Οι βρικόλακες του Ζάππειου/ part 1
Ελλάδα, Αθήνα, Νοέμβριος 1941
Τι σημαίνει τελικά η λέξη ήρωας; Γιατί εκείνος πίστευε πως είχε απλώς κάνει το καθήκον του απέναντι στην πατρίδα και τίποτε περισσότερο; Ήταν βράδυ για ακόμη μία φορά, στην αιώνια χωματερή του Ζάππειου. Ο Γρηγόρης αδυνατούσε να κοιμηθεί, ενώ ο πυρετός του Νίκου δεν εννοούσε να υποχωρήσει. Κρύωνε και η μπόχα που τον έπνιγε, δυσχέραινε πιότερο την κατάσταση. Τα περισσότερα παιδιά γύρω του, είχαν καταγωγή από την Κρήτη. Έχοντας έρθει να πολεμήσουν στα βουνά της Αλβανίας, είχαν τώρα με τη συνθηκολόγηση παγιδευτεί στη Στερεά Ελλάδα, με κατάληξη να βρίσκονται πεταμένα σαν τα αδέσποτα, μέσα σε αυτά τα βρομερά αντίσκηνα, γεμάτα ψείρες, πεινασμένα και αδύναμα. Το μέλλον για εκείνους, θα ήταν τραγικό. Δίχως δουλειά, δίχως σπίτι, θα κατέληγαν ζητιάνοι να κοιμούνται στους δρόμους, ή ίσως να εκλιπαρούν για μία απασχόληση του ποδαριού, έχοντας πουλήσει την ψυχή τους στην Κόλαση και στους μαυραγορίτες. Ο Γρηγόρης ωστόσο, είχε κάποτε το σπίτι του στον Πειραιά, το οποίο όμως είχε εγκαταλειφθεί άρον άρον από τους δικούς του, προκειμένου να διαφύγουν στο νησί, πριν την εισβολή των Γερμανών. Αποτέλεσμα αυτού, να έχουν μείνει δίχως στέγη και οι τρεις τους, με την ελπίδα ίσως να επιστρέψουν μία μέρα στο νησί τους.
Στα χέρια του για ακόμη μία φορά, βαστούσε το ημερολόγιό του. Στην ουσία, ήταν μία σειρά από γράμματα προς τον ξανθό του φίλο, Όττο. Καθώς όμως γνώριζε πως και εκείνος θα βρισκόταν πιθανότατα μπλεγμένος σε θανάσιμες περιπέτειες, του ήταν δύσκολο έως αδύνατο, να του στείλει τις σκέψεις του στην παλαιά του διεύθυνση στο Βερολίνο. Αν κάτι έπεφτε σε λάθος χέρια, όλοι τους θα έμπαιναν σε μπελάδες. Με το στομάχι του να τον πονά φρικτά, αναλογίστηκε μήπως αυτή η ιδιόμορφη σχέση, θεωρούταν προδοσία. Είχε νιώσει την παγερή ανάσα του θανάτου στον σβέρκο του, ουκ ολίγες φορές, είχε ακούσει αυτή τη σιχαμερή, βάρβαρη γλώσσα των Γερμανών, είχε καταλάβει την ψυχή τους την ατσάλινη, την αναίσθητη. Ο Όττο ωστόσο, ήταν διαφορετικός. Η ίδια γλώσσα, όταν έβγαινε από το δικό του στόμα, δεν ακουγόταν βάρβαρη, απλά διαφορετική. Οι δυο τους είχαν γελάσει, είχαν ονειρευτεί να τρώνε φάβα, κάτω από το καλοκαιρινό λιόγερμα, υπό την προστασία των μυρωδάτων πεύκων και υπό τη μουσική υπόκρουση των κελαρυστών κυμάτων. Πάλι θα τον πείραζε πως δυσκολευόταν να μιλήσει ελληνικά και εκείνος θα πρόβαλε με καμάρι τις γυμναστικές του ικανότητες. Φυσώντας τις δύο χούφτες του, μήπως ψευδώς κατόρθωνε να τις ζεστάνει, ξεκίνησε να γράφει.
Φίλε μου, Όττο
Αισθάνομαι δέος και ίσως συγκίνηση που σε αποκαλώ ακόμη ''φίλο'', μα είτε το πιστεύεις, είτε όχι, αυτή μας η συνομιλία, η γραπτή δίχως παραλήπτη, αρκετές φορές με βοήθησε, ώστε να μην χάσω τελείως το μυαλό μου. Βρίσκομαι στο Ζάππειο, στον Βασιλικό Κήπο. Υπό άλλες συνθήκες, τώρα θα κάναμε βόλτα οι τέσσερίς μας, εσύ, εγώ και τα αδέρφια μου. Σε έναν άλλο κόσμο, κάποια άλλη στιγμή,καθώς στο σήμερα, νιώθω εγκλωβισμένος. Θα επέστρεφα στην Κεφαλονιά και τώρα η κυβέρνηση με φιλοξενεί εδώ προσωρινά. Οι συνθήκες είναι άθλιες. Τα αδέσποτα σκυλιά πιότερο τα λυπούνται, βλέποντας την κατάντια, την πείνα και τα σκελετωμένα τους κορμιά. Ο Πέτρος και ο Νίκος κοιμούνται σε ένα λασπωμένο αντίσκηνο. Εμένα δεν με χωρούσε και έτσι, παραχώρησα τη θέση μου στον μικρό γιατί είναι άρρωστος. Μέχρι και το ξεροκόμματο που μας πετάνε του δίνω και ας έχει φτάσει το στομάχι μου στη ράχη. Υποφέρει βλέπεις από βαριά δυσεντερία και μέρες τώρα ψήνεται στον πυρετό. Είναι όμως το μωρό μου ο Νικολιός και τη ζωή μου θα έδινα για εκείνον. Άπραγος λοιπόν, περιμένω τις κυβερνητικές αποφάσεις. Αν δεν πεθάνω από την πείνα, σίγουρα θα με φάνε οι ποντικοί που βολτάρουν ανάμεσα στα πόδια μου, γλεντοκοπώντας και τσιρίζοντας, μέχρι που η βρομερή τσίκνα της καμένης τους σάρκας από τους πεινασμένους, κάνει την περιοχή να ντουμανιάζει. Το χέρι μου τρέμει καθώς σου γράφω, μα θέλω κάτι να σε ρωτήσω και ας νιώθω ντροπή. Εσάς ο Χίτλερ, τόσο σας υπολογίζει; ''
Έκανε μία παύση σαν άκουσε τις ξαφνικές φωνές και τα κλάματα του μεσαίου του αδερφού, ο οποίος ούρλιαζε σπαρακτικά.
«Νικολιό μου! Σήκω!» φώναζε και ο Γρηγόρης παραπατώντας κυριολεκτικά, έπεσε σχεδόν επάνω στο παγωμένο κορμί του μικρού του αδερφού.
«Νίκο μου...» ξεκίνησε να χαϊδεύει τρυφερά το πρόσωπό του «Αδερφούλη σήκω σε παρακαλώ» άρχισε να τον ταρακουνά. Ο πανικός στεκόταν στα σίγουρα στο κατώφλι της ψυχής του. Όχι δεν θα λύγιζε, όχι δεν θα του επέτρεπε. Όχι..
Το φοβισμένο του βλέμμα, κατρακύλησε στο δεξί πόδι του νεαρού, που ήταν τυλιγμένο με λερωμένα κουρέλια, γεμάτα ξεραμένο αίμα. Μία δυσοσμία αναδυόταν, σε κάθε κίνηση του Γρηγόρη να το ξεσκεπάσει, μονάχα για να φανερωθεί μία πληγή ακανόνιστη, μαυρισμένη και σαπισμένη, η οποία σαν σαράκι κατέτρωγε μέρες τώρα το δέρμα του, δηλητηριάζοντας το αίμα του. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του, ενώ ο Πέτρος καθισμένος σαν ξεχαρβαλωμένη, άψυχη μαριονέτα, έκλαιγε με λυγμούς. Άπαντες συγκεντρώθηκαν για να θρηνήσουν. Τουλάχιστον τώρα είχαν τον χρόνο. Πάνω στα βουνά, ούτε δάκρυ δεν είχε προλάβει να κυλήσει για τόσα κορμιά που είχαν πέσει, δίχως μία προσευχή και λίγο χώμα. Πεσμένος επάνω στο άψυχο σώμα του Νικόλα, αφέθηκε να κλαίει βουβά. Κάθε υγρή σταγόνα από τα μάτια του και ένας λυγμός. Το μωρό του είχε φύγει. Είχε φύγει διάβολε!
Η νύχτα του έμοιαζε αφόρητη. Πλέον η μοναδική του συντροφιά θα ήταν ο Πέτρος και ο Ορφέας Λεμπεδιωτάκης από τα Χανιά, που είχε πολεμήσει μαζί τους στο μέτωπο της Αλβανίας και είχε καταλήξει και εκείνος κακομοίρης και πεινασμένος να κείτεται σαν το ζώο, μέσα στη βρώμα, τις ψείρες και με την πείνα να τον θερίζει. Η σημερινή νύχτα, θα ήταν βαρύτερη ακόμη και από εκείνες κατά τη διάρκεια των οποίων, άκουγες ολοκάθαρα τα σκουξίματα των αρουραίων που έκοβαν αδιάκοπα βόλτες ανάμεσα από το πόδια τους, για να καταλήξουν να γίνουν το γεύμα των πεινασμένων. Η σημερινή νύχτα, θα ήταν η τελευταία του συντροφιά με το άψυχο σώμα του αδερφού του. Την επομένη, το φορείο θα τον μάζευε και αυτόν και οι ώρες θα κυλούσαν εκ νέου με τον ίδιο τρόπο πάλι. Έβγαλε από την τσέπη του διακριτικά, την εικόνα της Παναγίας, της Μεγάλης Μητέρας, που κάποτε περιστασιακά έκλεινε εκείνο το κενό που είχε δημιουργήσει η απουσία της δικής του.
΄΄Μου λείπεις μαμά...Εσύ, η γιαγιά, ο Ναγής μου...ο μπαμπάς και ο Νικολιός μου, που θα μου λείπει για πάντα΄΄ σκέφτηκε και στο μυαλό του ήρθε και πάλι για λίγο έστω, ο Όττο. Υπήρχαν και χειρότερα. Εκείνος τους είχε χάσει όλους από αρρώστια. Έτσι τουλάχιστον του είχε εξομολογηθεί, το γλυκό μεσημέρι του 36, στην παράδοξη αμμουδιά της λίμνης Βάνζεε. Πώς τα είχε φέρει έτσι η ζωή; Και πώς ήταν δυνατόν να αποτελούσε η αόρατη συντροφιά ενός Γερμανού, την μόνη του παρηγοριά, όταν απέναντί του είχε ως εχθρούς τους συμπατριώτες του ξανθού του φίλου; Αναστενάζοντας, έριξε μία τελευταία ματιά στον Πέτρο. Σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να καταλάβει ο αδερφός του τον φανταστικό παραλήπτη των γραμμάτων του. Αν πάλι όμως το αντιλαμβανόταν, δεν είχε σκοπό να τον κοροϊδέψει. Με το ψέμα δεν τα πήγε ποτέ του καλά. Τα μάτια του βάρυναν εξαιτίας της πείνας και της εξάντλησης. Μαζί του, ετοιμάστηκε να αποκοιμηθεί και η ελπίδα που σαν κεράκι φτωχικό, φυλούσε τη φλόγα της, σαν να ήταν η τελευταία της ανάσα.
Κατά πώς φαινόταν όμως, ο κόσμος είχε αρχίσει να ξεσηκώνεται. Αντικρύζοντας τα χάλια τους και παρά τα δικά του βάσανα, ξεκίνησε να τους στηρίζει όπως μπορούσε, δίνοντας είδη πρώτης ανάγκης, από τροφές έως κουβέρτες. Ο Γρηγόρης, αποκαμωμένος από τις συνθήκες, στεκόταν πάντοτε μπροστά μπροστά, σε αντίθεση με τον ντροπαλό και κλειστό μεσαίο του αδερφό, ο οποίος μισούσε και σιχαινόταν τη ζητιανιά και λύπηση των γύρων του. Ο θάνατος του μικρότερου ωστόσο, του είχε κοστίσει όσο τίποτε, τοποθετώντας τον μισό βήμα πριν την παραίτηση.
«Αυτά τα παιδιά είναι ήρωες! Είναι οι ήρωές μας! Δεν τους αξίζουν αυτές οι συνθήκες!» φώναζε ένας ηλικιωμένος κύριος αναζητώντας το δίκαιο. Η κυβέρνηση δεν έδειχνε να συγκινείται, ωστόσο, καθώς αρκετές φορές τα τρόφιμα δεν έφταναν στον προορισμό τους, εξαιτίας της πείνας του κόσμου, αποφάσισε να οργανώσει συσσίτιο στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Οι συνθήκες έμοιαζαν εξίσου άθλιες και εκεί, μιας και ήταν αναγκασμένοι να στέκονται στην ουρά με τις ώρες και υπό τις οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Μπροστά σχεδόν από τον Γρηγόρη, το στομάχι του οποίου ξέσκιζαν οι σουβλιές σχεδόν κάνοντάς τον να διπλωθεί από τον πόνο, στεκόταν ένας αποστεωμένος νεαρός φαντάρος που κοιτούσε το κενό απαθής. Τα μάτια του βαθουλωμένα και ολόμαυρα, σχεδόν παρακαλούσαν τον Θεό να τα κλείσει για πάντα.
΄΄Πεινάω..΄΄ ψέλλισε προτού να πέσει κάτω σαν άψυχο τσουβάλι.
Γρήγορα ειδοποιήθηκε το φορείο να έρθει να τον μαζέψει, ενώ ο επόμενος φάνηκε να χαίρεται μιας και η σειρά του θα ερχόταν γοργότερα. Τόση αξία είχε καταντήσει να έχει η ανθρώπινη ζωή. Ο Γρηγόρης βούρκωσε πάλι. Τελευταία σπάνια άντεχε να συγκρατεί τα δάκρυά του. Η ανθρώπινη αξία της ζωής εκμηδενιζόταν μπροστά στην ανάγκη για επιβίωση. Μονάχα εκείνος έδειχνε ανιδιοτέλεια, βοηθούσε τους πιο αδύναμους, είχε θυσιάσει τα γεύματά του τα λιγοστά για χάρη του αδερφού του. Του αδερφού που δεν του εμπιστεύθηκε τον τραυματισμό του και που άφησε το πόδι του να σαπίσει. Την ώρα που το φαΐ περνούσε από χέρι σε χέρι, πυροβολισμοί ξαφνικοί τους τάραξαν, προκαλώντας χάος και αναστάτωση. Ο Γρηγόρης όρμησε μπροστά, πετώντας στο έδαφος τον Πέτρο, καλύπτοντάς τον σχεδόν ολόκληρο με το σώμα του για προστασία.
«Τι στο ανάθεμα;» βόγκηξε ο Ορφέας όταν είδαν πάνοπλους Γερμανούς να τρέχουν καταπάνω τους, με εκείνη τη σιχαμένη και βάρβαρη γλώσσα, βρίζοντας λυσσασμένα προσταγές και ουρλιάζοντάς τους να υπακούσουν. Μάλιστα ένας, έφτασε απειλητικά μπροστά στον Πέτρο, όταν είδε τον Γρηγόρη να μπαίνει μπροστά στον αδερφό του, καρφώνοντας τον Γερμανό με μίσος.
«Αν τον αγγίξεις, θα σε σκίσω!»του φώναξε στα ελληνικά, παρατηρώντας τον να καγχάζει, μέχρι που μέσα σε κλάσματα, το κοντάκι του όπλου του, τον χτύπησε πάνω από το φρύδι, σχίζοντάς το, ματώνοντας το πρόσωπό του. Σταγόνες αίματος νότισαν τη γη, μέχρι που δίχως προειδοποίηση, ο νεαρός Έλληνας πήδηξε μπροστά, έπεσε πάνω στον στρατιώτη της Βέρμαχτ πετώντας τον χάμω και αρπάζοντάς τον από τον λαιμό. Είχε έρθει το τέλος του. Ο Πέτρος με τον Ορφέα πάλεψαν να τους χωρίσουν, όταν ένιωσαν κλωτσιές και χτυπήματα από παντού. Έπειτα όλα σκοτείνιασαν.
Ξέρω πως σας λείπει και είπα να ανεβάσω ένα κομμάτι του. Ελπίζω να μην αργήσω να την ξεκινήσω κανονικά. Θα τα πούμε με το καλό, όταν θα έχω προχωρήσει αρκετά στο θέμα της έρευνας. Εύχομαι να το απολαύσατε καθώς το πρώτο κεφάλαιο θα είναι αφιερωμένο στην Ελλάδα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro