιο θυμό.
«Πάρε δρόμο! Αν πεθάνει, θα σε σκοτώσω!» του ούρλιαξε και ο Όττο οπισθοχώρησε αστραπιαία, καθώς ούτως ή άλλως δεν είχε χρόνο.
Μία σφαίρα έσκισε το χέρι του και έπειτα ακόμη μία. Το περιστατικό του είχε αποσπάσει σε τέτοιο βαθμό την προσοχή, που του ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί στη μάχη. Κάτι σαν βροντή τον ξεκούφανε και έπεσε με τα μούτρα στο χώμα. Οι κόρες των ματιών του είχαν σαστίσει, τεντωμένες τώρα διάπλατα σε ένα συναίσθημα τρόμου. Κατά το ηλιοβασίλεμα, τα πυρά για λίγο έπαψαν. Τη διοίκηση των υπολειμμάτων του συντάγματος, ανέλαβε ο Άλεξ, ο οποίος κουβαλούσε στην πλάτη του τον Σεργκέι, για να τον παραδώσει στο κινητό νοσοκομείο. Παρά το κρύο, ο ιδρώτας κυλούσε σχεδόν καυτός από το πρόσωπό του, ενώ πάλευε να συγκρατήσει τα δάκρυα. Με τον Σεργκέι ήταν φίλοι από παιδιά. Η εικόνα του Όττο να τον χτυπά, όσο αναμενόμενη και αν ήταν στην μάχη, έδωσε την αφορμή για ένα πίδακα λάβας, να ξεκινήσει να ανυψώνεται μέσα από την ψυχή του. Η σχέση τους τελικά κόστιζε ζωές. Άπραγοι και οι δύο, ο ένας απέναντι στον άλλο, έδωσαν το περιθώριο στον νεαρό Γεωργιανό, να αρπάξει τη χειροβομβίδα, αναγκάζοντας τον Όττο να αμυνθεί. Η σχέση τους, θα οδηγούσε σε επικίνδυνα μονοπάτια και επιτέλους έπρεπε να βάλει προτεραιότητες. Ακόμη ένα λάθος παρόμοιο, ίσως στοίχιζε τη ζωή στον Ντίμα την επόμενη φορά.
Φτάνοντας έξω από έναν κήπο ενός σπιτιού, που άλλοτε χαμογελούσε με όλη του τη λάμψη, ενώ πλέον κούτσουρα καρβουνιασμένα είχαν απομείνει, έκαναν στάση. Η κατάσταση του Σεργκέι παρέμενε κρίσιμη και έπρεπε να εγχειριστεί σε ένα πρόχειρο χειρουργείο που είχε στηθεί. Ο Αλεξέι στεκόταν αμίλητος σαν είδε τον Ντίμα και τον Γκαμπριέλ να πλησιάζουν σαστισμένοι.
«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Ντίμα ταραγμένος.
«Εγώ φταίω για όλα...» μουρμούρισε ο Αλεξέι.
«Τι εννοείς; Τι έκανες;» τον ρώτησε ξανά σιγανά, όταν βεβαιώθηκε πως κανένας δεν τους άκουγε.
«Στο πεδίο της μάχης, συνάντησα τον Όττο ξανά. Πρέπει η στρατιά του να βρίσκεται εδώ γύρω. Κανένας μας δεν έκανε κίνηση να σκοτώσει τον άλλο, όμως ο Σεργκέι δεν ήξερε και άρπαξε τη χειροβομβίδα και...»
«Ο Γερμανός τον πυροβόλησε» συμπλήρωσε τη φράση και είδε τον ξάδερφό του να σωπαίνει απότομα.
«Δεν θα με βρίσεις;»
«Όχι. Θα σου πω απλώς πως αυτό σου έγινε μάθημα. Και εγώ θα ήθελα να ήμουν ένας απλός νεαρός άνδρας και να ζω μία φυσιολογική ζωή. Είσαι στρατιώτης όμως και η ζωή σου είναι η μάχη και η πατρίδα σου. Κανένας Γερμανός δεν είναι φίλος σου. Ο Όττο θα κοιτάξει τους δικούς του και εσύ τους δικούς σου. Ελπίζω ο Σεργκέι να ζήσει, αλλιώς θα του ανοίξω εγώ το κεφάλι» τελείωσε και αποχώρησε.
Ακόμη και τον Ιωσήφ ήταν αποφασισμένος να αποφύγει εκείνη τη στιγμή. Η ευθύνη του έτρωγε τα σωθικά. Ολομόναχος, έμεινε να στέκεται οκλαδόν στο υγρό και παγωμένο έδαφος. Τα ρούχα του μούσκευαν και για πρώτη φορά άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν. Ήταν χαμένος και του φαινόταν πως βάδιζε σε ένα κρυφό ναρκοπέδιο. Τα χέρια του ξεκίνησαν να τρέμουν, όταν ένιωσε ένα χάδι στους ώμους του και ανασηκώθηκε έτοιμος να αρπάξει το όπλο του με την πρώτη ευκαιρία. Πίσω του, φάνηκε η Όλγα, η οποία τον αγκάλιασε σφιχτά. Το πρόσωπό της είχε αλλάξει, τα πάντα είχαν αλλάξει επάνω της από τότε που έφυγε από το χωριό, εκείνη και ακόμη τρεις φίλες της. Τότε που ακόμη δεν πίστευαν πως ο πόλεμος θα κρατούσε πολύ, τότε που είχε προτιμήσει να βοηθά απλά τους στρατιώτες και τελικά εξελίχθηκε σε ελεύθερη σκοπεύτρια. Πριν από την απόφασή της, βοηθούσε στο κολχόζ και έπειτα τελείωσε μία σχολή λογιστικής. Ο πόλεμος όμως πάγωσε τα πάντα και έτσι εκείνη και οι άλλες τρείς κοπέλες, γράφτηκαν στα τμήματα εκπαίδευσης που είχε η στρατολογία.
«Όλγα..» ψέλλισε εκείνος σφίγγοντάς την επάνω του.
«Άλεξ...» τον κοίταξε μέσα στα μάτια «Σώπασε πια...ο Σεργκέι είναι σε κρίσιμη κατάσταση, μα έχω πίστη στη δύναμή του. Θα γίνει καλά. Έμαθα τι συνέβη από τον Ντίμα. Δεν είχε ιδέα πως και εγώ γνώριζα τον Φριτς και πως ακόμη χειρότερα, ήμουν μάρτυρας εκείνης της διάσωσής σου» αναστέναξε «Αν είναι δύσκολο για εσένα, σκέψου για εμένα. Ξέρεις πόσες φορές πάλεψα να φιμώσω τις ενοχλητικές φωνούλες που ψιθύριζαν πως ήμουν έτοιμη να σκοτώσω άνθρωπο; Ξέρεις πόσες φορές πάλεψα να μην σκέφτομαι τον πόνο της μάνας μου, που ούρλιαζε πως καλύτερα να με σκοτώσουν παρά να με παραμορφώσουν;» Το χέρι του κινήθηκε στα κοντά πλέον μαλλιά της «Νιώθω πως κανείς και ποτέ δεν θα με δει σαν γυναίκα στο μέλλον. Παράλληλα όμως, πιστεύω πως κάνω το καθήκον μου στην πατρίδα» ψιθύρισε και για λίγο δεν τον κοίταξε στα μάτια. Οι σχέσεις για τους στρατιώτες ήταν απαγορευμένες, μα τώρα ήταν οι δυο τους μόνο σε ειδυλλιακό περιβάλλον, αποκομμένοι από την πραγματικότητα. Τα δάση είχαν στολιστεί στα λευκά, το φρέσκο χιόνι βάραινε κάποτε τα φύλλα τους, πέφτοντας χαριτωμένα και εκείνοι, σαν να τους είχαν καρφιτσώσει στον τέλειο καμβά, κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με το καρδιοχτύπι έντονο.
«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου και ποτέ δεν θα πάψω. Μην σε νοιάζει λοιπόν πώς σε βλέπουν οι άλλοι» της είπε και την είδε να χαμογελά.
«Ακόμη και αν φορώ παντελόνια;»
«Τα ρούχα δεν κάνουν τους ανθρώπους» της απάντησε και διεκδίκησε τα χείλη της παθιασμένα. Τα χέρια του έσφιξαν τη μέση της, το κορμί του κόλλησε επάνω στο δικό της. Όλο αυτό έκρυβε στα σπλάχνα του την ομορφιά της φυσιολογικότητας γιατί και ο πόλεμος ήταν μία μορφή ζωής, έστω και ανορθόδοξης. Έκρυβε μέσα του έρωτες, πόνο, οργή και κάποτε χαρά, συγκίνηση ή φόβο. Όλα αυτά ήταν πιθανά και αναμενόμενα, μα ο νεαρός επιθυμούσε να αποκλείσει κάθε άλλη εικόνα και σκέψη, εκτός από εκείνη της κοπέλας που είχε μπροστά του.
Έχουμε διανύσει μία μεγάλη διαδρομή ως εδώ και έχουμε δει τους περισσότερους από τους ήρωες. Ποιος σας έχει κάπως κερδίσει από τους νέους; Οι παλιές σας αγάπες παραμένουν ίδιες ή τελικά κάποιος άλλος πήρε τη θέση τους; Πώς σας έχει φανεί ως εδώ; Ακόμη δεν έχουμε μπει στα βαθιά η αλήθεια..
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro