Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Έλα να φτιάξουμε μερικές αναμνήσεις ...

Οι μέρες περνούν, η μία μετά την άλλη. Ο Αρουραίος έχει γίνει η σκιά της Θαλασσινής. Την παρακολουθεί μέρα και νύχτα και δίνει αναφορά στον Βίκο κάθε βράδυ.

«Δεν καταλαβαίνω! Πώς μπορείς να κάθεσαι εδώ και να μου λες ότι δεν έχει κάποια συνήθεια; Όλοι έχουν. Υπάρχει κάτι που ο καθένας από μας κάνει κάθε μέρα, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος»

«Ίσως, αλλά όχι αυτή. Δεν ξέρω τι να σου πω, αφεντικό. Την παρακολουθώ μέρες και το μόνο που μπορώ να πω είναι ... Ουάου!»

«Τι στο διάολο υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;»

«Η κοπέλα είναι καταπληκτική. Είναι όμορφη, έξυπνη, πλούσια. Αυτή έχει όλο τον κόσμο στα πόδια της, αλλά δεν είναι σαν τις άλλες»

«Λες να μην το ξέρω αυτό;»

«Αυτό που εννοώ είναι ότι, ενώ μπορεί να ζήσει μια γλυκιά ζωή, πηγαίνοντας από πάρτι σε πάρτι, ή σε επιδείξεις μόδας ή σε αυτά τα ινστιτούτα καλλονής, αυτή ζει μια συνηθισμένη ζωή. Βγαίνει μόνο με τ' αδέρφια της, ποτέ μόνη. Παίρνει ταξί αντί για την λιμουζίνα. Μια φορά, αυτή πήρε ακόμη και τον ηλεκτρικό. Μπορείς να το φανταστείς; Τον ηλεκτρικό! Αυτή έχει μια γαμημένη λιμουζίνα και χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής μεταφοράς! Και είναι και κάτι άλλο»

«Τι;»

«Όλο αυτό με τα ζώα. Κάθε βράδυ, και το εννοώ, κάθε βράδυ, αυτή βγαίνει από το ξενοδοχείο μαζί με έναν υπάλληλο της κουζίνας και πάνε σε ένα μικρό παρκάκι λίγο πιο πέρα»

«Τι κάνουν εκεί;»

«Ταΐζουν τα αδέσποτα. Ο υπάλληλος κρατάει μεγάλες σακούλες με αποφάγια και αυτή κάθεται στο γρασίδι και ταΐζει τα ζώα. Σου λέω, αφεντικό, αυτή κάθεται οκλαδόν στο έδαφος και γύρω τις μαζεύονται γάτες, σκύλοι και πουλιά, ακόμα και σκίουροι»

«Πες μου κάτι, Αρουραίε»

«Ότι θέλεις, αφεντικό»

«Έχεις εγκεφαλική βλάβη;»

«Ε;»

«Γαμημένε ηλίθιε! Αυτή είναι η συνήθεια που ζήτησα»

«Δεν το σκέφτηκα ποτέ αυτό»

«Φυσικά! Η σκέψη προϋποθέτει μυαλό, αλλά το μόνο που έχεις εσύ είναι ένα κομμάτι τυρί γεμάτο τρύπες»

«Συγγνώμη, αφεντικό»

«Τέλος πάντων! Το θέμα είναι ότι έμαθα αυτό που ήθελα»

«Και τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;»

«Θα της δώσω αυτό που λαχταράει, Αρουραίε. Έναν ήρωα»

«Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;»

«Μπορείς, αλλά μην ανησυχείς. Θα είναι αρκετά εύκολο. Δεν θα χρειαστείς μυαλό για να το κάνεις»

«Πες μου τι πρέπει να κάνω»

«Φύτεψε έναν από 'μάς στην κουζίνα του ξενοδοχείου και πες του να αναλάβει αυτός να συνοδεύει την Θαλασσινή στο πάρκο. Φρόντισε όμως να μην είναι μεγαλόσωμος. Βρες κάποιον μικρούλη»

«Δεν εννοείς τον Μικρούλη που όλοι ξέρουμε, σωστά;»

Ο Βίκος γελάει.

«Ναι. Εννοώ κάποιον που είναι πραγματικά μικρούλης»

«Εντάξει. Αυτό είναι εύκολο»

«Πες του να περιμένει σήμα από μένα για το πότε και το πως ακριβώς θα γίνει η δουλειά»

«Θα το κάνω σήμερα κιόλας. Έχω ήδη κάποιον στο μυαλό μου»

«Πού ακριβώς;»

«Πολύ αστείο, αφεντικό. Με όλο το σεβασμό»

«Άντε, πήγαινε τώρα και πες στον Νέγρο να έρθει»

«Αμέσως, αφεντικό!»

Ο Αρουραίος φεύγει και λίγα λεπτά αργότερα, ο Νέγρος μπαίνει στο γραφείο του Βίκου.

«Με φώναξες, αφεντικό;»

«Ναι. Κάτσε κάτω και κράτα το στόμα σου κλειστό. Μην τολμήσεις να φέρεις αντίρρηση σ' αυτά που πρόκειται να σου πω»

«Αυτό εξαρτάται»

Ο Βίκος σηκώνεται όρθιος και δίνει μια ελαφριά μπουνιά στο μπράτσο του φίλου του γελώντας.

«Το ήξερα, ρε μαλάκα!»

«Με ξέρεις πολύ καλά, γι' αυτό!»

«Σοβαρά τώρα, ο χρόνος μου εδώ είναι μετρημένος. Θα βγω στη σύνταξη»

«Όχι! Μην το λες αυτό! Σε παρακαλώ!»

«Εγώ σε παρακαλώ. Το ήξερες ότι θα γινόταν μια μέρα»

«Ναι, αλλά όχι τόσο σύντομα»

«Δεν είπα ότι θα γίνει αύριο»

«Ναι, καλά. Όχι αύριο, αλλά σε μια εβδομάδα; Ένα μήνα; Τρεις μήνες;»

«Εξαρτάται»

«Από τι;»

«Όχι από τι, αλλά από ποια»

«Από ποια τότε;»

«Από εκείνη, Νέγρο»

«Μας παρατάς για μια γκόμενα;»

«Όχι για μια κοινή γκόμενα. Για την αγάπη της ζωής μου»

«Πώς το ξέρεις αυτό; Δεν της έχεις μιλήσει. Δεν την έχεις δει ούτε καν από κοντά»

«Απλώς το ξέρω. Είναι ένα από εκείνα τα πράγματα που δεν πιστεύεις ότι γίνονται μέχρι να σου συμβούν»

«Άκου, φίλε. Καταλαβαίνω και χαίρομαι για σένα, αλλά δεν θέλω να φύγεις»

«Όχι κι εσύ! Ο Άρης μου είπε τα ίδια λόγια»

«Εντάξει, Δράκε. Θα σεβαστώ την απόφασή σου, ακόμα κι αν με πονάει»

«Ευχαριστώ»

«Όμως, τώρα που ανέφερες τον Λύκο. Πού στο διάολο είναι αυτός; Έχει μέρες να εμφανιστεί. Μετά τον θρίαμβό του με τη Μαύρη Ανεμώνη εξαφανίστηκε»

«Ξέχασε τον αυτόν. Δεν θα επιστρέψει»

«Τελικά τα κατάφερες, ε;»

«Ναι. Σε λίγες μέρες ανοίγει την αντιπροσωπεία με τις μηχανές. Κάνε μου όμως τη χάρη να τον προσέχεις από μακριά»

«Εννοείται, αλλά, μεταξύ μας, δεν πιστεύω ότι θα μείνει μακριά για πολύ»

«Γιατί το λες αυτό;»

«Στο έχω πει. Αυτός είναι γεννημένος αρχηγός και θα χρειαστεί μία αγέλη κάποια στιγμή»

«Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε να τον δεχτείτε και να του δώσετε αυτό που θέλει»

Το πρόσωπο του Νέγρου γίνεται λυπημένο.

«Τι έπαθες τώρα;»

«Όλοι φεύγουν. Ο Λύκος, η Βαλέρια, εσύ»

«Η Βαλέρια; Πού πάει αυτή;»

«Δεν στο είπε; Παντρεύεται»

«Σοβαρά; Με ποιον;»

«Δεν ξέρω. Δεν μας έχει πει τίποτα ακόμα»

«Δεν πειράζει. Αστην να γίνει ευτυχισμένη. Της αξίζει»

«Όπως κι εσένα. Μην ακούς τίποτα απ' όσα λέω. Αν μπορείς να φύγεις, κάντο! Άσε πίσω όλα αυτά τα σκατά και κάνε οικογένεια»

«Για να το κάνω αυτό, εγώ χρειάζομαι κάτι από σένα»

«Ό,τι θέλεις»

«Να αναλάβεις τη συμμορία. Μόλις φύγω, θέλω να πάρεις τη θέση μου. Οι Αγγελικοί Δαίμονες θα είναι δικοί σου»

«Βίκο, δεν ... Δεν μπορώ ...»

«Σταμάτα! Μόνο εσύ μπορείς. Κανένας άλλος. Είσαι ο μόνος που εμπιστεύομαι. Δεν θα μ' απογοητεύσεις, έτσι δεν είναι;»

«Δεν ξέρω τι να πω»

«Πες ναι»

«Ναι»

«Σ' ευχαριστώ, Νέγρο, για όλα»

«Μη μας ξεχάσεις, Δράκε. Μην ξεχάσεις εμένα»

«Ποτέ, φίλε μου. Ποτέ!»

«Και αν ποτέ χρειαστείς κάτι ... Είμαστε όλοι μονάχα ένα τηλεφώνημα μακριά»

«Θα το έχω υπόψη μου»

~ ΔΥΟ ΒΔΟΜΑΔΕΣ ΜΕΤΑ ~ ΑΡΧΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ ~

Το σχέδιο του Βίκου έχει πλέον τεθεί σε εφαρμογή. Ο Φορκ, ο άντρας που έπιασε δουλειά στην κουζίνα του ξενοδοχείου, κατάφερε να έρθει κοντά με την Θαλασσινή και τις τελευταίες μέρες είναι αυτός που την συνοδεύει κάθε βράδυ στο πάρκο για να ταΐσουν τα αδέσποτα.

Το όνομα Φορκ, που στα αγγλικά σημαίνει πιρούνι, του το έδωσαν λόγω της λεπτής του σιλουέτας και των αιχμηρών, σαν καρφιά, μαλλιών του. Όπως φαντάζεστε, αυτός είναι υπερβολικά αδύνατος, με καστανά μαλλιά και μαύρα μάτια.

Την προηγούμενη του σχεδίου, αργά το βράδυ, γύρω στη μία, ο Βίκος είναι σπίτι του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, φορώντας μονάχα ένα σλιπάκι, και μιλάει στο τηλέφωνο με τον Φορκ.

«Το κατάλαβες, Φορκ;»

«Ναι, αφεντικό. Πότε θέλεις να γίνει η δουλειά;»

«Αύριο βράδυ»

«Σε ποιον θα το αναθέσεις;»

«Δεν ξέρω ακόμα»

«Όποιος κι αν είναι, πες του να μην με χτυπήσει πολύ, εντάξει;»

Ο Βίκος αρχίζει να γελάει.

«Αυτόν που πρέπει να φοβάσαι είμαι εγώ, αν αφήσεις να της συμβεί κάτι»

«Ναι ... Δηλαδή όχι, Δράκε. Μην ανησυχείς! Θα την παρακολουθώ σαν γεράκι»

«Το καλό που σου θέλω. Κλείνω τώρα»

«Ναι. Σίγουρα. Γεια!»

«Γεια σου, φοβητσιάρικο Πιρούνι!»

Ο Βίκος κλείνει το τηλέφωνο, γελώντας ακόμα.

«Ρε το καθίκι! Μ' έκανε και γέλασα!»

Ξαφνικά, αρχίζει να χτυπάει το κουδούνι της πόρτας.

«Τι στο διάολο;»

Ο Βίκος κοιτάζει το ρολόι του, το οποίο δείχνει δεκαεπτά λεπτά μετά τη μία.

«Ποιος μπορεί να είναι τέτοια ώρα;»

Αυτός σηκώνεται και πηγαίνει προς την πόρτα, παίρνοντας μαζί το όπλο του, για παν ενδεχόμενο. Ποτέ δεν ξέρεις! Όταν ρίχνει μια ματιά από το ματάκι, ανοίγει αμέσως την πόρτα, κρύβοντας το όπλο πίσω από την πλάτη του. Η γυναίκα που στέκεται στο κατώφλι του χαμογελάει.

«Καλησπέρα, Δράκε»

«Τι στο διάολο κάνεις εδώ μες στη νύχτα, Βαλέρια;»

«Θέλω να σου μιλήσω. Μπορώ να μπω;»

«Φυσικά. Έλα»

Η Βαλέρια περνάει το κατώφλι και ο Βίκος κλείνει την πόρτα, αφού πρώτα τσεκάρει αν υπάρχει και κάποιος άλλος εκεί έξω. Μετά, γυρίζει στην Βαλέρια.

«Λοιπόν;»

Το βλέμμα της περιπλανιέται πάνω στο σχεδόν γυμνό του σώμα.

«Εκτός απ' το μεγάλο όπλο μπροστά, έχεις άλλο ένα πίσω σου. Τέλεια!»

Ο Βίκος βάζει το όπλο στο ράφι δίπλα στην πόρτα.

«Εεεε! Δώσε μου ένα λεπτό να ρίξω κάτι πάνω μου. Δεν σε περίμενα και ...»

Αυτή του πιάνει το χέρι.

«Όχι. Μην το κάνεις. Μ' αρέσει αυτό που βλέπω»

Ο Βίκος περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.

«Τι θέλεις, Βαλέρια;»

«Να σου μιλήσω και να σου ζητήσω κάτι»

«Δεν μπορούσες να το κάνεις στο γραφείο μου;»

«Όχι. Εκεί μπαινοβγαίνουν συνέχεια οι άλλοι. Δεν σε βρίσκω ποτέ μόνο και εγώ θέλω να μείνω μόνη μαζί σου»

«Εντάξει. Κάθισε. Θέλεις να πιεις κάτι;»

«Αν πιεις κι εσύ, ναι»

Ο Βίκος πηγαίνει στην κουζίνα για να βάλει τα ποτά και η Βαλέρια βγάζει το παλτό της και κάθεται στον καναπέ. Όταν αυτός επιστρέφει με δύο ποτήρια ουίσκι, της προσφέρει το ένα και κάθεται δίπλα της.

«Στην υγειά σου, Δράκε»

Αυτή πίνει μια γερή γουλιά. Ο Βίκος την κοιτάζει, πίνοντας από το δικό του ποτήρι.

«Είμαι όλος αυτιά. Πες μου τι με ήθελες»

Αυτή ακουμπάει το ποτήρι στο τραπεζάκι, διπλώνει τα χέρια της στην ποδιά της και κρατάει το κεφάλι της σκυφτό.

«Το ξέρεις ότι παντρεύομαι, έτσι;»

«Ναι»

«Και εσύ αποσύρεσαι γιατί γνώρισες μια γυναίκα»

«Ναι»

«Γι' αυτό ήρθα εδώ»

«Δεν καταλαβαίνω. Γιατί;»

«Για να αποχαιρετιστούμε σωστά»

«Πως δηλαδή;»

«Κοίτα. Σήμερα ήταν η τελευταία μου μέρα στο αρχηγείο και αύριο θα παραιτηθώ απ' τη δουλειά μου στο μπαρ. Ο γάμος μου είναι σε δύο βδομάδες και μετά θα ακολουθήσω τον άντρα μου στον Καναδά και δεν θα σε ξαναδώ»

«Τώρα όμως είσαι ακόμα εδώ. Γιατί δεν μπορείς να με κοιτάξεις;»

Η Βαλέρια σηκώνει το κεφάλι της και κοιτάζει τον Βίκο. Τα μάτια της είναι κόκκινα και γεμάτα δάκρυα. Αυτός πλησιάζει πιο κοντά της, της χαϊδεύει το μάγουλο και σκουπίζει τα δάκρυα της με τον αντίχειρά του.

«Μωρό μου, γιατί κλαις;»

«Επειδή είμαι λυπημένη. Επειδή θα μου λείψεις πολύ. Επειδή δεν θέλω να σε χάσω. Σ' αγαπάω, Βίκο. Προτού όμως με παρεξηγήσεις, δεν εννοώ ερωτικά. Δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου, αλλά σ' αγαπάω σαν άνθρωπο, σαν φίλο. Εντάξει, σαν φίλο με προνόμια και σου χρωστάω τόσα πολλά. Μου έσωσες τη ζωή»

«Σταμάτα! Δεν έχω κάνει τίποτα»

«Έχεις κάνει πάρα πολλά. Αν δεν με είχες πάρει υπό την προστασία σου, θα ζούσα ακόμα στους δρόμους και θα με εκμεταλλευόταν αυτός ο άθλιος νταβατζής. Με πήρες κοντά σου, μου έδωσες δουλειά, σπίτι, ώμο να κλάψω. Θα σου είμαι ευγνώμων για το υπόλοιπο της ζωής μου»

«Δεν μου αξίζει αυτό, μωρό μου. Με βάζεις πολύ ψηλά. Δεν είμαι παρά ένας μαφιόζος»

«Πρέπει να σταματήσεις να το κάνεις αυτό. Μην υποτιμάς τον εαυτό σου. Είσαι σπουδαίος άντρας και η γυναίκα που διάλεξες είναι πολύ τυχερή. Αλήθεια, ποια είναι; Την ξέρω; Ο Αρουραίος είπε ότι είναι διάσημη κατά κάποιο τρόπο, αλλά δεν μου είπε το όνομα της»

«Την λένε Θαλασσινή Φραγκοπούλου»

«Μμμμ ... Τώρα καταλαβαίνω γιατί τρελάθηκες μαζί της»

«Νομίζεις ότι έχω πιθανότητες μαζί της;»

«Αστειεύεσαι; Με το που σε δει, αυτή θα σ' ερωτευτεί κεραυνοβόλα»

«Μ' αρέσει η σιγουριά σου»

«Ναι, εγώ είμαι σίγουρη, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα»

«Και ποιο είναι το θέμα τότε;»

«Είναι ικανή να χειριστεί έναν άντρα σαν εσένα;»

«Έναν άντρα σαν εμένα;»

«Έναν Δράκο, Βίκο. Έναν πραγματικό Δράκο!»

«Νομίζω ότι είναι»

«Το ελπίζω με όλη μου την καρδιά. Σου αξίζει κάθε ευτυχία»

«Σ' ευχαριστώ, μωρό μου, και το ίδιο ισχύει και για σένα. Πες μου για τον άντρα που θα παντρευτείς»

«Το όνομά του είναι Γιώργος Απέργης και είναι τριάντα δύο χρονών. Είναι δικηγόρος. Τον γνώρισα στο σούπερ μάρκετ. Μου ζήτησε να βγούμε και ... Αυτά!»

«Ξέρει για σένα;»

«Όχι. Του είπα ότι δούλευα σε ένα φροντιστήριο μέχρι πρόσφατα»

«Καλύτερα έτσι»

«Γι' αυτό συμφώνησα να πάω στον Καναδά. Αυτός έχει μια πρόταση για δουλειά από μια μεγάλη δικηγορική φίρμα εκεί και όταν με ρώτησε, του είπα ναι»

«Είμαι πολύ χαρούμενος για σένα, μωρό μου, αλλά είπες ότι ήθελες να μου ζητήσεις κάτι»

«Αν σου πω, θα το κάνεις;»

«Αν μπορώ, σίγουρα, γιατί όχι;»

«Μπορείς»

«Άντε, πες μου»

Η Βαλέρια κουλουριάζεται στην αγκαλιά του. Αυτή παίρνει μια βαθιά ανάσα και η μυρωδιά του μπαίνει στα ρουθούνια της, η μυρωδιά του καμένου ξύλου. Πάντα της άρεσε η μυρωδιά του.

«Άσε με να μείνω εδώ απόψε. Είναι το τελευταίο μας βράδυ. Κάνε με δικιά σου για τελευταία φορά και μετά άσε με να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου. Αύριο το πρωί θα φύγω και δεν θα ξαναδούμε ποτέ ο ένας τον άλλον. Σε παρακαλώ, μην μου το αρνηθείς. Δώσε μου κάτι όμορφο να θυμάμαι»

Ο Βίκος σηκώνεται από τον καναπέ και παίρνει ένα τηλεχειριστήριο από το τραπέζι. Αυτός πατάει μερικά κουμπιά και μία απαλή μουσική ακούγεται από ένα αόρατο ηχείο. Τότε, γυρίζει και της δίνει το χέρι του, ενώ ο Νίκος Καρβέλας και η Άννα Βίσση χορεύουν τον τελευταίο τους χορό.

«Έλα, μωρό μου. 'Έλα να φτιάξουμε μερικές αναμνήσεις»

Του πιάνει το χέρι και σηκώνεται.

«Σ' ευχαριστώ, Βίκο»

«Σσσσ! Μη μιλάς»

Την σηκώνει στην αγκαλιά του, τη φιλάει στο στόμα και την πηγαίνει στο κρεβάτι.

~ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ ~

Όταν ο Βίκος ανοίγει τα μάτια του βρίσκει τον χώρο δίπλα του άδειο ενώ ένα σημείωμα με λίγες λέξεις και το αποτύπωμα των χειλιών της, τον περιμένει στο άδειο μαξιλάρι της. Αυτός τεντώνει το χέρι του και πιάνει το διπλωμένο χαρτί. Το ανοίγει και διαβάζει το αντίο της Βαλέριας, της μόνης γυναίκας που αυτός θα έχει για πάντα στην μνήμη του.

"Σ' ευχαριστώ για την υπέροχη βραδιά. Σ' ευχαριστώ για τις υπέροχες αναμνήσεις. Σ' ευχαριστώ για όλα. Σου εύχομαι πραγματικά να βρεις την ευτυχία που σου αξίζει. Θα σε θυμάμαι για πάντα. Όταν κρυώνω εκεί στον παγωμένο Καναδά, θα ακούσω το τραγούδι μας και η φωτιά σου θα με κρατάει ζεστή τα βράδια. Αντίο, Δράκε"

Ο Βίκος διπλώνει το σημείωμα και το βάζει στην ντουλάπα του, στο κουτί που κρύβει τις αναμνήσεις του.

«Αντίο, Βαλέρια»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro