Κεφάλαιο 41
Είχε περάσει αρκετή ώρα από τα πρωινά μας παιχνίδια και πλέον ήταν μεσημέρι και βρισκόμουν στην κουζίνα και ετοίμαζα το μεσημεριανό μας, ο Ιάκωβος μου είχε πει, πως θα πήγαινε να ετοιμαστεί από το σπίτι του και θα περνούσε να με πάρει για να πάμε με ένα αυτοκίνητο, και πως απόψε θα κοιμόμασταν πάλι στο δικό μου σπίτι.
Για να είμαι ειλικρινής, μπορεί στην αρχή να φοβόμουν για το ότι θα γνωρίσω τους φίλους του όμως τώρα ανυπομονούσα, θα γνώριζα ένα ακόμα κομμάτι του, κάτι που με έκανε να σχηματίσω ένα τεράστιο χαμόγελο, το οποίο δεν έμεινε απαρατήρητο από τον Ιάκωβο.
«Τι σε έκανε να χαμογελάς;» με ρώτησε με περιέργεια.
Η απόφαση του να μην φορέσει μπλούζα αφού σηκωθήκαμε από το κρεβάτι, το βρήκα εντελώς λάθος επιλογή, μόνο μια ματιά να του έριχνα ενώ ήταν μια απλή κίνηση έβρισκα τόσο δύσκολο να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω του.
«Θα με χαζεύεις για πολλή ώρα ακόμα; Δεν λέω θεός είμαι σε καταλαβαίνω αλλά με κάνεις να αισθάνομαι άβολα.» είπε και πήρε ένα ύφος ντίβας.
«Τελικά έχεις καβαλήσει πολύ το καλάμι τελικά.» συμπέρανα.
«Ναι ναι, με ζηλεύεις απλά γιατί είμαι θεός, αλλά τώρα για πες μου γιατί είχες αυτό το χαμόγελο πριν;» ρώτησε και αυτή την φορά πήρε ένα σοβαρό ύφος.
«Απλά σε σκεφτόμουν πως θα ήσουν μικρός.» δήλωσα, και για έναν περίεργο λόγο κοκκίνισα και έστρεψα αμέσως το βλέμμα μου προς την κατσαρόλα με πρόφαση να ελέγξω το φαγητό.
Με δύο μεγάλα βήματα βρέθηκε πίσω μου και με μια απαλή κίνηση με γύρισε και σήκωσε το πρόσωπο μου για να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Κάτι τέτοια μου κάνεις και κάνεις την αγάπη που νιώθω για σένα να δυναμώνει.» είπε και άφησε ένα απαλό, γλυκό φιλί πάνω στα χείλη, που μόνο αγάπη θα μπορούσε να έκρυβε.
«Με κάνεις κάθε μέρα να σε αγαπάω όλο και πιο πολύ.» του είπα και έκανα το φιλί μας πιο έντονο.
Το φιλί έγινε πιο έντονο και με μια κίνηση με ανέβασε πάνω στον πάγκο. Με πολλή δυσκολία τον απομάκρυνα.
«Μωρό μου το φαγητό, τόσο κόπο έκανα σου πάει η καρδιά να το κάψουμε;» τον ρώτησα αφήνοντας ένα τελευταίο φιλι στα χείλη του πριν κατέβω από τον πάγκο.
Το φαγητό ήταν έτοιμο, τ μόνο που έμενε ήταν να το σερβίρω και να το βάλω στο τραπέζι. Ο Ιάκωβος είχε φτιάξει την σαλάτα και είχα πάρει στο τραπέζι ότι χρειαζόμασταν.
«Άντε να δοκιμάσεις να μου πεις την γνώμη σου.» του είπα μόλις του έδωσα το πιάτο του.
Δεν είχα φτιάξει κάτι τόσο σπέσιαλ, ένα απλό κοκκινιστό με ρύζι, όμως κάθε φορά περίμενα να μου πει την γνώμη του.
«Κάθε φορά που τρώω κάτι από τα χεράκια σου με βάζεις να σου λέω την γνώμη μου και ακόμα απορώ γιατί το κάνεις.» σχολίασε λίγο πριν δοκιμάσει. «Και για ακόμα μια φορά θα σου πω πως απλά είναι τέλειο.» απάντησε και έβαλε ακόμα μια μπουκιά στο στόμα του.
«Απλά θέλω να ξέρω την γνώμη σου δεν είναι και τόσο κακό αυτό.» είπα και άρχισα να τρώω και εγώ.
«Πότε άρχισε να σου αρέσει να μαγειρεύεις;» με ρώτησε.
«Από μικρή, θυμάμαι που μου έλεγε η μαμά μου, πως όταν ήμουν ακόμα πολύ μικρή και πηγαίναμε στο παιχνιδάδικο κατέληγα με ένα ακόμα παιχνίδι από σετ μαγειρικής.» του απάντησα.
«Και πως δεν ακολούθησες την μαγειρική, άλλα μπήκες στο χώρο της διαφήμισης;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Αυτό το ανακάλυψα σε μεγαλύτερη ηλικία, μπορεί οικονομικά να ήμασταν καλά, αλλά γύρω στα δεκαπέντε, έπιασα δουλειά, στην ταβέρνα ενός ξαδέλφου της μητέρας μου στην Σαντορίνη, ο θείος μου μια φορά που έλειπε η κοπέλα που είχε για την είσοδο και να φέρνει κόσμο, με έβαλε στη θέση της, και προς έκπληξη όλων κατάφερα να φέρω τον περισσότερο κόσμο που είχε έρθει στο μαγαζί μέχρι τότε. Έτσι ανακάλυψα πως όλη αυτή η διαδικασία μου άρεσε, και έτσι το ακολούθησα.» είπε και τον κοίταξα, με κοίταζε με λατρεία. «Εσύ πως το αποφάσισες;» ρώτησα τώρα εγώ με την σειρά μου.
«Πολύ απλό λόγο τους πατέρα μου.» είπε χωρίς ήχο ενθουσιασμού, λες και δεν είχε αξία.
«Μα ο αδελφός σου σπούδασε οικονομικά, εσύ γιατί διάλεξες την διαφήμιση;» συνέχισα της ερωτήσεις.
«Δεν ήταν τόσο απλό ούτε και για τον αδελφό μου, αλλά και τα οικονομικά ήταν κάτι σημαντικό για την εταιρία οπότε δεν ήταν κάτι δύσκολο να τον πείσει. Για μένα δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα, βέβαια από μικρός είχα δείξει το ενδιαφέρον μου για το συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά μεγαλώνοντας απλά είχε καθοριστεί το μέλλον πριν καν το αποφασίσω εγώ ο ίδιος.» απάντησε και από τον τόνο του έβλεπα πως απλά η συζήτηση είχε τελειώσει.
Συνεχίσαμε να τρώμε και απλά συζητούσαμε απλές λεπτομέρειες για το βράδυ,μετά από δύο ώρα που είχε περάσει ο Ιάκωβος έφυγε και εγώ άναψα τον θερμοσίφωνα για αν ζεστάνω νερό, και έβαλα τέρμα μουσική πηγαίνοντας προς το δωμάτιο για να διαλέξω ρούχα.
Είχε περάσει πάνω από μια ώρα και πλέον μου έμενε ακόμα μία ακόμα ώρα, για να ετοιμαστώ, είχα βρει τα ρούχα μου και θα ήμουν έτοιμη στην ώρα μου. Και ήμουν σίγουρη πως θα ο Ιάκωβος θα έβρισκε σίγουρα κάτι για να με πειράξει που θα ήμουν στην ώρα μου.
Πλέον είχα στεγνώσει και είχα φτιάξει τα μαλλιά μου, και σειρά είχε το μακιγιάζ. Και μόλις τελείωνα θα φορούσα το φόρεμα μου και θα ήμουν έτοιμη.
Μόλις φόρεσα το φόρεμα μου άκουσα το κουδούνι να χτυπά, κούμπωσα το φερμουάρ και πήγα να ανοίξω, ανοίγοντας είδα τον Ιάκωβο με ένα μαύρο κουστούμι και με έναν σάκο στο χέρι.
«Νομίζω πως είναι νωρίς να μείνουμε μαζί.» του είπα δείχνοντας τον σάκο.
«Είναι τα ρούχα μου για αύριο.» είπε και άφησε τον σάκο δίπλα στην πόρτα. «Είσαι πολύ όμορφη απόψε.» μου είπε και με τράβηξε στην αγκαλιά του δίνοντας μου ένα παθιασμένο φιλί.
«Σε ευχαριστώ.» του είπα ανάμεσα στο φιλί μας. «Πάμε;» τον ρώτησα μετά από λίγο.
«Πρέπει;» με ρώτησε παραπονεμένα.
«Εσύ το κανόνισες, και τώρα δεν μπορούμε να το ακυρώσουμε.» του απάντησα και απομακρύνθηκα από κοντά του πηγαίνοντας να πάρω το τσαντάκι μου και το παλτό μου.
«Πάμε.» ήταν το μόνο που είπε πριν πιάσει το χέρι μου και με τράβηξε έξω από το σπίτι.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro