Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ο Στρατηγός Λάσπη και ο Υπολοχαγός Χειμώνας/ part 3

Οι φωνές του Μπάλντερ είχαν ξεσηκώσει το στρατόπεδο. Ο Βίγκμπερτ βρισκόταν στο Βερολίνο, μα ο Γουίλεμ εισήλθε για να αντικρύσει τους Ες-Ες στη σειρά και τα πράγματά τους ανακατεμένα.

«Ξέρετε, ένας από τους λόγους της επίσκεψής μου εδώ, ήταν η διαφθορά που επικρατούσε. Δυστυχώς, επιβεβαιώθηκα και με το παραπάνω. Είναι απαράδεκτο για την τιμή των Ες-Ες αυτή η κατάσταση! Είμαι ο ίδιος αξιωματικός!»

Ο Γουίλεμ κοιτούσε πλαγίως τον Χανς Φρίντριχ που είχε το βλέμμα του κατεβασμένο στη γη.

«Κύριε...»προσπάθησε να απολογηθεί.

«Θέλω τα ονόματα. Όλων και δίχως εξαιρέσεις. Οφείλω να σας αναφέρω, ώστε ο Ράιχσφύρερ μας να λάβει τα μέτρα του, έγινα κατανοητός;»

«Μάλιστα» ψέλλισε ο Γουίλεμ, ανίκανος αυτή τη στιγμή να κάνει το παραμικρό για να αλλάξει την τύχη τους.

Η συνέχεια της μέρας του, αποτελούταν από ξενάγηση στην ΄΄Μπούνα΄΄, στο εργοστάσιο της I.G Farben. Το κακό ήταν πως ταυτόχρονα, είχε οριστεί τιμωρία και στον Χανς, ώστε να εργαστεί σε ένα κομάντο τιμωρίας στο Μπίρκεναου, εξαιτίας όλης της αναστάτωσης που είχε προκαλέσει στην καραντίνα. Σιγά σιγά η I.G Farben έχτιζε εργοστάσια, για τα οποία φυσικά χρειάζονταν εργατικά χέρια, που όμως ήταν σε άθλια κατάσταση. Την ξενάγηση ανέλαβε ένας μηχανικός με το έμβλημα του Κόμματος.

«Θα ήθελα να σας κάνω μία ερώτηση» ξεκίνησε ο Μπάλντερ καθώς βάδιζαν οι δυο τους.

«Ευχαρίστως» απάντησε εκείνος.

«Τι απογίνονται οι κρατούμενοι που κρίνονται ανάξιοι να εργαστούν;»

«Δεν έχω ιδέα» απάντησε ο άνδρας «Εσείς ξέρετε;» και κάπου εκεί, οι γροθιές του Μπάλντερ σφίχτηκαν φονικά.

«Με περνάτε για ηλίθιο, αλλιώς δεν εξηγείται. Βρωμοκοπάει καμένη ανθρώπινη σάρκα από τις καμινάδες των κρεματορίων και εσείς μου λέτε πως δεν έχετε ιδέα;» θα καρφωνόταν, μα υπήρχε και συνέχεια «Νομίζω πως οφείλετε να γνωρίζετε τα πάντα» πρόφερε τώρα πιο ήρεμα.

«Ίσως είναι το απόρρητο...» απάντησε εκείνος.

΄΄Ίσως η συγκάλυψη των εγκλημάτων΄΄ σκέφτηκε ο Μπάλντερ.

Στο κέντρο του λασπωμένου εργοταξίου,οι ρακένδυτοι κρατούμενοι έτρεχαν, υπό το κλομπ και τις κραυγές των Κάπο. Αν κάποιος σκόνταφτε ή έπεφτε, τα χτυπήματα επάνω του διπλασιάζονταν και το νωπό, άλικο αίμα κυλούσε στη γλιστερή λάσπη. Γύρω του επικρατούσε μία δαιμονισμένη οχλοβοή. Οι Ες-Ες φώναζαν, οι κρατούμενοι ούρλιαζαν χτυπημένοι σαν σκελετωμένα και δαρμένα σκυλιά. Η καρδιά του Μπάλντερ ξεκίνησε να χτυπά ολοένα και πιο γρήγορα, οι εικόνες γύρω του εναλλάσσονταν, τα πρησμένα πόδια των κρατούμενων και η δυσοσμία, σε συνδυασμό με τις κραυγές τον είχαν τρελάνει, μέχρι που άρπαξε βίαια το κλομπ από έναν Κάπο και στάθηκε από πάνω του απειλητικά. Τα μάτια του τα είχε καταπιεί ένα σκοτάδι, τα χαρακτηριστικά του είχαν σκληρύνει και η φιγούρα του η θεόρατη είχε μετατραπεί σε μία μορφή φθονερή που οδήγησε τον άντρα να πισωπατήσει.

«Αρκετά» γρύλισε μέσα από τα δόντια του «Έτσι δεν θα δουλέψει περισσότερο, θα τον καταστήσεις ανίκανο»

«Είναι ζώα» πρόφερε ο Κάπο «Μόνο έτσι καταλαβαίνουν» απάντησε και ο Μπάλντερ έσκυψε τόσο πολύ κοντά του, σε σημείο που η αναπνοή του γαργάλισε το δέρμα του.

«Ω, αγαπητέ. Ο λόγος που εσύ και οι μισοί φρουροί εδώ μέσα έχετε καταλήξει σαδιστές και μισότρελοι, είναι το γεγονός πως βαθιά μέσα σας, ξέρετε πως είναι άνθρωποι και θεωρείτε πως χτυπώντας τους, θα τους καταστήσετε υπανθρώπους. Πόσο γελοίο. Άνθρωποι είναι όπως εσύ, έχουν ψυχή. Τουλάχιστον εκείνοι, δεν θα ψοφήσουν κενοί. Εσύ αντιθέτως, πάω στοίχημα, πως αν βγεις από εδώ μέσα, δεν θα μπορείς ούτε να συνουσιαστείς με γυναίκα. Έτσι θα καταλήξεις και πρόσεχε γιατί δεν το έχω σε τίποτε να σε τελειώσω με μία σφαίρα. Δεν ανήκεις καν στους Ες-Ες. Ένα τίποτα είσαι» γρύλισε και ο Κάπο επέστρεψε στη δουλειά του σκυφτός.

Προχωρώντας προς το κτήριο της Κομαντατούρ, συνάντησε ένα από τα παιδιά του Ες, τον πρωτότοκο.

«Καλησπέρα σας κύριε αξιωματικέ» τον χαιρέτισε το αγόρι.

«Καλησπέρα νεαρέ» χαμογέλασε ο Μπάλντερ «Ωραίο σακάκι φοράς» σχολίασε πικρόχολα.

«Μου το έφερε ο μπαμπάς από το στρατόπεδο» απάντησε το αγόρι με πρόσωπο που έλαμπε από χαρά «το ίδιο και τα παπούτσια»

«Σε ποιο νεκρό παιδί άραγε να ανήκαν;» διερωτήθηκε φωναχτά ο Μπάλντερ και ο μικρός τον κοίταξε «Βλέπεις αυτή τη σειρά μυρμηγκιών;» του έδειξε τα έντομα και ο μικρός ένευσε θετικά «Ξέρεις πού κατευθύνονται; Σε αυτήν εκεί την αίθουσα. Έχουν βρει φαί...Ξέρεις τι είναι εκεί μέσα; Τα κρεματόρια...Ακολούθησε τα έντομα και θα μάθεις» ήταν και η τελευταία του κουβέντα, με το αγόρι να τον κοιτάζει σοκαρισμένο.

Κοίταξε στο βάθος και εντόπισε το Όπελ του. Χαμογέλασε. Όλα πλέον ήταν έτοιμα και εκείνος θα επέστρεφε στο Βερολίνο, προκειμένου να παραδώσει όλες του τις αναφορές στον Χίμλερ. Ο Γιόαχιμ τον καρτερούσε όπως πάντοτε πιστά.

«Έτοιμος κύριε;» τον ρώτησε και ο Μπάλντερ χαμογέλασε αινιγματικά.

«Τελειώσαμε μικρέ. Πλέον, μένει να επιστρέψω πίσω και να μεταφέρω όλα αυτά τα ονόματα στο Στάλινγκραντ. Θα πω στον Χίμλερ πως κάποιος οφείλει να καταγράψει και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι στρατιές μας εκεί. Ξέρεις, σίτισης, περίθαλψης, ηθικό. Θα είναι πολύ σημαντικό» τελείωσε και τον είδε να κατεβάζει τα μάτια.

«Όμως, ήσασταν ο καλύτερος αξιωματικός που μου έτυχε και δεν επιθυμώ να εργαστώ για κάποιον άλλο»

Ο Μπάλντερ τον κοίταξε με μία σπάνια τρυφερότητα.

«Μπορείς να τα καταφέρεις. Είσαι καλά δικτυωμένος. Να γνωρίζεις πως οποιαδήποτε πληροφορία, μπορεί να σου φανεί χρήσιμη, μα στην τελική η σιωπή είναι χρυσός στις μέρες μας. Να προσέχεις, δεν αξίζει να καταλήξεις σε κάποιο στρατόπεδο. Σύντομα ελπίζω να μπορούμε όλοι να ζούμε σαν άνθρωποι, κάτω από την ίδια στέγη. Φύγαμε για Βερολίνο, πρέπει να παραδώσω τη δουλειά μου»

Καθώς απομακρύνονταν, ο Χανς πίσω από τα συρματοπλέγματα, ένιωθε την απελπισία να γιγαντώνεται. Σε μία βρώμικη αλέα, είδε από μακριά τον Γουίλεμ να τον πλησιάζει.

«Μία δουλειά σε βάλανε να κάνεις και τα έκανες μούσκεμα τελικά. Δεν θα μπορώ να σε σώζω πάντοτε και από όλα» του γάβγισε.

«Μπορείς. Μπορείς να τους ζητήσεις να γίνω ο κηπουρός σου ας πούμε. Πιάνουν τα χέρια μου» πρόφερε καθώς επιθυμούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, να εργαστεί εκτός στρατοπέδου. Από εκεί και πέρα, ο δρόμος της ελευθερίας θα ήταν ευκολότερος. Το κακό ήταν πως οι Εβραίοι δεν είχαν σχεδόν κανένα προνόμιο, τη στιγμή που υπήρχαν Πολωνοί κουρείς, που περιποιούνταν τον ίδιο τον Ες στο σπίτι του.

«Αυτό που μου ζητάς, είναι πολύ δύσκολο και δεν καταλαβαίνω γιατί στο χρωστώ!» γρύλισε ο Γουίλεμ που είχε εισέλθει σε μία παρανοϊκή άμυνα.

«Τίποτε δεν μου χρωστάς. Όπως βλέπεις, έχω κρατήσει κλειστό το στόμα μου για όλα όσα ειπώθηκαν μεταξύ μας. Για κάποιον λόγο, εσύ επέλεξες να με κρατήσεις στην ύπαρξη, καθώς ΄΄ζωή΄΄ δεν ονομάζεται στα σίγουρα η κατάστασή μου. Αυτός ήταν και ο λόγος που πρότεινα την μεταφορά μου για ορισμένες ώρες στο σπίτι σου, σε εξωτερικές εργασίες»

Ο Γουίλεμ το σκέφτηκε. Δεν ήταν βέβαιος για το πώς έβλεπε τον Χανς. Τα συναισθήματά του ήταν μπερδεμένα. Φοβόταν από την μία, μα από την άλλη, υπήρχε μέσα του ένα σκίρτημα που τον προκαλούσε να ρισκάρει. Εκτιμούσε το γεγονός της τήρησης της σιωπής εκ μέρους του Εβραίου και γιατί όχι; Θα μπορούσε να τον εκμεταλλευτεί. Το δυστύχημα ήταν, πως αδυνατούσε να τον γλιτώσει από το κομάντο τιμωρίας, ωστόσο παράλληλα δεν ήθελε να το ρισκάρει. Οι δρόμοι τους χώρισαν και τον Χανς συνόδευσε ένας Ες-Ες. Στα μισά του δρόμου, μεταξύ Άουσβιτς και Μπιρκενάου, υπήρχε μία μεγάλη οδογέφυρα πάνω από τα χωράφια που περιβάλανε τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης του Άουσβιτς. Από εκεί, ο δρόμος ακολουθούσε μία διακλάδωση της σιδηροδρομικής γραμμής και έφτανε έπειτα από μισό χιλιόμετρο στο Μπιρκενάου, μιας απέραντης θάλασσας παραπηγμάτων. Η αριστερή πλευρά ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης των γυναικών και στα δεξιά το στρατόπεδο εργασίας και τέσσερα κρεματόρια.

Ο Χανς θα δούλευε σε ένα κομάντο εργοταξίου, κουβαλώντας ολημερίς πέτρες. Κάποτε μετέφερε και χαλύβδινες δοκούς που ξέσκιζαν το δέρμα του στην πλάτη. Αν τα πόδια του λύγιζαν, μία κλοτσιά του υπενθύμιζε πως έπρεπε να σηκωθεί. Το χειρότερο ήταν πως αδυνατούσε να ξεκουραστεί. Προσκλητήριο, δουλειά, επιθεώρηση, ουρά για φαγητό και μία κουκέτα για οκτώ άνδρες, παρέα με τις ψείρες. Το χειρότερο από όλα όμως, ήταν η καμινάδα του κρεματόριου και η αιώνια επίγνωση πως εκεί μέσα καίγονταν άνθρωποι. Άνθρωποι με καρδιά και ψυχή, πλάσματα του Θεού με ένα παρελθόν και μία ιστορία. Κάποια παγωμένα βράδια με υγρασία, ο καπνός καθόταν πάνω από το στρατόπεδο, με την αιώνια γλυκερή, δυσβάσταχτη μυρωδιά της καμένης σάρκας. Κάπου εκεί, ο Χανς αναρωτιόταν την έννοια του ανθρώπου. Εκείνου που βασανίζεται και εκείνου που βασανίζει. Αν ο άνθρωπος έφτανε στο σημείο να χάσει την όρεξη για ελευθερία, την όρεξη να αναμετρηθεί με κάθε εχθρό της, τότε ο φασισμός θα είχε κερδίσει. Υπήρχαν στιγμές όμως, που όλη αυτή η βαναυσότητα σε παρέλυε και μερικές φορές σε έκανε να αποδέχεσαι τον επικείμενο θάνατό σου με ευγνωμοσύνη. Κανείς δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό μήτε να το κρίνει, αν πρώτα δεν το είχε ζήσει.

Ο Μπάλντερ δεν το είχε ζήσει ακόμη, μα σκεφτόταν τη ζωή του και όλες τις συνθήκες που τον είχαν οδηγήσει στα σημερινά μονοπάτια. Το παρελθόν του δεν μπορούσε να διαγραφεί, μα το μέλλον δεν είχε φτάσει ακόμη. Έχοντας παραδώσει όλες τις αναφορές σε έναν Χίμλερ που δήλωνε ενθουσιασμένος με τη δουλειά του, ζήτησε να του επιτραπεί το ταξίδι του στο Στάλινγκραντ. Αρχικά αυτή η απόφασή του θεωρήθηκε ηρωική, μιας και ελάχιστοι θα επιθυμούσαν να μεταβούν στο Κολαστήριο και ακόμη χειρότερα, καταμεσής του Χειμώνα. Λίγο πριν μαζέψει τα πράγματά του, συνάντησε για τελευταία φορά τον Γιόαχιμ. Στα χέρια του βαστούσε δύο φακέλους τώρα. Ο ένας αφορούσε μία μικρή οικονομική βοήθεια για εκείνον και την αδερφή του τη μικρή και ο άλλος, θα πήγαινε κατευθείαν στην Ντάρια και στην Έστερ, ενημερώνοντάς τες για όλες τις τελευταίες αποφάσεις. Ο Μπάλντερ βέβαια, δεν ήταν σαν τον Όττο. Εξακολουθούσε να μην βλέπει με καλό μάτι τους Σοβιετικούς, ενώ για την προσωπική του προστασία, δεν θα δίσταζε να ξαπλώσει κάτω όσους χρειαζόταν.

Πλέον, βρισκόταν στο εσωτερικό ενός τρένου, που θα τον οδηγούσε πιθανότατα σε ένα ταξίδι δίχως επιστροφή. Γύρω του υπήρχαν στρατιώτες που επέστρεφαν από την άδειά τους, κατηφείς, καθώς γνώριζαν πολύ καλά τι τους καρτερούσε σε μία αχανή Κόλαση πάγου και ερειπίων. Τα στρατιωτικά ανακοινωθέντα σιγούσαν πεισματικά.

΄΄Ευτυχώς έχω τις μπότες μου και ένα γούνινο παλτό, καθώς το να βρεθώ σε ένα σημείο περικυκλωμένο από Ιβάν μέσα στο καταχείμωνο, δεν το αποκαλείς και ειδυλλιακή εικόνα΄΄ σκέφτηκε.

Το σιδηροδρομικό δίκτυο είχε μεγάλη κίνηση. Περνούσε ώρες ατελείωτες σε παρακαμπτήριες σιδηροτροχιές, καθώς αυτό προέβλεπαν οι κανονισμοί προτεραιότητας. Κάποτε έβγαινε έξω από το τρένο, με τον παγωμένο αέρα να χαστουκίζει το πρόσωπό του. Τίποτε άλλο δεν υπήρχε τριγύρω, εκτός από μία αχανή, κατάλευκη έκταση, με τον άνεμο να την σαρώνει και δίχως το παραμικρό ίχνος ζωής. Το κρύο έγδερνε τα μάγουλά του ενώ κάτω από τα πόδια του, το σκληρό παγωμένο χιόνι, έσπαζε σαν κρούστα. Άξαφνα ένιωσε φόβο. Φόβο πως ίσως δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά από τον εγκλεισμό του σε μία απομονωμένη φυλακή, κάτω από τον απέραντο ρωσικό ουρανό. Ίσως όμως να ήταν καλύτερα έτσι, η δική του κάθαρση για όλα τα επονείδιστα πράγματα που είχε διαπράξει στο παρελθόν, στο όνομα του δήθεν έθνους του. Στο Στάλινγκραντ είχαν εξαντληθεί οι αντοχές και οι δυνάμεις των Γερμανών. Στο Κοτελνίκοβο, που αποτελούσε βάση ανεφοδιασμού, κατέβηκε εκ νέου από το τρένο καπνίζοντας. Οι φτιαγμένοι από τούβλα τοίχοι του μικρού, επαρχιακού σταθμού, ήταν φθαρμένοι. Παντού υπήρχαν βαγόνια με το γερμανικό εθνόσημο και επιγραφές σε διάφορες γλώσσες, προκειμένου να συγκεντρωθεί πολεμικό υλικό και άνδρες.

Οι Γερμανοί φορούσαν χλαίνες ή γούνινα παλτό, δύο στρατιώτες μπροστά του, θλιμμένοι, βαστούσαν παρηγορητικά ο ένας τον άλλο και πιο κει, ένας Ρώσος, κάτωχρος και βρόμικος, έπαιζε ακορντεόν, πλησιάζοντας στρατιώτες ή Polizei που του γυρνούσαν την πλάτη ή τον έσπρωχναν. Ο Μπάλντερ τον κάλεσε και ο γέρος Ρώσος, ξεκίνησε να του παίζει με το ακορντεόν, ένα τραγούδι κοζάκικο. Η μελωδία ήταν γλυκιά, ίσως μελαγχολική. Ταξίδευε μαζί με τον χιονιά στον ορίζοντα, έπαιζε με τη χαμηλή βλάστηση της στέπας και ο γηραιός Ρώσος με τα ροζιασμένα του χεράκια, έδινε τον καλύτερο εαυτό του. Ο Μπάλντερ κάθισε οκλαδόν μπροστά του ακούγοντάς τον και τα ρυτιδιασμένα μάτια απέναντί του, χαμογέλασαν με καλοσύνη. Σύντομα οι στρατιώτες είχαν βγει από τα κουπέ τους, μαγεμένοι από την ταπεινή του μουσική που είχε μία γεύση ειρήνης. Μία γεύση από τη στιγμή που τα όπλα θα σιγούσαν και στη γη θα ακούγονταν μονάχα τραγούδια. Εν συνεχεία, το τραγούδι έπαψε. Ο Μπάλντερ πήγε να τον πληρώσει μα ο γέρος τον σταμάτησε.

«Αυτή ήταν η πληρωμή μου. Να έχω όλο αυτό το κοινό, να στέκεται απολύτως σιωπηλό και μαγεμένο από ένα τραγούδι ενός βρόμικου και ταλαιπωρημένου γέρου. Να προσέχεις...Έχε γεια...Στην ειρήνη» του ύψωσε το χέρι και ο Μπάλντερ συνέχισε τον δρόμο με το τρένο.

Στον επόμενο σταθμό, κατέβηκε ξανά. Τον έστειλαν σε ένα γραφείο, όπου ο εξουθενωμένος υπάλληλος κοίταξε τα χαρτιά του.

«Μου είπαν να έρθω εδώ για να με μεταφέρουν σε ένα από τα αεροδρόμια» πρόφερε ο Μπάλντερ.

«Τα αεροδρόμια βρίσκονται στην άλλη άκρη του Ντον. Οι πτήσεις για το Στάλινγκραντ φεύγουν από την Τατσίνσκαγια. Συνήθως βέβαια οι αξιωματικοί που πρέπει να πάνε στην Έκτη Στρατιά πηγαίνουν από αλλού, δεν καταλαβαίνω γιατί σας έστειλαν εδώ, μα θα βρούμε λύση»

Τελικά, κατέληξε πίσω από τον πιλότο που του έδινε συγχαρητήρια για τα ζεστά ρούχα που φορούσε. Ο Μπάλντερ μισούσε τις πτήσεις καθώς τον ζάλιζαν και φυσικά το αεροπλάνο είχε απογειωθεί προτού προλάβει να δέσει τη ζώνη του.

΄΄Χαλάλι, για τη λίστα των εγκληματιών όλο αυτό΄΄ σκέφτηκε.

Είχε αρχίσει να νυχτώνει και με κόπο ο Μπάλντερ σύρθηκε μέχρι το παράθυρο, ώστε να αντικρίσει τη θέα από τόσο ψηλά. Μία επίπεδη, λευκή επιφάνεια ανοιγόταν μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μάτι του. Οι χαράδρες έμοιαζαν με μεγάλες, σκοτεινές τρύπες κάτω από το φως που ολοένα και χανόταν.Ο Ντον έμοιαζε με γαλαζωπό φίδι έτσι όπως κουλουριαζόταν ανάμεσα στα σπλάχνα της λευκής γης, ενώ ο ήλιος ευθεία μπροστά, είχε την όψη της ολοκόκκινης, διογκωμένης σφαίρας, μονάχα που οι αχτίδες του δεν είχαν την δύναμη να δανείσουν το χρώμα τους στη γη. Όταν οι τροχοί άγγιξαν το έδαφος, ο νεαρός ευχαρίστησε την τύχη του.

«Το βλέπετε εκείνο το μακρύ κτήριο; Εκεί σας καρτερούν» του είπε και ο Μπάλντερ ξεκίνησε να βαδίζει, με τη θερμοκρασία να προκαλεί ένα ανεπαίσθητο τσούξιμο στα εκτεθειμένα του μέλη.

Ο κοιτώνας ήταν άδειος. Τον οδήγησαν σε μία αίθουσα με τραπέζια, όπου του σέρβιραν ένα φριχτό τσάι και λίγη σούπα. Το εσωτερικό του εστιατορίου ήταν παγωμένο και ο Μπάλντερ αγκάλιασε με τα χέρια του το ζεστό, τσίγκινο φλιτζάνι. Προτίμησε να κλείσει επιτόπου τα μάτια του, παρά να μεταφερθεί στο παγωμένο παράπηγμα λίγο παρακάτω. Έτσι και αλλιώς, είχε και άλλη πτήση με προορισμό το Πίτομνικ. Φυσικά, το θέαμα που αντίκρυσε μόλις προσγειώθηκαν, του δημιούργησε έναν κόμπο στο στομάχι. Μία ομάδα ανδρών, περίμενε να επιβιβαστεί. Οι περισσότεροι ήταν τυλιγμένοι με επιδέσμους ή στηρίζονταν σε αυτοσχέδια δεκανίκια. Δύο κείτονταν επάνω σε φορεία, ενώ όλοι τους είχαν την ταμπέλα του τραυματία. Το όχημα που θα τον μετέφερε, είχε φτάσει. Ο Μπάλντερ εισήλθε και ο δρόμος ξεκινούσε. Οι στροφές ήταν τρομερά επικίνδυνες, ενώ σε πολλά σημεία κατέβαινε για να σπρώξει. Στάσεις έκαναν πολλές, αξιωματικοί κατέβαιναν και άλλοι ανέβαιναν στους διάφορους σταθμούς διοίκησης, η χιονοθύελλα μαινόταν. Τελικά, προχωρώντας αργά, τα πρώτα ερείπια ξεπρόβαλαν, καμινάδες από πυρίμαχα τούβλα και γκρεμισμένοι τοίχοι κατά μήκος του δρόμου. Στις δύο πλευρές ήταν παραταγμένοι σκελετοί αυτοκινήτων, καμιονιών και αρμάτων μάχης. Ρακένδυτοι άμαχοι κουβαλούσαν κουβάδες ή σακιά. Μέσα στο σκοτάδι της θύελλας, φάνηκε μία ταμπέλα : Στάλινγκραντ- Απαγορεύεται η Είσοδος- Θανάσιμος Κίνδυνος.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro