Ο Πρώτος Απολογισμός/ part 5
Εκείνο το βράδυ θα κυλούσε με μεγάλη δυσκολία και η Κρίστα το είχε συνειδητοποιήσει σε τέτοιο βαθμό, που ζήτησε ευγενικά από τον Κερτ να επιστρέψει αφού επισκεπτόταν τους δικούς του, για να της κρατήσει συντροφιά. Φοβόταν τους βομβαρδισμούς, φοβόταν τις σειρήνες που ούρλιαζαν, ωστόσο για έναν ανεξήγητο λόγο, θεωρούσε πως τους άξιζε. Πόσοι λαοί είχαν τρέξει στα καταφύγια εξαιτίας τους; Πόσα παιδιά είχαν κλάψει; Πόσες μητέρες είχαν χαθεί άδικα; Όλα αυτά τα σκεφτόταν πνιγμένη στις ενοχές. Το βλέμμα της ταξίδευε τώρα προς τον μοναχικό Κερτ, ο οποίος είχε επιλέξει να ξαπλώσει βαστώντας αγκαλιά τον μικρό Όττο. Άραγε, αν γνώριζε πως ήταν Εβραίος, πώς θα αντιδρούσε; Θα τον αγκάλιαζε με την ίδια τρυφερότητα;
Έβαλε το χέρι της μπροστά από τα τρεμάμενα χείλη της. Πόσα δάκρυα είχαν μουσκέψει το πρόσωπό της σήμερα; Ο Κερτ που λαγοκοιμόταν, ευθύς κατάλαβε πως η ξαδέρφη του βρισκόταν τυλιγμένη στο δικό της σκοτάδι καθώς το ίδιο συνέβαινε και με εκείνον. Το κλάμα αποχωρισμού της μητέρας του, η κλονισμένη υγεία του πατέρα του, όλα αυτά και ακόμη περισσότερα, του είχαν ραγίσει την καρδιά. Δίχως να ξυπνά το αγοράκι, πλησίασε την κοπέλα σκουπίζοντας τα αλμυρά της ρυάκια.
«Όλα καλά θα πάνε, θα το δεις» πάλεψε να την παρηγορήσει.
«Όχι, Κερτ δεν θα πάνε. Θα έρθουν οι Ρώσοι εδώ, ή οι Αμερικάνοι. Ειδικά οι Ρώσοι θα μας διαλύσουν...Είναι εξαγριωμένοι! Ο κόσμος μας μισεί! Όμως εγώ δεν έφταιξα, δεν θέλησα ποτέ τον Χίτλερ, ποτέ την καταραμένη Άρια φυλή, δεν...»
«Σώπα σε παρακαλώ. Ο γερμανικός στρατός θα τα καταφέρει. Θα πολεμήσω και εγώ ως την τελευταία μου ανάσα, για εσένα, για τους δικούς μου, για όλους» πάλεψε μάταια να την παρηγορήσει.
«Μα αυτό είναι το θέμα Κερτ! Γιατί να παλεύουμε ως την τελευταία μας ανάσα, όταν θα μπορούσαμε να γελάμε; Όταν θα μπορούσαμε να χαιρόμαστε τις οικογένειές μας; Γιατί; Για ποιο απατηλό όνειρο Κερτ; Δεν μας έφταναν τα σπίτια μας; Οι αυλές μας; Θέλαμε και τον Πύργο του Άιφελ; Και τον Καύκασο;»
Το παραλήρημα συνεχιζόταν. Εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα, ακόμη και εκείνος της έβρισκε δίκαιο στα λεγόμενά της. Ωστόσο, θα πολεμούσε ως το τέλος για ό,τι πλέον του είχε απομείνει. Φυσικά από την μία η προπαγάνδα και από την άλλη το σφίξιμο του κλοιού, δεν θα μπορούσε να του ανοίξει τους ορίζοντες. Όλοι εν δυνάμει εχθροί του ήταν και όπως ήταν φυσικό, τους εχθρούς δεν θα τους άφηνε ατιμώρητους. Λίγο πριν το ξημέρωμα, κατόρθωσαν να κλείσουν επιτέλους τα μάτια τους. Η πρώτη, αδύναμη ηλιαχτίδα, φώτισε ανόρεχτα αυτήν την πρωτεύουσα και οι δύο νέοι σηκώθηκαν, μαζί με τα αγοράκια που λαίμαργα αναζητούσαν το πρωινό τους.
«Κάθισε να σου προσφέρω κάτι προτού φύγεις» του είπε η Κρίστα.
«Όχι ξαδέρφη, άστο. Δεν έχω καθόλου όρεξη. Θα κατευθυνθώ προς τα τρένα» έμειναν για λίγο μετέωροι, μπροστά από το κατώφλι.
«Θλείε πού πας;» ρώτησε ο Όττο τρίβοντας τα μάτια του ενώ ο Άλμπρεχτ είχε αρπάξει με τα μικρά του χέρια το παντελόνι του αμίλητος.
«Θα επιστρέψω και θα σας φέρω δώρα την επόμενη φορά, σας το υπόσχομαι» πάλεψε να τα παρηγορήσει ενώ ταυτόχρονα ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται.
«Τότε γιατί κλαις;» τον ρώτησε ο μικρός Όττο.
«Από τη χαρά μου που σας είδα» στην αγκαλιά του υποδέχτηκε την Κρίστα και η διαδρομή του με προορισμό την πολύπαθη Πολωνία ξεκίνησε.
Σε αυτή τη χώρα, ο Χανς είχε κάνει μία νέα αρχή. Με την βοήθεια του Ράμον και του Πάβελ, κατόρθωσε να εισχωρήσει στην Συνομωσία, κοινώς στην πολωνική αντίσταση. Εκείνο το απόγευμα, έδινε τον όρκο πως θα υπηρετούσε τις Γκρίζες Τάξεις και πως αν χρειαζόταν, θα έδινε ακόμη και την ζωή του. Φυσικά, ήταν υπερπρόθυμος. Όπως τον ενημέρωσε ο Ράμον, όφειλε να αποκτήσει ένα ψευδώνυμο πολέμου και ο Χανς, επέλεξε το Ζυκ. Επίσης όσα λιγότερα γνώριζαν τα υπόλοιπα μέλη, τόσο το καλύτερο θα ήταν και ο νεαρός συμφώνησε απόλυτα με αυτήν την προοπτική. Καταλάβαινε επίσης πως οι Πολωνοί δεν έβλεπαν τους Ρώσους με καλό μάτι και διόλου δεν πανηγύριζαν στην σκέψη πως ο Κόκκινος Στρατός είχε ξεκινήσει να κινείται προς το μέρος τους. Ο Πάβελ γκρίνιαζε σε μία κοπέλα, καθώς επιθυμούσε να αναλάβει περισσότερα καθήκοντα, ωστόσο το νεαρό της ηλικίας του, σε συνδυασμό με την απειρία του, την έκαναν να αρνηθεί.
«Ράμον ο μικρός έχει κότσια» πρόφερε εκείνη και κατόπιν στράφηκε προς τον Χανς «Άζια, εσύ;»
«Είναι το καλλιτεχνικό σου ή το κανονικό;» την ρώτησε ο Χανς μισογελώντας.
«Εμπιστεύομαι τον Ράμον, επομένως αποφάσισα να συστηθώ με το όνομα που μου χάρισαν οι δικοί μου»
«Καλώς τότε, εγώ είμαι ο Χανς»
«Η Άζια είναι το πιο υπέροχο δόλωμα. Έχει φάει πολλούς φασίστες στον ύπνο τους και όχι μόνο» ακούστηκε η φωνή του Ράμον.
«Πώς δουλεύει λοιπόν αυτή η φονική μηχανή;» ρώτησε ο Χανς.
«Κοίταξέ την καλύτερα. Τα σπαστά καστανόξανθα μαλλιά της, το όμορφο πρόσωπό της αποτελούν έναν κυριολεκτικά φονικό συνδυασμό. Όλοι αυτοί οι στερημένοι στέκονται προσοχή μπροστά της, όλοι επιθυμούν έστω και ένα άγγιγμα από γυναικείο χέρι. Η λαχτάρα του πειρασμού ωστόσο πληρώνεται» εκείνη χαμογέλασε σατανικά στην επεξήγηση του Ράμον.
«Να φανταστείτε πως έχω αποστολή. Αναμένεται τρένο από Γερμανία με νέα, λαχταριστά θύματα, επομένως θα με συγχωρέσετε» τίναξε πίσω τα μαλλιά της «Εσύ» πρόφερε δείχνοντας τον Πάβελ «Θα κάνεις τον αγγελιοφόρο, άντε και κανένα γκράφιτι με το σύμβολο της άγκυρας, του Στρατού της Πατρίδας» τελείωσε βλέποντάς τον να κατσουφιάζει.
Ο κίνδυνος ωστόσο πάντοτε παραμόνευε και ο Πάβελ είχε πλέον πλήρη γνώση των κινήσεων του κόσμου, ώστε να αντιλαμβάνεται αν περνούσε γερμανική περίπολος. Ήξερε πως έπρεπε να βρει μία δική του κρυψώνα, ώστε να τοποθετεί εκεί και τον εξοπλισμό του. Κατά πώς φαινόταν μέχρι σήμερα, τα πράγματα έβαιναν λίαν καλώς. Η Άζια από την άλλη, έχοντας πάντοτε το όπλο της καλά κρυμμένο, κινούνταν μέσα στη νύχτα σαν τον εβένινο αίλουρο. Ο βίαιος θάνατος είχε πλέον γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της. Όλους τους είχε χάσει. Τον αδερφό και τους γονείς της. Παρά το γεγονός πως φρόντιζε να έρθει σωματικά κοντά με τα θύματά της και αυτό μέχρι ενός σημείου, ποτέ της δεν τους είχε νιώσει σαν ανθρώπους, ίσως γιατί και οι ίδιοι, επιδιώκοντας τη σαρκική ηδονή, δεν είχαν ποτέ τους ενδιαφερθεί ιδιαιτέρως για την ίδια. Εξάλλου, σε καιρούς δύσκολους, βίαιους, εν μέρει ήταν λογικό, πράγμα που διευκόλυνε ακόμη περισσότερο το έργο της. Η εικόνα η ασπρόμαυρη της οικογένειάς της, πάντοτε την συνόδευε. Προσευχόταν και τους παρακαλούσε να τη συγχωρέσουν που κατέληξε να γίνει δολοφόνος, μα έτσι τα είχε φέρει η ζωή.
Μέσα στη νύχτα έτρεχε προκειμένου να προλάβει να ρίξει μία ματιά στο νέο φορτίο. Με αυτόν τον τρόπο θα προσπαθούσε να προσεγγίσει κάποιον στρατιώτη δήθεν για να προσφέρει τις υπηρεσίες της ή παίζοντας κάποιον πονεμένο ρόλο. Ωστόσο, όφειλε να είναι ιδιαιτέρως προσεκτική. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να την υποψιαστούν πως ανήκε στους αντάρτες. Μόλις εκείνοι θα κατέβαιναν και θα έκαναν στάση ίσως σε κάποιο χωριό, θα φρόντιζε να κάνει γνωριμίες. Η φτωχή της πατρίδα είχε υποφέρει τόσους πολλούς θανάτους, τόσες εκτελέσεις. Θυμόταν ακόμη την αστυνομία να συγκεντρώνει πολίτες, προκειμένου να παρακολουθήσουν το θέαμα των τυχαίων εκτελέσεων για παραδειγματισμό, στο κτίριο του προπολεμικού δικαστηρίου. Κορμιά άψυχα κρέμονταν άχαρα, ως δήθεν συμμορίτες και τρομοκράτες, πάνω από μία ταμπέλα που έλεγε πως η Δικαιοσύνη είναι το Θεμέλιο της Δημοκρατίας.
«Εγώ έχω την δική μου δικαιοσύνη λοιπόν» σκέφτηκε η Άζια όταν επιτέλους άκουσε το τρένο.
Μέσα σε αυτό, επέβαινε ο Κερτ με ακόμη έναν στρατιώτη της Βέρμαχτ τον Βόλφγκανγκ. Μόλις σταμάτησαν, είδαν ορισμένους αξιωματικούς και στρατιώτες των Ες-Ες με τα σκυλιά τους. Το συγκεκριμένο τρένο ήταν κυρίως ανεφοδιασμού και τον είχαν επιλέξει να το χρησιμοποιήσει ώστε να είναι βέβαιος πως όλα θα πήγαιναν κατ' ευχήν. Σε όλη τη διαδρομή, είχε αφεθεί στον άνεμο να ανακατέψει τα μαλλιά του, ενώ ο Βόλφγκανγκ έγραφε σε ένα ημερολόγιο. Οι φωνές των Ες-Ες που έκαναν έλεγχο, για λίγο τους έβγαλαν από την ονειρική διάσταση. Ο Κερτ άνοιξε και την δική τους πόρτα για να πάρει αέρα, δίχως φυσικά να αντιλαμβάνεται πως η Άζια και ακόμη ένας νεαρός κατασκόπευαν. Στα χέρια του βαστούσε κάτι ισχυρό που με την έκρηξή του θα εκτροχίαζε το τρένο. Έπρεπε να βρει τρόπο να ανέβει επάνω. Ίσως το θέατρο του τρομαγμένου κοριτσιού να έπιανε τόπο και να λειτουργούσε σαν αντιπερισπασμός.
«Απλά κάνε τα μαγικά σου. Να, αυτός εδώ ο πιτσιρικάς φαίνεται καλό θύμα» της είπε και εκείνη έριξε μία ματιά στον Κερτ.
Για να βεβαιωνόταν ωστόσο, έπρεπε να τον προσεγγίσει και της φάνηκε πράγματι ως το ιδανικό θύμα το οποίο θα απασχολούσε μέχρι ο συνεργάτης να πηδήξει στο βαγόνι αφήνοντας το δικό του φονικό φορτίο. Ήταν νεαρός, ίσως μικρότερος από εκείνη που είχε ήδη πατήσει τα είκοσι έξι. Επιπλέον, φαινόταν απομονωμένος από τους υπόλοιπους. Τα δίχτυα της τεντώθηκαν και ετοιμάστηκαν να απλωθούν. Το βλέμμα της άλλαξε και μακριά από τους Ες-Ες, ξεκίνησε να περπατά ελαφρώς κουτσαίνοντας.
Ο Κερτ την πρόσεξε. Για την ακρίβεια είδε μία νεαρή κοπέλα να βαστά σφιχτά το χέρι της και να βγάζει σιγανούς λυγμούς. Έτσι όπως ήταν τυλιγμένη με μία παλαιά ζακέτα τρέμοντας, προκαλούσε μάλλον τον οίκτο παρά την ανησυχία. Ο Βολφ δεν έδωσε καμία σημασία. Ο ίδιος θεωρώντας την μάλλον ακίνδυνη, με βήματα προσεκτικά την πλησίασε.
«Δεσποινίς; Συγγνώμη είστε εντάξει;» ρώτησε και την είδε να υψώνει τα μελένια της μάτια επάνω του.
«Λυπάμαι για την αναστάτωση. Χτύπησα άσχημα το χέρι μου, ωστόσο πρέπει να διασχίσω το δασύλλιο μέχρι να φτάσω στους παππούδες μου. Είναι μεγάλοι άνθρωποι, άρρωστοι. Συγγνώμη και πάλι, μην μου δίνετε σημασία» πρόφερε σχεδόν ψιθυριστά, αδύναμα, ωστόσο κανενός το βλέμμα δεν εγκατέλειπε εκείνο του άλλου. Όπως ήταν φυσικό, ο Πολωνός αντάρτης είχε ήδη κατορθώσει να διεισδύσει στο τρένο, αφήνοντας εκείνο το φονικό κουτί που θα το ανατίναζε. Η Άζια πάλεψε να απομακρυνθεί, όταν άκουσε τον νεαρό Γερμανό να ξεροβήχει.
«Κοιτάξτε, είμαι σχεδόν μόνος μου στο βαγόνι. Ελάτε μαζί μου και κατεβαίνετε νωρίτερα. Είναι αργά το βράδυ και επίσης είναι επικίνδυνα»
΄΄Σιχαμένε πονόψυχε φασίστα!Θα με βάλεις σε μπελά μεγάλο΄΄΄σκέφτηκε η Άζια η οποία έπρεπε να υπολογίσει την ώρα, ώστε να κατέβει εγκαίρως.
«Είστε ευγενικός, ευχαριστώ. Δεν είναι ανάγκη όμως, να εδώ πιο κάτω είναι»
«Ε, καλά. Θα σας κατεβάσω εγώ όταν θα μου πείτε» χαμογέλασε. Το τρένο σφύρισε και η Άζια ανέβηκε στα κρυφά. Ο Βόλφγκανγκ είχε αποκοιμηθεί «Κάντε ησυχία μονάχα» την κοίταξε καθώς αγχωμένα είχε κουλουριαστεί προς την έξοδο, ενώ το τρένο είχε ξεκινήσει «Είστε Πολωνή; Μιλάτε καλά γερμανικά» άρχισε τις ερωτήσεις, τις οποίες εκείνη απεχθανόταν.
«Μάλιστα» απάντησε μονολεκτικά.
«Με λένε Κερτ, εσάς;»
«Άνια» το παραποίησε λίγο.
Σώπασαν. Τη στιγμή που τον είδε να κατευθύνεται σε έναν σακί με πατάτες, σκαλίζοντας μερικές, τοποθέτησε τα χέρια της στη συρόμενη πόρτα, ανοίγοντάς την ελάχιστα. Ώσπου να γυρίσει εκείνος το κεφάλι του, η Άζια είχε πηδήξει και είχε ξεκινήσει να τρέχει προς το άγνωστο. Ο Κερτ μόλις συνειδητοποίησε την ξαφνική της φυγή, ευθύς αντιλήφθηκε πως πιθανότατα να πρόκειται για δολιοφθορά. Πνιγμένος στην αγωνία, σκούντησε τον Βολφ, μονάχα που πλέον ήταν αργά. Μία ισχυρή έκρηξη προερχόμενη από τα μπροστινά βαγόνια, τύλιξε το τρένο στις φλόγες. Οι ράγες στρίγγλισαν και εκείνο τινάχτηκε και σύρθηκε πάνω τους. Ο Κερτ γλίστρησε στο άνοιγμα της πόρτας, ενώ το σώμα του έπεσε με φόρα στο έδαφος. Από εκεί και έπειτα, όλα σκοτείνιασαν.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro