Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Δεν υπάρχει γη για εμάς πίσω από τον Βόλγα/part 4

Στάλινγκραντ

Υπάρχουν στιγμές που ο χρόνος θαρρείς και παγώνει γύρω σου. Στην περίπτωση του Όττο, είχε παγώσει για τα καλά, όταν ξεκίνησε η επίθεση των Ρώσων. Πυροβολισμοί ακούστηκαν, σκόνη σηκώθηκε και μπροστά ακριβώς από το σπίτι, Γερμανοί και Ρώσοι πάλευαν σχεδόν σώμα με σώμα για την ίδια τους τη ζωή. Μία χειροβομβίδα που έσκασε δίπλα από τον Ρώσο υπολοχαγό, τον τραυμάτισε με τα καυτά της θραύσματα , με αποτέλεσμα να χάσει την όρασή του. Ο Κοχ ούρλιαζε εντολές σε έναν Όττο που κυριολεκτικά συμπεριφερόταν σαν αίλουρος. Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά μέχρι εκείνη τη στιγμή να σκαρφαλώνει και να πηδά, σαν να ανήκε στην άγρια φύση. Αν υπήρχε όμως ένα πράγμα που του έδινε ζωή από τότε ακόμη που ήταν μικρό αγόρι, αυτό ήταν η γυμναστική, ήταν τα αθλήματα, η ταχύτητα, οτιδήποτε χρειαζόταν την δύναμη και την ευλυγισία του κορμιού του. Δίπλα του κατέρρευσαν δύο ακόμη στρατιώτες της Βέρμαχτ, με το αίμα να ξεπηδά σαν θανατερός πίδακας και τα κορμιά τους να κατρακυλούν άψυχα, γλιστρώντας στα σκαλοπάτια.

Ο Όττο ένιωσε πως δεν θα έβγαινε ζωντανός από εκεί. Προσπαθώντας να κατευθυνθεί κοντά στο παράθυρο, διαπίστωσε πως θα ήταν εκτεθειμένος. Τον Κοχ τον είχε χάσει άξαφνα από γύρω του, όταν άκουσε την έκρηξη χειροβομβίδας. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά από τον δεύτερο όροφο, βρήκε δύο ματωμένα πτώματα να κείτονται. Έψαξε ευθύς τον σφυγμό τους δίχως αποτέλεσμα. Ετοιμάζοντας το όπλο του, βγήκε στο ένα παράθυρο. Μπορούσε με άνεση να σημαδέψει, μα εκείνος που βρισκόταν από κάτω του σχεδόν, ήταν ο Άλεξ. Ο Ντίμα δίπλα του, είδε τον Γερμανό που βρισκόταν κρυμμένος στο παράθυρο. Οι ματιές τους για δευτερόλεπτα διασταυρώθηκαν και τον πρόσεξε να υποχωρεί προς το εσωτερικό. Ώρες ατελείωτες έμεναν καλυμμένοι πίσω από τις σορούς των κόκκινων τούβλων που ακόμη άχνιζαν. Για τον Άλεξ δεν ήταν δύσκολη η μάχη σώμα με σώμα. Στα μάτια όλων αυτών των φασιστών έβλεπε το φλεγόμενο Βορονέζ. Στη δεύτερη, υπόγεια πόλη που είχε σχηματιστεί κάτω από τα χαλάσματα, μπορούσε κανείς να διακρίνει αγωγούς νερού, ηλεκτρικά καλώδια, μπόιλερ κεντρικής θέρμανσης.

Συνέχισε να πυροβολεί, όλη τη νύχτα. Τα αφτιά του πλέον βούιζαν. Ο Όττο στεκόταν σκονισμένος, με χέρια ματωμένα, ολομόναχος μέσα στο χάος. Το άλικο σούρουπο έπεφτε επάνω στις λίμνες αίματος που στόλιζαν το πάτωμα, τα έπιπλα και τα γλιστερά σκαλοπάτια. Τα σώματα των Γερμανών, είχαν γείρει ακανόνιστα, άψυχα και εκείνος αναρωτιόταν τι στο ανάθεμα πια θα έκανε. Ο φόβος του κορυφωνόταν, όταν προσπάθησε να κατέβει στο ισόγειο, μα είδε τους Ρώσους να εισέρχονται. Αρχικά, εισήλθαν ο Παβλόφ με άλλους τρεις. Ο Αλεξέι βρισκόταν ακόμη εκτός σπιτιού, όταν μαζί με τους δικούς του συντρόφους, τον Ντίμα, τον Σεργκέι και τον Γκαμπριέλ, ακολούθησαν τον Παβλόφ. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν πέσει νεκροί στην αρχική μάχη. Ο Όττο έπεσε και εκείνος δήθεν νεκρός, δίπλα σε έναν νεαρό Γερμανό, κρυμμένος πίσω από ένα έπιπλο. Το κόλπο φάνηκε να πιάνει, όταν άκουσε τα βήματα να πλησιάζουν. Ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό του αργά. Οι Ρώσοι άρπαζαν τα όπλα από τα πτώματα, μα εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να παραδώσει το δικό του. Θα το ρίσκαρε, θα έκανε κίνηση να επιτεθεί. Η ανάγκη της επιβίωσης και ο φόβος του θανάτου, ωθούσαν το σώμα του να αντιδράσει. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Μπορούσε να την ακούσει ολοκάθαρα. Τα χέρια του ξεκίνησαν να τρέμουν.

΄΄Γαμώτο! Όχι τώρα!΄΄ σκέφτηκε, ωστόσο το άγχος δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Ήταν ή τώρα ή ποτέ.

Ο κορμός του σώματός του τινάχτηκε με φόρα προς τα πάνω, τα πόδια του έδωσαν ώθηση και το δεξί του χέρι, άρπαξε το όπλο του Ρώσου, ο οποίος φάνηκε να ξαφνιάζεται. Τα πρόσωπά τους κόλλησαν το ένα με το άλλο, αφήνοντας τις βαθιές τους ανάσες να ξεθυμάνουν. Τα θυμωμένα, κυανά μάτια και των δύο ευθυγραμμίστηκαν και ακολούθησε η έκπληξη.

«Άλεξ;» ψιθύρισε ο Οττο, ωστόσο γλίστρησαν και οι δύο προς τα πίσω, το έδαφος ράγισε και οι νεαροί όρμησαν άθελά τους στο κενό.

Τρεκλίζοντας, ο Άλεξ αρπάχτηκε από το διαλυμένο και σκονισμένο πάτωμα, ενώ δίπλα του ο Όττο αιωρούνταν σχεδόν στο κενό. Βάζοντας δύναμη, ο Άλεξ σκαρφάλωσε και γυρνώντας, έριξε μία ματιά στον Γερμανό. Πίσω του, φάνηκαν ο Σεργκέι, ο Ντίμα και ο Γκαμπριέλ. Ευτυχώς ο Παβλόφ και οι άλλοι τρεις, ήταν στο ισόγειο. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των συντρόφων του, ο Άλεξ γονάτισε και τον τράβηξε επάνω. Έμειναν να στέκονται λαχανιασμένοι, βρώμικοι και πεινασμένοι, με πρόσωπα ματωμένα, γεμάτα αμυχές. Στα μάτια τους χόρευε η πίκρα, τραγουδούσε ο σπαραγμός και ψιθύριζε η οργή, κρυμμένη στις σκιές τους. Ολόγυρά τους ο κόσμος κατέρρεε, γινόταν θρύψαλα, οι άνθρωποι πέθαιναν, το Στάλινγκραντ ξεψυχούσε, οι στρατιώτες μάχονταν ως την τελευταία ανάσα, νέα παιδιά όλοι, μα οι ηγέτες, καθισμένοι στην άνεσή τους, χαμογελούσαν βυθισμένοι στην εγωιστική και απάνθρωπη ρέμβη τους.

Ο Ρώσος είχε δει την πατρίδα του να χάνεται. Ο Γερμανός ήξερε πως ήταν παρείσακτος, μα αυτοί οι δύο σαν κοιτούσαν ο ένας τον άλλον, ψιθύριζαν ένα συγγνώμη, ένα λυπάμαι, ένα σε συγχωρώ γιατί είσαι εσύ, ένα παίξαμε ποδόσφαιρο εμείς οι δύο, ένα γελάσαμε, ένα με βοήθησες και ένα ευχαριστώ. Το μέτωπο του Στάλινγκραντ ήταν απάνθρωπο, ήταν φρικτό. Τα γοερά κλάματα των αμάχων, των πεινασμένων παιδιών που σαν αγρίμια έβγαιναν τα βράδια για να ψάξουν για λίγο φαγητό, σπάραζαν τις καρδιές. Ωστόσο, σχεδόν κανένας δεν είχε χρόνο για να σκεφτεί, όταν κινδύνευε να πεθάνει το επόμενο δευτερόλεπτο.Το βλέμμα τους κατρακύλησε στη γη. Ο Άλεξ πρόσεξε πως το δεξί χέρι του Όττο αιμορραγούσε.

«Έχεις χτυπήσει...»του ψιθύρισε.

«Είμαι καλά..» απάντησε εκείνος.

«Έχεις καθαρό επίδεσμο;» τον ρώτησε ξανά.

Όταν δεν πήρε απάντηση, έβγαλε από το σακίδιό του ένα κομμάτι και του το έδωσε. Παρατήρησε τα τρεμάμενα χέρια του. Ο Όττο τα κοιτούσε επίσης.

«Τραύμα...μου έχει μείνει από τότε που....»

«Που σε χτυπούσαν. Που σε χτυπούσε ο πατέρας σου...» τον συμπλήρωσε ο Άλεξ και τον είδε να νεύει θετικά.

«Αρκετά! Άλεξ έχεις τρελαθεί; Θα σε συλλάβουν για προδοσία! Όλους μας! Πέταξέ τον έξω, αυτήν τη στιγμή!» άκουσε το ουρλιαχτό του Ντίμα, φοβούμενος πως από σε στιγμή σε στιγμή θα έφταναν οι ενισχύσεις. Ο Όττο έστρεψε επάνω του τη ματιά του και έπειτα στον Σεργκέι.

«Λυπάμαι που σε χτύπησα...»

«Δεν σε πιστεύω!» αποκρίθηκε ο νεαρός Γεωργιανός.

Τον είδαν να οπισθοχωρεί και με μια κίνηση να γαντζώνεται από τους τοίχους και να προσγειώνεται μέσα στα ερείπια. Οι παγίδες στα υπόγεια καταφύγια, πίσω από τα υπολείμματα των τοίχων και μέσα στα ερείπια των εργοστασίων, ελλόχευαν και ο Όττο φοβόταν τις νάρκες περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Δεν είχε μείνει σχεδόν ούτε ένα σπίτι όρθιο. Μέσα στο οίκημα, το σούρουπο πλησίαζε και ο φαντάρος Αλεξάνταρ που είχε βάρδια μαζί με τον Άλεξ, οχυρωμένοι και οι δύο πίσω από σακιά με άμμο, είχε ξεκινήσει να αγχώνεται.

«Σύντροφε, με το συμπάθιο αλλά ακούω θορύβους από το υπόγειο. Λες να σκάβουν οι Γερμανοί λαγούμια;»

Ο Άλεξ ευθύς πήρε το τουφέκι του και έτρεξε στο υπόγειο, μόνο για να βρει δέκα πολίτες, άμαχους, να έχουν στριμωχτεί για να προφυλαχτούν.

«Μοίρασέ τους τα όπλα των νεκρών Γερμανών, θα τα χρειαστούν»

Ο Άλεξ πάγωσε. Μα, ήταν απλοί πολίτες, υπήρχαν και παιδιά. Σύντομα κατάλαβε όμως, πως αυτός ο ολοκληρωτικός πόλεμος, τους αφορούσε όλους. Όλους όσους μπορούσαν να κρατήσουν όπλο. Το κτήριο κατέληξε σφαγείο, μα άπαντες σχεδόν ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν μέχρι το τέλος. Ενισχύσεις έρχονταν και έφευγαν, πτώματα και από τις δύο πλευρές στοιβάζονταν. Ως πού θα έφτανε το μαρτύριο;

Η συμπεριφορά του Άλεξ δεν έμεινε ασχολίαστη από την παρέα του. Ο Ντίμα ήταν ίσως ο μοναδικός που γνώριζε την πραγματικότητα, η οποία τον είχε οδηγήσει να πηγαινοέρχεται νευρικά βλαστημώντας. Ο Γκαμπριέλ τους κοιτούσε με μισάνοιχτα μάτια, σαν να περίμενε μία εμφανή εξήγηση προτού να καταλήξουν να λογοδοτούν για προδοσία στην NKVD. Ο Σεργκέι από την άλλη, γνωρίζοντας χρόνια τον Άλεξ, καρτερούσε την αλήθεια για όσο όλοι τους στέκονταν οχυρωμένοι, προσμένοντας την γερμανική αντεπίθεση.

«Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;» τον ρώτησε ο Σεργκέι. «Να πάρει! Ο λαός σου έχει υποφέρει τόσα πολλά!» του φώναξε. Ο μοναδικός ίσως που στεκόταν βλοσυρός και αμίλητος, με τα μάτια του να γυαλίζουν στο μισοσκόταδο σαν πολύτιμοι λίθοι, ήταν ο Σιβηριανός.

Ο Αλεξ για πρώτη φορά, ένιωσε κουρασμένος. Από μικρός ήταν δίκαιος. Το αντίθετο αυτού, του δημιουργούσε σύγκρουση με το υποσυνείδητο. Έμοιαζε με μπουκιά που δεν μπορούσε να καταπιεί εύκολα.

«Γνωρίζετε όλοι όσοι με ξέρετε, πως για την πατρίδα μου έδωσα και θα δώσω ακόμη πολλά. Όσο και αν γεννήθηκα με οδηγό μου την αγάπη και την ανεμελιά, δεν δίστασα ούτε λεπτό να σκοτώσω τον εχθρό. Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που βρέθηκα σε ένα παρασκήνιο. Έχοντας κατορθώσει να ξεφύγω από το Κολαστήριο του Άουσβιτς, η ηγεσία της πατρίδας μου με θεώρησε προδότη. Για την ακρίβεια, δεν δέχτηκε να με ανταλλάξει με έναν αντίστοιχο Γερμανό αιχμάλωτο. Μολαταύτα, έτρεξα απευθείας στο Μέτωπο όπου τραυματίστηκα βαριά. Βρέθηκα ένα βήμα πριν τον θάνατο, πνιγμένος στις μύγες, δίπλα από το πτώμα ενός στρατιώτη. Ήταν τότε που γνώρισα τον Όττο, ο οποίος τραυματισμένος και εκείνος, μου έδωσε να πιώ λίγο νερό και με κουβάλησε στην πλάτη του κατά μήκος της ουκρανικής στέπας. Περιποιήθηκε τα τραύματά μου, μου παρέδωσε μία λίστα ανθρώπων, εγκληματιών πολέμου. Ζήσαμε κάποιες στιγμές, γνώρισα τη δική του ιστορία. Ένα παιδί ενός αρρωστημένου, οικογενειακού περιβάλλοντος, με έναν φρικτό πατέρα, ναζιστή, σαδιστή. Σταθήκαμε κάποια στιγμή σε ένα λόφο και αγκαλιάσαμε σφιχτά ο ένας τον άλλο. Εκείνος με αγκάλιασε, η πατρίδα με θεώρησε προδότη. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, εγώ αποφάσισα να αγωνιστώ για τα χώματα που πατώ. Ανάμεσα όμως στον Όττο και τον πόλεμο, επιλέγω τον πρώτο. Αν επιθυμείτε να με εκτελέσετε ως προδότη, δεν θα φέρω αντίρρηση. Δεν θα σας κατηγορήσω»

Ο Γκαμπριέλ εξακολουθούσε να μη σχολιάζει. Κάποτε όλο αυτό έμοιαζε ζωώδες. Μπορεί να αδυνατούσε να μπει στη θέση του Άλεξ, ωστόσο αναμάρτητος δεν ήταν. Είχε σώσει μία Γερμανίδα από πνιγμό. Την είχε φροντίσει και ζεστάνει, είχε αισθανθεί όμορφα κοντά της, θα ήθελε να την ξαναδεί. Παρακολουθούσε τον Σεργκέι που ξεφυσούσε σαν μαινόμενος ταύρος. Χίλια ερωτήματα γυρνούσαν στο μυαλό του. Αν ο φασίστας ήταν προδότης; Αν εκμεταλλευόταν τον Άλεξ; Αν βρίσκανε όλοι τον μπελά τους;

«Αλεξέι, είμαι κολλητός και αδερφικός σου φίλος. Ποτέ μου δεν θα ύψωνα όπλο εναντίον σου. Σε αυτήν την απόφαση όμως και τη σχέση είσαι μόνος. Εγώ προσωπικά δεν επιθυμώ να θυσιαστώ για κανέναν φασίστα. Λυπάμαι» ήταν η μοναδική κουβέντα που του είπε. Ο Ντίμα αποχώρησε μαζί του, αφήνοντάς τον με τον Γκαμπριέλ. Από μακριά πλησίαζαν οι ενισχύσεις.

«Τι μαθήματα προσπαθείς να διδάξεις Αλεξέι;» τον ρώτησε καπνίζοντας. «Είναι σαν να ζητάς από νήπια, να διαβάσουν πανεπιστημιακά συγγράμματα. Θέλει θράσος η προσπάθειά σου να διδάξεις την αγάπη, σε έναν βαλτότοπο μίσους. Είσαι καταδικασμένος. Δεν σε νοιάζει όμως, έτσι δεν είναι;»

«Αν είναι να καταδικάσω μονάχα εμένα, τότε δεν με νοιάζει, όχι» του απάντησε.

«Τι είναι αυτό που σας δένει;» τον ρώτησε ο Γκαμπριέλ.

«Η αγάπη με όλη τη σημασία. Είδε και είδα μέσα από τη στολή που φοράμε. Ακόμη και σε καιρό ειρήνης, σπάνια το ανθρώπινο χέρι απλώνεται για να ανακουφίσει, πόσο μάλλον, σε περίοδο πολέμου. Γκαμπριέλ, δέχομαι τις συνέπειες...Όποιες και αν είναι δεν θα έχω προδώσει δύο πράγματα, το χώμα της πατρίδας μου και την καρδιά μου»

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro