Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Περιμένοντας τους βάρβαρους/ part 3

Η Αφροδίτη βγήκε από το δωμάτιό της διστακτικά. Είχε καταλάβει πως αυτοί είχαν φύγει, ωστόσο, η μυρωδιά ενός ανεπαίσθητου αρώματος, το οποίο μάλλον αντιστοιχούσε σε προσωπική μυρωδιά, πλανιόταν στον αέρα. Έχοντας ταΐσει και ντύσει τον μικρό, έριξε μία κλεφτή ματιά στο δωμάτιο που τους είχε φιλοξενήσει. Τα κρεβάτια ήταν στρωμένα και τίποτε απολύτως δεν είχε μετακινηθεί από τη θέση του. Αγκάλιασε το κορμί της με φόβο. Αυτό το κορμί που το ένιωθε χρόνια τώρα σαν φυλακή. Τελικά η ζωή της έβαινε σε ολοένα και πιο δύσβατα μονοπάτια. Ηρεμία δεν θα έβρισκε ποτέ. Η χώρα της μαστιζόταν από τον πόλεμο και σε λίγο, θα έκανε την εμφάνισή του ακόμη ένα εφιαλτικό σύννεφο. Ο λιμός. Το αγοράκι τόση ώρα την παρατηρούσε σιωπηλό. Αντιλαμβανόταν την ψυχρότητά της. Σχεδόν ποτέ δεν το είχε φιλήσει. Ακόμη δεν αναζητούσε τόσο έντονα την πατρική φιγούρα, ωστόσο, ο νεαρός Φιλ του είχε φανεί συμπαθής. Τα παιδιά καθοδηγούνται από το ένστικτο και η αύρα του συγκεκριμένου, είχε κάτι θετικό.

«Να μένεις μακριά τους Λευτέρη μου» άκουσε την ξεψυχισμένη φωνή της μητέρας του.

«Μαμά, γιατί σε λέω αδερφή στους άλλους;»

«Είναι απλώς ένα παιχνίδι. Δεν πρέπει να γνωρίζει κανείς την αλήθεια, εκτός από τους δικούς μας ανθρώπους»

«Καλά» είπε μονάχα εκείνος για να πεταχτεί ξανά «Γιατί δεν έχουμε πάει ποτέ βόλτα;»

«Γιατί...» η Αφροδίτη δυσκολευόταν να εξηγήσει πως απλώς δεν ήθελε χρόνια τώρα να πάει πουθενά.

«Πάμε σήμερα; Έστω μικρή;»

Η Αφροδίτη σκέφτηκε να πάνε μέχρι τον φούρνο του Πανταζόπουλου. Εκεί εξάλλου άφηνε τα γράμματα στην Ανδριανή, ενώ έπρεπε να ξεκινήσει να σκέφτεται το θέμα του φαγητού. Το ένστικτό της, της φώναζε πως έπρεπε να βρει μία δουλειά, καθώς το μαγαζί του πατέρα και του θείου της, δεν πήγαινε καλά και τα πράγματα, έμελλε να χειροτερέψουν καθώς το νόμισμα θα έχανε κάθε αξία πια. Ο πατέρας της ετοιμαζόταν να πάει στη δουλειά, όταν την είδε να βγαίνει, πάντοτε σκυθρωπή και ελαφρώς μαζεμένη, παρέα αυτή τη φορά με τον Λευτέρη.

«Πάμε ως το φούρνο» του δήλωσε.

«Πάντοτε η ίδια διαδρομή. Θα σας έλεγα να πάτε προς τον Υμηττό, μα πλέον είναι επικίνδυνα»

Δεν πρόλαβε να αποσώσει τη φράση του και ο Φίλιμπερτ πλησίαζε με βήμα ταχύ. Η Αφροδίτη στη θέα του σφίχτηκε. Φόβος κατέκλεισε ξανά την ψυχή της, έτσι όπως τον είδε ένστολο και σωματώδη να κατευθύνεται προς το μέρος τους νευρικά.

«Κύριε Παύλο!» του φώναξε για να τον δει να στρέφεται προς την μεριά του αμήχανα. Ο Φίλιμπερτ κατάλαβε πως η αμηχανία του εστιαζόταν στην παρουσία της κόρης του «Καλημέρα, δεσποινίς» τη χαιρέτησε τυπικά, χαϊδεύοντας τα απαλά μαλλάκια του Λευτέρη «Μην σας καθυστερώ, ήθελα να μιλήσω στον πατέρα σας για μία χάρη» χαμογέλασε και φώναξε τον Παύλο, αφήνοντάς της το περιθώριο να συνεχίσει τον δρόμο της, δίχως κυριολεκτικά να κοιτάξει πίσω της.

«Έχεις μπλέξει» μειδίασε ο Παύλος δίχως να σχολιάσει την παρουσία της κόρης του. Μήτε όμως ο Φίλιμπερτ ζήτησε επιπλέον πληροφορίες για εκείνη.

«Έμπλεξα για να ξεμπλέξω τους δικούς σας»

«Θεέ μου!Τι έγινε; Άκουσα πυροβολισμούς!»

«Κάποιος φωστήρας, είχε προηγούμενα με έναν Ιταλό. Οι δικοί μου όμως πραγματοποιούν αντίποινα, επομένως, επιθυμώ να προσέχετε όλοι τις κινήσεις σας. Έσυραν εκατό άτομα στο εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά τους γλύτωσα γιατί ένας παπάς με ενημέρωσε πως οι δικοί μου, ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το καθαρό, πόσιμο νερό. Κάτω λοιπόν από την εκκλησία σας εδώ, στον Άγιο Θωμά, υπάρχει ένα φρεατοειδές όρυγμα. Το νερό του είναι πολύ καθαρό και εμείς το χρειαζόμαστε. Είπα λοιπόν στον δικό μου τον επικεφαλής, πως γνωρίζω καλά τόσο τον παπά, όσο και ακόμη δυο-τρεις κατοίκους, που μπορούν να μου εγγυηθούν πως δεν θα δηλητηριαστεί. Αντιλαμβάνεστε πως είστε η εγγύηση. Αν σας καλέσουν, να είστε έτοιμος. Μην το κάνετε για εμένα, αλλά για τους συμπατριώτες σας. Ήταν ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσω τη σωτηρία τους»

Ο Παύλος το σκέφτηκε για λίγο.

«Ήταν γενναίο εκ μέρους σου. Μπορείς όμως να εγγυηθείς πως πράγματι το νερό δεν θα πειραχτεί;»

«Αυτό εσείς θα το κάνετε. Είναι ο λόγος που ήρθα ως εδώ. Όπως και να έχει, πρέπει να φύγω» του είπε και ο Παύλος άηχα τον ευχαρίστησε. Ετοιμάστηκε να πάει στο μαγαζί και ο Φίλιμπερτ στο κέντρο, όταν είδε τον Στέφανο και αποφάσισε να τον αγνοήσει.

Ο νεαρός Έλληνας έμοιαζε να κουτσαίνει ελαφρώς από το ένα πόδι, ενώ το οργισμένο του βλέμμα, έπεφτε επάνω του σαν λεπίδα.

«Μία μέρα θα φύγετε από εδώ τρέχοντας, όπως οι σύμμαχοί σας οι μακαρονάδες»του γρύλισε και ο Φίλιμπερτ κατέβηκε από τη μηχανή και τον πλησίασε σοβαρός.

«Θα στο πω μία φορά. Είναι κρίμα να καταλήξεις σε μπουντρούμι. Μιλώ ελληνικά για κακή σου τύχη και καταλαβαίνω τα πάντα. Μην υπερτιμάς την υπομονή μου»

«Δεν σας φοβάμαι. Μόνο τον Θεό φοβάμαι» του μούγκρισε σιγανά.

«Είμαι στην πατρίδα σου και αντιλαμβάνομαι τον θυμό σου. Αν λίγο όμως σκέφτεσαι τους δικούς σου, σταμάτα να προκαλείς. Αν ήμουν άλλος θα κατέληγες θαμμένος σε κάποιο οικόπεδο»

«Προσπάθησέ το»

«Δεν θα το κάνω και όχι γιατί δεν μπορώ. Τώρα σήκω και φύγε. Μείνε μακριά από εμένα» τον κοίταξε σκληρά ο Φιλ και γυρνώντας του την πλάτη, ανέβηκε ξανά στη μηχανή «Και κάτι ακόμη» του ψιθύρισε «Σταμάτα να κουτσαίνεις εξαιτίας του φόβου σου» μειδίασε αφήνοντας άναυδο τον Στέφανο, ο οποίος άκουσε απλώς τη μηχανή να απομακρύνεται.

Μέσα σε όλον τον πανικό, έπρεπε και εκείνος να αναζητήσει εργασία για να στηρίξει την οικογένειά του. Ως και η μητέρα του η Δέσποινα, σκεφτόταν να δουλέψει στα μαγειριά του Λαϊκού. Το μέλλον έτσι και αλλιώς φάνταζε δυσοίωνο. Σκεφτικός, κάθισε λίγο σε ένα τειχάκι. Για κάποιον λόγο, τον οποίο δεν κατανοούσε για την ώρα, αισθανόταν κακός άνθρωπος. Αισθανόταν πως όφειλε να παριστάνει το μαντρόσκυλο, διώχνοντας κατακτητές, όταν το μόνο που επιθυμούσε ήταν απλώς να ζήσει ειρηνικά. Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της Αφροδίτης με τα ξεσκισμένα ρούχα και το χτυπημένο πρόσωπο. Εκείνο το βράδυ ήταν απών. Δεν κατόρθωσε να την προστατέψει. Έπρεπε να το κάνει τώρα. Έπρεπε να εξασφαλίσει την ψυχική της ηρεμία και αυτοί οι δύο νεαροί θα της προκαλούσαν το αντίθετο. Γνώριζε πως είχε πέσει σε καλές περιπτώσεις. Είχε δει τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στο μέτωπο να σκοτώνουν εν ψυχρώ. Είχε ακούσει για τα Ες-Ες, αυτούς τους μοχθηρούς διαβόλους. Παρόλα ταύτα, θα κρατούσε τις αποστάσεις του.

Σύντομα η ζωή εξάλλου, θα μεταμορφωνόταν σε αγώνα επιβίωσης και ο ίδιος θα καταλάβαινε, πως ούτε καν εκείνους που μιλούν την ίδια γλώσσα μαζί του, δεν θα μπορούσε να εμπιστευτεί. Εξάλλου, η οικογένειά του, όντας πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, δεν είχαν κανέναν συγγενή στην Ελλάδα που θα μπορούσε να τους στηρίξει στο μέλλον, κανέναν που να ζούσε στην επαρχία, εξασφαλίζοντάς τους έναν τρόπο σίτισης. Θα είχαν απλά ο ένας τον άλλο και ο Στέφανος λάτρευε την οικογένειά του. Άνετα θα έδινε ως αντάλλαγμα τη ζωή του για να ζήσουν εκείνοι και φυσικά ο μικρός του ανιψιός, ο Λευτεράκης του. Ένα παιδί που ήρθε στον κόσμο μέσα από μία αποτρόπαια πράξη, μα σε αντίθεση με αυτό, ήταν το πιο γλυκό παιδάκι που είχε δει. Ανυπομονούσε να τον σφίξει στην αγκαλιά του. Για λίγο, πάτησε στο έδαφος το πόδι του δίχως να αισθάνεται πόνο. Ενθαρρυμένος, πραγματοποίησε μερικά διστακτικά βήματα δίχως να κουτσαίνει.

΄΄Να πάρει!΄΄ σκέφτηκε ΄΄Ο ναζί είχε δίκιο. Ήταν καθαρά ψυχολογικό. Πώς όμως το είχε καταλάβει;΄΄

Η Αφροδίτη, είχε φτάσει έξω από τον φούρνο, μονάχα για να ανακαλύψει μία τεράστια ουρά από φοβισμένους ανθρώπους, να παλεύουν να αρπάξουν οτιδήποτε μπορούσαν. Άφησε το γράμμα στη συνηθισμένη του θέση και πάλεψε να μείνει στην αναμονή. Οι εφημερίδες εξάλλου, είχαν ξεκινήσει μία καθημερινή ενημέρωση για το επισιτιστικό, την αναπροσαρμογή των τιμών, τα δελτία τροφίμων για το λάδι, το ρύζι, τη ζάχαρη. Μία πρωτοφανής κίνηση είχε ξεκινήσει και τα μαγαζιά άδειαζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο μισθός γρήγορα θα έχανε κάθε αντίκρισμα, ενώ οι επιτάξεις των οχημάτων και η έλλειψη καυσίμων θα έκανε τη ζωή των Αθηναίων δύσκολη, καθώς θα έπρεπε να καλύπτουν τεράστιες αποστάσεις με τα πόδια. Φορτωμένη λοιπόν και εκείνη με ό,τι είχε κατορθώσει να αγοράσει και με τον μικρό να δυσανασχετεί από τις ώρες της ορθοστασίας, επέστρεφε αργά στο σπίτι της. Από χθες, ακόμη και αυτό το ένιωθε ξένο. Η ζωή της την είχε αλλάξει. Ίσως τα πράγματα να ήταν ελαφρώς καλύτερα, αν δεν είχε συμβεί εκείνη η επονείδιστη πράξη. Ο βιασμός που της έκλεψε κάθε εικόνα για τον έρωτα, την αγάπη, τους άνδρες, τον άνθρωπο.

Καθισμένη στο παράθυρο, είδε τη φιγούρα του Σάββα να πλησιάζει. Θεέ μου! Του είχε φερθεί φρικτά. Πώς μπόρεσε υποσυνείδητα να θυμώσει μαζί του, γιατί δεν κατόρθωσε εκείνο το βράδυ να προλάβει το κακό; Αφού δεν ήταν δικό του λάθος! Ο Σάββας...Η εικόνα του, οι αναμνήσεις του, είχαν ξεστρατίσει από τον δρόμο της. Ο χρόνος είχε σταματήσει στα δεκαέξι τους, μα τώρα εκείνος ήταν ένα γλυκό παλικάρι, με πράα χαρακτηριστικά, με μία αύρα ηρεμίας. Είχε πολεμήσει και εκείνη δεν είχε ενδιαφερθεί έστω να τον δει όταν επέστρεψε.

«Α-Αφροδίτη...μπορώ να...» ψέλλισε.

«Φυσικά, πέρασε»

Του άνοιξε την πόρτα και για λίγο τον κοίταξε αμίλητη. Έβλεπε τον πόνο στα μάτια του. Τον πόνο που είχε προκαλέσει η μεταξύ τους απόσταση.

«Συγγνώμη..»

Τώρα τα μάτια της βούρκωσαν, μα το ίδιο και τα δικά του. Δεν το σκέφτηκαν λεπτό. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και είχε τόση δύναμη εκείνη η αγκαλιά, τόσες ευεργετικές ικανότητες.

«Εγώ συγγνώμη!» της είπε τρέμοντας «Εγώ φταίω και κανένας άλλος!»

«Μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Σε παρακαλώ. Συνέβη...όλο αυτό...απλά συνέβη»

«Σε έχω χάσει...» της ψιθύρισε.

«Και εγώ έχασα εμένα. Ορισμένες φορές απλώς αναρωτιέμαι, αν θα με ξαναβρώ ποτέ. Αν θα μπορέσω να πορευτώ σαν φυσιολογική κοπέλα. Μου έχει λείψει το γέλιο. Εκείνο που βγαίνει μέσα από την καρδιά, εκείνο που λένε πως σου χαρίζει χρόνια και ανάσες. Άραγε, θα το ζήσω ξανά;» πήρε μία εισπνοή «Σάββα, θέλω να προσέχεις. Οι Ναζί μισούν τους Εβραίους και εσύ..» τα μάτια της καρφώθηκαν στην πόρτα και σε έναν Κάσπαρ που κυριολεκτικά είχε ακούσει το συγκεκριμένο κομμάτι της συζήτησης και απλώς για να τους αποφύγει,΄΄πέταξε΄΄ μέσα στο δωμάτιό του κοπανώντας και την πόρτα και κλειδώνοντάς την.

«Μας άκουσε;» αναρωτήθηκε ο Σάββας.

«Δεν-δεν ξέρω. Νομίζω πως θα τρελαθώ. Δεν μου έφταναν τα προβλήματα, έχω και αυτούς να μπαινοβγαίνουν. Μιλάνε ελληνικά!»

«Μην πανικοβάλλεσαι. Άσε θα του μιλήσω εγώ»

Ο Σάββας δεν είχε καμία σχέση με τον Στέφανο. Προσέγγιζε τον κόσμο τελείως διαφορετικά. Μέχρι να χτυπήσει την πόρτα, η Αφροδίτη είχε κλειστεί στο δικό της δωμάτιο.

«Είναι κατειλημμένο!» ακούστηκε η φωνή του Κάσπαρ.

«Εμφανώς. Μπορείς να μου ανοίξεις;»

Ο Κάσπαρ ξεκλείδωσε και τον κοίταξε.

«Άκουσες κάτι από...»

«Όχι» τον πρόλαβε εκείνος. «Εγώ και ο Φίλιμπερτ, σεβόμαστε ορισμένα όρια. Ο κύριος Παύλος μας έχει ζητήσει να μην ενοχλούμε την κόρη του και θεώρησα σωστό να αποσυρθώ»

«Μιλάς πολύ καλά ελληνικά. Πώς τα έμαθες;» ρώτησε ο Σάββας και ο Κάσπαρ για λίγο το σκέφτηκε.

«Εγώ και ο Φίλιμπερτ μεγαλώσαμε μαζί σε ένα...ίδρυμα. Ήμασταν ορφανοί. Η κυρία που φρόντιζε για το φαγητό μας ήταν Ελληνίδα. Μας αγαπούσε πολύ. Αποφασίσαμε από μικρή ηλικία να της ζητήσουμε να μας διδάξει ελληνικά, σαν έναν κωδικό για να λέμε τα μυστικά μας. Η μοίρα τελικά μας έφερε στην Ελλάδα»

«Λυπάμαι για...»

«Δεν χρειάζεται να λυπάσαι. Ο οίκτος δεν είναι κάτι που ευχαριστεί εμένα ή τον Φίλ. Γίναμε αξιωματικοί, μας σέβονται, αποδείξαμε την αξία μας στο μέτωπο και πλέον στεκόμαστε στα πόδια μας. Αυτό έχει σημασία, τίποτε άλλο. Βρήκαμε τη θέση μας»

Ο Σάββας αντιλήφθηκε πως ο νεαρός χρησιμοποιούσε την άμυνά του. Αποφάσισε να μην τον πιέσει. Δίχως λέξη, αποχώρησε και ο Κάσπαρ τον χαιρέτησε στρατιωτικά, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Φυσικά και είχε ακούσει την κουβέντα, μα δεν ήταν η καταγωγή του νεαρού το πρόβλημά του. Άλλο ήταν το βάρος που χρόνια κουβαλούσε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro