Η αδερφή του
Μεριά συγγραφέα-αναγνώστη
18 χρόνια πριν...
"Ιζαμπέλα! Ιζαμπέλα, είσαι σπίτι;" ρώτησε ο Νικ, μπαίνοντας στην μονοκατοικία που έμενε. Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του, ακριβώς όπως του είχε υποδείξει κάποτε η μητέρα του.
Η φωνή του δωδεκάχρονου Νικ δημιούργησε ηχώ στο υπόλοιπο σπίτι και για λίγα δευτερόλεπτα, άκουγε τον εαυτό του να επαναλαμβάνει την ίδια λέξη. Καμία κοριτσίστικη φωνούλα ως ανταπόκριση, οπότε υπέθεσε πως είχε βγει έξω για να ψωνίσει.
Το προηγούμενο βράδυ, είχαν γράψει μαζί την λίστα με τα ψώνια της εβδομάδας που έπρεπε να κάνουν. Η μητέρα τους δεν ασχολιόταν και πολύ με αυτές τις δουλειές και έπρεπε να φροντίσουν, ώστε να έχουν καθημερινά κάτι να τρώνε στο σπίτι. Η μητέρα τους, τους άφηνε ένα συγκεκριμένο πόσο που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κάθε φορά. Ισχυριζόταν πως δεν υπήρχαν άλλα χρήματα, αλλά ο Νικ δεν την πίστευε. Τα ακιεβα ρούχα και οι επώνυμες μάρκες, φανέρωναν την αλήθεια για την οικονομική τους κατάσταση. Απλώς η μητέρα του θεωρούσε πως, επειδή ήταν παιδιά, θα αργούσαν πολύ ακόμα να το καταλάβουν. Εκείνοι ωστόσο, έπρεπε από μικρή ηλικία να κατανοήσουν την αξία της αποταμίευσης.
Όταν σιγουρεύτηκε πως ήταν τελείως μόνος του, έβγαλε τα παπούτσια, πέταξε της τσάντα στο πάτωμα και έτρεξε κατευθείαν στο μπάνιο. Μόλις αντίκρισε το είδωλο του στον καθρέφτη, τα μάτια γούρλωσαν και η ανάσα του κόπηκε στα δύο... Από την πληγή στο δεξί του χέρι, έτρεχαν πολλές σταγόνες αίματος, η μία μετά την άλλη. Τον είχαν χτυπήσει και πάλι με πολύ δύναμη, με αποτέλεσμα τα ράμματα να ανοίξουν ξανά...
Κανονικά, θα έπρεπε να σπαρταρά από τον πόνο, μα σταδιακά, τον είχε συνηθίσει, μαζί και τα σημάδια που άφηνε, όταν εκείνος έπαυε να τον βασανίζει για λίγο. Μόνο τις πρώτες φορές αναγκάστηκε να πάει στο νοσοκομείο. Αργότερα όμως, αποφάσισε πως ήταν ώρα να φροντίσει μόνος του τον εαυτό του, εφόσον η μητέρα του δεν είχε την δυνατότητα να εξασφαλίσει την ιατρική του περίθαλψη από ένα σημείο και μετά. Ήταν καλή δικηγόρος, αλλά μόλις είχε ξεκινήσει και ακόμα δεν ήταν ευρέως γνωστή στον χώρο της.
Άνοιξε το κουτί πρώτων βοηθειών. Καθάρισε την πληγή με μπόλικο οινόπνευμα και προετοιμάζοντας τα απαραίτητα, δάγκωσε μια στεγνή πετσέτα και ξεκίνησε να ράβει. Το μέτωπο του είχε ιδρώσει και τα μάτια του είχαν βουρκώσει, καθώς οι αντοχές του τον εγκατέλειπαν σταδιακά, αλλά ήξερε πως δεν γινόταν να σταματήσει. Μπορούσε να αισθανθεί το αίμα στις φλέβες του, το οποίο έτρεχε αργά και αφουγκραζόταν τους παλμούς του. Οποιοσδήποτε άλλος ήχος, τον άφηνε αδιάφορο... Έπρεπε να τελειώσει πριν γυρίσουν όλοι στο σπίτι. Ευτυχώς, είχε εξοικειωθεί με αυτήν την διαδικασία, ύστερα από όσα είχαν συμβεί.
Ο φόβος κατέτρωγε τα σωθικά του, αναλογιζόμενος τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί τις προηγούμενες ώρες. Επιδίωξε να επικεντρωθεί πλήρως σε αυτό που έκανε, όμως μια μικρή γωνία του μυαλού, όπως πάντα, ταξίδευε σε εκείνες τις άσχημες στιγμές, με αποτέλεσμα να τα δάκρυα να ξεφύγουν από τα μάτια του, όχι εξαιτίας του πόνου, αλλά λόγω της ψυχικής οδύνης... Έπρεπε να τις απωθήσει, προτού τραυματίσει τον εαυτό του ή η μικρή αδερφή του γίνει μάρτυρας αυτού του θεάματος. Η θλίψη, ο θυμός και η αδικία που τον βασάνιζαν, έπρεπε να μπουν σε δεύτερη μοίρα.
Αφού έπνιξε μερικά ουρλιαχτά στα πράσινα χνούδια της πετσέτας, τράβηξε το βελονάκι με δύναμη. Απελευθέρωσε μια ανάσα ανακούφισης που επιτέλους είχε τελειώσει και άρχιζε να καθαρίζει. Μόλις που είχε προλάβει να τελειώσει, όταν άκουσε τα κλειδιά στην είσοδο του σπιτιού και η φωνή της μητέρας του λίγα δευτερόλεπτα αργότερα αντήχησε σε όλο το σπίτι.
"Νικ, πού είσαι;" ρώτησε και ο Νικ, κατεβάζοντας το μανίκι του, επέστρεψε στο σαλόνι, το οποίο ήταν συνδεμένο με την κουζίνα.
"Εδώ είμαι, μαμά" της απάντησε, χαμογελώντας όσο πιο πλατιά γινόταν. Δεν ήθελε με τίποτα να καταλάβει ότι πάλι είχε δεχτεί μπούλιγκ από τους συμμαθητές του. Αρκετά προβλήματα αντιμετώπιζε... Πώς να την φόρτωνε ένα ακόμα βαρύ φορτίο στην πλάτη, όταν έκανε ήδη τόσα για αυτούς άλλωστε;
"Παιδί μου, γιατί γύρισες τόσο νωρίς; Σήμερα, εάν θυμάμαι καλά, έχετε εφτά διδακτικές ώρες" του είπε, σκύβοντας προς το μέρος του.
Πάλεψε να μην δείξει κανένα συναίσθημα και να διατηρήσει το ουδέτερο και χαλαρό ύφος, σαν να μην είχε συμβεί νωρίτερα... Εμπιστευόταν την μητέρα του και ήξερε ότι θα τον βοηθούσε ψυχολογικά, μα στην ουσία δεν θα άλλαζε κάτι. Και να σταματούσαν εκείνα τα παιδιά, θα βρίσκονταν κάποια άλλα παιδιά που θα το έκαναν την ζωή δύσκολη. Και την δική του, και της οικογένειας του.
"Είχαμε κενό την τελευταία ώρα, οπότε έφυγα" της απάντησε και πήρε την τσάντα στα χέρια του, για να την πάει στο δωμάτιο του.
Η μητέρα του, η Λίλι Άντερσον, τον παρατήρησε και μια βαθιά ρυτίδα σχηματίστηκε στο μέτωπο της. Σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος και μια αίσθηση καχυποψίας την διαπέρασε, αφότου διέκρινε την λύπη πίσω από το προσποιητό, χαρωπό ύφος του γιού της. Η καρδιά της ράγιζε κάθε φορά που τον έβλεπε ταλαιπωρημένο και με το σώμα του γεμάτο μελανιές και χτυπήματα. Η ψυχή της πονούσε, αφού ο γιός της, δεν μοιραζόταν το βάρος των δεινών που περνούσε. Η ανησυχία γέμιζε κάθε εκατοστό του κορμιού της και δεν την άφηνε να κοιμηθεί με ηρεμία τα βράδια. Φοβόταν τόσο πολύ για τα παιδιά της...
"Γιατί με κοιτάς έτσι;"
"Απλά σε καμαρώνω παιδί μου... Άντε, πήγαινε να διαβάσεις λίγο και θα έρθω και εγώ να σε βοηθήσω μόλις βάλω το φαΐ στλμ φούρνο" τον παρότρυνε, μιλώντας του τρυφερά και προτού τον αφήσει να πάει εκεί, του άφησε ένα φιλί στα μαλλιά.
"Σε αγαπώ Νικ"
"Μαμά... Και εσύ είσαι σημαντική για εμένα" αυτές είναι οι μόνες λέξεις που κατάφερε να την πεις και μέσα δευτερόλεπτα, εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο.
Η Λίλι ξεκίνησε να μαγειρεύει, σκεπτόμενη παράλληλα πόσο πολύ διέφεραν τα παιδιά της. Ο Νικ ήταν πιο κλειστός, εσωστρεφής, ο κοινωνικός του περίγυρος ήταν υπερβολικά μικρός και δεν εκφραζόταν εύκολα, αλλά έδειχνε έμπρακτα την αγάπη του προς την οικογένεια του, ιδιαιτέρως την αδερφή του. Την λάτρευε όσο τίποτα άλλο και ήταν το μοναδικό άτομο στο οποίο έλεγε 'σε αγαπώ'. Την προστάτευε και από τότε που γεννήθηκαν, δεν είχαν τσακωθεί ποτέ για κάποιον σοβαρό λόγο. Μετά τους περισσότερους, παιδικούς καυγάδες τους, τα έβρισκαν σχεδόν αμέσως. Έτσι ήταν πάντα.
Η εν λόγω δίδυμη αδερφή του, η λατρεμένη της κόρη Ιζαμπέλα, ήταν το ακριβώς αντίθετο. Εξωστρεφής, συμπονετική, εκδηλωτική και φιλική με όλους. Αν και είχε πολλούς φίλους, η καλύτερη παρέα για εκείνη ήταν ο Νικ. Παρά τις διαφορές του, αλληλοσυμπληρώνονταν και αγαπούσαν ο ένας τον άλλον... Εάν καμάρωνε για κάτι, αυτό ήταν οι σχέσεις αγάπης που είχε δημιουργήσει με τα παιδιά, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Και ήταν απολύτως σίγουρη πως αυτοί οι δεσμοί, θα κρατούσαν για πάντα.
[...]
"Νικ; Η Ιζαμπέλα δεν γύρισε από τα ψώνια;" ρώτησε τον γιό της, περίπου τρεις αργότερα, βγαίνοντας από το μπάνιο. Αφού φόρεσε καθαρά ρούχα, άπλωσε την πετσεατ της και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, όπου εκεί καθόταν και ο Νικ. Έμοιαζε αναστατωμένος και η Λίλι το πρόσεξε.
Η Ιζαμπέλα δεν είχε πάει σχολείο εκείνη την ημέρα, εξαιτίας της μίας μικρής αδιαθεσίας. Νωρίς το μεσημέρι, η Ιζαμπέλα τηλεφώνησε στο γραφείο που εργαζόταν η μητέρα της, ενημερώνοντας την πως θα έφερνε στο σπίτι ό,τι έλειπε, μιας και δεν ήταν τόσο μεγάλη η λίστα για το σούπερ μάρκετ. Ένιωθε καλύτερα και δεν ήθελε να πάνε χαμένες οι υπόλοιπες ώρες. Από τότε όμως, δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Αυτό είχε τρομάξει αρκετά τα άλλα δύο μέλη της οικογένειας Άντερσον.
"Όχι μαμά... Και έχω αρχίσει να φοβάμαι. Θες να βγω να την ψάξω; Ίσως να βρήκε κάποια φίλη και να ξεχάστηκε. Έχει ξαναγίνει αυτό να σου θυμίσω" απάντησε, ελπιζπνγας να την καθησυχάσει, αλλά ήδη η ανησυχία τον είχε καταβάλει και δεν μπορούσε να κρύψει το τρέμουλο από τα χέρια του.
"Όχι παιδί μου, δεν χρειάζεται. Θα πάω εγώ. Εσύ μείνε εδώ να τελειώσεις με τα μαθήματα και μετά να ξεκουραστείς λίγο" του είπε και κάθισε δίπλα του, κλείνοντας τον στην αγκαλιά της, προτού φύγει.
"Μαμά... Ο μπαμπάς μας αγαπάει ακόμα; Γιατί δεν είναι εδώ; Γιατί έφυγε και έκανε άλλη οικογένεια;"
Η Λίλι πάγωσε, ακούγοντας αυτήν την ερώτηση. Το αίμα που κυλούσε στις φλέβες, αντικαταστάθηκε από ρυάκια πανικού, τα μάγουλα της πήραν μια απαλή, κόκκινη απόχρωση και όλοι οι μυς της σφίχτηκαν. Οι αναμνήσεις κατέκλυσαν το μυαλό της και μια κορδέλα ανάμεικτων συναισθημάτων ξεδιπλώθηε στο στομάχι της και επιστράτευσε όλες της τις δυνάμεις, ώστε να μην χάσει τον έλεγχο των συναισθημάτων μπροστά στον γιό της. Για μια στιγμή μόνο, οι παλμοί της κάλυψαν κάθε άλλο που επικρατούσε στον χώρο και έκλεισε τα μάτια της, αποδιώχνοντας τα δάκρυα που απειλούσαν να ξεφύγουν.
"Μαμά; Μαμά, είσαι καλά;" χρειάστηκε να την ταρακουνήσει αρκετές φορές, ώστε να την επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Είχαν κάνει μερικές φορές αυτήν την συζήτηση στο παρελθόν και η ίδια του είχε ξεκαθαρίσει πως θα εξηγούσε τα πάντα σε εκείνον και την αδερφή όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Ο Νικ κατάλαβε πως πρόκειται για μια περίπλοκη ιστορία και αποφάσισε να της δώσει τον απαραίτητο χρόνο... Αλλά υπήρχαν φορές που η περιέργεια της παιδικότητας ξυπνούσε μέσα του και επισκίαζε την ωριμότητα που διέθετε. Είχε αναπάντητα ερωτήματα που επιθυμούσε να λύσει... Δεν άντεχε ωστόσο να φέρνει την μητέρα του σε δύσκολη θέση και οι τύψεις φώλιαζαν αμέσως μέσα του.
"Ναι παιδί μου, καλά είμαι... Απλώς αφαιρέθηκα για λίγο. Σου υπόσχομαι ότι θα σου πω τα πάντα, μόλις γυρίσει η αδερφή σου. Και οι δύο θα μάθετε όλη την αλήθεια. Είστε αρκετά μεγάλοι πλέον" του εξήγησε και εκείνος αισθάνθηκε μια ανακούφιση, χωρίς να το δείξει βέβαια... Επιτέλους θα μάθαινε.
2 μέρες μετά...
"Τι εννοείται ότι δεν μπορείτε να την βρείτε;;;!!! Έχουμε περάσει δύο μέρες και εσείς... Στην γειτονιά ήταν που να πάρει!!!" ούρλιαξε η Λίλι εξοργισμένη και το χέρι της ήρθε σε σύγκρουση με το μεγάλο, δρύινο γραφείο.
Ο Νικ αφουγκράστηκε τις φωνές της μητέρας του, οι οποίες προέρχονταν από το γραφείο του αρχηγού της αστυνομίας. Σπανίως ύψωνε τον τόνο της φωνής της. Ήθελε πάντα να υπερισχύει η λογική και επιδίωκε να παραμένει ψύχραιμη σε κάθε εμπόδιο. Λίγες ήταν οι φορές που επέτρεπε στον εαυτό της να αφεθεί στα αρνητικά συναισθήματα και να αντιδράσει τόσο έντονα. Δυστυχώς... Εκείνη ήταν μια από αυτές τις στιγμές. Ευχόταν να μπορούσε να καλύψει τα αυτιά του, αλλά η περιέργεια να μάθει περισσότερα, επισκίασε κάθε φόβο του.
"Λίλι, σε παρακαλώ ηρέμησε! Δεν γίνεται να μπαίνεις μέσα στο γραφείο μου με το έτσι θέλω να φωνάζεις!"
Ποτέ του δεν συμπάθησε τον αρχηγό. Ένας ευθυνόφοβος άντρας, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το ποιός ήταν ο σωστός τρόπος να διαχειριστεί τις υποθέσεις που προέκυπταν. Πολλές από αυτές, είχαν μείνει άλυτες και τις είχαν βάλει στο αρχείο. Στο αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες, οι περισσότεροι διαρκώς πέρνουσαν την ώρα τους χαλαρά και σπανίως εργάζονταν πραγματικά για το κοινό καλό. Είχε γνωρίσει ελάχιστους εκεί μέσα, οι οποίοι ενδιαφέρονταν στα αλήθεια ώστε να πράξουν ορθά στις δύσκολες στιγμές... Ήλπιζε πως αυτό θα άλλαζε με τα χρόνια.
"Να ηρεμήσω;! Η κόρη μου έχει εξαφανιστεί! Πώς είναι δυνατόν να μου ζητάς κάτι τέτοιο;! Αντί να είσαι έξω και να ψάχνεις;!"
"Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ! Όλο το τμήμα βρίσκεται υπ' ατμών!"
"Ισχύει πράγματι αυτό;! Γιατί εγώ σε βλέπω να κάθεσαι και να περιμένεις να συμβεί κάτι από μόνο του! Σίγουρα θα υπάρχουν στοιχεία, τα οποία εσύ επιλέγεις να αγνοήσεις, όπως πάντα!" οι λυγμοί ξέφευγαν μαζί με τα λόγια που τα στόμα της και οι μυς του πρόσωπο της, ήταν τόσο σφιχτοί, όσο και η ώμοι της, εξαιτίας της έντασης. Εντελώς ανεπαίσθητα, τα χέρια της έριξαν από το γράφειο όσα αντικείμενα βρίσκονταν μπροστά της.
Ο Νικ, θέλοντας να βρεθεί κοντά στην μητέρα του, παραμέρισε τους αστυνομικούς που τον πρόσεχαν και έτρεξε μέσα στο δωμάτιο, αποφεύγοντας με ευκολία να τον πιάσουν.
"Μαμά..." είπε θλιμμένα, ελπίζοντας να την ηρεμήσει... Και όντως, η προσοχή της Λίλι αποσπάστηκε και έστρεψε τα μάτια της στον γιό της. Τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν και ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Έσκυψε στο ύψος του και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σώμα του, φέρνοντας τον κοντά της.
"Η Ιζαμπέλα... Θα βρεθεί, έτσι δεν είναι;"
"Ναι αγάπη μου. Η αδερφή σου θα επιστρέψει κοντά μας" του υποσχέθηκε και κοίταξε ξανά τον μέσης ηλικίας άντρα με τέτοιον τρόπο, που εάν τα βλέμματα μπορούσαν να σκοτώσουν, τώρα εκείνος θα ήταν νεκρός.
"Σε ξέρω πολύ καλά, Φρεντ. Ευελπιστώ πως θα κάνεις όμως τα αδύνατα δυνατά, για χάρη της παλιάς μας φιλίας. Εάν μάθω ότι αυτή η υπόθεση βρέθηκε στο τέλος μια στοίβας από έγγραφα και σκονίζεται... Θα φροντίσω να καταστραφείς" γρύλισε μέσα από τα δόντια της, χωρίς να νιώθει καμία ντροπή που γιός της έβλεπε αυτήν την πλευρά του εαυτού της.
Ούτε τον Νικ τον ενοχλούσε. Κατανοούσε τους λόγους του εκνευρισμού της και γι' αυτό, δεν της κρατούσε κακία. Του άρεσε που η μητέρα ήταν προστατευτική. Του θύμιζε πως ακόμα υπήρχε κάποιος που τον νοιαζόταν και τον αγαπούσε. Η μητέρα του και η αδερφή του. Τα μοναδικά πρόσωπα που είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και γνώρισε ότι δεν θα τον προδώσουν ποτέ. Εξάλλου, είχε δει αυτές τις αντιδράσεις από άλλα άτομα, στην χειρότερη μορφή τους.
"Λίλι... Δεν θα έκανες ποτέ κάτι ανήθικο. Εκπροσωπείς τον νόμο και δεν θα πήγαινες εναντίον του. Άλλωστε, δεν σε συμφέρει, διότι ήδη δυσκολεύεσαι να βρεις καλή δουλειά" της είπε με ουδέτερο ύφος, αλλά ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να διακρίνει δηλητήριο που έσταζε, αναμειγμένο με μια δόση ειρωνείας.
"Αν νομίζεις πως οι απειλές σου με τρομάζουν, είσαι πιο ανόητος από όσο φαίνεσαι. Να είσαι βέβαιος πως για την οικογένεια μου, θα κάνω τα πάντα. Μην με δοκιμάζεις λοιπόν... Φρόντισε να βρεις το παιδί μου" τον απείλησε και δίχως να ξεστομίσει άλλη κουβέντα, άρπαξε τον Νικ από το χέρι και μαζί, άφησαν πίσω για δεύτερη φορά μέσα σε μια εβδομάδα το αστυνομικό τμήμα της πολιτείας.
Η μικρή Ιζαμπέλα... Δεν επέστρεψε ποτέ εκείνη την μέρα. Ούτε την επόμενη. Πανικόβλητη και φοβισμένη, η Λίλι απευθύνθηκε στις αρχές και δήλωσε την εξαφάνιση της ανήλικης κόρης της. Λίγες ώρες αργότερα, την ενημέρωσαν ότι βρέθηκαν στον δρόμο σακούλες με προϊόντα από το σούπερ μάρκετ γειτονιάς. Την άρπαξαν λοιπόν στη μέση του δρόμου, μέρα μεσημέρι. Πολλές ευκαιρίες για μάρτυρες... Κι όμως δεν βρέθηκε ούτε ένας να δώσει κατάθεση σχετικά με το περιστατικό. Σε μια περιοχή όπου τα παιδιά σύχναζαν στους δρόμους παίζοντας και οι άνθρωποι ξόδευαν τον χρόνο τους στα τοπικά καταστήματα της περιοχής καθημερινά, ούτε ένας για να δει τι συνέβη. Ή και να είδε κάτι, δεν είπε λέξη. Όλοι είχαν τα δικά τους προβλήματα, για να ασχοληθούν με αυτά που μάστιζαν την κοινωνία.
Ο δυνατός αέρας χτύπησε αλύπητα το πρόσωπο του Νικ μόλις βρέθηκε έξω. Έβηξε δυνατά και ύστερα, ακολούθησε την μητέρα του στο μικρό τους, μεταχειρισμένο αμάξι. Έκατσε στην πίσω θέση, μιας και η μητέρα του δεν του έπρεπε ακόμα να κάτσει μπροστά μαζί της, φόρεσε την ζώνη του και περίμενε υπομονετικά την μητέρα του να ξεκινήσει. Ωστόσο, εκείνη βολεύτηκε δίπλα του.
"Μαμά... Δεν θα πάμε σπίτι;" την ρώτησε παραξενεμένος.
"Αγαπούλα μου... Ξέρω ότι προσπαθείς να δείχνεις δυνατός για εμένα. Αλλά σε παρακαλώ, μην καταπιέζεις τον εαυτό σου. Μην φοβάσαι να εκφραστείς μπροστά μου"
Βλέποντας την αγάπη που ξεχείλιζε από τα μάτια της, ένιωσε το φούσκωμα που είχε καταπλακώσει την ψυχή του να σκάει, σαν ένα μπαλόνι που χρειαζόταν μόνο μια βελόνα για να παραμορφωθεί. Ξαφνικά, όλα τα συναισθήματα ξεχύθηκαν μέσα του σαν ένα μεγάλο, ζεστό κύμα. Μια γλυκιά αίσθηση, όπως το πηχτό μέλι, αντικατέστηκε το αίμα στις φλέβες του και τίποτα πλέον δεν μπορούσε να εμποδίσει τα δάκρυα του...
Κουρνιάστηκε στην αγκαλιά της μητέρας του και ξέσπασε. Η καρδιά του σφυροκοπούσε κάτω από το δέρμα τόσο πολύ, που δεν θα του έκανε εντύπωση εάν πεταγόταν έξω.
Για πρώτη φορά στην ζωή του, επέτρεπε στον εαυτό του να εκδηλώσει τα συναισθήματα του. Ακόμα και όταν ο πατέρας του τους εγκατέλειψε, η λύπη του δεν ήταν τόσο μεγάλη. Βαθιά μέσα του, ήξερε ότι δεν του έκανε τόσο μεγάλο κακό ή απουσία, ασχέτως που του έλειπε μερικές φορές. Δεν είχαν την κλασσική σχέση πατέρα και γιού. Αλλά αν έχανε την αδερφή του, θα έχανε και ένα κομμάτι του εαυτού του. Το άλλο του μισό. Ο μόνος άνθρωπος που τον αποδεχόταν για αυτό που είναι και ήξερε ότι μπορούσε να στηριχτεί πάνω του.
"Παιδί μου... Να 'ξερες πόσο υποφέρω όταν σε βλέπω σε αυτήν την κατάσταση. Θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να μην αισθανθείς ποτέ ξανά αυτόν τον πόνο"
"Μαμά μου..." ψέλλισε λυπημένος, ανασαίνοντας με δυσκολία.
"Είναι εντάξει. Δεν είναι ανάγκη να μιλήσεις, εάν δεν θες. Αλλά να θυμάσαι ένα πράγμα, γιέ μου. Δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψω ποτέ. Θα αντιμετωπίσουμε μαζί όλα τα προβλήματα. Αρκεί να έχεις πίστη" του είπε και έμειναν λίγο παραπάνω έτσι, προτού γυρίσουν στο σπίτι τους.
Ο Νικ δεν είχε χάσει την ελπίδα του. Η αδερφή του θα επέστρεφε σύντομα στο σπίτι και όλα θα γίνονταν όπως παλιά. Θα έπαιζαν, θα μάλωναν για τους πιο χαζούς λόγους, αλλά στο τέλος θα έβρισκαν την λύση, συζητώντας. Ο Νικ και η Ιζαμπέλα. Το δίδυμο της συμφοράς, που μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε.
Λίγα όμως μπορούσε να αντιληφθεί τότε ο Νικ... Καθώς η ζωή του, έμελε να αλλάξει ριζικά. Τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο, εφόσον θα έπρεπε να βιώσει πολλά εμπόδια, προκειμένου κάποτε να βρει τον δρόμο του.
Γειά σας δελφινάκια μου🐬🐬🐬🐬🐬
Πώς είστε;
Οι διακοπές φτάνουν στο τέλος τους σήμερα...
Αλλά αυτό σημαίνει πως μετράμε αντίστροφα για το καλοκαίρι😝😝😝
Απλά υπομονή😌
Τώρα...
Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο;
Είδαμε λοιπόν ένα περιστατικό, το οποίο σημάδεψε τον Νικ ως παιδί.
Άραγε πώς να έχουμε εξελιχτεί τα πράγματα στην εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία;
Ετοιμαστείτε για νέες αποκαλύψεις!
Μέχρι το επόμενο...
Peace❤️💛✌️
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro