Δεν θα μείνει λίθος για λίθο/ part 4
Ο Γουίλεμ έμοιαζε χαμένος σε κάτι σχεδόν πρωτόγνωρο. Τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα, κυρίως γιατί το άτομο απέναντί του, δεν θα του τα ανταπέδιδε ποτέ. Η εγκληματική φύση του συγκεκριμένου, δεν είχε την ένταση του Βίγκμπερτ, ο οποίος αγαπούσε και σεβόταν μονάχα το τομάρι του. Ο Γουίλεμ χαρακτηριζόταν από πολλά αρνητικά, όπως τη δειλία, το αίσθημα κατωτερότητας και την βίαιη φύση. Απλώς στην περίπτωσή του, υπήρχε μία χαραμάδα, όχι σωτηρίας και μετάνοιας, μα εξαίρεσης.
Μόλις χωρίστηκαν τα πρόσωπά τους, ο Χανς ένιωσε ένα κύμα αηδίας και οργής, αρχικά προς τον εαυτό του. Πώς ήταν δυνατόν να πάλευε να εξαγοράσει την πιθανότητα ελευθερίας του με αυτόν τον κατάπτυστο τρόπο; Τα μάτια του που γυάλιζαν, τώρα καρφώθηκαν σε εκείνα του Ες-Ες απέναντί του.
«Σκότωσέ με!» του φώναξε, μα τον είδε σαστισμένο αρχικά να μην αντιδρά «Είπα σκότωσέ με! Δεν θέλω να ζω άλλο!» βρισκόταν σε παραλήρημα, ωστόσο είδε τον Γουίλεμ να υιοθετεί ένα βλέμμα βουτηγμένο στον σαρκασμό. Το όπλο σηκώθηκε για να τον σημαδέψει.
«Γιατί να σου το κάνω τόσο εύκολο;» κάγχασε και έπειτα αργά το κατέβασε «Θα επιστρέψεις πίσω στο μπουντρούμι σου και πάνω από όλα, μην ξεχνάς ποτέ τη θέση σου. Ακόμη και το στόμα σου να ανοίξεις σε κάποιον για εμένα, κανείς δεν πρόκειται να σε ακούσει μήτε να σε πιστέψει. Είσαι ένας βρωμιάρης Εβραίος και εγώ έχω τη θέση που έχω εδώ μέσα, επομένως, δεν μπορείς να με εκβιάσεις ούτε καν με αυτές τις πληροφορίες» γρύλισε.
«Μην είσαι τόσο σίγουρος. Ένας κρατούμενος, δεν αποτελεί απόδειξη, πολλοί όμως;»
«Με απειλείς;» τώρα το χέρι του έσφιγγε τον λαιμό του, ωστόσο, υπήρχε πλέον και μία άλλη δύναμη που τον εμπόδιζε να συνεχίσει. Αργά, χαλάρωσε τη λαβή του.
«Είσαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος και τίποτε άλλο. Είτε βασανιστώ, είτε βάλω τέλος στη ζωή μου, εγώ θα έχω φύγει γεμάτος. Στη ζωή αυτή, έχω αγαπηθεί πολύ σαν φίλος, σαν σύντροφος και σαν γιος. Εσύ, δεν έχεις αγαπηθεί ούτε από τον ίδιο σου τον εαυτό, πόσο μάλλον από το Κόμμα που υποστηρίζεις. Άνθρωποι όπως εγώ, τους οποίους βασανίζεις και καις εκεί μέσα, θα μπορούσαμε να σε αποδεχτούμε γι' αυτό που είσαι»
Τον είδε να ξεροκαταπίνει.
«Κανείς δεν θα με αποδεχόταν» γρύλισε.
«Αυτό δεν θα το μάθεις ποτέ» Του είπε και μαζί επέστρεψαν σε μορφή συνοδείας στο στρατόπεδο.
Όλη την υπόλοιπη ώρα, σαν βρισκόταν με τους φρουρούς των Ες-Ες, τα λόγια του Χανς γυρνούσαν μέσα στο μυαλό του σαν τη βίδα, αργά και επίπονα. Ίσως τελικά εκδικούταν τον κόσμο, γιατί φορώντας τη μάσκα του Ναζί, είχε την δύναμη να κάνει κακό σε όλους αυτούς που θεωρούσε πως θα του έκαναν πρώτοι. Έπειτα, ήταν δειλός. Φοβόταν τόσο πολύ τα βασανιστήρια και τον θάνατο, σε σημείο που προτιμούσε να προσποιείται και να προδίδει. Τον Έγουαλντ τον είχε προδώσει. Δεν ήταν άντρας τελικά και σε αυτό δεν ευθυνόταν η ομοφυλοφιλία του, αλλά ο χαρακτήρας του. Φυσικά, ούτε ο Κοχ είχε ιδέα για τις προτιμήσεις του. Δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, καθώς ο νεαρός της Βέρμαχτ ήταν στρατιώτης με αξίες που μισούσαν τα Ες-Ες. Είχε την περηφάνεια των παλαιών Στρατηγών θα έλεγε κανείς, που δεν ήταν υπέρ των εγκλημάτων και φρικαλεοτήτων, όχι μονάχα των Ταγμάτων Θανάτου των μετόπισθεν, αλλά και πολλών στρατιωτών της Βέρμαχτ. Καπνίζοντας εκείνο το βράδυ, έκανε σκέψεις πρωτοφανείς για τα δικά του δεδομένα.
Τα πειράματα στους ομοφυλόφιλους άνδρες, τα γνώριζε. Το Ράιχ θεωρούσε πως έπασχαν από μία ασθένεια και με φρικτούς τρόπους, προσπαθούσαν να τους βρουν δήθεν γιατρειά. Η ομοφυλοφιλία είχε ποινικοποιηθεί ήδη από τον νόμο του 1871. Κοινώς, η διαφορετική επιλογή στην αγάπη ήταν κακούργημα. Αυτό πρέσβευε το Κόμμα που υπηρετούσε και ας ήθελε να απομονωθεί για πρώτη φορά από τους φωνακλάδες Ες-Ες, προκειμένου για λίγο να φέρει στο νου του, την αίσθηση των χειλιών του νεαρού κρατούμενου, στα δικά του. Μπορεί να είχε μικρή διάρκεια, μα ήταν αρκετή για να ρουφήξει όλες του τις εγκληματικές σκέψεις για λίγο, εξαπολύοντας μία τρυφερότητα στιγμιαία. Χαμογέλασε, μα σύντομα το χαμόγελο θα έσβηνε μιας και η επιστροφή του Βίγκμπερτ είχε δρομολογηθεί.
Ο Σκοτεινός αυτός Άγγελος, είχε γυρίσει για δύο ημέρες μονάχα στο Βερολίνο. Τη Μάργκοτ την κοίταξε ψυχρά, αδιαφορώντας για την ψυχική και σωματική της κατάσταση. Στη θέα του, ένιωθε όλα τα μέλη του σώματός της να παραλύουν εξαιτίας του φόβου. Ο φόβος της όμως για εκείνον, ήταν διεγερτικός.
«Ήρθε η κοπέλα που ανέλαβε την καθαριότητα του χώρου σου, καθώς έμαθα. Επίσης, ο γιος μου φαίνεται αδυνατισμένος. Σε προειδοποιώ, αν κάτι του συμβεί δεν θα διστάσω να σου κόψω το λαρύγγι, ή ακόμη καλύτερα να σε στείλω ως το καλύτερο πειραματόζωο στο Άουσβιτς, μέχρι να παρακαλάς για την χαριστική μου βολή. Ωστόσο, σκέφτομαι πως θα σε χρειαστώ ίσως και για άλλους απογόνους, μα το κακό είναι πως έτσι όπως κατάντησες, μου περνάς αδιάφορη σαν γυναίκα. Μολαταύτα, λύσεις υπάρχουν μυριάδες και γυναίκες για καλοπέραση πολλές» η δική της φωνή δεν ακούστηκε ούτε καν σαν ψίθυρος «Σταμάτα αυτή τη στιγμή να παριστάνεις το θύμα! Δεν προκαλείς τον οίκτο μου! Ο γιος μου μοιάζει παραμελημένος! Από σήμερα, αυτή η γυναίκα που προσλάβατε, θα έρχεται συχνότερα, ώστε να επιτηρεί εσένα και την συμπεριφορά σου στο μωρό. Πρόσεχε καλά και μην προκαλείς την τύχη σου, παίζεις με τη φωτιά. Σε έχω σπιτώσει σε μία έπαυλη, όλη μέρα κάθεσαι και το μοναδικό έργο που οφείλεις να παράγεις, είναι η πλήρης ενασχόλησή σου με τον μικρό. Στάθηκα τόσο διεστραμμένα τυχερός που μου μοιάζει απόλυτα. Που τίποτε δεν πήρε από εσάς. Μου ανήκει και εσύ θα φροντίζεις να μεγαλώνει με υγεία»
Στάθηκε πάνω από την κούνια του μωρού, που τώρα κοιμόταν γαλήνια. Προσεκτικά τον σήκωσε και τον κράτησε για λίγο στην αγκαλιά του, σαν να ήταν το πιο πολύτιμο αντικείμενο, σάρκα από τη σάρκα του. Το μωρό άνοιξε νυσταγμένα τα κυανά του μάτια και τον κοίταξε σιωπηλό. Έμοιαζε ακόμη και αυτό, σαν να βαστούσε την ανάσα του. Προσεκτικά, τα μικροσκοπικά του μάτια, αναζήτησαν την καμπουριαστή φιγούρα της μητέρας του, που βρισκόταν στο βάθος του μισοσκότεινου δωματίου, ένα ψυχικό ερείπιο. Το μικρό, τρυφερό του χέρι, απλώθηκε με βρεφικές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις, προς το πρόσωπο του πατέρα του. Ήταν τότε, που τα χείλη του δαίμονα άγγιξαν τρυφερά την μωρουδίστικη παλάμη. Μία κίνηση μοναδική και αταίριαστη στη ζοφερή ύπαρξη που έσερνε τον μελανό της μανδύα, σαν την κατάρα επάνω στον κόσμο. Το αγγελούδι ωστόσο δεν ησύχασε. Διαισθανόταν το σκοτάδι. Ηρέμησε μονάχα και έκλεισε τα βλέφαρά του, μόλις αφέθηκε χορτάτο στην προστασία της μητρικής αγκαλιάς. Ο Βίγκμπερτ ωστόσο δεν αποζητούσε την αγάπη για να πληγωθεί από την ασυνείδητη, βρεφική απόρριψη.
Στάλινγκραντ
Οι πρώτες προειδοποιήσεις για την συγκέντρωση των Ρώσων στην πτέρυγα του Ντον, είχαν ήδη καταφθάσει από τα τέλη του Οκτώβρη. Ο Επικεφαλής της 3ης Ρουμανικής Στρατιάς, ο Στρατηγός Ντιμιτρέσκου, είχε προσπαθήσει να προειδοποιήσει τους Γερμανούς συμμάχους του, δίχως ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Η Επιχείρηση Ουρανός είχε ξεκινήσει, μα ο κακός καιρός των δύο πρώτων εβδομάδων του Νοεμβρίου, δυσκόλεψε τον ερχομό των σοβιετικών σχηματισμών, ενώ πολλές μονάδες πάνω στη βιασύνη τους, δεν είχαν καν πάρει μαζί τους χειμερινό ιματισμό. Η ατμόσφαιρα στο Κρεμλίνο ήταν πνιγηρή. Ο Στάλιν έμοιαζε νευρικά ανυπόμονος και ο Ζούκοφ με τον Ιωσήφ, παρακαλούσαν ο ένας τον άλλο να επιφορτιστούν με το αξιοζήλευτο καθήκον της ενημέρωσής του. Ωστόσο, όπως τον καθησύχασε ο Ιωσήφ, όταν αναχώρησαν στις 13 Νοεμβρίου για την Μόσχα, ο Στάλιν ήταν ευχαριστημένος, καθώς κάπνιζε ήρεμα την πίπα του, δεν τους διέκοπτε ενώ έστρωνε επιδεικτικά το μουστάκι του. Ναι, τόσα χρόνια δίπλα του, είχε μάθει να τον διαβάζει σαν έναν πρόχειρο χάρτη. Το μόνο που τους ζήτησε, ήταν να λάβουν πληροφορίες σχετικά με το ηθικό της Έκτης Στρατιάς, κατά τα άλλα τα πάντα ήταν έτοιμα. Η περικύκλωση δεν αναφέρθηκε, ενώ οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που είχαν λάβει θέση, είχαν ενθουσιαστεί με την ιδέα πως οι Γερμανοί δεν θα ήξεραν τι τους χτύπησε. Οι ιατρικές μονάδες ήταν εξίσου έτοιμες, οι μηχανικοί αφουγκράζονταν τις μηχανές τους με τόση προσοχή, σαν να πρόκειται για την ίδια τους την καρδιά. Άνδρες και διοικητές διατάχθηκαν να ξεκουραστούν, μα ταυτόχρονα να είναι και σε εγρήγορση.
Την παραμονή της μάχης, οι Γερμανοί δεν διαισθάνθηκαν πως η επόμενη μέρα θα ήταν διαφορετική. Η έκθεση της έκτης Στρατιάς, το μαρτυρούσε άλλωστε. Μονάχα ο Όττο το γνώριζε και τρωγόταν με την συνείδησή του, σαν έβλεπε μερικούς, όπως τον Κοχ, να αποζητούν ολοένα και περισσότερο τον γυρισμό στο σπίτι. Η φρίκη ωστόσο του μετώπου αυτού, δεν είχε δείξει ακόμη καθαρά όλες της τις ουλές και την ασχήμια. Οι διαταγές, γίνονταν ολοένα και σκληρότερες. Όποιος αποκοιμιόταν στη θέση του, τιμωρούταν μέχρι και με θάνατο, ενώ στην ίδια κατηγορία ανήκε και η ανυπακοή για την φροντίδα των όπλων, του σώματος, του ρουχισμού. Σιγά σιγά τους ερχόταν η προειδοποίηση πως θα περνούσαν τον Χειμώνα στη Ρωσία.
Εκείνο το δειλινό, ο Όττο παρατήρησε πως ο Κοχ είχε λυγίσει εξαιτίας της κούρασης. Είχε επίσης λάβει γνώση πως ο Μπάλντερ είχε χτυπηθεί στο κεφάλι, ωστόσο καθώς ήταν αξιωματικός των Ες-Ες που εργαζόταν για τον Χίμλερ, τον είχαν ευθύς μεταφέρει σε κρίσιμη κατάσταση πίσω στο Βερολίνο. Δεν είχε ιδέα για την τύχη του, ωστόσο αυτή τη στιγμή, το μόνο που τον απασχολούσε, ήταν πως όλα βρίσκονταν στην τελική ευθεία και εκείνος απλώς σαν το θύμα το άβουλο καρτερούσε την αγχόνη. Κοίταξε το όπλο του. Τον αηδίαζε. Είχε αφαιρέσει τόσες ζωές, ήταν υπεύθυνο για τόσες αισχροπραγίες, είχε κοστίσει τόσα δάκρυα. Η ώρα που θα το πετούσε ανυπάκουα στο πάτωμα πλησίαζε.
«Θα σε αλλάξω εγώ» είπε στον Κοχ «Κοιμήσου λίγο»
Τα μάτια του νεαρού Γερμανού εκτός από θλιμμένα, έμοιαζαν τώρα και κενά.
«Πεινάω» του είπε ξεψυχισμένα.
Τα χείλη του Όττο ξεκίνησαν να τρέμουν. Που να έπαιρνε ο διάολος! Σε τι σημεία πια είχε φτάσει αυτή η καταραμένη ανθρωπότητα; Πόσο χαμηλά κοστολογούταν η αξιοπρέπεια; Τόσο μάλλον, όσο να καίγονται αθώοι, να βασανίζονται και οι στρατιώτες να λιμοκτονούν. Στο τέλος της ημέρας όμως, ένας Χίτλερ και ένας Στάλιν ξημεροβραδιάζονταν άοκνοι, σκεπτόμενοι την επόμενη κίνηση στο σκάκι. Είχε άραγε καμία σημασία γι' αυτούς το αποτέλεσμα ενός πολέμου, πέραν της νίκης ή της ήττας; Είχε άραγε για κάποιον ηγέτη αυτό σημασία; Μάλλον όχι.
Συντετριμμένος, μοιράστηκε στα κρυφά μαζί του το λιτό του γεύμα. Τα μάτια του Κοχ τον κοίταζαν με ευγνωμοσύνη. Μειδιώντας, στάθηκε ξανά όρθιος με κόπο.
«Ευχαριστώ. Δεν χρειάζεται να αναλάβεις εσύ σκοπιά στη θέση μου, θα αντέξω» έκανε μία παύση «Πόσες μέρες έχεις να φας;» τον ρώτησε σαν τον είδε ελαφρώς ωχρό.
«Μην ανησυχείς, όλα καλά» τον παρηγόρησε ο Όττο, όταν άκουσε ξανά τη φωνή του, ψιθυριστή αυτή τη φορά και ελαφρώς τρεμάμενη.
«Τίποτε δεν είναι καλά. Κάποτε πίστευα στα λεγόμενα του Φύρερ, μα βαθιά μέσα μου, αισθάνομαι πως μας έχει εγκαταλείψει. Δεν ξέρω, είναι ένα προαίσθημα. Μας λένε διαρκώς να διατηρήσουμε τις θέσεις μας, ωστόσο αυτοί οι Κόκκινοι, ξεφυτρώνουν σαν παπαρούνες από παντού»
«Είσαι στη γη τους Κοχ» πρόφερε ο Όττο δίχως να τον κοιτάζει.
«Πλέον δεν θέλω να είμαι άλλο εδώ...» ήρθε μετά από λίγη ώρα η απάντηση.
Στις 19 Νοεμβρίου, κοινώς την επομένη, το τηλέφωνο στο Στρατηγείο της έκτης Στρατιάς χτύπησε. Το επιτελείο των επιχειρήσεών της, στεγαζόταν σε ένα κοζάκικο χωριό. Οι Ρουμάνοι προειδοποιούσαν για επικείμενη επίθεση. Ο Γερμανός Στρατηγός Schmidt, κοιμόταν και κανείς δεν τον ξύπνησε μιας και εκνευριζόταν με τους λάθος συναγερμούς. Ο συγκεκριμένος ωστόσο, έμελλε να είναι σωστός και να κρίνει το μέλλον και την παγίδα που ετοίμαζαν ο Ζούκοφ, ο Ιωσήφ και ο Βασιλιέφσκι.
Το επόμενο κεφάλαιο είναι από τα αγαπημένα που σκεφτόμουν από το πρώτο κιόλας βιβλίο. Έχουμε φτάσει στα σίγουρα στην μέση και ελπίζω και αυτός ο Απολογισμός να σας άρεσε και να σας συγκίνησε όπως οι άλλοι δυο. Η ώρα της κρίσης πλησιάζει....Ευχομαι επίσης και οι ήρωες που εχουν προστεθεί στο τρίτο βιβλίο να σας έχουν κερδίσει, όπως ο ιδιόμορφος Γκαμπριέλ ή ο οδηγός του Μπάλντερ Γιόαχιμ....
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro