Χρειάζομαι έναν ήρωα ...
~ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΩΡΑ ~ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΧΙΛΤΟΝ ~ EXECUTIVE KING ΣΟΥΙΤΑ ~
Η Θαλασσινή Φραγκοπούλου ελέγχει το ντύσιμό της μπροστά στον καθρέφτη. Αυτή φοράει ένα απλό γκρι φούτερ και ένα μαύρο τζιν παντελόνι. Εκείνη τη στιγμή, ο θετός αδερφός της, ο Τζάκος Ηλιόπουλος, μπαίνει στο δωμάτιο και κάθεται στο κρεβάτι. Αυτός τρώει ένα μπέργκερ και πίνει μία Κόκα Κόλα, αφήνοντας ένα χάος στο πέρασμα του.
«Γιατί είσαι ντυμένη τέτοια ώρα, Ομορφιά μου; Θα βγεις;»
Αυτή γυρίζει και τον κοιτάζει, μορφάζοντας με αηδία.
«Για όνομα του Θεού, ρε Τζάκο!»
«Τι;»
«Γίνεσαι τόσο γουρούνι όταν τρως. Κοίτα αυτό το χάος!»
«Μην προσπαθείς ν' αλλάξεις θέμα. Σου έκανα μία ερώτηση! Θα βγεις;»
«Ναι»
«Και που θα πας για να έχουμε καλό ρώτημα;»
«Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά»
«Είμαι ο μεγάλος σου αδερφός, Θαλασσινή. Φυσικά, είναι δική μου δουλειά»
«Εγώ σε ρωτάω πού πας και τι κάνεις;»
«Συνέχεια»
«Από καθαρή περιέργεια. Όχι για να σε ελέγξω»
Ο Τζάκος σηκώνεται από το κρεβάτι και πηγαίνει προς την αδερφή του. Στέκεται πίσω της και ακουμπά το πιγούνι του στον ώμο της.
«Και εγώ σε ρωτάω γιατί σ' αγαπάω και δεν θέλω να σου συμβεί τίποτα κακό»
Η Θαλασσινή χαμογελάει και περνάει το χέρι της μέσα από τα μαλλιά του.
«Το ξέρω, αδερφούλη μου, και το εκτιμώ πολύ, αλλά μην χρησιμοποιείς τη γοητεία σου σε μένα. Δεν θα πιάσει!»
Όμως, ο Τζάκος ξέρει πώς να παίρνει αυτό που θέλει, και έτσι την κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη με τα θλιμμένα κουταβίσια χρυσοκάστανα μάτια του.
«Θέλεις πραγματικά να μ' αφήσεις εδώ να ανησυχώ για σένα;»
«Όχι»
«Τότε πες μου πού θα πας. Σε παρακαλώ!»
Ο Τζάκος βλεφαρίζει χαμογελώντας γλυκά και όπως ήταν αναμενόμενο, η Θαλασσινή αδυνατεί να αντισταθεί σ' αυτά τα μάτια και του δίνει αυτό που θέλει.
«Εκεί που πηγαίνω κάθε βράδυ. Στο πάρκο για να ταΐσω τα αδέσποτα»
Ο Τζάκος της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.
«Ευχαριστώ, Ομορφιά μου!»
Η Θαλασσινή κουνάει το κεφάλι της για να βγει απ' την επιρροή του και του γρυλίζει απειλητικά.
«Με μάγεψες, ηλίθιε!»
«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αδερφούλα»
Η Θαλασσινή γυρίζει τα μάτια της.
«Τελικά έχει απόλυτο δίκιο ο Οδυσσέας. Είσαι επικίνδυνος και πρέπει να σε κλειδώσουμε στο υπόγειο»
«Τώρα που ανέφερες τον Αγαπούλη μου. Πού είναι αυτοί οι δύο; Έχω μέρες να τους δω»
«Ο Οδυσσέας έχει μια φωτογράφιση και ο Αλέκος πήγε μαζί του. Ξέρεις πόσο του αρέσει να τον βλέπει να δουλεύει»
«Ναι, σωστά!»
«Εσύ τι θα κάνεις;»
«Δεν ξέρω ακόμα. Ίσως βγω για ένα ποτάκι. Θες να σε περιμένω να βγούμε μαζί;»
«Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω!»
«Γιατί;»
«Γιατί εσύ θα καταλήξεις με μια τυχαία γκόμενα και εγώ θα πρέπει να σε περιμένω στο αυτοκίνητο»
«Πόσο παρεξηγημένος είμαι πια;»
«Ναι, σίγουρα. Ο, τι πεις!»
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΠΙΣΩ ΑΠ' ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ~
Ο Βίκος και το Φίδι είναι κρυμμένοι πίσω από ένα δέντρο και περιμένουν. Για καλή τους τύχη, το πάρκο είναι άδειο. Δεν υπάρχει ούτε καν φύλακας. Κάποια στιγμή, το Φίδι γυρίζει προς το αφεντικό του.
«Εεεε ... Δράκε ...;»
«Τι;»
«Είσαι σίγουρος ότι είμαστε στο σωστό μέρος;»
«Ναι. Κοίτα γύρω σου. Τι βλέπεις;»
Το Φίδι κοιτάζει τριγύρω.
«Εεεε ... Το πάρκο ...;»
Ο Βίκος γυρίζει τα μάτια του.
«Δεν βλέπεις όλα αυτά τα σκυλιά που αρχίζουν να μαζεύονται;»
Το Φίδι κοιτάζει καλύτερα και βλέπει όντως μια πολυάριθμη αγέλη σκύλων, πολλοί απ' αυτούς αρκετά μεγαλόσωμοι, να μαζεύονται στο γρασίδι δίπλα στην βρύση με σχήμα κεφάλι λιονταριού, μερικά μέτρα από το δέντρο που κρύβονται αυτός και ο Βίκος.
«Καθίκι του κερατά! Είναι πάρα πολλά!»
«Ναι, το βλέπω»
«Εξακολουθείς να επιμένεις στο σχέδιο;»
«Εννοείται. Γιατί ρωτάς;»
«Όχι ότι φοβάμαι, αλλά αν επιτεθώ στη γυναίκα που τα ταΐζει, αυτά θα με φάνε ζωντανό»
«Αυτό δεν το είχα σκεφτεί»
«Κοίτα, Δράκε, αν θέλεις, θα το κάνω. Θα έπεφτα και στη φωτιά για σένα»
«Σώπα και άσε με να σκεφτώ»
«Σκέψου γρήγορα, Δράκε, γιατί αυτή έρχεται!»
«Λοιπόν, θα περιμένουμε μέχρι να φύγουν τα σκυλιά και μετά ξεκινάμε»
Αυτοί κρύβονται καλύτερα και κοιτάζουν την Θαλασσινή να πλησιάζει μαζί με τον Φορκ, ο οποίος κρατάει δύο τεράστιες πλαστικές σακούλες γεμάτες με αποφάγια. Τα σκυλιά μαζεύονται γύρω της, κουνώντας σαν τρελά τις ουρές τους και γαβγίζοντας παιχνιδιάρικα, και αυτή αρχίζει να τα χαϊδεύει.
«Γεια σας, σκυλάκια! Συγγνώμη που άργησα, αλλά με καθυστέρησε ο ηλίθιος ο αδερφός μου. Δεν μου λέτε, πεινάτε; Να δείτε τι λιχουδιές σας έφερα!»
Τα σκυλιά κουνάνε ακόμα περισσότερο τις ουρές τους και γαβγίζουν σαν τρελά. Αυτή γυρίζει στον Φορκ.
«Δώσε μου τις σακούλες, σε παρακαλώ»
«Δεσποινίς Φραγκοπούλου, επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω. Είναι αρκετά βαριά»
«Σ' ευχαριστώ»
Ο Φορκ αναποδογυρίζει τις σακούλες και αδειάζει το περιεχόμενο τους στο γρασίδι. Τα σκυλιά μυρίζουν στην αρχή και αμέσως πέφτουν με τα μούτρα στα κρέατα, τα κοτόπουλα και τα ζυμαρικά. Η Θαλασσινή απευθύνεται ξανά στον Φορκ.
«Έφερες τα ψάρια για τις γάτες;»
«Ναι. Εδώ τα έχω, αλλά δεν βλέπω πουθενά γάτες»
«Θα τις δεις»
Ο Φορκ της δίνει μια μικρή σακούλα που είχε στην ποδιά του και αυτή κάνει μερικά βήματα πιο πέρα.
«Έλα, ψιτ, ψιτ, ψιτ! Ελάτε, γατούλες!»
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, καμιά δεκαριά γάτες, πολύχρωμες, μαύρες και άσπρες, εμφανίζονται από το πουθενά.
«Γεια σας, κυρίες μου. Είστε έτοιμες για ένα νόστιμο γεύμα;»
Οι γάτες αρχίζουν να νιαουρίζουν και να γουργουρίζουν καθώς τρίβονται στα πόδια της και εκείνη γονατίζει δίπλα τους.
«Είστε τυχερές, γιατί οι πλούσιοι δεν ξέρουν πώς να τρώνε σωστά ένα ψάρι. Αυτοί πάντα αφήνουν το καλύτερο κομμάτι»
Αδειάζει τα κεφάλια των ψαριών στο γρασίδι και κάθε γάτα αρπάζει από ένα και εξαφανίζεται. Η Θαλασσινή γελάει.
«Παρακαλώ πολύ, κυρίες μου!»
Τότε, αυτή γυρίζει πίσω στον Φορκ.
«Και τώρα κάτι τελευταίο. Έλα, δώσε μου ένα χεράκι!»
Ο Φορκ πλησιάζει και ενώνει τα χέρια του. Η Θαλασσινή βγάζει από την τσάντα της μια χάρτινη σακούλα με ξηρούς καρπούς, κρατιέται από τον ώμο του Φορκ, πατάει στα χέρια του και εκείνος τη σηκώνει για να αδειάσει την τσάντα στην ειδική ταΐστρα που κρέμεται από ένα κλαδί.
«Και τώρα τι;»
«Κάνε ησυχία και κοίτα»
Η Θαλασσινή δείχνει το κλαδί, όπου ο ήχος από τα καρύδια που έβαλε στην ταΐστρα, κάνει ένα ζευγάρι σκίουρων να εμφανιστεί και κυριολεκτικά να επιτεθεί στο φαγητό. Ο Φορκ γελάει.
«Ο Τσιπ και ο Ντέιλ. Είναι τόσο χαριτωμένα!»
«Ναι, είναι»
«Δεσποινίς Φραγκοπούλου, μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση;»
«Φυσικά»
«Γιατί το κάνετε αυτό; Εννοώ, είστε μια πλούσια, όμορφη γυναίκα που μπορεί να έχει ό,τι θέλει. Συγγνώμη αν γίνομαι αδιάκριτος, αλλά θα ήθελα πολύ να μάθω»
«Είναι πολύ απλό, φίλε μου. Μπορεί να τα έχω όλα, ομορφιά, νιάτα, χρήματα, αλλά δεν έχω αυτό που πραγματικά θέλω γιατί ακόμα και όλα τα λεφτά του κόσμου δεν μπορούν να το αγοράσουν»
«Τι είναι αυτό που δεν μπορούν να αγοράσουν τα λεφτά;»
«Η αγάπη, φίλε μου. Η πραγματική αγάπη»
«Ναι, συμφωνώ, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως κάπου να σας περιμένει ο άντρας της ζωής σας»
Η Θαλασσινή κοιτάζει δεξιά και αριστερά.
«Μακάρι, φίλε μου. Μακάρι!»
Λίγο αργότερα, ένα τέταρτο περίπου μετά τα μεσάνυχτα, τα σκυλιά έφυγαν αφού τελείωσαν το φαγητό τους και έπαιξαν λίγο με την Θαλασσινή και τον Φορκ. Αυτοί οι δύο, αφού πρώτα καθάρισαν το χώρο, είναι έτοιμοι να φύγουν.
«Ωραία! Τελειώσαμε για απόψε. Πάμε πίσω στο ξενοδοχείο»
«Μάλιστα, δεσποινίς»
Ξαφνικά, ένας άγνωστος άντρας βγαίνει πίσω από ένα δέντρο.
«Όχι τόσο γρήγορα, γλυκιά μου!»
Η άγνωστη ανδρική φωνή κάνει την Θαλασσινή και τον Φορκ να γυρίσουν τα κεφάλια τους. Ο άντρας φοράει μαύρη μάσκα του σκι και, μέσα από το σαδιστικό του χαμόγελο, δείχνει τα λευκά του δόντια και τις όχι και τόσο καλές του προθέσεις. Αυτός αρχίζει να τους πλησιάζει και ο Φορκ βγαίνει μπροστά.
«Ποιος είσαι; Τι θέλεις από εμάς;»
Ο άγνωστος βγάζει ένα πτυσσόμενο μαχαίρι από την πίσω τσέπη του και αρχίζει να παίζει με αυτό.
«Το ποιος είμαι δεν έχει σημασία. Όσο για το τι θέλω είναι προφανές. Θέλω να κάνω μια συζήτηση με την όμορφη κυρία από δω»
Ο Φορκ σπρώχνει την Θαλασσινή πίσω του.
«Τρέξτε, δεσποινίς!»
«Όχι! Δεν σ' αφήνω!»
Ο άγνωστος γελάει.
«Είσαι γενναίος. Μ' αρέσει αυτό γιατί τουλάχιστον θα έχει ενδιαφέρον»
Η Θαλασσινή πετάει την τσάντα της στα πόδια του άντρα.
«Ορίστε, πάρε την τσάντα μου. Υπάρχουν αρκετά χρήματα μέσα, αλλά σε παρακαλώ, μην μας κάνεις κακό!»
Ο άγνωστος γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και ρίχνει μια πιο προσεκτική ματιά στο σώμα της Θαλασσινής, κάτι το οποίο της προκαλεί ανατριχίλα.
«Θα το κάνω, αλλά αφού πρώτα πάρω αυτό που πραγματικά θέλω»
Το πεινασμένο βλέμμα του κάνει την Θαλασσινή να παγώσει, και τότε ο Φορκ πηδάει πάνω στον άγνωστο με μια κραυγή.
«Όχι! Άφησε την ήσυχη!»
Με μια πολύ πειστική κίνηση, ο άγνωστος αρπάζει τον Φορκ και τον πετάει βίαια στο έδαφος. Αυτός πέφτει κάτω, και μένει ακίνητος στο γρασίδι με κλειστά μάτια. Η Θαλασσινή κάνει να τρέξει προς το μέρος του ουρλιάζοντας, αλλά ο άγνωστος την αρπάζει από το μπράτσο.
«Έλα τώρα, ομορφιά μου. Δώσε μου αυτό που θέλω και υπόσχομαι να μην σε πονέσω. Τουλάχιστον όχι πολύ!»
Η Θαλασσινή παλεύει με όλη της τη δύναμη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο άγνωστος είναι πιο δυνατός απ' αυτήν.
«Όχι! Μη μ' αγγίζεις! ΒΟΗΘΕΙΑ! ΚΑΠΟΙΟΣ! ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!»
«Μπορείς να ουρλιάζεις όσο δυνατά θέλεις. Κανείς δεν θα έρθει να σε σώσει, πριγκίπισσα!»
Μέσα στον πανικό της στιγμής, η Θαλασσινή δεν παρατηρεί ότι οι κινήσεις του είναι απαλές και προσέχει να μην την πληγώσει όταν αυτός την σπρώχνει και την πετάει στο γρασίδι. Αυτή συνεχίζει να παλεύει μέχρι που αυτός γονατίζει ανάμεσα στα πόδια της και είναι έτοιμος να ξαπλώσει πάνω της. Τότε αυτή παραιτείται και κλείνει τα μάτια της, παίρνοντας την απόφαση να κάτσει ήσυχα μέχρι να τελειώσει το μαρτύριο. Ίσως έτσι αυτός δεν της κάνει μεγαλύτερο κακό. Αλλά, ενώ αυτή περιμένει να νιώσει το βάρος του επάνω της, μια φωνή της αναπληρώνει τις ελπίδες για σωτηρία και την κάνει ν' ανοίξει αμέσως τα μάτια της.
«ΠΑΡΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΤΗΣ, ΡΕ ΑΛΗΤΗ!»
Το μόνο πράγμα που προλαβαίνει να δει η Θαλασσινή είναι δύο χέρια να αρπάζουν τον επίδοξο βιαστή της και να τον πετάνε μακριά, αλλά όχι για πολύ. Αυτή σηκώνει το κεφάλι της για να δει τον σωτήρα της, αλλά ο κακός επιστρέφει και οι δύο άντρες αρχίζουν να χτυπιούνται. Μια θεατρικά χορογραφημένη μάχη που μοιάζει πολύ αληθινή και βάρβαρη σε έναν ανυποψίαστο άνθρωπο όπως η Θαλασσινή, η οποία σηκώνεται όρθια και προσπαθεί να περπατήσει προς τους δύο άντρες, αλλά ο σωτήρας της έχει άλλη γνώμη.
«ΤΡΕΞΕ! ΤΩΡΑ!»
Σαν να χτυπήθηκε από κεραυνό, αυτή αρχίζει να τρέχει προς την έξοδο του πάρκου. Όταν αυτή έχει απομακρυνθεί αρκετά ώστε να μην μπορεί να τους δει, ο άγνωστος και ο σωτήρας, που δεν είναι άλλοι από το Φίδι και τον Βίκο, σταματούν να τσακώνονται.
«Γιατί της είπες να τρέξει;»
«Έπρεπε για να φανεί αληθινό, αλλά μην ανησυχείς. Αυτή θα επιστρέψει»
Ο Φορκ, που κείτεται στο έδαφος λίγο παραπέρα, σηκώνει το κεφάλι του.
«Πώς ήμουν; Ήμουνα καλός, ε;»
«Ναι, ήσουνα. Σκάσε τώρα!»
«Κι αν αυτή δεν γυρίσει, τι θα κάνουμε, Δράκε;»
«Αυτή θα γυρίσει, γι' αυτό ετοιμάσου»
«Να κάνω τι;»
«Να με χτυπήσεις δυνατά»
«Σκατά! Εντάξει»
Ο Φορκ σηκώνει το χέρι και δείχνει προς τα εκεί απ' όπου έφυγε πριν η Θαλασσινή.
«Γαμώτο! Αυτή έρχεται!»
Ο Φορκ πέφτει ξανά πίσω στο γρασίδι και μένει ακίνητος, ενώ ο Βίκος και το Φίδι αρχίζουν ξανά να παλεύουν. Πριν συνεχίσουμε όμως, εμείς θα ακολουθήσουμε την Θαλασσινή, λίγα λεπτά πριν, για να δούμε πώς είναι και τι σκέφτεται.
Μετά την εντολή και ταυτόχρονα παράκληση του σωτήρα της, αυτή τρέχει σαν τον άνεμο προς την έξοδο. Τα πνευμόνια της παίρνουν φωτιά και η καρδιά της χτυπάει δυνατά. Ποτέ στην ζωή της δεν φοβήθηκε τόσο πολύ. Αυτό το κάθαρμα ήταν έτοιμο να τη βιάσει! Και μόνο η σκέψη! Θεέ μου! Αλλά, ευτυχώς, εμφανίστηκε εκείνος. Εμφανίστηκε από το πουθενά και τη έσωσε. Ποιος είναι αυτός ο τύπος και από πού ήρθε; Ίσως άκουσε τις κραυγές της. Δόξα τω θεώ!
Η είσοδος του πάρκου εμφανίζεται μπροστά της και αυτή τρέχει πιο γρήγορα, αλλά πριν περάσει την πύλη σταματάει! Σκύβει μπροστά και ακουμπά τα χέρια της στα γόνατά της για να ξαναβρεί την ανάσα της.
«Τι να κάνω τώρα; Δεν μπορώ ν' αφήσω τον υπάλληλο εκεί. Και ο σωτήρας μου; Εγώ ... Πρέπει να καλέσω την αστυνομία!»
Η σκέψη να καλέσει την αστυνομία είναι καλή, αλλά αποφασίζει να μην το κάνει.
«Όχι! Όχι την αστυνομία. Αν ο Τζάκος και ο Αλέκος μάθουν γι' αυτό, θα με κλειδώσουν και δεν θα με αφήσουν ποτέ ξανά να βγω έξω μόνη μου!»
Αυτή γυρίζει το κεφάλι και κοιτάζει προς τα πίσω από εκεί που ήρθε.
«Πρέπει να πάω πίσω. Πρέπει να σιγουρευτώ αν είναι καλά ο υπάλληλος και ο σωτήρας μου. Αυτό το κάθαρμα είχε μαχαίρι! Γαμώτο!»
Αυτή αρχίζει να τρέχει ξανά μέχρι που ο ήχος της μάχης φτάνει στα αυτιά της πριν ακόμα φτάσει στη σκηνή. Αυτή κόβει ταχύτητα και κρύβεται πίσω από ένα μεγάλο δέντρο.
Ο υπάλληλος είναι ακόμα αναίσθητος και οι άλλοι δύο χτυπιούνται ακόμα. Ο σωτήρας της φαίνεται να έχει το πάνω χέρι, αλλά ξαφνικά μια λάθος κίνηση και η γροθιά του άλλου πέφτει στο πρόσωπό του. Αυτός πιάνει τη μύτη του και αίμα αρχίζει να τρέχει ανάμεσα απ' τα δάχτυλά του. Το κάθαρμα σηκώνεται και κοιτάζει τριγύρω. Η Θαλασσινή κρατάει την ανάσα της. Και τότε, ο κακός λέει μια χυδαία βρισιά και χάνεται στο σκοτάδι.
Η Θαλασσινή τρέχει αμέσως στον σωτήρα της. Αυτή γονατίζει δίπλα του και βάζει το χέρι της στον ώμο του. Αυτός σηκώνει το κεφάλι του και την κοιτάζει στα μάτια.
Ο Βίκος συνειδητοποιεί ότι αυτή είναι ακόμα πιο όμορφη από κοντά. Τα πράσινα μάτια της είναι σαν δύο σμαράγδια που λάμπουν κάτω από τα φώτα του πάρκου. Αυτός απορεί τι στο διάολο του συμβαίνει. Τι του κάνει αυτή η γυναίκα; Και πως; Ποια είναι αυτή; Ίσως μια μάγισσα. Όχι! Είναι η γυναίκα που αυτός έψαχνε σε όλη του την ζωή. Η μία και μοναδική. Το μόνο που μπορεί να σκεφτεί είναι ότι πρέπει να την κάνει δική του, και γι' αυτό διατάζει τον εαυτό του να συγκεντρωθεί για να μην τα κάνει θάλασσα.
Την ίδια στιγμή, η Θαλασσινή σκέφτεται πόσο όμορφος είναι ο σωτήρας της, ακόμα και σ' αυτή την κατάσταση. Η μυρωδιά του, η μυρωδιά του ξύλου που καίγεται στο τζάκι, εισβάλει στα ρουθούνια της και την αναστατώνει. Πόσο δυνατός είναι. Πόσο γενναίος. Αυτός δεν δίστασε να βάλει τον εαυτό του σε κίνδυνο για μια άγνωστη γυναίκα. Είναι ήρωας και αυτή θέλει να μάθει τα πάντα γι' αυτόν. Πρέπει να τον ευχαριστήσει γι' αυτό που έκανε. Μα, ποιον κοροϊδεύει; Τον θέλει. Αυτός είναι ο άντρας που περίμενε και γι' αυτό διατάζει τον εαυτό της να συγκεντρωθεί για να μην τα κάνει θάλασσα.
Αυτοί, χαμένοι στους δαιδαλώδης διαδρόμους του μυαλού τους, κοιτάζονται στα μάτια χωρίς να μιλάνε. Η ώρα περνάει και αυτοί συνεχίζουν να βυθίζονται στη σιωπή, μέχρι που ένα κοτσύφι προσγειώνεται δίπλα τους τιτιβίζοντας και αρχίζει να τσιμπάει τα ψίχουλα που είχαν μείνει στο γρασίδι. Το όμορφο τιτίβισμα του πουλιού τους βγάζει από την έκσταση. Ο πρώτος που μιλάει είναι ο Βίκος.
«Γιατί γύρισες;»
«Δεν μπορούσα να σ' αφήσω μόνο μαζί του και ...»
«Και τι άλλο;»
«Έπρεπε να σ' ευχαριστήσω. Με έσωσες. Αν δεν ήσουν εσύ, αυτό το κάθαρμα θα ...»
«Δεν χρειάζεται, δεσποινίς. Αυτό που έκανα εγώ θα το έκανε οποιοσδήποτε άλλος»
«Όχι! Δεν είναι έτσι και το ξέρεις, αλλά θα το συζητήσουμε αργότερα. Αυτή τη στιγμή, προέχει να φροντίσουμε την αιμορραγία σου»
Η Θαλασσινή πιάνει την τσάντα της από εκεί που την είχε πετάξει, βγάζει ένα μαντήλι και το βάζει στη μύτη του Βίκου πιέζοντάς το λίγο.
«Κράτα το εκεί»
Ο Βίκος κάνει αυτό που του λέει.
«Είμαι καλά. Καλύτερα να ρίξεις μια ματιά στο αγόρι»
«Ναι»
Η Θαλασσινή πηγαίνει και γονατίζει δίπλα στον Φορκ, ο οποίος ανοίγει σιγά-σιγά τα μάτια του.
«Δεσποινίς Φραγκοπούλου, είστε καλά; Σας πείραξε αυτός ο άντρας; Λυπάμαι πολύ που δεν μπόρεσα να σας προστατέψω»
«Ηρέμησε, φίλε μου. Είμαι καλά. Δεν με άγγιξε εκείνος ο αχρείος. Κάποιος με έσωσε την τελευταία στιγμή»
«Αλήθεια; Ποιος;»
Η Θαλασσινή δείχνει τον Βίκο.
«Αυτός»
Ο Φορκ σηκώνεται με προσποιητή, αλλά πολύ πειστική, δυσκολία και κοιτάζει τον Βίκο σαν να τον βλέπει για πρώτη φορά.
«Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε. Δόξα το Θεό που βρεθήκατε κι εσείς και κάνατε αυτό που δεν μπόρεσα εγώ»
Η Θαλασσινή βάζει το χέρι της στον ώμο του Φορκ.
«Άσε τις ευχαριστίες. Αυτό είναι δική μου υποχρέωση. Αυτό που πρέπει να κάνεις εσύ είναι να μου πεις αν πονάς πουθενά. Θέλεις να σε πάω στο νοσοκομείο;»
«Νοσοκομείο; Όχι! Όχι! Είμαι καλά»
«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι. Απλώς βοηθήστε με να επιστρέψω στο ξενοδοχείο»
«Θα πάμε όλοι μαζί εκεί»
Ο Βίκος, παρόλο που χοροπηδάει από μέσα του, το παίζει δύσκολος.
«Δεσποινίς, δεν χρειάζεται. Είμαι καλά»
«Όχι, δεν είσαι. Η μύτη σου αιμορραγεί ακόμα. Χρειάζεσαι πάγο. Θα έρθεις μαζί μου εκτός αν ...»
«Εκτός αν τι;»
«Εκτός αν σε περιμένει κάποιος»
«Όχι, δεσποινίς. Δεν με περιμένει κανείς»
«Ωραία! Φτου! Κρίμα, εννοώ. Εεεε ... Θέλω να πω, είναι κρίμα που δεν έχεις κανέναν να σε περιμένει και είναι ωραία που μπορείς να έρθεις μαζί μου. Λοιπόν ... Σκατά!»
Η Θαλασσινή κοιτάζει τα παπούτσια της, κοκκινίζοντας και δαγκώνοντας τα χείλη της και ένα χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του Βίκου. Οι τρεις τους βγαίνουν από το πάρκο. Ο Φορκ περπατάει μόνος του, ενώ ο Βίκος στηρίζεται, με το χέρι του πάνω στους ώμους της, στην Θαλασσινή, η οποία έχει περασμένο το δικό της χέρι γύρω από την μέση του. Αυτό συμβαίνει γιατί αυτός προσποιήθηκε ότι χτύπησε και το πόδι του και φυσικά αυτή δεν μπορούσε να τον αφήσει να περπατήσει κουτσαίνοντας.
Όταν φτάνουν στο ξενοδοχείο, ο Φορκ χαιρετάει και πηγαίνει στην κουζίνα ενώ ο Βίκος, στηριζόμενος πάντα επάνω της, ακολουθεί την Θαλασσινή στο ασανσέρ. Το πρώτο πράγμα που κάνει ο Φορκ είναι να καλέσει το Φίδι στο τηλέφωνο του αρχηγείου. Αυτός, έχοντας μόλις φτάσει, σηκώνει το τηλέφωνο.
«Πες μου ότι πέτυχε το σχέδιο»
«Θα σου πω μόνο αυτό. Αυτή ακριβώς τη στιγμή, ο Δράκος βρίσκεται στο ασανσέρ και πηγαίνει στην Executive King σουίτα της δεσποινίδας Φραγκοπούλου»
«Ναι, ρε φίλε! Μπράβο!»
«Τα καταφέραμε, Φίδι»
«Ναι, τα καταφέραμε»
«Ενημέρωσε τον καινούργιο μας αρχηγό»
«Όσο κι αν γουστάρω τον Νέγρο, αυτό είναι χάλια»
«Ναι ρε γαμώτο!»
«Τέλος πάντων! Είναι δική του απόφαση και πρέπει να την σεβαστούμε. Ας ελπίσουμε να είναι ευτυχισμένος»
«Θα είναι, φίλε. Πρέπει να είναι»
«Κλείνω»
«Τα λέμε»
Εντωμεταξύ, στον δέκατο τρίτο όροφο, ο Βίκος και η Θαλασσινή μπαίνουν στη σουίτα. Αυτός κοιτάζει τριγύρω καθώς αυτή τον βοηθάει να καθίσει σε μια πολυθρόνα πριν αρχίσει να καθαρίζει.
«Συγγνώμη για το χάος. Ο αδερφός μου είναι ένα βρωμερό γουρούνι»
«Πριν μου πεις γι' αυτόν ή για οτιδήποτε άλλο θέλεις, δεν νομίζεις ότι πρέπει να μάθω το όνομα της γυναίκας που έσωσα απόψε;»
«Ναι, έχεις δίκιο. Είμαι η Θαλασσινή Φραγκοπούλου»
Αυτή τον πλησιάζει και του δίνει το χέρι, το οποίο αυτός κλείνει μέσα στα δικά του.
«Συγγνώμη που δεν μπορώ να σηκωθώ, αλλά χάρηκα πολύ που σε γνώρισα, Θαλασσινή Φραγκοπούλου»
«Και 'γω χάρηκα, εεεε ... Πώς σε λένε;»
«Βικέντιο Δρακόπουλο, αλλά όλοι με φωνάζουν Βίκο»
Λίγο ώρα αργότερα, αφού η Θαλασσινή φρόντισε την αιμορραγία του Βίκου, παρήγγειλε φαγητό και κρασί και κάθισαν να φάνε. Ο Βίκος ανοίγει το κρασί και γεμίζει τα ποτήρια τους πριν σηκώνει το δικό του για μια πρόποση.
«Στην γνωριμία μας, Θαλασσινή»
Αυτή τσουγκρίζει το ποτήρι της με το δικό του.
«Στην γνωριμία μας, Βίκο»
Αυτοί πίνουν μια γουλιά και ξεκινούν την συζήτηση.
«Πες μου κάτι, Θαλασσινή»
«Ότι θες»
«Σου αρέσουν οι δράκοι;»
«Περίεργη ερώτηση»
«Το ξέρω, αλλά, σε παρακαλώ, απάντησε μου»
«Σε πειράζει να απαντήσω με μια μικρή ιστορία;»
«Όχι, καθόλου»
«Όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι, έβλεπα ένα όνειρο σχεδόν κάθε βράδυ»
«Εφιάλτη;»
«Όχι. Το αντίθετο. Ήταν ένα όμορφο όνειρο. Ήμουν λέει η βασίλισσα ενός υπέροχου βασιλείου, με πελώρια καταπράσινα δέντρα και πεντακάθαρα ποτάμια, αλλά κάποιοι κακοί ήθελαν να μου πάρουν τον θρόνο επειδή ήμουν μόνη χωρίς βασιλιά. Έτσι λοιπόν, άρχισα να ψάχνω παντού, να διοργανώνω αγώνες, να δίνω χορούς στο παλάτι, αλλά δυστυχώς κανένας από τους άνδρες δεν ήταν άξιος να γίνει βασιλιάς και τελικά, μία μέρα, οι κακοί με έπιασαν και με κλείδωσαν σε έναν πύργο, διαδίδοντας ότι ήμουν νεκρή, και σφετερίστηκαν όλα όσα μου ανήκαν»
«Αυτό δεν είναι ωραίο όνειρο»
«Περίμενε, γίνεται καλύτερο. Κάθε βράδυ κοίταζα από ένα μικρό παράθυρο τα αστέρια και προσευχόμουν, μέχρι που μία νύχτα με πανσέληνο, εμφανίστηκε μια νεράιδα και μου είπε ότι αν θέλω να βρω τον βασιλιά της καρδιάς μου και να πάρω πίσω τον θρόνο μου, έπρεπε να περάσω μία πολύ δύσκολη και ίσως θανατηφόρα δοκιμασία. Εγώ της είπα ότι θα έκανα τα πάντα για να πάρω πίσω το βασίλειό μου και τότε αυτή κούνησε το ραβδί της και ένας τεράστιος, όμορφος και τρομακτικός δράκος εμφανίστηκε μπροστά μου»
«Μχμμμ ...»
«Παρόλο που φοβήθηκα πολύ, ταυτόχρονα γοητεύτηκα μαζί του. Προσπάθησα να τον πλησιάσω για να τον αγγίξω, αλλά άρχισε να ξερνάει φωτιά. Τραβήχτηκα πίσω και τότε η νεράιδα μου είπε ότι αν καταφέρω να δαμάσω τον Δράκο και πετάξω μαζί του, αυτός θα με πάει κατευθείαν στην αγκαλιά του βασιλιά μου, ο οποίος θα με βοηθήσει να πάρω πίσω το βασίλειο μου»
Ο Βίκος την κοιτάζει, χωρίς να πιστεύει στ' αυτιά του.
«Και τι έκανες τελικά; Τον δάμασες; Κατάφερες να πετάξεις μαζί του;»
Η Θαλασσινή τον κοιτάζει χαμογελώντας.
«Εσύ τι νομίζεις;»
«Το έκανες. Δάμασες τον δράκο και σε πήγε κατευθείαν στην αγκαλιά του βασιλιά σου»
«Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro