Είμαστε όλοι στο ίδιο πλοίο/ part 4
Η Πολωνία είχε μετατραπεί σε εκείνο το αθέατο ναρκοπέδιο, το οποίο αργά κατάπινε, αργά εκδικούνταν τους κατακτητές. Οι Πολωνοί της Αντίστασης είχαν βάλει στο μάτι, εκτός από τα μέλη της Γκεστάπο και των Ες-Ες, κάθε Γερμανό Δημόσιο Λειτουργό ο οποίος θα επέβλεπε αν τα πάντα λειτουργούσαν εποικοδομητικά και προς όφελος του Ράιχ. Στο Υπόγειο της Αντίστασης είχε σημάνει συναγερμός έπειτα από την αποκάλυψη στους φασίστες του αληθινού ονόματος της Άζια. Ο Χανς ευτυχώς παρέμεινε υπό το πέπλο μυστηρίου του ψευδώνυμου Ζυκ, μα τα πράγματα είχαν αγριέψει και άπαντες ελέγχονταν. Τόσο εκείνος, όσο και η Άζια, διέθεταν ένα μυστικό. Ένα μυστικό που τους ταλάνιζε, που τους είχε καταστήσει ελαφρώς απόμακρους και χαμένους στις σκέψεις τους. Εκείνη, είχε βοηθήσει έναν φασίστα και ο Χανς είχε δίπλα του τη Χέλγκα, μονάχα που την είχε φωτίσει κάποιος Σατανάς και είχε ριψοκινδυνέψει τα πάντα, για να είναι κοντά στον Όττο, μετατρεπόμενη σε Γερμανίδα νοσοκόμα.
Στην ζωή του δεν είχε καπνίσει ποτέ. Το μισούσε με όλη του την καρδιά, μα να που η ανάγκη να ξεσπάσει την νευρικότητά του, το καθιστούσαν αναγκαίο. Τις στιγμές που δεν προπονούνταν, τις στιγμές εκείνες της κενότητας, έρχονταν οι αναμνήσεις σαν σφήνα, σαν αγκάθι ζωντανό που του τρυπούσε το δέρμα, εισχωρώντας βαθιά στις φλέβες του και αποβάλλοντας το δηλητήριο. Όσες φορές και αν είχε κοιτάξει το είδωλό του στον καθρέπτη, ούτε μία δεν είχε εντοπίσει εκείνη την αλλοτινή καλοσύνη που κρυβόταν στην καρδιά του. Το τατουάζ με το νούμερο της απανθρωπιάς, ήταν χαραγμένο επάνω στο κορμί του, το ίδιο και η κτηνώδης αδιαφορία των ανθρώπων. Η Άζια παρακολούθησε το τρεμάμενο χέρι του, το οποίο στη θέα της να πλησιάζει, ευθύς κατέβηκε προκειμένου να κρύψει τον αριθμό.
Η κοπέλα με ευέλικτες κινήσεις, στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε μέσα στα μάτια, με εκείνο το διεισδυτικό βλέμμα που απορροφούσε κάθε μυστικό. Ο Χανς την κοίταξε και εκείνος πλαγίως, ελαφρώς ενοχλημένος.
«Δεν χρειάζεται να κρύβεσαι από εμένα. Για τους υπόλοιπους το συζητώ» του χαμογέλασε.
«Ποιος σου είπε πως σου κρύβομαι ή τελοσπάντων τι είναι εκείνο που σε καθιστά άξια ακροάτρια των δικών μου μυστικών;»
«Σκληρός. Στους άλλους ίσως και να πιάνει, μα εγώ δεν σε φοβάμαι. Είδα το τατουάζ, που σημαίνει πως είσαι δραπέτης από το Άουσβιτς. Γενναίο πολύ. Γιατί λοιπόν αισθάνεσαι άσχημα γι' αυτό; Είναι το γαλόνι σου, είναι ο ηρωισμός σου»
«Είναι το μέρος που με αποκτήνωσε. Κάθε φορά που πλάθω εικόνες, κάθε φορά που οι κραυγές από τα βασανιστήρια σκαρφαλώνουν στο συνειδητό, τρελαίνομαι. Δεν ξέρεις πώς είναι να μην σε υπολογίζει κανείς σαν ανθρώπινη ύπαρξη»έτριξε τα δόντια του, οι στάχτες από τα τσιγάρο έπεφταν στο πάτωμα.
«Δεν ξέρω πώς είναι να έχεις εβραϊκή καταγωγή» του χαμογέλασε και τον είδε να σαστίζει.
«Διάολε! Πώς;»
«Δεν έχεις άριστη κάλυψη Ζυκ. Ο πιτσιρικάς ο Πάβελ, αρέσκεται να κάνει επίδειξη των γερμανικών του γνώσεων, όταν βρίσκεστε μαζί. Εσύ πάλι γνωρίζεις την γλώσσα σαν την μητρική σου. Το σημάδι του στρατοπέδου μαρτυρά πως ήσουν αιχμάλωτος, λογικά εβραϊκής καταγωγής, παρόλο που εμφάνισή σου σχετίζεται με το Παρίσι. Τελοσπάντων, δεν είναι κακό να είσαι Εβραίος»
«Έτσι λες εσύ! Μπορώ πολύ ευχαρίστως να σε τοποθετήσω στα δικά μου παπούτσια. Βλέπεις, μεγάλωσα στο Βερολίνο και σαν παιδί είχα πολλούς φίλους. Μάντεψε πού πήγαν οι περισσότεροι από το 33 και μετά. Ξαφνικά όλοι στη γειτονιά έπαψαν να μου μιλούν, έσπασαν τη βιτρίνα του μαγαζιού του πατέρα μου, οι πελάτες σταμάτησαν να μας προτιμούν. Το μυαλό μου γέμιζε με άπειρα ΄΄γιατί΄΄, με άπειρα ανέκφραστα παράπονα και θλίψη. Ώσπου ξεκίνησαν οι διώξεις. Ένα βράδυ, το Βερολίνο τυλίχτηκε στις φλόγες...»
Έκανε παύση. Οι εικόνες των ανθρώπων να ξυλοκοπιούνται ανελέητα και να διώκονται από τα σπίτια τους, έκαναν επίθεση. Οι βανδαλισμοί, η άρνηση της πυροσβεστικής να βοηθήσει τα καιόμενα εβραϊκά σπίτια, το ψυχρό βλέμμα των αλλοτινών φίλων και γειτόνων, που ναρκωμένοι παρακολουθούσαν τη θυσία θαρρείς των Δαιμόνων. Τα μάτια του βούρκωσαν.
«Χανς...» το καθησυχαστικό χέρι της Άζια τον ακούμπησε.
«Δεν ξέρεις πώς είναι να απομακρύνουν όλη σου την οικογένεια με σκοπό να την εκτελέσουν. Δεν ξέρεις πώς είναι να σε κλείνουν σαν το άρρωστο σκυλί σε ένα γκέτο, να μην έχεις δικαίωμα να συναναστραφείς με κανέναν άνθρωπο...» ψιθύρισε «Γλύτωσα εξαιτίας του αρρωστημένου έρωτα ενός Ες-Ες για εμένα» την είδε να σοκάρεται για πρώτη φορά «Εκείνος...παλουκώθηκε για τις προτιμήσεις του και εγώ έσπασα με το κορμί μου ένα γυάλινο παράθυρο προκειμένου να ξεφύγω... Πλέον δεν έχει τίποτε αξία για εμένα, πόσο μάλλον αυτοί. Mισώ κάθε Γερμανό, όπως με μίσησε και εκείνος και ας μην με ήξερε. Κανένας δεν υπερασπίστηκε την οικογένειά μου στο Βερολίνο, όλοι μας γύρισαν την πλάτη»
«Λυπάμαι Χανς, λυπάμαι πολύ. Ξέρεις...μόλις προχθές έπεσα θύμα βιασμού από αυτούς που μισείς. Η οικογένειά μου δεν βρίσκεται εν ζωή και η Αντίσταση είναι οι μόνοι φίλοι που έχω. Βίωσα λοιπόν τον έρωτα με σκληρό τρόπο, για την ακρίβεια, η πρώτη μου εμπειρία έμοιαζε με επίσκεψη στην Κόλαση. Φοβάμαι όμως να γεμίσω με απόλυτο μίσος. Έτσι, θα είναι σαν να έχω πεθάνει, σαν να έχει αποδημήσει ο αληθινός μου εαυτός και να έχουν κάνει κατάληψη οι Δαίμονες αποκλειστικά. Θα αγωνιστώ για τα πιστεύω μου και θα εκτελέσω κάθε έναν από αυτούς, εφόσον κριθεί ένοχος. Σαφώς και δεν έχω νιώσει την κοσμική δική σου απόρριψη και ίσως αυτό με βοηθά να διατηρήσω τα λογικά μου. Να ξέρεις πάντως ένα πράγμα. Ακόμη και αν η ζωή σου ήταν φυσιολογική, δύο φίλους αληθινούς θα είχες, άντε τρεις. Έρχομαι να σε ρωτήσω λοιπόν αν τους έχεις»
Για λίγο ο Χανς το σκέφτηκε. Δάκρυα ξανά κύλησαν αβίαστα σαν έβγαλε από την τσέπη του μία ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μέσα από λυγμούς, την έδειξε στην κοπέλα.
«Αυτός εδώ ήταν ο Λούκα. Ο παιδικός μου φίλος που γύρισε την πλάτη του στο ναζισμό, αν και Γερμανός. Δολοφονήθηκε. Αυτή είναι η Κρίστα και δίπλα της η Χέλγκα. Γερμανίδα η μία, Εβραία η άλλη και όμως ήταν αχώριστες ως το τέλος. Αυτός εδώ ο νεαρός ήταν ο Βίνφριντ. Γερμανός επίσης και παιδικός φίλος. Λείπει ένας ωστόσο, ο δίδυμος αδερφός του Λούκα, ο Όττο. Έχω ξεχωριστή φωτογραφία μαζί του»
Η Άζια τον κοίταξε.
«Τότε ξέρεις ποιον δρόμο να επιλέξεις. Είσαι πλούσιος Χανς. Σε καιρούς απάνθρωπους, εσύ μου έδειξες πέντε αχώριστους φίλους που γύρισαν την πλάτη τους σε όλα και σε αγκάλιασαν από την αρχή ως το τέλος. Δεν έχεις ανάγκη κανέναν. Δεν έχεις ανάγκη από την λύπηση ή την αποδοχή των γειτόνων. Γύρισέ τους την πλάτη, όρθωσε το ανάστημά σου και πάρε εκδίκηση άξια ηρωισμού. Αν σκοτώσεις μία τυχαία Γερμανίδα ή τον φούρναρη που έπαψε απλώς να σε στηρίζει, το μυαλό σου θα λάβει ένα περιττό σκοτάδι που θα σαπίσει την ψυχή σου. Δεν το χρειάζεσαι. Έχεις φως και αυτοί οι άνθρωποι δεν το αμφισβήτησαν ποτέ» ολοκλήρωσε όταν ο Ράμον τους κάλεσε για μία αποστολή.
Στόχος τους θα ήταν ο Κούτσερα. Ο Ταξίαρχος των Ες-Ες πηγαινοερχόταν στο σπίτι του με την λιμουζίνα, με αποτέλεσμα έπειτα από στενή παρακολούθηση να έχουν μαθευτεί τα ωράρια της μετακίνησής του. Ο Χανς δέχτηκε δίχως δισταγμό και το ίδιο ακριβώς έπραξε και η Άζια. Χωρίς καθυστέρηση, θα μεταφέρονταν όσο πιο αθόρυβα γινόταν, στο σημείο ακριβώς που βρισκόταν το σπίτι του. Αυτό που δεν είχαν υπολογίσει ήταν τυχόν ύπαρξη απρόοπτων αλλαγών, στο κατά τα άλλα άτεγκτο πρόγραμμα του Ταξίαρχου. Λίγο πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας, πρόσεξαν πως η λιμουζίνα βρισκόταν σταθμευμένη έξω ακριβώς από το κτήριο της Γκεστάπο. Ο Χανς με την Άζια ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν μόλις η φθονερή φιγούρα, έκανε την εμφάνισή της. Αντί για εκείνη όμως, φάνηκε ο οδηγός του ο Κερτ, ο οποίος είχε μόλις ενημερωθεί για μία απρόοπτη καθυστέρηση στην αναχώρηση.
Σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του, ένιωσε ενστικτωδώς μία απειλή. Το απαλό αεράκι που φύσηξε τον ανατρίχιασε. Η Άζια τον είδε, δίστασε για λίγο, μα μπροστά της ο Χανς πάτησε τη σκανδάλη. Η σφαίρα έφυγε και τον χτύπησε πολύ κοντά στον αγκώνα του αριστερού χεριού. Ο Κερτ παραπάτησε και έτρεξε ευθύς να καλυφθεί. Οι δύο θύτες του εξαφανίστηκαν προκειμένου να μην ανακαλυφθούν από τις δυνάμεις της Γκεστάπο. Γνωρίζοντας πολύ καλά τα μέρη και τα κτήρια, κινούμενοι κυριολεκτικά σαν αρουραίοι σε δαιδαλώδεις υπονόμους, συνέχισαν να τον ακολουθούν με τους πυροβολισμούς εκ μέρους του Χανς να μην έχουν σταματημό. Ο πόνος του χεριού του ήταν αφόρητος, η αγωνία τον είχε κυριεύσει, καθώς ακόμη μία σφαίρα τρύπησε τον ώμο του. Μία κραυγή του ξέφυγε, το πόδι του σκόνταψε και σωριάστηκε σε λιμνάζοντα βρομόνερα ενός σκιώδους στενού. Φόβος κατέλαβε την ψυχή του, τα πνευμόνια του πάλεψαν να ρουφήξουν οξυγόνο και ο ίδιος έσυρε το σώμα του με κόπο σε μία γωνιά, όταν μπροστά του εμφανίστηκαν οι διώκτες του. Ήταν νεκρός με βεβαιότητα.
Ο Χανς αποκαλύφθηκε ερχόμενος κοντά στην τσιμπλιασμένη λάμπα που φώτιζε τον δρόμο. Για πρώτη φορά, είδε στα μάτια του συγκεκριμένου νεαρού την ίδια έκφραση που είχαν και τα θύματα του Άουσβιτς λίγο πριν την εκτέλεσή τους. Δίπλα του στάθηκε η Άζια, ελαφρώς χλωμή. Τα βλέμματα των δύο αντάμωσαν. Ο Κερτ την αναγνώρισε, μα δεν είπε λέξη. Ήταν ίσως η κατάλληλη στιγμή να φερθεί γενναία. Να πάψει να αποζητά ικετευτικά συγχώρεση. Τα κυανά του μάτια έπεσαν κατά γης, η αιμορραγία των τραυμάτων του συνεχιζόταν αδιάκοπα, μουσκεύοντας τη στολή του. Δίχως να τους κοιτάζει, τοποθέτησε απλώς το αριστερό του χέρι στο σημείο του ώμου που αιμορραγούσε. Ένιωσε τότε την φιγούρα του άνδρα να κινείται και να τον σημαδεύει. Μαζεύοντας κάθε θραύσμα διασκορπισμένου θάρρους, γύρισε και τον κοίταξε. Το βλέμμα του Χανς καθρέπτιζε την οργή, μέχρι που η μνήμη του, του χτύπησε ένα καμπανάκι. Τον ήξερε. Το πρόσωπό του ήταν γνωστό. Πίεσε και άλλο τον εαυτό του. Έπρεπε να θυμηθεί, έπρεπε να ανακαλέσει την πηγή της γνώσης του.
Ταράχτηκε. Στο σπίτι της Κρίστα, υπήρχε μία φωτογραφία. Μία φωτογραφία που τον απεικόνιζε. Η Κρίστα το είχε προσέξει τότε και του είχε εξηγήσει ελαφρώς αμήχανα, πως ο νεαρός που βαστούσε αγκαλιά, ήταν ένας από τους πιο αγαπημένους της ξάδερφους, ωστόσο είχε κρίνει σκόπιμο να μην του μιλήσει για εκείνον και τη Χέλγκα. Τον κοίταξε ξανά. Πώς στο ανάθεμα είχε μπλεχτεί με τους Ες-Ες; Για να είχε βρεθεί σε μία τόσο κρίσιμη θέση, με βεβαιότητα θα ήταν ένας ποτισμένος με ρατσισμό εθνικοσοσιαλιστής. Το όπλο ξεκίνησε να τρέμει στο χέρι του. Αγαπούσε την Κρίστα. Δεν μπορούσε να της στερήσει ένα μέλος της οικογένειάς της. Δίπλα του η Άζια είχε μαρμαρώσει. Κάτι την κρατούσε και εκείνη πίσω, το ένιωθε.
«Αυτή τη φορά, θα σου τη χαρίσω. Ίσως το σύμπαν να φερθεί δίκαια και να σε αποσύρει εξαιτίας των τραυμάτων σου. Η επόμενη συνάντησή μας όμως θα σταθεί μοιραία» του πέταξε σκληρά και ευθύς του γύρισε τη πλάτη. Ο Κερτ δεν είπε λέξη. Συνέχισε να βαστά τον ώμο του. Μπροστά του η Άζια ανάσαινε με δυσκολία. Το πήρε απόφαση ωστόσο και τον εγκατέλειψε και εκείνη ακολουθώντας τον Χανς σιωπηλή.
Ο νεαρός απέμεινε κουρνιασμένος στον τοίχο. Του ήταν αδύνατο να σηκωθεί. Ο ιδρώτας και το αίμα είχαν οργώσει το κορμί και τα ρούχα του. Ήταν άσχημο πράγμα ο αργός θάνατος. Με το δυνατό του χέρι, προσπάθησε να στηριχτεί, μα διαρκώς προσγειωνόταν στα γόνατά του. Απελπισμένος πια, αφέθηκε στη μοίρα του ξαπλώνοντας στο υγρό έδαφος. Υπήρχαν στιγμές που έχανε την επαφή με την πραγματικότητα, έχοντας χάσει πολύ αίμα. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα είχε περάσει, όταν ένιωσε δύο χέρια να του σηκώνουν αργά το κεφάλι.
«Άζια...»
«Πάψε...» τον μάλωσε και τον ένιωσε να αφήνει όλο το βάρος του κεφαλιού του στην αγκαλιά της. Το νοσοκομείο δεν ήταν μακριά. Έπρεπε να τον σύρει ως εκεί.
Με κουρέλια του έδεσε σφιχτά τον ώμο, προκειμένου να σταματήσει το αίμα.
«Ήθελα αυτή τη φορά να φανώ γενναίος... Να μην ικετεύσω για μία συγχώρεση που δεν μου αξίζει...Είχες δίκιο»
«Μπορεί να είχα και άδικο» του απάντησε και τα μάτια του την κοίταξαν με παράπονο «Σε κάποιους ίσως και να αξίζει...»
Το ματωμένο του χέρι κινήθηκε αργά, αναζητώντας το δικό της. Τα δάχτυλά του ίσα που κατόρθωσαν να αγγίξουν τα δικά της τρυφερά. Τα μάτια του έκλεισαν στα ξαφνικά, μα η καρδιά του έστω και αδύναμα, συνέχισε να χτυπά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro