Ο Πρώτος Απολογισμός/ part 6
Ένα ψυχρό αεράκι τον καλωσόρισε πίσω στην πραγματικότητα. Το κορμί του πονούσε φρικτά, ενώ τα χέρια και τα πόδια του έτρεμαν εξαιτίας του σοκ. Από το μέτωπό του ένιωσε να κυλά ένα υγρό ρυάκι, βεβαιώνοντάς τον για τον ενδόμυχο φόβο του πως ο πονοκέφαλος συνοδευόταν και από σοβαρό τραυματισμό. Η περιοχή του ήταν εντελώς άγνωστη, ενώ η ιδέα ύπαρξης παρτιζάνων και ανταρτών, θέριευε και κατακυρίευε την αγχωμένη του διάθεση. Με τρόπο σύρθηκε στο χαμηλό, υγρό χορτάρι, ελπίζοντας πως δεν θα συναντούσε ελώδεις εκτάσεις. Λίγο παρακάτω, η Άζια είχε χάσει τον Πολωνό σύντροφό της, ωστόσο το θέαμα ενός τρένου γερμανικού που ανατιναζόταν, γέμιζε την ψυχή της με μία άγρια, πρωτόγονη χαρά. Αν κατόρθωναν να βγάλουν από την μέση και τον Φραντς, τον Λοχαγό των Ες-Ες, τον διαβόητο αναπληρωτή διοικητή των φυλακών Παβιάκ, θα ήταν ένα θαύμα που θα ύψωνε την περηφάνια της στον Θεό. Η Επιχείρηση Κεφαλές, το κυνήγι δηλαδή των Ες-Ες και των Γκεσταπιτών, είχε ξεκινήσει ως πολωνική απάντηση, στις γερμανικές θηριωδίες. Ο συγκεκριμένος, τόσο στις φυλακές, όσο και στο γκέτο, πυροβολούσε ανθρώπους αδιακρίτως, ανάλογα με το κέφι του.
Γλυκοχάραζε και οι ερυθρές αχτίνες των πρώτων πρωινών ωρών, τους έδειξαν το μονοπάτι μέσα από την πυκνή βλάστηση. Ο Κερτ βλαστημώντας σε κάθε του βήμα, βάδισε ως την όχθη ενός ποταμού. Τα νερά κυλούσαν καθάρια, ο καιρός δεν είχε ζεστάνει αρκετά ακόμη. Τα μάτια του πλανήθηκαν στον χώρο ολόγυρα, προκειμένου να βεβαιωθεί πως ήταν ολομόναχος. Μισούσε την ιδέα να αποχωριστεί το όπλο του, μα δεν είχε άλλη επιλογή αν ήθελε να καθαρίσει τις πληγές και την βρωμιά του κορμιού του έπειτα από την έκρηξη. Στα γρήγορα ξεφορτώθηκε τη στολή και δίχως να το σκεφτεί ιδιαίτερα, ξεκίνησε να βυθίζει το πάλλευκο κορμί του στα κρυστάλλινα νερά. Η χαμηλή θερμοκρασία του μούδιασε τα μέλη, ωστόσο ταυτόχρονα ήταν αναζωογονητική. Η ταραχή της έκρηξης άρχισε να ξεθωριάζει, όταν τα μάτια του αργά σάρωσαν το περιβάλλον της εξοχής με ενδόμυχη νωχελικότητα. Ένα μειδίαμα ευχαρίστησης ήταν έτοιμο να ανθίσει στα χείλη του, μα η σύγκρουση με ένα αποτρόπαιο θέαμα, τον προσγείωσε βίαια. Ο Σατανάς, αυτή η ειδεχθέστατη Πολωνή, στεκόταν στην όχθη, βαστώντας σαν τροπαιούχος τη στρατιωτική του στολή. Αν η οργή οδηγούσε σε απότομη άνοδο της σωματικής θερμοκρασίας, ατμοί θα έκαναν την εμφάνισή τους γύρω του. Η πρώτη του αντίδραση, ήταν να κρύψει τα επίμαχα σημεία του.
«Σιχαμένη Πολωνή! Άφησε αυτήν τη στιγμή κάτω τα ρούχα μου!" τσίριξε ο Κερτ βλέποντάς την ταυτόχρονα να τον σημαδεύει.
«Μα γιατί; Το θέαμα αν και τραγικό, κρύβει μία δόση γέλιου και ταπείνωσης. Πώς νιώθεις τώρα δίχως το όπλο σου; Αρκετά...ταπεινός;» τον ειρωνεύτηκε η Άζια βλέποντάς τον να στέκει καταμεσής του ποταμού. Τόση ατυχία συγκεντρωμένη επάνω του, πρώτη φορά ένιωθε.
«Ύπουλο θηλυκό! Εγώ να σε βοηθήσω ήθελα...» γρύλισε τρέμοντας.
«Και εγώ. Να με βοηθήσω επιθυμούσα» μειδίασε «Απαλλάσσοντας τον τόπο μου από βρωμερά στοιχεία σαν εσένα και σαν αυτά τα καθίκια με το ασημένιο έμβλημα της νεκροκεφαλής πάνω στα καπέλα τους, της λεωφόρου Ζούσα, στο νούμερο είκοσι πέντε, στην συνοικία της αστυνομίας! Ένας σύντροφός μου πέθανε μαρτυρικά μόνο και μόνο γιατί έπρεπε να εκδικηθούν τον ψόφο ενός δικού τους. Είστε κατακτητές και αυτό δεν αλλάζει!» του ούρλιαξε, όταν ένιωσε το βαλτώδες έδαφος να υποχωρεί, το φόρεμά της να μπλέκει και να σκίζεται σε ένα ξερόκλαδο, και το κορμί της να βυθίζεται στο νερό.
«Ποιος είναι ο έξυπνος τώρα;» της ούρλιαξε ο Κερτ «Με ζάλισες» μουρμούρισε καθώς έβγαινε, αρπάζοντας μέσα από τα χέρια της το όπλο. Η Άζια ωστόσο αντιστάθηκε σθεναρά. Τα λεπτοκαμωμένα της χέρια τυλίχθηκαν γύρω από το όπλο, τραβώντας το προς το μέρος της. Οι δυο τους έμειναν να παλεύουν για την κυριαρχία, όταν ο Κερτ παρατήρησε ένα κομμάτι ύφασμα να επιπλέει στην επιφάνεια του ποταμού. Τα μάτια του με τρόμο στράφηκαν επάνω της, αντικρίζοντας το γυμνό της στήθος «Καλή τύχη με το φόρεμα» την ειρωνεύτηκε και τα ουρλιαχτά της αντιλάλησαν σαν φονικό, ωστικό κύμα. Ο νεαρός ντύθηκε στα γρήγορα, ακόμη και αν το παντελόνι του, μουσκεμένο καθώς ήταν, κολλούσε επάνω στο δέρμα του «Αυτό θα το μετανιώσεις. Με έναν ανώτερο αξιωματικό μην τα βάζεις, ειδικά όταν έχει γνωριμίες στην συνοικία της αστυνομίας που τόσο σε ανατριχιάζει» της γρύλισε στο τέλος και την είδε να τον φτύνει «Τρελή» μουρμούρισε ξανά αποχωρώντας.
Η μοίρα στη ζωή αυτή ωστόσο, παίζει κάποτε άσχημα παιχνίδια. Σύντομα, η Άζια βρέθηκε να έχει συλληφθεί από άνδρες της Γκεστάπο, οι οποίοι είχαν ειδοποιηθεί για την ανατίναξη του τρένου και είχαν σπεύσει να χτενίσουν τον χώρο για τυχόν ύποπτους. Η Άζια κατά πώς φάνηκε, ανήκε σε αυτούς. Καθώς εντοπίστηκε σχεδόν γυμνή, τα αδηφάγα τους χέρια, λαίμαργα, άπληστα, ταπεινωτικά, σάρωσαν το κορμί της. Στριμωγμένη ανάμεσα σε ξερόκλαδα, με τα πόδια της γεμάτα αμυχές, υπέφερε τις συνέπειες του βιασμού. Το στόμα της το είχαν κλείσει με κουρέλια, βρίζοντας και χλευάζοντάς την στα γερμανικά. Η επόμενη στάση ήταν το αρχηγείο της Γκεστάπο. Προστατευμένο με συρματοπλέγματα και φυλάκια με πυροβόλα, έκανε κάθε απόπειρα δραπέτευσης, σχεδόν αδύνατη. Σύντομα, οι πόρτες του φορτηγού που την μετέφερε μαζί με δύο γυναίκες ακόμη και τρεις άνδρες, άνοιξαν, για να τους υποδεχτούν οι Ες-Ες, με τα υποπολυβόλα μάρκας Schmeisser. Βλοσυροί, τους οδήγησαν μέσα από μία σειρά διαδρόμων, σε ένα μακρύ δωμάτιο στο υπόγειο. Στο κέντρο υπήρχε ένας διπλός πάγκος, έτσι ώστε όσοι κάθονταν να βρίσκονται σε γραμμή, πλάτη με πλάτη.
«Πρώτα οι γυναίκες» πρόφερε σε άπταιστα πολωνικά ένας Γκεσταπίτης.
Η Άζια υπάκουσε, παρακολουθώντας έναν νεαρό σγουρομάλλη να τρέμει σύγκορμος, έτοιμος να καταρρεύσει. Ο φόβος ωστόσο, λειτουργούσε διεγερτικά για τους Ες-Ες, οι οποίοι σαν φίδια πλησίασαν τον άνδρα, ανασηκώνοντας το πηγούνι του με την άκρη του μαστίγιου.
«Jude» μονολόγησε ένας και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Αίμα ξεκίνησε να κυλά από την πληγή του, ενώ άλικες σταγόνες είχαν λερώσει και τα κουρελιασμένα ρούχα της Άζια.
«Συγγνώμη» της ψιθύρισε. Ζητούσε συγγνώμη από μία άγνωστη κοπέλα για το αίμα που έρρεε εξαιτίας του βάναυσου χτυπήματος.
Ήθελε να κλάψει. Παρά την δύναμή της την ψυχική, ένιωσε πως στεκόταν μία αιωνιότητα, υπόλογη, απέναντι σε έναν Θεο-Δικαστή. Το κορμί της έμοιαζε μιαρό στα μάτια της. Είχε χαρίσει την πρώτη φορά του έρωτα, σε τρεις βιαστές, τρία κτήνη που με πρόσωπο όμοιο με εκείνο ενός άψυχου δαίμονα, ασελγούσαν επάνω της γδέρνοντάς την και χτυπώντας την. Οι κραυγές της λειτουργούσαν διεγερτικά, οι βρωμερές τους ανάσες την έπνιγαν σαν κατάρα. Προτού την καταπιεί η απόγνωση, άκουσε βήματα. Εκεί κάτω, δεν είχε ιδέα πόση ώρα είχε πλέον περάσει, ούτε καν αν είχε νυχτώσει έξω. Τα βήματα καθώς πλησίαζαν, αντιλαλούσαν στον χώρο ολοένα και πιο ηχηρά, όταν αντίκρισε τον Κερτ, συνοδευόμενο από ακόμη δύο άνδρες. Είχε τελειώσει. Ο λοχαγός των Ες-Ες, τον προέτρεψε να ρίξει μία ματιά στους αιχμαλώτους. Καθώς ήταν ο μόνος επιζών, θα μπορούσε να αναγνωρίσει τον πιθανό ένοχο για την έκρηξη. Με βήμα αγέρωχο, πέρασε μπροστά από όλους, με το βλέμμα του να κοντοστέκεται για δευτερόλεπτα στην κοπέλα. Οι μώλωπες, οι αμυχές στην βάση του λαιμού της καθώς και το κατεβασμένο της βλέμμα, σε ένα συμπέρασμα τον οδήγησαν. Δίχως να πει λέξη, την προσπέρασε.
«Ήταν ένας άνδρας με βεβαιότητα, μα δεν βρίσκεται ανάμεσά τους» είπε στους Ες-Ες που ένευσαν θετικά. Δίχως να ζητήσουν κάποιο χαρτί ή στοιχείο ενοχοποιητικό από τους συλληφθέντες, τους άφησαν ελεύθερους.
Εκείνη κουτσαίνοντας, ξεκίνησε να απομακρύνεται. Έξω είχε σκοτεινιάσει και της απέμενε μονάχα μισή ώρα μέχρι την απαγόρευση κυκλοφορίας. Από το υπόγειο το δικό τους, βρισκόταν πολύ μακριά και το τραμ δεν της φάνταζε καλή ιδέα. Για λίγο ψηλάφισε τα ρούχα της. Ήταν σχισμένα, ελαφρώς αποκαλυπτικά σε ορισμένα σημεία, πράγμα που θα αποτελούσε λόγο έλξης, επιπλέον στρατιωτών ή λαίμαργων ανδρών. Βαδίζοντας προς το άγνωστο, κατέληξε να κουλουριαστεί στην είσοδο μίας πολυκατοικίας. Έκανε κρύο. Εκείνη ωστόσο δεν κουνήθηκε. Ορφανή από οικογένεια δεν είχε κανέναν στον κόσμο πέραν των ανθρώπων της αντίστασης. Κάποτε στις προσευχές της, παρακαλούσε τον Θεό να τη συγχωρέσει για κάθε ζωή που αφαιρούσε. Σήμερα όμως, με τον πιο επονείδιστο τρόπο, κατάλαβε πόσο αχρείαστες ήταν οι τύψεις για τον θάνατο του κατακτητή. Δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να την λυγίσει.
«Άζια Νοβάκ» άκουσε το ονοματεπώνυμό της και τα μάτια της υψώθηκαν προς την κατεύθυνση της φωνής.
«Εσύ πάλι!» φώναξε στον Κερτ που στεκόταν μπροστά της με την νέα του στολή.
«Θαρρώ πως αυτήν την κουβέντα, θα έπρεπε να την ξεστομίσω εγώ, καθώς με κυνηγάς χειρότερα και από τις ψείρες στο Ανατολικό Μέτωπο και πίστεψέ με, ήταν αρκετά επίμονες. Άνια μου συστήθηκες, μα έκανες λάθος. Γνωρίζω πως οι ατιστασιακοί χρησιμοποιούν ψευδώνυμα και μερικοί ήταν πρόθυμοι να μιλήσουν σαν πιάστηκαν στα δίχτυα»
«Ποιος μίλησε;»
«Δεν έχει σημασία. Έτσι και αλλιώς δεν θα ξαναμιλήσει. Τους προδότες δεν τους αγαπώ. Καρφώνουν ασύστολα τα μαχαίρια σε όποια πλάτη βρουν πρόσφορη. Εδώ θα μείνω, στον πρώτο όροφο, αν και τώρα που το σκέφτομαι, θα αλλάξω σπίτι μπας και το βρω στάχτη και αυτό» μουρμούρισε μα προτού φύγει, έκανε δύο βήματα πίσω «Θα σε παρακολουθώ από το παράθυρο. Μία λάθος κίνηση....» την προειδοποίησε και εξαφανίστηκε, με την Άζια να παραμένει βυθισμένη στις σκέψεις της σχετικά με την προδοσία. Έπρεπε να ειδοποιήσει και τους υπόλοιπους. Πιθανότατα να κινδύνευαν.
Στην πρώτη της προσπάθεια να κουνηθεί, παρατήρησε το πρόσωπο του Κερτ, να ατενίζει βλοσυρά. Ξεφύσησε για λίγο, όταν από μακριά διέκρινε γερμανική περίπολο. Το σώμα της μαζεύτηκε ξανά. Καθώς σύρθηκε προς την είσοδο, η πόρτα άνοιξε.
«Μπες» άκουσε την κοφτή του διαταγή.
«Όχι» του απάντησε με πείσμα.
«Μπες, αλλιώς θα σε αρπάξω από το μαλλί που είναι και μακρύ και προσφέρεται για κάτι τέτοιο»
Αμίλητη τον ακολουθήσε μέχρι το διαμέρισμα στον πρώτο όροφο.
«Δεν σημαίνει κάτι αυτό» του είπε στα ξαφνικά «Δεν έπαψες να μου είσαι αντιπαθής, δεν έπαψες λεπτό να είσαι ο εχθρός της πατρίδας μου»
Ο Κερτ την κοίταξε μειδιώντας, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε τα μπροστινά κουμπιά από την στολή του.
«Το δεύτερο το δέχομαι, για το πρώτο αφήνω ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα» της απάντησε.
«Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε έντρομη.
«Γδύνομαι. Μεταξύ μας έχουμε ξεπεράσει αυτό το στάδιο. Είκοσι λεπτά στεκόμουν γυμνός μπροστά σου και καθώς είχες το πάνω χέρι, οι ντροπές είχαν πάει βόλτα στη Βαρσοβία. Μην ανησυχείς ωστόσο. Η εικόνα εκείνη, η εν μέρει βουκολική, είναι ακριβοθώρητη για λίγες και εκλεκτές» τελείωσε και κάθισε σε μία καρέκλα απέναντί της ανάβοντας τσιγάρο.
Μπορεί η τύχη να μην είχε χαμογελάσει στην Άζια, μα ο Χανς ένιωθε πως ο τροχός είχε ξεκινήσει να κινείται υπέρ του. Όντας στις Σχολές Μάχης, είχε τοποθετηθεί σε έναν πυρήνα των πέντε ατόμων. Μαζί με νέα μέλη, στις βδομαδιάτικες συναντήσεις, μελετούσε το προπολεμικό εγχειρίδιο του πεζικού, το Combat, ενώ μάθαινε τα θεωρητικά των πέντε βασικών λειτουργιών του πεζικάριου : αναγνώριση εδάφους, προέλαση, επίθεση, υπεράσπιση και απόσυρση. Απομνημόνευσε τον τρόπο οργάνωσης μίας φάλαγγας και μελέτησε τα καθήκοντα της σκοπιάς και της περιπολίας. Επιτέλους. Σε αυτόν τον πόλεμο κάποιος τον προετοίμαζε για άμυνα ή και επίθεση. Θα γινόταν ο καλύτερος, υποκινούμενος από την οργή και το μίσος, από όλες εκείνες τις φορές που τον είχαν υποβιβάσει, τον είχαν κάνει να νιώσει ένα σκουπίδι, απλώς και μόνο γιατί ήταν Εβραίος. Έμαθε επίσης λεπτομέρειες για το τουφέκι του πεζικού, ενώ μπορούσε να λύσει και να συναρμολογήσει ένα κλεμμένο, γερμανικό υποπολυβόλο, σε τριάντα δευτερόλεπτα.
Εκείνο το μεσημέρι, έχοντας διδαχθεί να εντάσσεται σε σχηματισμούς ειδικούς που στα μάτια των υπόλοιπων έμοιαζαν αθώοι, βρέθηκε κοντά σε ένα κτήριο, το οποίο είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο. Άπαντες είχαν συγκεντρωθεί με σκοπό να θερίσουν ιατρούς, ασθενείς και νοσοκόμες, όταν προς μεγάλη του έκπληξη, το βλέμμα του έπεσε επάνω σε ένα εβένινο και γνώριμο αντίστοιχο βλέμμα. Το όπλο γλίστρησε από το χέρι του.
«Χέλγκα...» μονολόγησε σχεδόν μέσα στην ταραχή του. Η φίλη του η παιδική, βάδιζε προς το εσωτερικό του κτηρίου με την στολή της νοσοκόμας. Γιάτρευε αυτούς τους βρωμιάρηδες, τους φασίστες. Πώς μπορούσε; Ίσως ο Χανς του παρελθόντος να σκεφτόταν αλλιώς. Ο νέος δεν είχε κανένα περιθώριο λύπησης κανενός. Η εικόνα του ράγισε την καρδιά, μύριζε προδοσία.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro