Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Η βίλα της οδού Am Grossen Wannsee/ part 2

Το σώμα του κατέρρευσε σχεδόν σαν το άψυχο κουφάρι. Το πρόσωπό του βουτήχτηκε στη λάσπη. Η κοπέλα τον παρακολούθησε να σωριάζεται κατά γης. Στη θέση που βρισκόταν, καμία κίνηση δεν της επιτρεπόταν να κάνει, είτε για να τον βοηθήσει, είτε για να τον αποτελειώσει. Ενδόμυχα παρακαλούσε να μην σηκωθεί ποτέ του. Να έμενε έτσι αναίσθητος και εκείνη έστω και για λίγο ασφαλής στην απελπισία της και στη δυσμενή της θέση. Το μυαλό του νεαρού είχε παραδοθεί στο ολοκληρωτικό παραλήρημα της αρρώστιας του. Οράματα από παλαιότερες εικόνες, τον επισκέπτονταν. Έβλεπε τα άρματα της μάχης να κινούνται με δυσκολία, συχνά να βουλιάζουν στις θάλασσες από βρεγμένη άμμο καθώς και τους ίδιους να κατεβαίνουν για να βοηθήσουν, βυθιζόμενοι ως το γόνατο. Έπειτα ξεπρόβαλαν λιβάδια με ηλιοτρόπια, γυρισμένα προς την πλευρά του ήλιου, λαμπυρίζοντας, ενώ την εικόνα συμπλήρωναν χωράφια, με καλαμπόκι, σιτάρι και κεχρί. Θυμόταν τις ατελείωτες εκτάσεις των γαϊδουράγκαθων, τα οποία ήταν στεφανωμένα με βιολετιά και ρόδινα άνθη, να στέκονται αγέρωχα κάτω από τον ασυννέφιαστο ουρανό. Στην διαδρομή με το τρένο για το Βορονέζ, όμορφες ίσμπες ξεπρόβαλαν με τους κήπους τους γεμάτους δαμασκηνιές, βερικοκιές και κάποτε σταφύλια. Όλα αυτά, ήταν εικόνες του Παραδείσου, που τις πολιορκούσαν λυσσαλέα τα εκτελεστικά αποσπάσματα, οι κραυγές των μανάδων, τα κλάματα τα σπαρακτικά των παιδιών.

Μέσα σε εκείνη την ομίχλη των αναμνήσεων, μία ζώνη σηκώθηκε για να τον χτυπήσει, πνιγμένη στο σκοτάδι. Τα μάτια του άνοιξαν απότομα. Τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στη λάσπη, ένας ψυχρός άνεμος τον μαστίγωνε και εκατοστά πιο δίπλα του, υπήρχε ένα γυναικείο πρόσωπο, γδαρμένο και κλαμένο. Οι ματιές τους αντάμωσαν. Η δική της φοβισμένη και η δική του αδύναμη. Με κόπο, ύψωσε το χέρι του για να την καθησυχάσει, μα άξαφνα την ένιωσε να μαζεύεται και κατόπιν να ξεκινάει να χτυπιέται σαν τρελή.

«Ησυχάστε...» ψέλλισε στα ρωσικά και την ένιωσε να εκπλήσσεται «Δεν θα σας πειράξω, αλήθεια. Είμαι πολύ άρρωστος εξάλλου» Η λεπτοκαμωμένη κοπέλα, βαριανασαίνοντας, άρχισε να βγάζει σιγανούς ήχους προσπάθειας απελευθέρωσης. Ο Όττο με κόπο και στηριζόμενος σε αυτό το κυλινδρικό τσιμέντο, σηκώθηκε και της έριξε μία σύντομη ματιά «Ειλικρινά, φροϊλάιν, εξηγήστε μου, νυφίτσες κυνηγούσατε και χωθήκατε εδώ μέσα;» τη ρώτησε για να την δει να θυμώνει.

«Τι σε νοιάζει; Εμπρός λοιπόν! Σκότωσέ με! Ξέρω τι κάνετε! Βιάζετε, ξεκοιλιάζετε εγκύους, σκοτώνετε παιδιά. Είμαστε υπάνθρωποι για εσάς»

Ο Όττο ξεφύσησε.

«Σας ικετεύω, έχετε δίκιο, μα μη φωνάζετε, αλλιώς τα μυαλά μου θα τα αναζητώ στο πάτωμα. Έχετε ακινητοποιηθεί και θα ήθελα να σας βοηθήσω...» σκέφτηκε το αντάλλαγμα. Να της ζητήσει φαγητό «Πεινάω ξέρετε...Έχω να φάω μέρες, είμαι άρρωστος. Αν σας βγάλω, θα μου δώσετε έστω και ένα κομμάτι γογγύλι;» την ρώτησε και ξεκίνησε να κινείται προς τα πίσω.

«Μισό λεπτό! Τι κάνεις εκεί; Πού πας;» ρώτησε εκείνη τρομοκρατημένη.

«Πρέπει να δω πώς κολλήσατε. Λυπάμαι αν τύχει να...παρατηρήσω κάποια απρεπή και ανάρμοστη εικόνα, μα είναι απαραίτητο»

Πράγματι, η κατάσταση φάνταζε αδιέξοδη. Το ένα της χέρι, είχε στριμωχτεί βίαια μαζί με το σώμα της, ενώ το άλλο είχε απομείνει να κρέμεται μπροστά.

«Φοβήθηκα. Μπήκα εδώ μέσα να κρυφτώ. Μία γυναίκα μόνη πλέον...ο άνδρας μου έφυγε για το μέτωπο. Νόμιζα πως είδα σκιές να σέρνονται εδώ έξω και εισήλθα σε αυτό το καταραμένο πράγμα»

«Ακούστε με. Ίσως αναγκαστώ να σας αγγίξω σε ορισμένα σημεία, μα πρέπει να βγάλουμε το σώμα σας αργά από εδώ. Θα βρίσκομαι πίσω σας, θα προσπαθήσω να σας τραβήξω με όση δύναμη μου απομένει» δεν είπε τίποτε εκείνη. Ό,τι ήταν να γίνει θα γινόταν.

Προσεκτικά, ο νεαρός πίεσε προς τα μέσα ορισμένα σημεία και τοποθετώντας τα πόδια της δεξιά και αριστερά στους ώμους του, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την αντίσταση των δικών του ποδιών. Περίπου ένα πεντάλεπτο αργότερα, είχε κατορθώσει να την απεγκλωβίσει.  Η κοπέλα ίσιωσε νευρικά ένα βρώμικο φόρεμα, σχετικά ζεστό που φορούσε. Τώρα πια, τον είχε απέναντί της, καθισμένο στο έδαφος σε μία στάση παραίτησης. Παρά την βοήθεια, η όψη της στολής της προκαλούσε σπασμούς τρόμου σε ολόκληρο το κορμί της. Ήταν καιροί άγριοι, η ανθρωπιά θαρρείς και είχε σαπίσει και αυτή μαζί με τα χιλιάδες πτώματα σε κατάσταση σήψης, που βρίσκονταν πεσμένα σε όλη την Ευρώπη. Γονατιστός εξαιτίας του πόνου, άδειασε ό,τι είχε απομείνει στο στομάχι του βήχοντας. Ούτε να παρακαλέσει δεν μπορούσε πια, ούτε καν να σηκωθεί ή να συρθεί πιο πέρα. Στο σπαρακτικό αυτό θέαμα, εκείνη τον πλησίασε με δισταγμό προσπαθώντας να τον σηκώσει τραβώντας τα χέρια του. Καθώς όμως ήταν ψηλός και σχετικά γεροδεμένος ακόμη παρά τα κιλά που είχε χάσει, της ήταν αδύνατον να τον μετακινήσει δίχως δική του προσπάθεια.

Με πολύ κόπο και από τους δύο, σηκώθηκε επάνω καμπουριάζοντας. Τα κόκαλά του τον πονούσαν, τα δόντια του χτυπούσαν από τις κρυάδες του καιρού και του πυρετού, ενώ αδυνατούσε να τεντώσει το κορμί του. Η κοπέλα άνοιξε την πόρτα. Σε μία άκρη, δέσποζε ένας αχυρένιος καναπές. Το σπιτάκι ήταν μία σταλιά, ενώ διέθετε και ακόμη μία μικρή πόρτα που οδηγούσε στην πίσω αυλή. Τοποθέτησε τον Όττο στον καναπέ και αρπάζοντας μία χειροποίητη κουβέρτα, τον σκέπασε, αφού του είχε αφαιρέσει το πνιγηρό χιτώνιο. Κατόπιν, τοποθέτησε στο μέτωπό του ένα βρεγμένο πανί. Δεν αντιδρούσε. Ο λήθαργος αργά επέστρεφε και εκείνος βυθιζόταν εκ νέου ολοένα και περισσότερο. Ήταν τρομακτικά εύθραυστος, σαν να ήταν φτιαγμένος από μία εύθρυπτη ουσία, που μπορούσε να τη διαλύσει ακόμη και ένα φύσημα του ανέμου. Τα μάτια του κοιτούσαν μονάχα το στεγνό πρόσωπο του θανάτου. Ναι, μονάχα αυτή τη νεκρική μάσκα πίσω από τη σάρκα κάθε ανθρώπου. Η ψυχή του βυθιζόταν αγναντεύοντας το έρεβος και ταξιδεύοντάς τον στη ημέρα που δολοφονήθηκε ο Στάινερ. Το όραμα ήταν ομιχλώδες, δυσδιάκριτο. Γυμνά κορμιά εμφανίζονταν, πνιγμένα στο αίμα, σακατεμένα. Πηδούσαν σε μία χαράδρα απόκοσμα, σαν να χόρευαν δαίμονες. Στο βλέμμα τους, υπήρχε η τρέλα του σαδισμού, ενώ από το βάθος, μία τραχιά φωνή ούρλιαζε ΄΄Εβραίοι!΄΄

«Όχι....»μονολόγησε σαν άλλαξε η εικόνα και είδε τον Χανς πεσμένο και κομματιασμένο στην τζαμαρία του μαγαζιού του στο Νοικέλν «Χανς! Χανς!» τσίριζε μέσα στο παραλήρημα που τον οδήγησε σε λυγμούς.

«Ηρέμησε...» άκουσε μία φωνή, ωστόσο εκείνος μούγκριζε και σφάδαζε. Το χέρι της τον σκούντησε με δύναμη κατορθώνοντας να τον επαναφέρει.

«Να πάρει!» έβρισε στα γερμανικά και κατόπιν κοίταξε την κοπέλα με τα μακριά, ξανθά μαλλιά και τα καστανά μάτια. Βαστούσε ένα τσίγκινο, βαθύ πιάτο με κάτι αχνιστό.

«Έχω κότες στην αυλή. Λίγη από τη σούπα τους θα σε βοηθήσει πολύ. Μπορείς να σηκωθείς;» ρώτησε μαγκωμένα.

Ο Όττο ανακάθισε, με την ξανθιά του τούφα να έχει κάνει κατάληψη σε όλο το μέτωπό του. Την είδε να τον κοιτάζει εκεί ακριβώς και να μειδιά.

«Τώρα αντιλαμβάνεστε γιατί δεν την κουρεύω. Τη θεωρούν όλοι χαριτωμένη. Μέχρι και εσείς ξεχάσατε για λίγο πως είμαι ένας Ες-Ες, ένα ξανθό κτήνος. Αυτή φταίει για όλα...» έδειξε την τούφα. Πράγματι, εν μέρει είχε δίκιο. Όταν φούντωνε και επιδιδόταν στα δικά της καμώματα, άπαντες σχημάτιζαν ένα χαμόγελο. Με τρεμάμενα χέρια, άρπαξε το πιάτο και σχεδόν ρούφηξε τη σούπα με λαιμαργία πρωτοφανή για τα δικά του δεδομένα. Το στομάχι του τον ευχαρίστησε με έναν έντονο θόρυβο, κάνοντάς τον να κοκκινίσει «Με συγχωρείτε γι΄αυτό. Ήμουν νηστικός εδώ και μέρες» έκανε μία παύση «Είμαι ο Όττο, εσάς πώς σας λένε δεσποινίς;»

«Άνι» απάντησε.

«Λοιπόν, σας ευχαριστώ για τη σούπα»

«Ευχαριστώ και εγώ για τη βοήθεια» σιωπή πάλι. Αμηχανία «Αν θέλεις, έχω βράσει λίγο νερό. Δεν είναι πολύ ζεστό, εξάλλου δεν κάνει. Μπορείς να πλυθείς. Εγώ θα βγω για λίγο έξω» του έδειξε μία σκάφη. Ένα μπάνιο ήταν απαραίτητο. Σχεδόν φλέρταρε με την απόκτηση ψειρών αν συνέχιζε έτσι. Μισούσε την ακαθαρσία.

«Ντάνκε...» της είπε και την είδε να αποχωρεί, κλείνοντας την πόρτα. Η σούπα του είχε κάνει καλό. Παρά τη ζαλάδα του, μπορούσε να σταθεί πιο εύκολα. Ευθύς ξεφορτώθηκε τα ρούχα του και χώθηκε στο χλιαρό νερό.

Η Άνι στεκόταν έξω ολομόναχη. Τα συναισθήματά της ήταν ανάμεικτα. Στο βάθος του ρωσικού ορίζοντα, μία ανεπαίσθητη, χρυσή γραμμή σηκωνόταν. Ο άνδρας της έλειπε ήδη από τα μέσα του καλοκαιριού. Το πιθανότερο ήταν πως δεν ζούσε. Η ίδια είχε πληροφορηθεί για την υποχώρηση των Κόκκινων και την πλήρη αταξία που είχε επικρατήσει στα στρατεύματα. Από τότε, ζούσε σχεδόν ολομόναχη σε αυτό το σπίτι, όντας αυτόνομη εξαιτίας του κήπου και των ζώων που είχε. Λίγο παρακάτω, υπήρχε ένα μικρό χωριουδάκι, όπου κατέβαινε σπάνια, σε περίπτωση που επιθυμούσε να ράψει κάποιο ένδυμα. Η φτώχια ήταν μεγάλη έξω από τις μεγαλουπόλεις, οι στερήσεις πολλές. Η Άνι κάθισε για λίγο να θαυμάσει εκείνη την ώρα που σηματοδοτούσε την έναρξη μίας νέας ημέρας. Για κάποιον λόγο, τόσο η Ανατολή, όσο και η Δύση, την παρότρυναν να σκεφτεί την αξία να χτυπά ακόμη η καρδιά της και να την αξιώνει ο Θεός να βλέπει αυτό το μικρό, φυσικό θαύμα κάθε μέρα, όταν άλλοι ήταν κλεισμένοι σε στρατόπεδα, σε κελιά, ή νεκροί. 

Υπολογίζοντας πως η ώρα είχε περάσει, διακριτικά άνοιξε την πόρτα δίχως να εισέρχεται. Το βλέμμα της συγκρούστηκε απότομα με ένα θέαμα σκανδαλώδες. Ο νεαρός είχε πια τελειώσει με το υποτυπώδες έστω μπάνιο του και στεκόταν με γυρισμένη την πλάτη, ολόγυμνος και με μία πετσέτα στα χέρια. Αν ο χώρος και κυρίως ο χρόνος ήταν αλλιώτικα, το θέαμα θα έκανε την καρδιά της να χάσει ένα χτύπο. Ήταν ένας πανέμορφος άνδρας και αν εξαιρούσες τις κακουχίες του πολέμου, το κορμί του απεικόνιζε την τελειότητα. Ο Όττο εξάλλου, γυμναζόταν από νεαρή ηλικία. Οι σταγώνες του νερού, έγλειφαν τα αυλάκια των μυών του, κυλούσαν στην σπονδυλική του στήλη, κατευθυνόμενα ολοένα και χαμηλότερα. Δυστυχώς όμως, εκτός της ομορφιάς, υπήρχαν ορισμένα, παράξενα σημάδια που είχαν άγαρμπα γιατρευτεί. Κάθετες και οριζόντιες γραμμές που δεν έμοιαζαν με πληγές του πολέμου, όργωναν την φαρδιά του πλάτη. Διακριτικά έκλεισε την πόρτα, μονάχα που δεν είχε ιδέα πως ο Όττο την είχε αντιληφθεί. Σαν πολεμιστής ήταν άριστος, οι αισθήσεις του δεν τον είχαν προδώσει ποτέ. Δεν τον θαύμαζαν τυχαία. Σχεδόν ποτέ δεν είχε τραυματιστεί αν εξαιρούσες την στιγμή του θανάτου του Στάινερ. Χαμογέλασε. Το φλερτ σχεδόν το είχε ξεχάσει. Αυτά τα στιγμιαία σκιρτήματα, τα βλέμματα τα αθώα είχαν μία γεύση από την καθημερινή ζωή που τόσο απεγνωσμένα ήθελε να ζήσει. Πώς θα ήταν άραγε, αν ας πούμε έβγαιναν καλοντυμένοι στο Βερολίνο, εκείνος και ο Χανς, ενώ παράλληλα θα τους κοιτούσαν οι νεαρές κοπέλες; Πώς θα ήταν αν έκανε έκπληξη στη Χέλγκα με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα; Αν τη φιλούσε κάτω από τα πλούσια, βαθυπράσινα οπωροφόρα δέντρα της αυλής της, όπως όταν ακόμη ήταν έφηβοι σχεδόν;

΄΄Είμαι ένας νεαρός, σχεδόν εικοσιπέντε. Πόση ανάγκη έχω να με αντιμετωπίζουν φυσιολογικά οι γύρω μου; Οι κοπέλες να μην με βλέπουν σαν έναν βιαστή φασίστα, τα αγόρια να παίζουν μαζί μου σαν τον Άλεξ. Θέλω να παίξω. Ποδόσφαιρο, κρυφτό, κυνηγητό, μπουγέλο. Θέλω να βγω ως το πρωί με την κοπέλα που αγαπώ και να επιστρέψουμε τραγουδώντας, χορεύοντας στους αδειανούς δρόμους του Βερολίνου, με τους γείτονες να γκρινιάζουν πως ο έρωτάς μας, τους αναστάτωσε μέσα στον νηφάλιο ύπνο τους. Ήθελα μία μέρα να γίνω σχεδιαστής ίσως. Να αναλάβω το μαγαζί της θείας μου και να συνεργαστώ με τον Χανς, δημιουργώντας ο ένας ανδρικά κοστούμια και ο άλλος παπούτσια. Θα μεγαλώναμε μαζί, τα παιδιά μας θα έπαιζαν, θα τα καμαρώναμε στο σχολείο και έπειτα θα γίνονταν και εκείνα έφηβοι και θα χόρευαν ρυθμικά τα βράδια, όπως οι γονείς τους΄΄

Τα μάτια του βούρκωσαν καθώς ντυνόταν, ενώ ταυτόχρονα ένα χτύπημα στην πόρτα, σηματοδότησε τον ερχομό μίας Άνι που εξαιτίας της ντροπής δεν τον κοιτούσε καν στα μάτια. Ο Όττο δεν θα της έλεγε λέξη, δεν είχε σκοπό να τη φέρει σε δύσκολη θέση.

«Εντάξει όλα;» τραύλισε.

«Μάλιστα, σας ευχαριστώ. Θα πηγαίνω, μην σας απασχολώ άλλο. Δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω...» ψέλλισε, μα το σώμα του εξακολουθούσε να τον προδίδει.

«Είσαι πράγματι εντάξει;» ρώτησε εκείνη διστακτικά βλέποντας τα ολοκόκκινα μάτια του.

«Θα γίνω κάποτε» της απάντησε και κοίταξε γύρω του. Ένα πράγμα χρειαζόταν για την άμεση επιβίωσή του. Μαλλί ζώου για να επενδύσει τις μπότες και το εσωτερικό του χιτωνίου του. Δεν ήταν τυχαίο που είχε ζητήσει από τη θεία του να του μάθει τη δουλειά. Ήξερε πως θα προκύπταν τέτοια θέματα και πως ο Χίτλερ με τη μεγαλομανία του, θα θεωρούσε τη Ρωσία τελειωμένη πριν το Χειμώνα. Τα μάτια του έπεσαν επάνω της «Έχετε μαλλί...πρόβατου ή άλλο ύφασμα;»

Η Άνι γούρλωσε τα μάτια της.

«Παράξενη ερώτηση» του είπε.

«Πού να δείτε όταν λάβω τη θετική απάντηση» της χαμογέλασε για λίγο.

Ήταν καιρός να κάνει πράξη όλα όσα είχε διδαχτεί προς όφελός του. Έπειτα, θα έβγαινε εκεί έξω, αναζητώντας τον στρατό του. Η επιβίωση ήταν το μόνο που τον ένοιαζε εδώ που είχε φτάσει καθώς η μοίρα για κάποιον λόγο, εξακολουθούσε να τον κρατά στη ζωή.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro