Ο Πρώτος Απολογισμός/ part 7
Η Χέλγκα βρισκόταν μαζί με την Τσάρλη, η οποία τις τελευταίες μέρες ψυχολογικά τρέκλιζε. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο με χέρια τρεμάμενα. Οι μήνες είχαν περάσει και όπως ήταν φυσικό, καμία από τις δύο δεν είχε το παραμικρό νέο είτε από τον Γκαμπριέλ, είτε από τον Όττο. Σε αντίθεση με την περίπτωση του πρώτου, ο δεύτερος είχε γίνει διάσημος και αυτό αποτελούσε λόγο ισχυρό να νιώθει η Χέλγκα, πως ίσως ο καιρός της ειρήνης δεν θα αργούσε να φανεί. Δεν είχε περάσει στιγμή που να μην σκεφτόταν εκείνον τον ξανθό νεαρό που της είχε κλέψει την καρδιά και που η ιστορία του βρισκόταν σε όλων το στόμα τώρα πια. Δάκρυα κυλούσαν κάθε φορά που αναλογιζόταν τις δυσκολίες, το δύσβατο μονοπάτι που είχε διαβεί αυτό το ορφανό, κακοποιημένο αγόρι. Ήθελε να ουρλιάξει πως του άξιζε η ψυχική γαλήνη επιτέλους. Του άξιζε να αφήσει στην άκρη τα όπλα και να ζήσει ειρηνικά μετά από τόσα χρόνια.
«Τον αγαπάς πολύ» της είπε η Τσάρλη. Δεν ήταν ερώτηση, ήταν διαπίστωση.
«Μία ζωή μαζί την περάσαμε. Νιώθω σαν να έχουμε βαδίσει χέρι-χέρι αιώνες ατελείωτους δυστυχίας, φόβου και πόνου. Με πνίγει το άδικο. Θέλω να ζήσω επιτέλους μαζί του όλα όσα σαν άνθρωπος δικαιούμαι» τα χέρια της Τσάρλη τυλίχτηκαν γύρω από την λεπτή της μέση, όταν πρόσεξαν μία φιγούρα να κινείται προς το μέρος τους. Μέσα στο μισοσκόταδο δεν διακρίνονταν καθαρά τα χαρακτηριστικά της. Η Τσάρλη πισωπάτησε φοβισμένη. Η Χέλγκα στάθηκε ακίνητη στη θέση της, όταν επιτέλους αντίκρισε ένα πρόσωπο γνώριμο. Ήταν ο Χανς. Ο παιδικός της φίλος, το αγόρι που πάντοτε στεκόταν στο πλάι της, σε όλες τις δυσκολίες. Ο γλυκός της Χανς ήταν ζωντανός.
«Χανς!» τσίριξε όσο πιο σιγανά γινόταν. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, τα πόδια της κινήθηκαν προς το μέρος του, διαθέτοντας τα δικά τους αόρατα φτερά. Μπροστά στο θέαμα αυτό της τρελαμένης του παιδικής φίλης, η οργή εξανεμίστηκε. Γέμισαν αλμυρά ρυάκια και τα δικά του μάτια, σχεδόν έβηχε εξαιτίας της αδημονίας να την σφίξει στην αγκαλιά του.
Η Τσάρλη κοιτούσε τον ένοπλο νεαρό να τρέχει προς την μεριά της νέας της φίλης, εμφανώς μπερδεμένη. Είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται πως τίποτε δεν ήταν αυτό που φαινόταν σχετικά με την Χέλγκα. Πως υπήρχε πιθανότατα κάποια ανείπωτη ιστορία που βάραινε τους ώμους της.
«Νόμιζα πως δεν θα σε έβλεπα ποτέ ξανά!» ούρλιαζε η Χέλγκα χωμένη στην αγκαλιά του «Με το μυαλό μου έπλαθα εκατομμύρια σενάρια, όλα τους μαύρα, αρρωστημένα» τον κοίταξε ξανά βαθιά μέσα στα μάτια σαν να προσπαθούσε να απογυμνώσει την ψυχή του.
«Μην το κάνεις αυτό. Θα απογοητευτείς, όσο απογοητεύτηκα εγώ σαν σε είδα νοσοκόμα αυτών των βρωμιάρηδων!» κοίταξε οργισμένα την Τσάρλη.
«Χανς, έχεις απόλυτο δίκιο, ωστόσο άφησέ με να σου εξηγήσω» πάλεψε να τον σταματήσει η Χέλγκα, φοβούμενη την Τσάρλη. Ο Χανς ωστόσο, το αντιλήφθηκε μονομιάς.
«Φοβάσαι μήπως η φίλη σου η Ναζί, σχηματίσει για εσένα την λάθος άποψη; Μα, είδη την έχει, έτσι δεν είναι;»
«Χανς...»
«Όχι! Γιατρεύεις φασίστες!» της φώναξε.
«Γιατρεύω ανθρώπους!»
«Δεν είναι άνθρωποι! Η φιλενάδα σου πιθανότατα αποσιωπάει όσα γύρω της συμβαίνουν. Αλήθειες που έρπονται στα βρωμερά χώματα των γκέτο, αλήθειες που βίαια πνίγονται και αργοπεθαίνουν μέσα σε έναν θάλαμο αερίων, όπου στριμώχνονται νέοι, ηλικιωμένοι, παιδιά. Γιατρεύεις αυτούς που υπερασπίζονται ένα τέτοιο καθεστώς, την αυτοκρατορία της μισανθρωπιάς και του ρατσισμού! Γνωρίζει ποια είσαι στ' αλήθεια;» στην ερώτηση του Χανς, η Τσάρλη κατάλαβε. Ωστόσο και η ίδια είχε σπάσει τα ρατσιστικά δεσμά, τη στιγμή που η καρδιά της σκίρτησε για έναν Σοβιετικό, υπάνθρωπο σύμφωνα με τα λεγόμενα των Ναζί.
«Γνωρίζω ποια είναι. Τη λένε Χέλγκα και αυτό μονάχα μετρά για μένα» του απάντησε κλαίγοντας. Η Χέλγκα πικράθηκε. Πικράθηκε από την άποψη που είχε σχηματίσει για εκείνη ο καλύτερός της φίλος, το μοναδικό της στήριγμα πίσω στη γειτονιά του Νοικέλν. Τα μάτια της έπεσαν στη γη.
«Ο λόγος που δέχτηκα την θέση, ήταν για να αρπάξω την ευκαιρία να αντικρίσω ξανά τον Όττο, για να βρίσκομαι δίπλα του στο Ανατολικό Μέτωπο. Σαφώς και δεν είπα την αλήθεια, μα ούτε εσύ το έχεις κάνει. Βλέπεις, όταν κάποτε τους Εβραίους μας πετούσαν έξω από τους φούρνους της γειτονιάς, εγώ ήμουν αυτή που διεκδίκησα τη θέση μας εκεί έξω, πάντοτε και σε όλα! Ποτέ μου δεν ντράπηκα για την εβραϊκή μου καταγωγή! Ποτέ!» του φώναξε στο τέλος.
Η Τσάρλη είχε αναστατωθεί. Φυσικά και γνώριζε για την απάνθρωπη συμπεριφορά των Ναζί απέναντι στους Εβραίους. Μάλιστα, στο παρελθόν βαστούσε κλειστό το στόμα της, προστατεύοντας την δήθεν γερμανική κοινωνία. Όμως η αξία του να ανακουφίζεις κόσμο, δεν χωρά σύνορα και εθνικότητες. Οι γιατροί οφείλουν να είναι εκείνοι οι επίγειοι Άγγελοι, εκείνες οι ανοιχτές αγκαλιές που όλους θα τους χωρούν.
«Χέλγκα σταμάτα!» της φώναξε ξαφνιάζοντάς την «Άφησέ τον....δεν...δεν ξέρεις πώς είναι να είσαι κλεισμένος σε στρατόπεδο. Είχα ακούσει σε πολλές συζητήσεις...»
«Εγώ όμως είμαι η φίλη του! Με κατηγόρησε μπροστά σου, με πρόδωσε κανονικά!» στράφηκε έπειτα προς την μεριά του. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Δύο πύρινες, εβένινες Κολάσεις. Είχε αντέξει αρκετά, αρκετά βάσανα «Δεν είσαι ο Χανς που θυμόμουν, εκείνος που άφησα....»
«Όχι» της απάντησε μονολεκτικά «Δεν γνωρίζω αν ποτέ θα ξαναγίνω. Η ζωή μου για καιρό είχε αξία μονάχα ως αριθμός. Ένας ασήμαντος αριθμός ήταν που δούλευε σαν σκλάβος κάτω από άθλιες συνθήκες, που αναμετρήθηκε με την ίδια την ανυπαρξία του Θεού. Γιατί στο Άουσβιτς δεν υπάρχει Θεός. Κανείς δεν απλώνει το βλέμμα της ανθρωπιάς του και το να ζεις δίχως αυτήν, σε αποκτηνώνει» πήρε μία βαθιά ανάσα και κοίταξε τρομοκρατημένος γύρω του. Φοβόταν μήπως κάποιος σύντροφος από την υπόγεια αντίσταση τον ανακάλυπτε και την σκότωνε.
Πού βρίσκεσαι τώρα;» τον ρώτησε.
«Στην πολωνική αντίσταση. Αγάπησα αυτή τη χώρα και τους κατοίκους της. Όχι όσο τον Όττο»μειδίασε στο τέλος και μία λάμψη του παλαιού του εαυτού κατόρθωσε να φανεί για δευτερόλεπτα.
«Τα έμαθες; Ο Όττο πλέον διεκδίκησε αυτό που ονειρευόταν. Την ισότητα. Διεκδίκησε την φιλία του απέναντι σε κάθε Ράϊχ και πατρίδα, απέναντι στο πιο φρικτό μέτωπο του πολέμου»
«Ο αδερφός μου θα φτάσει ψηλά, μα μονάχα η κορυφή του αξίζει έτσι και αλλιώς» ετοιμάστηκε να φύγει, το ίδιο και η Χέλγκα.
Οι φίλοι όμως οι αληθινοί, ακόμη και αν πληγωθούν, ακόμη και αν υπάρξουν στιγμές έντασης ανάμεσά τους, θα διεκδικήσουν τη συγχώρεση, την αγκαλιά της λύτρωσης, την εγκαρδιότητα. Ο Χανς δεν θα έφευγε δίχως την Χέλγκα του και εκείνη δεν θα τον άφηνε να αποχωρήσει με μοναδική ανάμνηση τις πικρές τους κουβέντες. Οι δυο τους έγιναν ένα, τα χέρια έσφιξαν γύρω από το ισχνό τους κορμί. Μία συγγνώμη αντιλάλησε σαν απόηχος, ανάμεσα στους λυγμούς συγκίνησης. Κατόπιν, ο νεαρός κοίταξε την Τσάρλη. Τα διεισδυτικά του μάτια χώθηκαν ξεδιάντροπα στα δικά της, για να ανακαλύψει την αληθινή της πλέον αγάπη απέναντι στην Χέλγκα.
«Είμαι ο Χανς, όπως έχεις θαρρώ καταλάβει» συστήθηκε κοφτά.
«Και εγώ η Τσάρλη» τον κοίταξε ντροπαλά «Έχεις αμυχές. Άφησέ με να τις δω και έπειτα φεύγεις. Περίμενε εδώ και επιστρέφω» του χαμογέλασε.
Η Χέλγκα έβγαλε από την τσέπη της στολής της την φωτογραφία που είχαν όλοι, όπως και ο Χανς.
«Υποσχέσου μου πως θα τα καταφέρουμε. Υποσχέσου πως θα βγάλουμε και στο μέλλον μία τέτοια φωτογραφία και ας λείπουν ίσως κάποιοι» ο Χανς πήρε την ασπρόμαυρη εικόνα από τα χέρια της.
«Κάποτε οι υποσχέσεις θα ήταν μάταιες δίχως βαρύτητα. Δεν μπορώ να σου τη δώσω. Κάνω τα πρώτα μου βήματα ως στρατιώτης, ως άνδρας που θα στηρίζεται στη δύναμή του» της απάντησε τη στιγμή που αντίκρισε εκ νέου την Τσάρλη. Είχε προετοιμαστεί ακόμη και για επικείμενη προδοσία της, επιστρέφοντας πιθανότατα με Γερμανούς στρατιώτες. Η καρδιά του είχε κλείσει και δύσκολα κάποιος θα κατόρθωνε να εντοπίσει το σωστό κλειδί που έστω και ελάχιστα θα άφηνε να φανεί ένα κομμάτι της αλήθειας της. Καθώς η Τσάρλη περιποιούνταν τα τραύματα, η Χέλγκα πάλευε να του εκμαιεύσει πληροφορίες «Μένω μαζί με τον Πάβελ και τον Ράμον, τον παιδικό φίλο του Άντριου. Τον θυμάσαι, έτσι δεν είναι;»
Στο άκουσμα του ονόματος του Πολωνού, ένα σκίρτημα δυστυχίας και πόνου διαπέρασε το στήθος της κοπέλας. Φυσικά και τον θυμόταν. Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει αυτήν την αδάμαστη, ηρωική ψυχή; Το όμορφο, χαμογελαστό του πρόσωπο, κάποτε επισκεπτόταν τις αναμνήσεις της.
«Πώς θα μπορούσα να τον ξεχάσω;» ρώτησε σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό της.
«Στόχος μας είναι κυρίως οι δολοφόνοι των Ες-Ες και γενικά όποιος Γερμανός ξεστρατίσει έστω και λίγο από τις ομαδικές περιπόλους. Συνήθως παίρνουμε το τρένο με προορισμό μία δασώδη περιοχή, έξω από την Βαρσοβία. Έχει σπίτι εκεί ένας δικός μας. Κάνουμε ασκήσεις ρίψης χειροβομβίδων και επίσης, γνωρίζω πώς να κάνω σωστή χρήση των προπολεμικών επιδέσμων. Μου έδειξε μία Προσκοπίνα. Το δύσκολο και επικίνδυνο κομμάτι, είναι ο ερχομός και ο γυρισμός μας από την ύπαιθρο μιας και διασχίζουμε τον κεντρικό σταθμό της Βαρσοβίας, ο οποίος ελέγχεται είτε από την Γκεστάπο, είτε από την Πολωνική Μπλε Αστυνομία, η οποία κυρίως με τους μαυραγορίτες ασχολείται ή παριστάνει τον διερμηνέα σε γερμανικές εξυπηρετήσεις παντός είδους. Ξέρεις, οι νεαροί με τσάντες όπως εμείς, τραβάμε την προσοχή» της εξήγησε ο Χανς.
«Αυτά μου τα λες για να ανησυχώ λιγότερο; Δεν νομίζω» του δήλωσε η Χέλγκα και τον είδε να στέκεται ξανά μπροστά τους, χαμογελώντας ελαφρώς αμήχανα.
«Ευχαριστώ δεσποινίς για τις υπηρεσίες σας. Η αλήθεια είναι πως διόλου δεν είμαι συνηθισμένος στην παραμικρή περιποίηση. Περισσότερο αντιμετωπίζομαι σαν ζώο ή σαν κάποιος με μεταδοτική ασθένεια»
«Μπορεί κάποτε τους Εβραίους να τους αντιμετώπιζα άσπλαχνα. Είναι δύσκολο να διαφέρεις από τη μάζα και να γίνεσαι στόχος εξαιτίας αυτής της διαφορετικότητας. Η παρέα μου με την Χέλγκα και το μέτωπο του Στάλινγκραντ, άλλαξαν πολλά πράγματα. Καλό θα ήταν ωστόσο να μην πλησιάσεις ξανά εδώ, είναι επικίνδυνα»
«Ζω για τον κίνδυνο» τους έκλεισε το μάτι και κοντοστάθηκε μία τελευταία φορά «Χέλγκα...» μονολόγησε «Θέλω να προσέχεις πολύ. Αυτό που επέλεξες να κάνεις, είναι τρελό. Πρόσεχε και...άσε και κανέναν ασθενή στην τύχη του» γέλασε στο τέλος και εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος.
Εκείνο το βράδυ, κύλησε δύσκολα και για τον Κερτ, ο οποίος ως ανώτερος αξιωματικός θα απέφευγε να μείνει στο αγροτικό κολλέγιο μαζί με τους υπόλοιπους, οι οποίοι έκαναν βαριεστημένα ολημερίς ασκήσεις στο παρκάκι, ή τραγουδούσαν το Die Ganze Kompanie. Tα μάτια του έκλειναν, ωστόσο φοβόταν να ξεκουραστεί με την Άζια παρούσα. Οι δυο τους καθισμένοι ο ένας απέναντι από τον άλλο, αλληλοκοιτάζονταν προσπαθώντας να παραμείνουν ξύπνιοι.
«Άφησέ με να φύγω» του ζήτησε εκείνη.
«Ουδείς σε βαστά φροϊλάιν. Μπορείς να πηγαίνεις, μα δεν φέρω ευθύνη αν σε βρει κάποιο απροσδόκητο κακό τέτοια ώρα»
«Είμαι μεγάλο κορίτσι, Κερτ. Αυτούς τους δρόμους τους γνωρίζω άψογα» του δήλωσε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Το σκοτάδι πράγματι την υποδέχτηκε. Οι υγροί δρόμοι έμοιαζαν βγαλμένοι από κάποιον πικρό εφιάλτη. Η ίδια ήταν άοπλη και αυτό αποτελούσε μειονέκτημα. Το πρόσφατο, ανατριχιαστικό της πάθημα είχε παραλύσει το κορμί της. Αισθανόταν άρρωστη και μόνο στη ζοφερή ανάμνηση της κακοποίησης και του άγριου βιασμού της από αυτούς τους βρωμιάρηδες ένστολους. Μία αδιευκρίνιστη αδράνεια την κατέλαβε. Σαν να επιθυμούσε να τρέξει μακριά, δίχως να υπακούν τα μέλη του σώματός της. Πάθαινε κρίση πανικού στα σίγουρα. Όσο ανασκάλευε την αισχροπραγία εις βάρος της, τόσο περισσότερο ένιωθε πως πνιγόταν. Μία ακατάληπτη ταχυπαλμία, την ώθησε να κολλήσει το σώμα της στον τοίχο. Το τρεμάμενο χέρι της, κατευθύνθηκε ανάμεσα στα πόδια της για να διαπιστώσει πως υπήρχε αιμορραγία. Ήταν λογικό. Στον έρωτα ήταν άπειρη και η πρώτη φορά έμοιαζε με Κόλαση. Το θέαμα την τάραξε περισσότερο και σηκώθηκε τρεκλίζοντας, όταν είδε τρεις μεθυσμένους άνδρες να παραμονεύουν στην γωνία, κλωτσώντας τον τοίχο με μανία και καβγαδίζοντας μεταξύ τους.
Το γεγονός πως ξεκίνησε να τρέχει μακριά τους, τους τράβηξε την προσοχή. Άρχισαν να την ακολουθούν με βήμα ταχύ, πανικοβάλλοντάς την περισσότερο. Αν είχε μαζί της όπλο, θα τους καθάριζε. Στρίβοντας απότομα στο πρώτο στενό που βρήκε, ανακάλυψε μία αυλή γεμάτη σκουπίδια και ένα τειχάκι τσιμεντένιο να ορθώνεται. Παίρνοντας φόρα, σκαρφάλωσε, όταν ένιωσε το χέρι του ενός να τραβά το πόδι της βίαια. Δευτερόλεπτα αργότερα ξεκίνησε η ανταλλαγή πυροβολισμών.
«Σκότωσε τον φασίστα!» άκουσε τον έναν άνδρα να ουρλιάζει.
΄΄Κερτ...΄΄ ψιθύρισε.
Ο επόμενος πυροβολισμός ήχησε σαν σειρήνα στα αφτιά της. Ο ένας από τους τρεις διέθετε όπλο και ένα ατελείωτο ανθρωποκυνηγητό διαδραματιζόταν, τραβώντας την προσοχή μίας γερμανικής περιπόλου. Δύο σκοτώθηκαν με μία σφαίρα στο μέτωπο. Ο Κερτ προσπαθούσε να διακρίνει την κοπέλα, η οποία έτρεχε να κρυφτεί. Οι δύο σύντροφοί του κείτονταν σε μία άλικη λιμνούλα, κοντά στον δρόμο, το ίδιο και ο ένας από τους τρεις μεθυσμένους άνδρες. Με γρήγορες δρασκελιές, στάθηκε επάνω στην τσιμεντένια μάντρα προκειμένου να πηδήξει, όταν δέχτηκε έναν πυροβολισμό κοντά στο γόνατο. Το πόδι του ευθύς λύγισε, έχασε την ισορροπία του και έπεσε με το πρόσωπο στα λασπόνερα. Πίσω του άκουγε φωνές και ουρλιαχτά. Καταβάλλοντας προσπάθεια και δύναμη στα χέρια του, προσπάθησε να στηριχτεί στο άλλο του πόδι. Η σκιά του ενός άνδρα φάνηκε μπροστά του και ο Κερτ τον σημάδεψε, όταν διαπίστωσε πως ταυτόχρονα, ο δεύτερος είχε εξίσου σηκώσει το όπλο του από ένα χαμηλό μπαλκονάκι στα αριστερά του. Είχε τελειώσει, αλλά πρώτα θα ξάπλωνε κάτω, έστω τον έναν από τους δύο. Τη στιγμή που πατούσε τη σκανδάλη, η Άζια, έχοντας κλέψει ένα γερμανικό όπλο από τους νεκρούς στρατιώτες, χτύπησε τον δεύτερο που στεκόταν στο μπαλκόνι. Το σώμα του σαν σακί διπλώθηκε μπροστά και κατέρρευσε στη γη, ενώ ο πρώτος έπεσε προς τα πίσω.
Ο Κερτ ανασαίνοντας βαριά, στράφηκε απότομα προς το μέρος της. Αμφότεροι κρατούσαν όπλο στο χέρι, η οργή κόχλαζε μέσα τους. Ταυτοχρόνως ύψωσαν τα χέρια τους μπροστά, σημαδεύοντας ο ένας τον άλλο. Το πόδι του αιμορραγούσε ελαφρώς, ανοιξιάτικες σταγόνες έπεφταν από ένα ουράνιο στερέωμα που άξαφνα είχε ανταριάσει. Την παρακολουθούσε να στέκεται μπροστά του, ένα νεαρό αγρίμι ντυμένο στα κουρέλια, με τα βρεγμένα της μαλλιά να καλύπτουν το όμορφο πρόσωπό της. Εκείνη κατέβασε το όπλο αργά και πραγματοποίησε μερικά βήματα προς το μέρος του. Η βροχή δυνάμωνε, ξεπλένοντας για ακόμη μία φορά τα ανθρώπινα αίσχη.
«Γιατί ήρθες;» τον ρώτησε ανενδοίαστα.
Το χέρι που βαστούσε το όπλο ξεκίνησε να τρέμει. Σχεδόν το κόλλησε στο μέτωπό της. Ήταν μία θύελλα πολλών, ακαθόριστων και άκρατων συναισθημάτων, όλα τους επικίνδυνα.
«Είδα κηλίδες αίματος στο διαμέρισμα. Δεν είμαι ηλίθιος, έχω καταλάβει τι σου συνέβη την στιγμή της δικής μου αποχώρησης από το ποτάμι. Εκεί κάτω, στην αστυνομία, είδα...είδα μώλωπες γύρω από τον λαιμό σου. Ταράχτηκα. Υπέθεσα πως αν και ξεροκέφαλη, ασυλλόγιστη γυναίκα, ίσως χρειαζόσουν βοήθεια, μα να που εσύ είχες μπλέξει σε ανθρωποκυνηγητό!» της φώναξε.
«Τι σε νοιάζει;» του ούρλιαξε πίσω και τον είδε να πλησιάζει περισσότερο. Τα μάτια του, δύο άγριες, φουρτουνιασμένες θάλασσες οργής.
«Θα προσμονούσα έστω ένα ευχαριστώ!»
Κοίταξε το πόδι του.
«Έχεις χτυπήσει» πρόφερε μαγκωμένα «Μπορείς να βαδίσεις;» τον ρώτησε.
«Μία χαρά» την ειρωνεύτηκε αποστρέφοντας το βλέμμα του «Ε-εσύ; Είσαι...»
«Θα γίνω» του απάντησε κοφτά.
«Θέλω να γυρίσω στο διαμέρισμά μου» πρόφερε και ξεκίνησε να βαδίζει κουτσαίνοντας.
«Πρέπει να σε δει γιατρός»
«Είναι μία γρατσουνιά. Θέλω απλώς να κοιμηθώ» μούγκρισε και συνέχισε να προχωρά προς την πολυκατοικία του. Εν συνεχεία κοντοστάθηκε ξανά γυρνώντας προς το μέρος της «Τι κάθεσαι; Δεν έχω όλη τη νύχτα στη διάθεσή μου!Αύριο πιάνω δουλειά, ελπίζω σε κάποιο Δημαρχείο. Πρέπει να ξεκουραστώ»
Η Άζια μειδίασε.
Φτάνοντας στο σπίτι, της επέτρεψε να γεμίσει την μπανιέρα με νερό, ώστε να ξεπλύνει το κορμί της. Το κουρελιασμένο και ματωμένο της φόρεμα, ήταν σχεδόν απαγορευτικό για να φορεθεί. Σαν την καρτερούσε να τελειώσει το εξαγνιστικό μπάνιο της, της πρόσφερε ένα πουκάμισό του έστω για το βράδυ.
«Αποκλ...» πήγε να πει, μα της έκλεισε το στόμα.
«Δεν θα σε στείλω στο μέτωπο με αυτό. Απλώς έχουμε μία διαφορά ύψους και θα είναι σχετικά μακρύ. Το φόρεμά σου είναι σε άθλια κατάσταση. Δανείσου το απόψε και αύριο φεύγεις με...το κουρέλι σου» ανάσανε «Να ηρεμίσω και εγώ καθώς από τότε που σε γνώρισα, η ζωή μου μετατράπηκε σε Κόλαση» την κοίταξε πλαγίως. Μία απορία σκαρφάλωσε μέσα του «Αν δεν ήμουν Γερμανός και ίσως αν δεν είχαμε πόλεμο, θα με μισούσες τόσο; Θέλω να πω, είμαι πράγματι τόσο αχώνευτος;» την ρώτησε.
Η Άζια δεν τον κοίταξε λεπτό.
«Όχι» απάντησε.
«Μονάχα αυτό;» την ρώτησε.
«Για την ώρα, ναι. Μονάχα αυτό» Σαν τον είδε να απομακρύνεται, έπιασε τον καρπό του «Μία στιγμή. Θέλω να δω το πόδι σου. Μας μαθαίνουν να περιποιούμαστε τα τραύματά μας και των συντρόφων μας»
«Άστο, δεν είναι...» ψέλλισε.
«Ντρέπεσαι; Είκοσι ποταμίσια λεπτά, ήταν αρκετά» του χαμογέλασε για πρώτη φορά, ενώ εκείνος ξεφορτωνόταν το παντελόνι του «Είναι επιφανειακό. Με λίγο καθάρισμα και δέσιμο δεν θα έχεις πρόβλημα. Η σφαίρα ευτυχώς σε έξυσε»
Απάντηση δεν πήρε εκείνη την ώρα. Ο Κερτ την παρακολουθούσε να το καθαρίζει και να το δένει.
«Σου πάει να χαμογελάς» πρόφερε στο τέλος.
Μήτε εκείνη απάντησε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro