Ούτε ένα βήμα πίσω / part 2
Δεν είχε ιδέα πόσες ώρες είχαν περάσει. Όταν άνοιξε τα μάτια της, κανείς δεν βρισκόταν εκεί, μονάχα ένα βρώμικο σημείωμα με δύο τελείες ζωγραφισμένες με μολύβι και μία γραμμή καμπύλη. Σύνολο αυτά τα τρία, σχημάτιζαν ένα χαμόγελο και κάτω από αυτό, ήταν γραμμένο το όνομα Γκαμπριέλ. Η Τσάρλη χαμογέλασε και κατόπιν σηκώθηκε, φόρεσε την κουρελιασμένη στολή της νοσοκόμας και δειλά αναζήτησε τους υπόλοιπους. Σε ένα άνοιγμα, εντόπισε το νοσοκομείο εκστρατείας να τα μαζεύει τάχιστα, παλεύοντας να ακολουθήσει την πορεία του Πάουλους, κοντά στο Στάλινγκραντ. Σαν είδε τη Χέλγκα, την αγκάλιασε σφιχτά, ξεσπώντας σχεδόν σε λυγμούς. Εκείνη ξαφνιάστηκε από την κίνησή της, μα σύντομα βρέθηκε να της την ανταποδίδει.
«Ανησύχησα πως κάτι κακό σου συνέβη. Είσαι βρεγμένη» πρόφερε κοιτάζοντας την Τσάρλη.
«Ήμουν έτοιμη να πνιγώ, μα κατόρθωσα να σωθώ» Δεν της ανέφερε ποτέ την παρουσία του Ρώσου. Το βλέμμα τους αντάμωσε για δευτερόλεπτα και η κοπέλα πήρε μία βαθιά ανάσα «Ίσως και να είχες δίκιο» ψέλλισε «Το Τρίτο Ράιχ, μοιάζει με μία καλοδουλεμένη θηλιά που ολοένα και σφίγγει γύρω μας, μας ρουφά την ανάσα, μα εμείς το μόνο που κοιτάμε άπληστα, είναι ο ορίζοντας και όχι τους ανθρώπους που ισοπεδώνουμε προχωρώντας. Αυτή η δυσάρεστη εμπειρία που μόλις είχα, με έκανε να συνειδητοποιήσω, πως ποτέ δεν ήμουν ελεύθερη τελικά. Πως μία θέση για εμένα ως άτομο δεν υπήρξε, αφού η δουλειά της Άριας γυναίκας είναι η υπακοή και η τεκνοποίηση. Γι' αυτό ήρθα εδώ. Για να φανώ χρήσιμη επιτέλους, για να προσφέρω κάτι» έκανε μία παύση. Τα μάτια της βούρκωσαν «Αυτός όμως...» έδειξε με το χέρι της το ματωμένο πτώμα του γιατρού «Ασελγούσε επάνω μου...Πες μου, γιατί να σιχαθώ τους Εβραίους ή τους Σλάβους περισσότερο; Εκείνοι δεν με άγγιξαν έτσι. Έπειτα, ο σύζυγός μου...Άστο. Ίσως κάποια άλλη φορά» ψέλλισε ξανά και η Χέλγκα τη σταμάτησε.
«Αυτός ο ουρανός που βλέπεις, με γενναιοδωρία καλύπτει όλους τους ανθρώπους. Τα δάση, τη φύση γενικά, τη χαίρονται όλα τα ζωντανά πλάσματα. Τι σημασία έχει το χρώμα, ή η φυλή; Πάλι δεν θεωρείσαι άνθρωπος; Σημασία έχει η καρδιά. Το έγκλημα και η κακία, μπορεί κυριολεκτικά να προέρχονται από οπουδήποτε. Άνθρωποι στην Πολωνία, βρίσκονται κλεισμένοι σαν αρουραίοι στα γκέτο. Παιδιά που σε κοιτάζουν γεμάτα παράπονο, καθώς δεν καταλαβαίνουν αν έχουν διαπράξει κάποιο κακό για να τιμωρούνται έτσι. Επίσης, αν γεννιόσουν Εβραία, θα σου άρεσε να σε αντιμετωπίζουν έτσι; Εσένα, υπήρξε ας πούμε κάποιος από αυτή τη φυλή που εμπόδισε τη ζωή σου;» την ρώτησε.
«Όχι, η αλήθεια»
«Δεν θα ήταν όμορφο να έχουμε ειρήνη; Να μπορούμε να ταξιδεύουμε ο ένας στη χώρα του άλλου για τουρισμό; Να μας ξεναγούν στα αξιοθέατα, να δοκιμάζουμε τις γεύσεις των χωρών, να γελάμε, να παλεύουμε να διδαχτούμε μία ξένη γλώσσα;»
«Όλα αυτά μοιάζουν απίθανα...Μα..αν πρέπει από κάπου να ξεκινήσω, τότε να σου πω πως θαυμάζω το εβένινο μαλλί σου. Το ξανθό με κούρασε. Το βλέπω παντού» γέλασε για λίγο.
«Επίσης, ο Φύρερ και ο Ράιχσφυρερ, σου επιβάλουν τους φυλετικούς νόμους. Οι ίδιοι τους πληρούν;» τη ρώτησε «Είναι ξανθοί, δύο μέτρα, με κυανά μάτια;»
«Τώρα που το λες, έχεις δίκιο. Αυτοί μας θέλουν έτσι, τη στιγμή που μοιάζουν...»
«Με Πυγμαίους στην καλύτερη περίπτωση»ολοκλήρωσε η Χέλγκα και βάλθηκαν να γελούν «Άκου, είμαστε εδώ για τους στρατιώτες μας, ας αρκεστούμε σε αυτό για την ώρα» συμπλήρωσε ώστε να φανεί πειστική, καθώς ανέβαιναν σε φορτηγά που θα τους μετέφεραν κοντά στο μέτωπο.
«Έχεις δίκιο. Αν θέλεις, μπορούμε να γίνουμε φίλες» χαμογέλασε ντροπαλά η Τσάρλη.
«Ίσως» απάντησε κρατημένα η Χέλγκα.
«Περιμένεις να τον δεις;» τη ρώτησε αναφερόμενη φυσικά στον Όττο.
«Ίσως για τελευταία φορά. Πάντα έτσι λέω, μα ο Θεός, όποιος και αν είναι, με λυπάται και μου χαρίζει ακόμη μία»
---------------------
Ο Πάουλους κατά τα λεγόμενα του πτέραρχου φον Ριχτχόφεν ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση. Είχε εξαπολύσει κυκλωτικές επιθέσεις των οποίων ηγούταν η 16η και η 24η Μεραρχία Τεθωρακισμένων, με την υποστήριξη των στούκας του πτέραρχου. Μετά από δύο ημέρες μάχης, κατόρθωσαν να περικυκλώσουν οκτώ Μεραρχίες τυφεκιοφόρων και όλο το πυροβολικό που είχε μείνει δυτικά του Ντον. Τώρα βρίσκονταν στο Kalach, χαζεύοντας το δειλινό, με τον Όττο και τον Κοχ να χοροπηδούν επάνω σε έναν εγκαταλελειμμένο σιδηρόδρομο, ατενίζοντας μερικές πρωτόγονες, ξύλινες καλύβες. Μπορεί να μην είχαν δέσει ακριβώς σαν φίλοι, μα υπήρχε ένας περίεργος σεβασμός. Ο Κοχ είχε καταλάβει πως ο Όττο δεν ήταν εκείνος ο δήμιος των Ες-Ες που σκότωνε ανάλγητα, όπως είχε συμβεί μπροστά του μία φορά. Ο Όττο ήταν ένας άριστος σκοπευτής, ένας στρατιώτης που έκανε καλά τη δουλειά του, ένας λοχαγός που όλοι λίγο ή πολύ σέβονταν. Έπειτα από το διήμερο μάχης, τα πληρώματα είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν και να αστειεύονται μεταξύ τους. Από κάποια άρματα, άρχισαν να ακούγονται τραγούδια, ωστόσο σύντομα ο Όττο τους προειδοποίησε πως έπρεπε να λάβουν εκ νέου θέση άμυνας, καθώς η νύχτα έπεφτε.
Εκείνος, ξεγλιστρώντας, επισκέφθηκε με τρόπο το νοσοκομείο εκστρατείας. Κρυμμένος στη γύρω βλάστηση, είδε τη Χέλγκα με την Τσάρλη και διακριτικά της κούνησε το χέρι. Η νεαρή Εβραία, ψιθύρισε κάτι στην άλλη νοσοκόμα, η οποία μειδίασε πονηρά και ευθύς έτρεξε, πέφτοντας κυριολεκτικά επάνω στον νεαρό. Εκείνος παρέμεινε ξαπλωμένος στο έδαφος και η Χέλγκα με το ύφος του κατακτητή, παρέμεινε απλωμένη επάνω του.
«Πάλι με άφησες να σε κερδίσω, όπως τότε έξω από το ιατρείο του μπαμπά στο Βερολίνο. Θυμάσαι; Όταν μας απαγόρευσαν τα πάντα και εσύ στάθηκες έξω από το ιατρείο μας για να βάζεις κρυφά τους πελάτες;»
Ο Όττο χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Για την ακρίβεια σε είχα αφήσει ξανά να με μαδήσεις, όταν ήμασταν μικροί. Όταν η μητέρα μου και ο Άντον πάλευαν να μας χωρίσουν. Ήμουν ανόητος τότε»
«Ήσουν ένα μικρό παιδί, που είχε επωμιστεί ένα βάρος που δεν του άξιζε. Στερήθηκες την ελευθερία σου, για να τη χαρίσεις στους άλλους. Αυτό από μόνο του απαιτεί τρομερή θυσία, δύναμη και θάρρος από ένα τόσο μικρό παιδί. Έχασες τον αδερφό σου με αυτόν τον τρόπο και...η μητέρα σου θαρρώ δεν σε στήριξε όσο έπρεπε» στην τελευταία της κουβέντα προβληματίστηκε. Αυτός ο ρόλος, ο ρόλος της Γκρέτα, δεν του ήταν ποτέ ξεκάθαρος.
«Προσπάθησε, μα την απογοήτευσα»
«Όττο ήσουν το παιδί της. Σκέφτηκε ποτέ το γιατί ήσουν έτσι; Σε έκρινε, μα κάποτε βολευόταν με τη στάση σου, καθώς εσύ ήσουν αυτός που κρατούσε τον πατέρα σου ήρεμο. Με όλο το σεβασμό, ξέρεις πως την συμπαθούσα πολύ. Όμως μία μητέρα παλεύει για τα παιδιά της. Εγώ και ο Χανς παλέψαμε για εσένα, για να γίνεις αυτό που είσαι σήμερα. Κυρίως ο Χανς, εδώ που τα λέμε. Αγάπη ήθελες, αυτό σου έλειπε» τον κοίταξε μέσα στα μάτια.
«Θα μου τη δώσεις, λοιπόν;» την ρώτησε παιχνιδιάρικα.
Τα χέρια του αγκάλιασαν τη λεπτή της μέση, παρασύροντάς την στην αγκαλιά του. Ήταν μόνοι τους, ολομόναχοι, καλυμμένοι από τη βλάστηση τη ξερή της στέπας. Φίλησε το μέτωπό της, κατόπιν αργά τα χείλη του ίσα που άγγιζαν τη μύτη της, για να φτάσουν να απαιτήσουν την υπέροχη γεύση της. Το φιλί τους έγινε πιο βαθύ, πιο ερωτικό. Έπνιγαν τους αναστεναγμούς, τους χάριζαν στην ομορφιά του δειλινού και ξανά τα όπλα έπαψαν γύρω τους, από μέσα τους θαρρείς και έβγαιναν άνθη πλέον. Με το ένα του χέρι, παραμέρισε με τρόπο το εσώρουχό της. Ο έρωτας για εκείνον δεν ήταν μία απλή, σωματική ανάγκη, αλλά μία ολοκλήρωση. Τα σώματά τους γίνονταν ένα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, καθώς την κρατούσε σφιχτά, σαν το πιο εύθραυστο αντικείμενο, καθώς την κατακτούσε γνωρίζοντας πως ήταν ο ένας και ο μοναδικός για εκείνη.
«Για πάντα θα είμαι ερωτευμένος μαζί σου, σε αυτήν και την άλλη ζωή» της ψιθύρισε μόλις κατόρθωσε να βρει εκ νέου την ανάσα του.
«Πού πηγαίνετε; Γνωρίζεις;» τον ρώτησε χωμένη ακόμη στην αγκαλιά του.
«Ίσως στον θάνατο, το πιο βέβαιο δηλαδή» της ανακοίνωσε.
«Μην μιλάς έτσι» πάλεψε να τον κάνει να σωπάσει αγγίζοντας απαλά τα χείλη του.
«Άκουσέ με προσεκτικά. Χρειάζομαι την άδειά σου για να φύγω από αυτόν τον κόσμο, αν χρειαστεί»
«Τι είναι αυτά που λες; Ποια άδεια;»
«Εκείνη που θα μου υπόσχεται, πως δεν θα μου θυμώσεις, πως δεν θα με κατηγορήσεις, πως δεν θα σκεφτείς πως ίσως έπρεπε να ζω. Υπάρχει περίπτωση να μην φύγω πάνω στη μάχη. Ο Στάινερ έφυγε σώζοντας ζωές. Θέλω να κάνω το ίδιο και θέλω να μου δώσεις την άδεια να το κάνω, την άδεια να βάλω τη ζωή μου ίσως, ή το μέλλον μας σε δεύτερη μοίρα, πετυχαίνοντας όμως να γαληνέψω την ψυχή μου» δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της.
«Δεν θα μπορούσα ποτέ να σου κρατήσω κακία, μα δεν μπορώ να σου υποσχεθώ, αν ζήσω και εγώ, πως θα ξεπεράσω ποτέ το κενό σου»
«Να σκέφτεσαι πως θα έχω φύγει χαρούμενος, κάνοντας το σωστό και όχι ατιμασμένος από ένα ακόμη έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Μπορείς να το σκεφτείς αυτό;» τη ρώτησε.
Τον αγκάλιασε σφιχτά, πολύ σφιχτά. Ήθελε να τον νιώσει. Εκείνος δειλά της έδειξε τη φωτογραφία του Νοικέλν, έκανε και εκείνη το ίδιο.
«Όταν ανταμώσουμε ξανά όλοι, τίποτε δεν θα είναι ίδιο, μήτε οι δρόμοι, ή τα σπίτια. Ίσως και να μην υπάρχουν, να έχουν γίνει ερείπια, ρημάδια, σοροί από τούβλα. Ευελπιστώ τουλάχιστον, να είμαστε ελεύθεροι να αγκαλιαστούμε έτσι, δίχως ενοχές, δίχως τον ρατσισμό, δίχως την κατάρα το φασισμού. Σε αγαπώ. Ακόμη και αν ζήσω και εσύ φύγεις, στην καρδιά μου ανεξίτηλα πλέον χάραξες κάθε ίχνος σου. Είμαι περήφανη για εσένα. Αν είναι εκείνη την κακιά στιγμή, εσύ να χαθείς ηρωικά, από εμένα έχεις την άδεια. Θα σε μνημονεύω και θα μιλώ για εσένα όπου σταθώ άγγελέ μου»
Ένα φιλί τελευταίο δόθηκε και μαζί του πίσω από τους λόφους της απεραντοσύνης της στέπας, χάθηκε και ο ήλιος. Τα πολυβόλα ακούστηκαν ξανά, η Κόλαση ξυπνούσε πάλι, μα εκείνος όταν την αποχωρίστηκε, ένιωσε ελαφρύτερος. Δεν θα είχε τύψεις. Από το να μετανιώνει για πάντα όντας ζωντανός, θα έφευγε χαρούμενος, αν αυτό ήταν γραφτό να γίνει. Η μάχη δεν είχε ακόμη ξεκινήσει και οι συνθήκες, οι εικόνες, θα ήταν πέραν πάσης, ανθρώπινης φαντασίας. Ένα πεδίο θανάτου, δίχως προηγούμενο. Ο γερμανικός πέλεκυς σηκώθηκε ψηλά, όχι μόνο πάνω από την πόλη του Στάλινγκραντ, αλλά επίσης πάνω από το όνειρο της δικαιοσύνης, πάνω από την αφοσίωση στην ελευθερία, πάνω από την ανθρώπινη χαρά και αυτό ο Όττο το γνώριζε. Νοητά ένιωθε πως βαστούσε στα ίδια του τα χέρια αυτόν τον πέλεκυ.
Η τελευταία ώρα του Στάλινγκραντ, η τελευταία ώρα της προπολεμικής πόλης, ελάχιστα διέφερε από τις προηγούμενες ημέρες. Άνθρωποι έσπρωχναν χειράμαξα γεμάτα πατάτες, έμπαιναν στην ουρά για ψωμί και μιλούσαν για τα προϊόντα που υπήρχαν ακόμη στα μαγαζιά. Στην αγορά πουλούσαν γάλα και κιτρινωπή ζάχαρη. Οι βιομηχανικοί εργάτες δούλευαν και ο απλός, καθημερινός λαός, οι γιατροί, οι φοιτητές, οι νεαρές εργάτριες, δεν είχαν ιδέα πως σε λίγες ώρες, θα εκτελούσαν πράξεις που θα έμπαιναν στη σφαίρα της αθανασίας. Δεν είναι μονάχα οι ήρωες εξάλλου εκείνοι που μάχονται για την ελευθερία, που νιώθουν αφοσίωση στον άνθρωπο και στην πατρίδα. Είναι και οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, είναι και όσοι κάποτε θεωρούνται εχθροί. Με δύο κουβέντες είναι εκείνοι οι άνθρωποι που αγαπούν τις μεγάλες πράξεις και ας τους ξεπερνούν σε μέγεθος. Στην απέναντι ακριβώς πλευρά της πρώτης γραμμής, βρισκόταν ο Όττο που τώρα άκουγε προσεκτικά τις διαταγές για μάχη. Δίπλα του ήταν ο Κοχ, εξίσου αβέβαιος για όλα, μα αφοσιωμένος σε ένα τυφλό καθήκον. Εκείνο του στρατιώτη και ίσως ένα μικρό φόβο και μία ανάγκη για επιβίωση, για ζωή. Ο Φρίντριχ Πάουλους σαν μηχανικός, είχε μόλις θέσει εκατοντάδες τροχούς σε κίνηση, πέφτοντας πίσω στο κάθισμα του γραφείου του και αναμένοντας εκείνον τον πέλεκυ να πέσει επάνω στο Στάλινγκραντ.
Τα πρώτα αεροπλάνα εμφανίστηκαν περίπου γύρω στις τέσσερις το απόγευμα. Έξι βομβαρδιστικά πλησίαζαν την πόλη από τα ανατολικά. Μόλις είχαν περάσει πάνω από ένα χωριό, το Μπουρκόβσκη Χάμλιετ, όχι μακριά από τον Βόλγα, όταν ακούστηκε ο ήχος των πρώτων εκρήξεων. Αμέσως ακολούθησε ένα παρατεταμένο, ζοφερό ουρλιαχτό από κόρνες ατμόπλοιων και σειρήνες εργοστασίων. Το ουρλιαχτό αυτό προφήτευε θάνατο και καταστροφή. Η αίσθηση παρέμεινε στον αέρα σαν να εξέφραζε την αγωνία όλων των κατοίκων της πόλης. Ήταν η φωνή τους, όχι μόνο η δική τους, μα επίσης της πέτρας, των κτηρίων, των αυτοκινήτων, των δέντρων, των πάρκων, των ηλεκτρικών καλωδίων. Ήταν μία κραυγή που έβγαινε όχι μόνο από τα ζωντανά πλάσματα αλλά και από τα άψυχα αντικείμενα. Μόνο ένας σκουριασμένος μεταλλικός λάρυγγας θα μπορούσε να γεννήσει αυτόν τον ήχο. Ακολούθησε σιωπή. Η τελευταία σιωπή του Στάλινγκραντ.
Αεροπλάνα έρχονταν από κάθε κατεύθυνση, σαν εκείνα τα φθονερά, δηλητηριώδη έντομα, σαν σμήνος κουνουπιών με τσίμπημα θανατηφόρο. Ο ήλιος στη θεϊκή του άγνοια, φώτιζε λιγοστά ακόμη τον ορίζοντα. Το βουητό των μηχανών μεγάλωνε και οι ήχοι της πόλης ξεθώριασαν, σαν να κουλουριάστηκαν φοβισμένοι σε κάποια αθέατη άκρη. Ο ουρανός καλύφθηκε από αντιαεροπορικές οβίδες. Μόλις όμως τα γερμανικά αεροπλάνα, προερχόμενα από όλα τα σημεία του ορίζοντα, έφτασαν πάνω από το Στάλινγκραντ, άρχισαν την κάθοδό τους. Ταυτόχρονα, έμοιαζε να κατεβαίνει και ο ίδιος ο ουρανός, σαν να είχε ξαφνικά βαρύνει από τα πυκνά σύννεφα μίας εβένινης, φονικής καταιγίδας. Τότε ακούστηκε ένας άλλος ήχος. Το διαπεραστικό σφύριγμα εκατομμυρίων βομβών. Αυτός ο διαπεραστικός ήχος δευτερολέπτων, διαπέρασε κάθε ζωντανό πλάσμα. Οι καρδιές όσων θα επιζούσαν, αλλά και εκείνων που θα σκοτώνονταν, σφίχτηκαν από αγωνία.
Οι γυναίκες που τόση ώρα στέκονταν στη ουρά, ξεκίνησαν να τρέχουν προς το σπίτι τους ουρλιάζοντας για να βρουν τα παιδιά τους, άλλοι έτρεξαν στα κελάρια προκειμένου να προστατευτούν από τα τσιμέντα και τα τούβλα που κατέρρεαν, ενώ μερικοί έπεφταν κάτω στη μέση του δρόμου. Μωρά έκλαιγαν, με πρόσωπα κατακόκκινα από την πίεση, ενώ κάποιοι γιατροί πάλευαν να συνεχίσουν τη σκληρή δουλειά τους στο χειρουργείο, έχοντας κάποτε ναρκωμένους στρατιώτες με χλωροφόρμιο. Οι βόμβες βουτούσαν στην πόλη, τα κτίρια άρχισαν να πεθαίνουν, όπως πέθαιναν και οι άνθρωποι. Ψηλά, λεπτά σπίτια έπεσαν στο πλάι σαν άψυχες κούκλες, τα πιο στιβαρά σείστηκαν βίαια για να μείνουν έπειτα ξεκοιλιασμένα, να επιδεικνύουν θαρρείς ξεδιάντροπα το περιεχόμενο του εσωτερικού τους, τα κομοδίνα, τα βάζα, τα πορταίτα, τις κρεβατοκάμαρες, ακόμη και μία μισοχαλασμένη και ξεφλουδισμένη πατάτα, που κειτόταν επάνω σε ένα τραπέζι. Λυγισμένες σωλήνες νερού ανάμεσα σε πατώματα αποκαλύφθηκαν, νερό κυλούσε παντού, σαν δάκρυα ανάμεικτα με αίμα, ενώ σοροί από κόκκινα τούβλα σήκωναν μία σκόνη πηχτή και αποπνικτική σαν ανεμοθύελλα. Ήταν μία καταστροφή και κάθε ζωντανό πλάσμα, επιθυμούσε να φύγει από εκείνη την πόλη που πέθαινε.
Ο Άλεξ βρισκόταν στο νοσοκομείο. Θα έβγαινε την επομένη και τώρα χαροπάλευε με επιτηρητή την Τάνια, να βαδίσει στον διάδρομο, όταν ξαφνικά κοκάλωσε και κατόπιν έπεσε επάνω της για να την προφυλάξει. Ολόκληρο το κτίριο σείστηκε, τα τζάμια θρυμματίζονταν μπροστά στα μάτια τους και κομμάτια σοβά ξεκίνησαν να πέφτουν στο πάτωμα.
«'Αλεξ πρόσεχε!» του φώναξε.
«Μην ανησυχείς, πιάσε το χέρι μου και πάμε γρήγορα!» φώναξε πίσω. Ακόμη και αν το πόδι του τον πονούσε ελαφρώς, εκείνος δεν νοιαζόταν. Τα ιπτάμενα θραύσματα έκοψαν το μάγουλό του, μα εκείνος έκλεισε τα μάτια του ευθύς για να μην τυφλωθεί από κάποιο γυαλί ή τραυματιστεί.
«Φωτιά!» του ούρλιαξε η Τάνια.
«Εμπρηστική βόμβα!» άκουσαν άλλες φωνές να ηχούν από το βάθος, ενώ μαζί τους, τις σκάλες κατέβαιναν καθαρίστριες, βοηθοί νοσοκόμες, γιατροί και δεκάδες ακόμη τραυματίες από όλους τους θαλάμους. Δύο από τους τραυματίες πέταξαν τις πατερίτσες και ξεκίνησαν σχεδόν να τσουλάνε στην κουπαστή. Υπήρχε στη βάση της σκάλας, καρφωμένη στον τοίχο, η λέξη καταφύγιο.
«Ίσως πρέπει να πας» της είπε ο Άλεξ.
«Και εσύ;» τον ρώτησε.
«Η θέση μου δεν είναι να κρυφτώ. Πρέπει να πάω στη μονάδα μου, πρέπει να γυρίσω πίσω. Μείνε ασφαλής» ήταν τα μόνα λόγια που της είπε σαν βγήκε έξω στην Κόλαση. Σπασμένα τούβλα παντού και ένα αυτοκίνητο που καιγόταν στη μέση του δρόμου. Πλάι του, ήταν πεσμένο σχεδόν ανάμεσα στις ρόδες το απανθρακωμένο πτώμα ενός στρατιώτη. Ο Άλεξ άρπαξε το όπλο και βάδισε περήφανα τώρα στον φλεγόμενο δρόμο της ζωής του. Δεν θα έκανε ούτε ένα βήμα πίσω.
Το θέαμα μίας φτωχοντυμένης γυναίκας, πεσμένης στη μέση της λεωφόρου με τα μαλλιά της μπερδεμένα και μουσκεμένα στο αίμα του ράγισε την καρδιά. Έτρεξε δίχως σκέψη στο πλάι της για να βοηθήσει έναν άνδρα που βρισκόταν κοντά της γονατιστός και πάλευε να τη σηκώσει φωνάζοντας σπαρακτικά :
« Μαμά! Μανούλα μου, τι έγινε; Τι έπαθες; Σήκω!»
«Μπάσταρδοι!» γρύλισε ο Άλεξ.
Ο ανθρώπινος πόνος. Ποιος άραγε θα τον θυμόταν στο μέλλον, ώστε να μην επαναλάβει το παρόν; Οι πέτρες των κτηρίων αντέχουν, η δόξα των στρατηγών αντέχει, μα ο ανθρώπινος πόνος όχι. Εκείνα τα δάκρυα και οι ψίθυροι, οι στεναγμοί και τα βογγητά των ετοιμοθάνατων, όλα αυτά χάνονταν μαζί με τον καπνό και τη σκόνη που σιγά σιγά σκέπαζαν τον ορίζοντα.
Mπορεί να καθυστερώ να ανεβάσω, μα η αλήθεια είναι πως το σημείο που βρίσκομαι είναι δύσκολο. Απαιτει σκέψη διάβασμα και τρόπο προκειμένου να δώσω σωστά τις εικόνες που επικρατούσαν. Ελπίζω να το κατάφερα!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro