Απελευθέρωση [2]
Ο Μάικλ Τζόζεφ παρατηρούσε μια ομάδα πέντε κυνηγών να κάθονται σε μια γωνιά του τοίχου ψιθυρίζοντας και γελώντας. Στην αρχή, το μοναδικό πράγμα στο οποίο έδινε σημασία ήταν το να παρατηρήσει για άλλη μια φορά το χώρο, προσπαθώντας να βρει κάποια διέξοδο. Τώρα, όμως, ένιωθε προσβεβλημένος. Ήταν λες κι όλοι αυτοί γελούσαν μαζί του, λες και τον κορόιδευαν. Τα αυτιά του βούιζαν κι οι παραισθήσεις που έβλεπε εξαιτίας του δηλητηρίου επιδεινώνονταν. Πριν μερικά λεπτά, για παράδειγμα, θα έπαιρνε όρκο πως ο νεκρός του γιος στεκόταν δίπλα του και του έλεγε να κλείσει τα μάτια για να μη νιώθει πια τίποτα.
Σε απόσταση ελάχιστων μέτρων από εκείνον, ο Κολ μοιραζόταν το ίδιο μαρτύριο. Ένα ζευγάρι ζεστά καστανά μάτια τον κοιτούσε με προσμονή, τον περίμενε να γυρίσει στην αγκαλιά του μοναδικού προσώπου με το οποίο είχε δεθεί συναισθηματικά στη ζωή του. Εκείνος έκανε να σκύψει μπροστά, μα οι αλυσίδες και τα σχοινιά προέβαλλαν αντίσταση στην κίνηση του και κάπως έτσι η γλυκιά οφθαλμαπάτη μπροστά του διαλύθηκε σαν σκόνη στον αέρα.
«Κοίταξε τους. Δεν είναι για λύπηση έτσι όπως τινάζονται και σπαράζουν σαν τα ψάρια;». Ο Κολ έψαξε με το βλέμμα του να βρει εκείνον που είχε μιλήσει κι όταν τελικά τον εντόπισε τον κοίταξε δαγκώνοντας τη γλώσσα του για να μην ξεστομίσει όσα σκεφτόταν. «Λοιπόν, εγώ λέω να βάλουμε ένα στοίχημα», πρότεινε ο πιο μυώδης της παρέας. «Όποιος κάνει τον Μάικλ Τζόζεφ να δακρύσει πρώτος θα κερδίσει αυτό», συνέχισε κραδαίνοντας ένα ολοκαίνουργιο όπλο στον αέρα. Οι υπόλοιποι το κοίταξαν με θαυμασμό κι αμέσως ένιωσαν να τους συνεπαίρνει η όλη ιδέα, όσο παράτολμη κι αν ήταν.
Οι πέντε κυνηγοί συγκεντρώθηκαν γύρω του, πιάνοντας ο καθένας από μια βελόνα γεμάτη με υγρό στο χέρι. «Ποιος θα αρχίσει πρώτος;». Εκείνος που έριξε την ιδέα γέλασε βροντερά έχοντας ήδη την απάντηση στην άκρη της γλώσσας του. «Θα ρίξουμε κέρμα. Αν έρθει κορόνα, θα αρχίσουμε με τη σειρά ξεκινώντας από εμένα. Αν έρθει γράμματα θα αρχίσουμε από τον Ρόμπερτ». Και με αυτά τα λόγια, πέταξε το κέρμα στον αέρα. «Κορόνα!», ανακοίνωσε περήφανα ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα. «Αρχίζω πρώτος».
Τα χοντρά του δάχτυλα άρπαξαν τα μαλλιά του Μάικλ Τζόζεφ και τα τράβηξαν βίαια προς τα πίσω. Εκείνος μόρφασε αλλά δεν μίλησε· δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί. Ο Κολ παρακολουθούσε ζαλισμένος ενώ τα βλέφαρα του χαμήλωναν από μόνα τους.
«Τώρα που διανύεις τις τελευταίες σου ώρες, πού πιστεύεις ότι θα καταλήξεις; Στον Παράδεισο ή στην Κόλαση; Στοιχηματίζω στο δεύτερο. Αυτό είναι που σου αξίζει, να υποφέρεις όσο υπέφεραν όλοι αυτοί που πέσανε θύματα σου». Ο Μάικλ Τζόζεφ χαμογέλασε αμυδρά. Και να' ξερες πόσες φορές έχω ακούσει αυτή τη φράση, σκέφτηκε. Ο κυνηγός του κάρφωσε τη βελόνα στο λαιμό, αφήνοντας το δηλητήριο να κυλήσει ελεύθερα στις φλέβες του, και μετά έδωσε την άδεια στον επόμενο να προσπαθήσει.
«Άραγε, έχεις ποτέ σου εφιάλτες με όλους αυτούς που σκότωσες; Θα πρέπει να τους βλέπεις μπροστά σου σαν ολόκληρο στρατό». Πού και πού όντως συμβαίνει, σκέφτηκε ο Μάικλ Τζόζεφ απαντώντας από μέσα του την ερώτηση. Μια δεύτερη βελόνα καρφώθηκε στο λαιμό του κι εκείνος άρχισε να νιώθει μια παράξενη ζεστασιά να εξαπλώνεται στο σώμα του.
«Έμαθες ποτέ ποιος σκότωσε το γιο σου και την οικογένεια του;», ρώτησε ο τρίτος στη σειρά. Ο Μάικλ Τζόζεφ κατάλαβε πως το παιχνίδι που έπαιζαν έμπαινε πια σε βαθιά νερά. Το σώμα του τραντάχτηκε με ένα δυνατό σπασμό και τα δόντια του σφίχτηκαν, αλλά τα μάτια του ούτε που βούρκωσαν. Μετά την τρίτη δόση δηλητηρίου, η ζεστασιά μετατράπηκε σε θαλπωρή, ρίχνοντας τον σε μια κατάσταση όμοια με νιρβάνα.
«Ένας από όσους βρίσκονται εδώ μέσα βοήθησε με στο να ανάψει η πυρκαγιά εκείνης της νύχτας». Ποιος απ' όλους είναι; Λέγε, σκέφτηκε ο Μάικλ Τζόζεφ άθελα του λίγο πριν τα τελευταία ψήγματα λογικής αρχίσουν να τον εγκαταλείπουν. Σε εκείνο το σημείο, ένα ζεστό δάκρυ κύλησε στο δεξί του μάγουλο και κατέληξε στο πάτωμα. Είχε δακρύσει προτού τελειώσει το παιχνίδι.
Οι κυνηγοί σηκώθηκαν όρθιοι. «Κύριοι, έχουμε νικητή». Ο εμπνευστής του παιχνιδιού έτεινε το όπλο προς το νικητή κι εκείνος το έσφιξε περίτρανα στην παλάμη του. Κανείς τους δεν φάνηκε να προσέχει το πρόβλημα που είχαν δημιουργήσει· τουλάχιστον, όχι πριν βγει εκτός ελέγχου.
«Παθαίνει κρίση!», φώναξε ένας έκτος κυνηγός που είχε μόλις μπει στο χώρο. Ευθύς τα μάτια όλων στράφηκαν προς τον Μάικλ Τζόζεφ που έμοιαζε σαν να πνιγόταν από το ίδιο του το σάλιο και να χτυπιέται ανεξέλεγκτα. Τα μάτια του ήταν ακόμα ανοιχτά, αλλά είχαν στραφεί κάπου προς τα πάνω. «Κάποιος να ειδοποιήσει τον Ντέρεκ». «Θα το κάνω εγώ», προσφέρθηκε ο νικητής και βάλθηκε να ανεβαίνει τα σκαλιά δυο – δυο...
Ο Ντέρεκ δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος με το θέαμα που έβλεπε. Ο Μάικλ Τζόζεφ ήταν εντελώς ακίνητος κι από μακριά ήταν αδύνατον να καταλάβει κανείς αν ανέπνεε ή όχι. «Αν τον σκοτώσατε, είστε χαμένοι», μούγκρισε καθώς λύγιζε τα γόνατα του για να γονατίσει δίπλα του. «Κάντε άκρη, εξαφανιστείτε!». Ο Ντέρεκ πλησίασε διστακτικά τα δάχτυλα του προς το λαιμό του κι έμεινε εκεί για ένα διάστημα δυο λεπτών. Οι κόρες των ματιών του μετατράπηκαν σε δυο μικρές σχισμές και το ελεύθερο χέρι του σφίχτηκε σε γροθιά. «Φέρτε το αντίδοτο. Τώρα!», διέταξε κι οι άλλοι πέντε σκορπίστηκαν σε όλο το χώρο για να το βρουν.
Ο Ντέρεκ πήρε το μικρό πράσινο φιαλίδιο στο χέρι του και γέμισε με λίγο από το περιεχόμενο του μια γυάλινη σύριγγα, η βελόνα της οποίας ήταν λίγο πιο μεγάλη από τις υπόλοιπες. Ύστερα, έβγαλε από τη ζώνη του έναν ασημένιο σουγιά και τράβηξε μια μεγάλη χαρακιά στον καρπό του Μάικλ Τζόζεφ για να επιτρέψει στο μολυσμένο αίμα να βγει από τον οργανισμό του. «Χρειάζομαι ένα πανί», αναφώνησε. Βλέποντας τον να χειρίζεται την κατάσταση με τέτοια μαεστρία, οι υπόλοιποι είχαν κοκαλώσει. Μόνο ένας κατάφερε, τελικά, να αρπάξει μια μικρή πετσέτα και να την αφήσει στην ανοιχτή παλάμη του Ντέρεκ.
Όταν κάμποσο αίμα είχε τρέξει από την πληγή, ο Ντέρεκ τύλιξε σφιχτά την πετσέτα γύρω της για να σταματήσει την αιμορραγία κι αργότερα κάρφωσε τη σύριγγα που κρατούσε κατευθείαν στην καρδιά του Μάικλ Τζόζεφ.
Παρά το αυστηρό του ύφος, μέσα του ο Ντέρεκ έβραζε. Κόλλησε και πάλι τα δάχτυλα του στο λαιμό του κι έμεινε να περιμένει. Καμία αλλαγή. Τον σκότωσαν, επαναλάμβανε από μέσα του με τον πανικό να γεμίζει κάθε κύτταρο του σώματος του. Ο φόβος ότι είχε αποτύχει τον έλουζε με παγωμένο ιδρώτα κι έκανε τα πόδια του να μουδιάζουν. Σε εκείνο το σημείο, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να καταφέρει να διορθώσει την κατάσταση με όποιο τρόπο μπορούσε.
«Δώστε λίγο από το αντίδοτο και στον άλλο βρικόλακα», φώναξε δίνοντας στα τυφλά σε κάποιον το μπουκαλάκι. Τα μάτια του δεν απομακρύνονταν από τον Μάικλ Τζόζεφ. Η χλομάδα που είχε απλωθεί πάνω του ήταν τρομακτική και τα μελανιασμένα χείλη του προσέθεταν στην όλη εικόνα την αίσθηση του μακάβριου. Ο Ντέρεκ προσπαθούσε να υπερβεί τα όρια που είχε θέσει ο ίδιος για τον εαυτό του ώστε να αποφύγει μια ενδεχόμενη κρίση πανικού. Η αυτοσυγκράτηση που διδάσκονταν οι κυνηγοί κατά την εκπαίδευση τους είχε πάει στο βρόντο. Η κατάσταση είχε – όχι απλώς – ξεφύγει από τα χέρια του. Δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη από αυτό. Μέτρησε για μια τελευταία φορά ως το δέκα γνωρίζοντας πως ήταν μάταιο. Και τότε, ο Μάικλ Τζόζεφ άνοιξε τα μάτια του...
Η σελήνη ανέβαινε σιγά σιγά στον ουρανό με το λευκό της χρώμα να πέφτει στα καστανά μαλλιά του Τζωρτζ, κάνοντας κάποιες τούφες τους να μοιάζουν ασημένιες. Ήταν έτοιμος να μεταμορφωθεί κι εμείς είχαμε μαζευτεί γύρω του περιμένοντας ανυπόμονα να γίνουμε μάρτυρες της αλλαγής του. Τα καστανά μάτια του πήραν ένα σκούρο χρυσό και πορτοκαλί χρώμα κι οι φλέβες στο μέτωπο του άρχισαν να διαγράφονται εντονότερα. «Απομακρυνθείτε», είπε κι αμέσως, με ένα γδούπο, τα ρούχα του έγιναν κομμάτια κι ο ίδιος μετατράπηκε σε ένα γκρίζο θηρίο. «Ωραία γούνα», τον πείραξε ο Μάικλ κι εκείνος έβγαλε ένα σφυριχτό ήχο σαν να γελούσε. «Πήγαινε μαζί του κι εμείς θα ακολουθήσουμε πιο πίσω», είπε ο Κασπάρο κι εγώ τον λοξοκοίταξα. Το έκανε πάλι, έπαιρνε πρωτοβουλίες χωρίς να ρωτήσει τη γνώμη κάποιου από εμάς.
Ο Μάικλ ξεκίνησε να ακολουθεί τον Τζωρτζ σχεδόν αμέσως αφότου τα πόδια του τελευταίου ξεκόλλησαν από το έδαφος. Έτρεχαν κι οι δυο σαν λυσσασμένοι. Τα μάτια τους κοιτούσαν πότε δεξιά και πότε αριστερά με απίστευτη ταχύτητα. Ακόμα και μια τσάκιση στα φύλλα ενός δέντρου θα μπορούσε να είναι σημαντική λεπτομέρεια. Δεν άφηναν τίποτα στην τύχη. Αντίθετα, έδιναν προσοχή και στο πιο ασήμαντο πράγμα. Ο Τζωρτζ προσπαθούσε να βρει κάποια μυρωδιά που να παρέπεμπε σε βρικόλακα καθώς το είδος μας είχε μια χαρακτηριστική μυρωδιά, όπως έλεγαν οι λυκάνθρωποι.
Αίφνης, ο Μάικλ του φώναξε να σταματήσει. Ο Τζωρτζ έστρεψε το τεράστιο κεφάλι του προς εκείνον και τον κοίταξε απορημένα. «Ένα αυτοκίνητο πέρασε από εδώ. Τα ίχνη έχουν αλλοιωθεί αρκετά, αλλά αν κοιτάξεις τις μικρές ευθείες που σχηματίζονται είναι ξεκάθαρο ότι επρόκειτο για ρόδες τετρακίνητου αυτοκινήτου», είπε σκεφτικός. Ο Τζωρτζ πλησίασε κοντά στο σημείο που στεκόταν ο φίλος του κι έφερε τη μουσούδα του κοντά στα ίχνη. Υπάρχει ακόμη μια μυρωδιά από λάστιχο, τον άκουσε ο Μάικλ να σκέφτεται. «Άρα πάμε ευθεία».
Ο Κασπάρο με κοίταζε σαν να είχα μετατραπεί ξαφνικά σε εξωγήινο.
«Τι κοιτάς;», τον ρώτησα εμφανώς αγριεμένος.
«Κάτι δεν μου αρέσει στο ύφος σου. Είναι λες κι επρόκειτο να πλακώσεις κάποιον στο ξύλο», είπε ατάραχος.
«Ίσως, όταν βρούμε τους κυνηγούς, να έχω κι εγώ την ευκαιρία να εκτονώσω λίγο τα νεύρα μου»
Ο Κασπάρο δάγκωσε το εσωτερικό των χειλιών του. Ήμουν σίγουρος πως προσπαθούσε να κρύψει κάποια σκέψη αλλά δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά. Ωστόσο, δεν έκανα κάποια προσπάθεια να τον ρωτήσω. Είχα άλλα θέματα να ασχοληθώ για την ώρα. Η ανάσα μου έβγαινε κοφτή για αρκετή ώρα. Χρειάστηκε να πιέσω τον εαυτό μου αρκετά ώστε να αναπνεύσω και πάλι κανονικά. Κι όμως, ο αέρας εγκλωβιζόταν στο στέρνο μου και δεν έλεγε να κατέβει προς τους πνεύμονες.
Εκεί που περπατούσα αντικρίζοντας την πλάτη του Ιβάν, ο οποίος περπατούσε μπροστά μου, το σκηνικό άλλαξε. Έμοιαζε σαν το μυαλό μου να με είχε μεταφέρει κάπου αλλού. Ο χώρος ήταν ίδιος με υπόγειο. Η μυρωδιά της υγρασίας έφτανε στα ρουθούνια μου μαζί με κάτι άλλο. Δυο φιγούρες βρίσκονταν στα αριστερά μου κι άλλες έξι στα δεξιά μου. Η καρδιά μου παρέλειψε μερικούς χτύπους όταν, επιτέλους, συνειδητοποίησα πού βρισκόμουν. Ο πατέρας μου κι ο Κολ ήταν σε άθλια κατάσταση. Τουλάχιστον είναι ζωντανοί, σκέφτηκα.
«Στίβεν, μην έρθετε εδώ», έλεγε ο πρώτος ψίθυρος που έφτασε στ' αυτιά μου. Κοίταξα προς τη μεριά του πατέρα μου και παρατήρησα πως τα χείλη του κινούνταν. «Είναι πολλοί», συνέχισε. «Μην το διακινδυνεύσετε. Τα όπλα τους είναι διαφορετικά από των υπολοίπων. To δηλητήριο που χρησιμοποίησαν πάνω μας περιέχει, μεταξύ άλλων, και ακόνιτο* κι είναι πολύ ισχυρό». Έκανα ένα βήμα μπροστά. Τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του για μισό δευτερόλεπτο κι ύστερα το βλέμμα του απομακρύνθηκε. «Τι ψιθυρίζεις εκεί πέρα;», ρώτησε ένας από τους κυνηγούς κι η εικόνα διαλύθηκε.
Τα χέρια του Ιβάν με ταρακουνούσαν από τους ώμους. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου δυο – τρεις φορές κι έγνεψα καταφατικά. Δεν με πίστεψε. «Τι ήταν όλο αυτό; Είχες κοκαλώσει εντελώς», είπε. «Νομίζω ότι ξέρω πού τους έχουν», μουρμούρισα. «'Τους';», ρώτησε ο Κασπάρο. «Έχουν και τον Κολ». Ο Κασπάρο έριξε μια γροθιά στον αέρα προτού γυρίσει ξανά προς τα εμένα. «Λοιπόν;», ρώτησε με τα χείλη του να μετατρέπονται σε μια λεπτή, ξεθωριασμένη γραμμή. «Ακολουθήστε με», είπα προχωρώντας μπροστά του. Επιτέλους, ήξερα κάτι που εκείνοι δεν ήξεραν...
Ο Μάικλ Τζόζεφ είδε τον Ντέρεκ να τον πλησιάζει με νωχελικά βήματα και ξεφύσησε δυνατά. «Χαίρομαι που βλέπω ότι ακόμα σε ενοχλεί η παρουσία μου», ειρωνεύτηκε εκείνος. «Δεν θέλεις πραγματικά να πεθάνω». Ο Ντέρεκ στράβωσε τα χείλη του. «Τι εννοείς;».
«Δεν θέλεις να με σκοτώσουν. Παρά τους βρικόλακες που έχεις σκοτώσει στο παρελθόν, εμένα με λυπάσαι»
«Κάνεις λάθος», ξέσπασε ο Ντέρεκ που εκείνη τη στιγμή είχε γίνει κατακόκκινος.
«Δεν χρειάστηκε καν να διαβάσω τις σκέψεις σου για να το καταλάβω», συνέχισε ο Μάικλ Τζόζεφ. «Το βλέπω κάθε φορά που με κοιτάζεις. Στα μάτια σου καθρεφτίζεται ένας ίχνος οίκτου προς το πρόσωπο μου. Αλλιώς, δεν θα έμπαινες στον κόπο να μου δώσεις το αντίδοτο». Που για να είμαι σίγουρος ότι υπάρχει έπρεπε να προκαλέσω ανακοπή στον εαυτό μου, συμπλήρωσε από μέσα του.
Ο Ντέρεκ έσκυψε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο του και τον άρπαξε από το λαιμό. Ο Μάικλ Τζόζεφ δεν αντέδρασε και λίγο αργότερα ένιωσε τη λαβή του να χαλαρώνει.
«Πόσων χρονών ήταν ο αδερφός σου όταν πέθανε;», ρώτησε ο Ντέρεκ. Ο Μάικλ Τζόζεφ αντάλλαξε μια βιαστική ματιά με τον Κολ, ο οποίος αναρωτιόταν γιατί δεν είχε ρωτήσει τον ίδιο. «Τριάντα παρά κάτι». Ο Ντέρεκ έκλεισε τα μάτια και ξεροκατάπιε. Δεν ήθελε να κάνει την επόμενη ερώτηση, αλλά κάτι στο βάθος του μυαλού του τον πίεζε. «Κι εσύ; Πόσων χρονών ήσουν;». Ο Μάικλ Τζόζεφ τίναξε το κεφάλι του διώχνοντας μια κακή ανάμνηση που είχε ξεπηδήσει απροειδοποίητα στο κεφάλι του και στη συνέχεια ψιθύρισε: «Είκοσι ενός».
Ο Ντέρεκ σηκώθηκε βιαστικά για να αποφύγει να δείξει πόσο τον είχε ενοχλήσει εκείνη η απάντηση. Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ όταν άκουσε τον Μάικλ Τζόζεφ να του φωνάζει: «Μην με λυπάσαι. Ανεξάρτητα από το πόσων χρονών μοιάζω να είμαι, δεν είμαι πια παιδί. Είμαι πολύ μεγαλύτερος απ' όσο φαντάζεσαι και στην ηλικία σου είχα κάνει πράξεις που κανείς δεν θα μου αναγνώριζε αν απλώς κοιτούσε το πρόσωπο μου». Ο Ντέρεκ ρουθούνισε αποδοκιμαστικά κι ανέβηκε αργά τα σκαλιά έως ότου βρέθηκε να κοιτάζει το φεγγάρι...
*Ακόνιτο: βότανο που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν κι ως δηλητήριο
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro