Η βίλα της οδού Am Grossen Wannsee/ part 3
Στη φωτό ο Μπάλντερ
Η απεραντοσύνη της Ρωσίας τους καταβρόχθιζε αργά και βασανιστικά. Η διάθεση των Γερμανών διοικητών είχε από καιρό ξεκινήσει να ταλαντεύεται μεταξύ του αυτοέπαινου και της ανησυχίας. Κατακτούσαν τεράστιες εκτάσεις, μα ο ορίζοντας φαινόταν απέραντος, δυσμενής, δίχως τελειωμό και έτσι ακριβώς καταβρόχθιζε και την ελπίδα. Παρά τις τεράστιες απώλειες του Κόκκινου Στρατού, ολοένα και περισσότερες εχθρικές μεραρχίες έκαναν την εμφάνισή τους. Μπορεί να είχε γκρεμιστεί η πόρτα ήδη από το καλοκαίρι, μα το οικοδόμημα, αν και σαθρό στα μάτια των Γερμανών δεν εννοούσε να καταρρεύσει. Η Βέρμαχτ είχε χάσει την αρχική της ορμή. Οι μηχανές έφραζαν και χαλούσαν διαρκώς ,εξαιτίας της χοντρής άμμου που σηκωνόταν και δεν υπήρχαν αρκετά ανταλλακτικά. Οι κακές επικοινωνίες, είχαν και αυτές το τίμημά τους καθώς οι ρωσικές σιδηροτροχιές έπρεπε να τοποθετηθούν εκ νέου. Αντί για τις εθνικές οδούς που ήταν σημειωμένες στο χάρτη, οι Γερμανοί συναντούσαν χωματόδρομους που γρήγορα και εξαιτίας του καιρού, μετατρέπονταν σε κολλώδεις βούρκους
Ο Όττο πάλι είχε θέσει στον εαυτό του, τους δικούς του κανόνες. Ξεκινώντας κάποτε ως μέλος του πεζικού των ενόπλων Ες-Ες, στην πλάτη του κουβαλούσε σχεδόν τριάντα κιλά επιπλέον από την κούρασή του. Τα μισά τα είχε ξεφορτωθεί πριν το Βορονέζ και αισθανόταν υπέροχα. Θυμόταν αρχικά το ατσάλινο κράνος, το τουφέκι, τα πυρομαχικά και το πτυοσκάπανο. Έπειτα ο γυλιός του, φτιαγμένος από δέρμα και κανναβάτσο, περιείχε μία καραβάνα, ένα παγούρι, ένα καμινέτο εκστρατείας, ένα κουτάλι ενωμένο με ένα πιρούνι από αλουμίνιο, τα σύνεργά του του ραψίματος, ξυράφι, σαπούνι και προφυλακτικά Vulkan Sanex, ακόμη και αν τελικά απαγορευόταν η σεξουαλική επαφή με τις ντόπιες. Αυτή τη στιγμή καθόταν οκλαδόν στο πάτωμα της ίσμπα, έχοντας ανοίξει το γυλιό του και έχοντας τοποθετήσει ένα καθρεφτάκι μπροστά του, προκειμένου να ξυριστεί. Η Άνι είχε μόλις επιστρέψει με μπόλικο μαλλί πρόβατου που της είχε προσφέρει μία μακρινή γειτόνισσα. Αφού το τοποθέτησε στον πρόχειρο καναπέ, για λίγο κοντοστάθηκε και κοίταξε τον νεαρό. Η ομορφιά του ήταν σχεδόν αγγελική. Ειδικά τώρα που το πρόσωπό του είχε καθαρίσει, το ίδιο και το σώμα του, η ασχήμια και τα τραύματα του πολέμου, είχαν ελαφρώς υποχωρήσει, αποκαλύπτοντας εκείνα τα ιριδίζοντα κυανά μάτια και τα κατάξανθα μαλλιά, με την παιχνιδιάρικη τούφα να καλύπτει το μέτωπό του. Οι σταγόνες από το νερό, είχαν κυλήσει στα σαρκώδη του χείλη και η κοπέλα κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να μην τον κοιτάζει.
Στη θέα του μαλλιού, ο Όττο χαμογέλασε, σαν τον καλλιτέχνη που επιτέλους είχε ανακαλύψει το κατάλληλο υλικό για το έργο του.
«Τι θα το κάνεις όλο αυτό;» τον ρώτησε ντροπαλά.
«Θα ξορκίσω τον προληπτικό δαιμονίσκο Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος αρνείται να μας εφοδιάσει με χειμερινούς ιματισμούς. Στα αφτάκια μου φτάνει η κωμωδία πως έχει κάνει έκκληση στον γερμανικό λαό, να παραδίδει τα γούνινα παλτό του στο Ανατολικό Μέτωπο. Θαρρώ πως μία στολή Ες-Ες, ξέρεις της γερμανικής ελίτ σαν εμένα, με γουνάκι θα φαντάζει αρκετά θηλυπρεπής για τα δικά του γούστα. Έτσι σκέτη, είναι πιο βαριά και αντρική, ασχέτως αν εγώ που τη φορώ θα παρασημοφορηθώ με τον Σιδηρούν Σταυρό της παγωμένης σάρκας»
Η Άνι χαμογέλασε.
«Δεν μοιάζεις με Γερμανό» του είπε.
«Πιστέψτε με το πρόβλημα προκύπτει από την απουσία θάρρους να πουν και οι υπόλοιποι αυτά ακριβώς που σκέπτονται. Σαν δεύτερη πληροφορία, μπορώ να σας πω, πως οι θείες μου στο Βερολίνο είχαν ένα μαγαζί με υφάσματα και έραβαν πολλές φορές ανδρικά και γυναικεία σύνολα. Η αλήθεια όταν ήμουν έφηβος, ίσως και να μην ήταν η αγαπημένη μου ασχολία, ωστόσο, όταν ένα απόγευμα αποφάσισα να κάνω δώρο ένα φόρεμα στην γυναίκα της ζωής μου, έβαλα ένα συστατικό παραπάνω στο σχέδιο. Την αγάπη μου. Από εκείνη την ημέρα είδα αυτή τη δουλειά με άλλο μάτι. Ήταν δημιουργική και πάνω από όλα γαλήνια. Καμία σχέση με αυτή του στρατιώτη...» ψέλλισε ενώ είχε ξεκινήσει να ράβει την γούνα στο εσωτερικό των μποτών του. Ευτυχώς είχε πάρει από το μαγαζί τα κατάλληλα εργαλεία. Σύντομα θα μετέτρεπε τη στολή του σε χειμερινή καθώς θα είχε γούνινη επένδυση.
«Γιατί πολεμάς;» τον ρώτησε η κοπέλα.
Μια σκιώδης γκριμάτσα διαπέρασε τα χαρακτηριστικά του. Η ερώτηση ήταν περίπλοκη ακόμη και για τον ίδιο. Απαιτούσε ειδική ανάλυση και δεν ήταν βέβαιος πως ήθελε να την κάνει.
«Ανοίγετε πληγές και δύσκολα θέματα»
«Είναι όμως ολοφάνερο πως δεν το επιθυμείς. Δεν είσαι ρατσιστής, δεν τρέφεσαι από το μίσος της προπαγάνδας της χώρας σου. Γνωρίζεις τι συμβαίνει εδώ γύρω;» η φωνή της ξεκίνησε να τρέμει. Ήξερε. Οι Ρώσοι έκαιγαν κάθε τι που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς. Περιουσίες, κτήματα. Οι Γερμανοί άρπαζαν ρούχα και οποιοδήποτε ζωντανό και φαγώσιμο μπορούσαν να βρουν στο δρόμο τους. Οι απώλειες για τον άμαχο πληθυσμό και από τις δύο πλευρές δεν μπορούσαν να μετρηθούν. Για τα γυναικόπαιδα κανείς δεν ενδιαφερόταν και αυτό ήταν σπαρακτικό.
«Γνωρίζω. Γι' αυτό σας είπα την αλήθεια. Πως πεινούσα και έπειτα σας ρώτησα ευγενικά αν μπορούσατε να μου δώσετε κάτι να φάω»
«Η ανθρωπιά σου θα σε σώσει» τα μάτια της είχαν βουρκώσει για τα καλά «Είμαι απολύτως σίγουρη, πως εγώ δεν είμαι το μόνο άτομο στο οποίο έχεις φερθεί έντιμα. Η καλοσύνη σου δεν κρύβεται, είναι όπως το φως. Όσο και να το καλύψεις, με όποιον τρόπο και αν το προσπαθήσεις, έστω και μία αχτίδα, θα βρει τον τρόπο να δραπετεύσει. Μελλοντικά, όλα τα καλά θα στραφούν επάνω σου. Αυτά θα σε κρατήσουν ζωντανό. Ήδη σε κρατούν. Ένας Γερμανός των Ένοπλων Ες-Ες, ολομόναχος στη Σοβιετική Ένωση, τι ελπίδες θα είχε θεωρητικά; Καμία. Κάποιος σε έχει βοηθήσει για να βρίσκεσαι ως εδώ. Κάποιος που σε έχει αγαπήσει»
Στα λόγια της το πρόσωπό του φωτίστηκε.
Στα χέρια του τότε, κράτησε τη χειροποίητη Ματριόσκα, αυτή που απεικόνιζε όλα τα πρόσωπα της οικογένειας που τον είχαν φιλοξενήσει.
«Και εγώ τους αγάπησα» της είπε «Ο δρόμος της ζωής μου δεν ήταν ποτέ στρωμένος με ροδοπέταλα. Γεννήθηκα ωστόσο με μία ιδιομορφία. Την παράλογη ευστροφία και κυνικότητά μου. Όλα όσα έβλεπα και βίωνα τα περνούσα μέσα από μία λογική σκέψη. Μεγάλωσα με τη σκιά των Εβραίων ως μόνιμο λόγο για όλα τα δήθεν δεινά της χώρας μου. Στην πραγματικότητα όμως, αυτά που άκουγα και αυτά που βίωνα δεν είχαν καμία σχέση. Είμαι άνθρωπος της εμπειρίας. Οι Εβραίοι ουδέποτε έβλαψαν το οικονομικό μου μέλλον, μήτε εκείνο της χώρας μου. Είχαν τις δουλειές τους και εγώ τη δική μου. Μάλιστα, με τον έναν φίλο που είχα, θα μπορούσα να συνεργαστώ και επαγγελματικά. Άλλοι ήταν οι λόγοι της οικονομικής μας καταστροφής. Ακόμη και στο Μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου, πολλοί Γερμανοεβραίοι υπηρέτησαν την πατρίδα τους. Κατόπιν, μιλούσαν δήθεν για φυλετικά χαρακτηριστικά. Ο κολλητός μου είχε γαλλική μύτη, λευκό δέρμα και καστανά μαλλιά. Στο μυαλό του κακοσούρικου Φίρερ μας, όλοι όφειλαν να είναι σαν τον κωδωνοκρούστη της Παναγίας των Παρισίων. Σκότωνε επίσης στα άσυλα δικά μας παιδιά με ειδικές ανάγκες ή και σωματικές αναπηρίες, τη στιγμή που ο Υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκαίμπελς, είναι μία κινούμενη ειδική ανάγκη όντας κουτσός, ενώ ο Ράιχσφύρερ των Ες-Ες, είναι ασχημότερος και από το κωδωνοκρούστη, με μυαλά που χρήζουν ειδικής ψυχιατρικής παρακολούθησης, αφού ονειρεύεται να παραστήσει την Άρια Πριγκίπισσα σε ένα μεσαιωνικό κάστρο, με μεταπτυχιακό στη γεωπονική και όραμα μία παγκόσμια μονοχρωμία ανθρωπίνων χαρακτηριστικών. Όλο αυτό το στρεβλό παρεάκι, θα ήταν αδύνατον να με πείσει να το εμπιστευθώ. Οι υπόλοιποι μάλλον πίνουν ληγμένο νερό από τα πηγάδια της Under der linden»
Η Άνι είχε κυριολεκτικά συγκλονιστεί. Ο συγκεκριμένος άνδρας ήταν το κάτι άλλο. Δεν είχε ιδέα αν έφταιγε η ωμότητα με την οποία μιλούσε ή η παντελής απουσία φόβου αποκάλυψης της αλήθειας για την σήψη στην ανθρώπινη συνείδηση και την τρέλα που επικρατούσε στο Τρίτο Ράιχ. Ακόμη και στην περίπτωση των Σοβιετικών, κανείς και ποτέ σχεδόν δεν μιλούσε για τα όσα συνέβαιναν πίσω από τις ερεβώδης κουρτίνες των ψευδαισθήσεων. Γιατί πολύ απλά η αλήθεια πονούσε. Στην Άνι άρεσε η συντροφιά του νεαρού. Του επίτρεψε να μείνει για ακόμη μία μέρα, προκειμένου να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Ήταν βέβαιη πως για κάποιον συγκεκριμένο σκοπό βρισκόταν εκεί έξω και αυτός ο σκοπός δεν ήταν η κατοχή της Μόσχας ή της ρωσικής γης.
Ο Όττο κατά το βραδάκι, ανέβηκε στη στέγη. Παρά το τσουχτερό κρύο, η γούνινη επένδυση τον κρατούσε ζεστό. Απόψε ήταν τυχερός και δεν χιόνιζε, μα ο παγωμένος άνεμος θα έστελνε πολλούς στον άλλο κόσμο. Για λίγο, ένιωσε άσχημα για ορισμένους συντρόφους του. Δεν ήταν όλοι τους φονιάδες. Κάποιοι ήταν απλώς παιδιά που πίστεψαν τις προπαγανδιστικές αηδίες, καθώς κανέναν δεν είχαν να τους δείξει έναν δρόμο διαφορετικό. Τον Στάινερ τον ζόρισε ο πατέρας του κάποτε να μπει σε εκείνες τις ναζιστικές σχολές. Μία περίπτωση παρόμοια, αν και ελαφρώς διαφορετική από εκείνη του παλαιού του φίλου, ήταν του Μπροκ. Ο συγκεκριμένος πίστευε στον εθνικοσοσιαλισμό ως ένα σημείο, ήταν στρατιώτης αλλά ποτέ δεν θα έφτανε στα όρια των Ταγμάτων Θανάτου. Θαύμαζε υπερβολικά τον Όττο, παρά το γεγονός πως η συμπάθεια στον βαθμό αυτό δεν ήταν αμοιβαία. Στην σκέψη ενός παγωμένου Μπροκ καταμεσής της απέραντης Ρωσίας, η καρδιά του βούλιαζε. Τον θυμόταν να γράφει συχνά στη μητέρα του, το βλέμμα του δεν είχε εκείνη τη ψυχρότητα και ακόμη χειρότερα, τρέλα και υπεροψία πολλών από τους Ες-Ες, οι οποίοι ήταν αφιερωμένοι απόλυτα στην πατρίδα και τα πιστεύω τους, σε σημείο που θα έδιναν ευχαρίστως και τη ζωή τους στο όνομα του Χίτλερ.
Κοιτάζοντας τον ρωσικό έναστρο ουρανό, όπως μεγαλοπρεπέστατα θα το έκανε και ο εχθρόφιλός του ο Άλεξ,κάπου σε κάποιο καλοκαίρι στο Βορονέζ, ιδέες ξεκίνησαν να κατεβαίνουν στο μυαλό του. Θα παρουσιαζόταν αντίστροφα. Άπαντες είχαν φανταστεί πως έπεσε νεκρός από τα ρωσικά πυρά. Θα τον πίστευαν, θα τον θαύμαζαν. Θα παρέμενε στο μέτωπο με σκοπό να λάβει άδεια και να επιστρέψει στο Βερολίνο με έναν υποχθόνιο στόχο. Να μπει στα γραφεία της Staatspolizei. Εκεί υπήρχαν αναφορές από τα Τάγματα θανάτου για τον αριθμό των Εβραίων που σκότωναν. Αυτές τις αναφορές τις επιθυμούσε διακαώς, μα μονάχος του δεν μπορούσε να τις αποκτήσει. Χρειαζόταν την συνεργασία ενός αμφιλεγόμενου ανθρώπου, ο οποίος μετά την είδηση του θανάτου του αδερφού του, δεν ήταν βέβαιος για την κατάληξή του την ιδεολογική. Το μόνο σίγουρο ήταν πως έπρεπε να τον συναντήσει. Η απόκτηση της εμπιστοσύνης θα ερχόταν με τον καιρό ίσως. Ο Μπάλντερ ήταν μία μυστικοπαθής προσωπικότητα,κλειστή. Όφειλε να είναι προσεκτικός.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro