«Πεινάω καλοί μου άνθρωποι» / part 5
Τα πράγματα εκείνο το παγερό βράδυ, κύλησαν με δυσκολία για όλους. Ελάχιστοι κάτοικοι κυκλοφορούσαν και εκείνοι είδαν απλώς τους Γερμανούς να σέρνουν τον καλόγερο στους δρόμους. Από την άλλη, ο Άρτουρ ήθελε επειγόντως να φύγει από το σπίτι, καθαρίζοντας άτσαλα τα ξεραμένα από τα κομμένα χέρια του, αίματα. Το θέαμα και η αντίδραση της κοπέλας, τον είχε ταράξει. Δεν επιθυμούσε να τη δει ξανά και ήταν πολύ τυχερός που οι Γερμανίδες γειτόνισσές του, την είχαν μαζέψει. Δεν υπήρχε λόγος να ενδιαφέρεται για τα καθημερινά προβλήματα ενός κατώτερου λαού. Δύσθυμος, ντύθηκε με την μαύρη στολή και άνοιξε την πόρτα του. Οι γροθιές του έσφιγγαν και χαλάρωναν, σημάδι νευρικότητας. Το πόδι του, εξαιτίας του άγχους, έμοιαζε να τον προδίδει. Στην είσοδο του σπιτιού, στέκονταν οι γειτόνισσές του και εκείνη η κοπέλα που πριν λίγο, σαν το αγρίμι, ετοιμαζόταν να τα σπάσει όλα μέσα στο σπίτι του.
Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Η Αφροδίτη τον κοιτούσε με τον ίδιο ακριβώς φόβο. Εκείνος πάλι, λεπτό δεν αποτράβηξε την διεισδυτική του ματιά. Προκειμένου να μην διαφανεί κανένα συναίσθημα, η ψυχολογία του άλλαξε, ωθώντας και τη ματιά του να ακολουθήσει. Έτσι, οι δύο κυανές λίμνες, σχεδόν όμοιες με του Φιλ, στράφηκαν πλέον επάνω της με απαξίωση και σκληρότητα. Μία τιποτένια ήταν με φτωχικά ρούχα. Μία σκλάβα δική τους, την οποία ωστόσο είχε χώσει στην αγκαλιά του δίχως να σκέφτεται τίποτε, τη στιγμή που δεν είχε αγγίξει ούτε καν τις ερωμένες του. Το σκληρό του βλέμμα, την έκανε να αναπηδήσει με τρόμο και εκείνος μειδίασε. Ήταν η ώρα του να κατευθυνθεί στην οδό Μέρλιν. Απόψε θα διασκέδαζε με τους κρατούμενους. Η τροχαλία ήταν πάντοτε εκεί για να του κανακεύει ορισμένες σαδιστικές παρορμήσεις. Κάπου εκεί ωστόσο, θα τον καρτερούσε μία τεράστια έκπληξη, καθώς μπροστά του θα αντίκριζε τον αδερφό του, παρέα με τον Κάσπαρ και έναν αιματοκυλισμένο ιερέα.
«Τι στο ανάθεμα;» ρώτησε ο νεαρός άνδρας κοιτώντας τους όλους προσεκτικά.
«Αυτός είναι επικίνδυνος» μίλησε ο Φιλ στα γερμανικά «Θέλω να τον αναλάβετε για προσωπική τιμωρία. Να ζήσει, απλώς να ευχηθεί να είχε ψοφήσει νωρίτερα»
Ο Άρτουρ για λίγο του έκανε νόημα να εισέλθει στο γραφείο του. Ανάβοντας ένα τσιγάρο, ο Φίλιμπερτ παρατήρησε πως το χέρι του έτρεμε.
«Λοιπόν;» τον ρώτησε ο Άρτουρ.
«Είχες άσχημο βράδυ και εσύ» ακούστηκε η φωνή του Φιλ.
«Είχα» παραδέχτηκε.
«Θα ήθελες να μου μιλήσεις;» τον ρώτησε προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην σκέφτεται το μέρος στο οποίο βρισκόταν, ή τις κραυγές που άκουγε. Ο Άρτουρ έμοιαζε διστακτικός «Σου είναι δύσκολο να μιλάς και το αντιλαμβάνομαι. Είμαι αδερφός σου ωστόσο και αν επιθυμείς να έχουμε ορισμένες σχέσεις, πρέπει να με εμπιστευθείς, ακόμη και αν είναι δύσκολο»
Ο Άρτουρ συνέχισε να καπνίζει νευρικά.
«Έχεις δίκιο. Στην τελική, εγώ σου αναστάτωσα τη ζωή, εγώ σε αναζήτησα»
«Καλά έκανες. Στον κόσμο αυτόν, έχουμε μονάχα ο ένας τον άλλο. Όταν όλοι θα μας μισούν, μονάχα εμείς θα μπορέσουμε να αλληλοκοιταχτούμε με...αγάπη...»
Ο Άρτουρ ξεφύσησε. Αγάπη; Δεν την είχε αισθανθεί ποτέ. Δεν γνώριζε πώς να την δώσει και κυριότερα, αν μπορούσε. Τύλιξε το κορμί του με τα χέρια του ασυναίσθητα.
«Δεν μπορείς να αγαπήσεις εμένα» απλώς του είπε «Δεν είμαι καλός άνθρωπος, δεν μπορώ να γίνω. Είμαι Ες-Ες. Έχω σκοτώσει και όχι μονάχα στη μάχη. Εδώ, η δουλειά μου είναι βρόμικη. Λυπάμαι Φίλιμπερτ. Ωστόσο, θα σε στηρίξω αν ποτέ χρειαστεί, αν κινδυνεύσεις. Είσαι αδερφός μου και δεν αλλάζει αυτό» τα μάτια του δεν τον κοιτούσαν «Ποιος είναι αυτός ο άνδρας που φέρατε; Τι συνέβη;»
Ο Φίλιμπερτ αποφάσισε να παραβλέψει τα λόγια του τα υπόλοιπα. Για την ώρα.
«Είναι παιδόφιλος και βιαστής. Τόλμησε να βιάσει μία κοπέλα στο παρελθόν και συνεχίζει να αγγίζει παιδιά. Θα θεωρήσεις πως είμαι κάτι σαν ήρωας των κατακτημένων. Γνωρίζω τη δική σας δουλειά, καθώς και τις μιαρές πράξεις ανδρών δικών μας. Σαφώς και έχουν βιάσει γυναίκες κάθε ηλικίας και εσείς, σαφώς και έχετε σκοτώσει ακόμη και παιδιά»
Το τσιγάρο σχεδόν του έπεσε από τα χέρια.
«Φίλιμπερτ, δεν είσαι πράγματι ο ήρωας κανενός! Τι σε νοιάζει εσένα για τους Έλληνες; Νομίζεις πως εκείνοι αντίστοιχα νοιάζονται; Ένα κτήνος είσαι στα μάτια τους. Ο κατακτητής, ο Γερμαναράς! Μην ανακατευτείς ξανά. Όσο γι' αυτόν...Θα τον αναλάβω εγώ» ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται. Παιδόφιλος «Φύγε τώρα. Καλύτερα να επιστρέψεις στη γειτονιά σου»
«Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε.
«Όχι δεν είμαι. Έχω συχνά ξεσπάσματα θυμού. Καλύτερα να πηγαίνεις»
Βγαίνοντας από το γραφείο, ξεκίνησε να ουρλιάζει διαταγές στους παρευρισκόμενους. Στη θέα του, ο Κάσπαρ ξεροκατάπιε. Πόσα ήξερε για όλη αυτήν την ιστορία. Ήλπιζε μονάχα να μην μαθευτεί η αλήθεια. Ήλπιζε η Ελένη να μην τον προδώσει, να μη μιλήσει ποτέ για όλα όσα γνώριζε. Ο Άρτουρ είχε εξουσία στο χώρο. Αμίλητος, έσυρε τον καλόγερο, κλειδώνοντάς τον στο προσωπικό του γραφείο. Ήθελε τόσα να του πει, μα δεν εμπιστευόταν κανέναν μεταφραστή, κανέναν δωσίλογο Έλληνα. Θα του τα ομολογούσε στα γερμανικά και ας μην καταλάβαινε τίποτε απολύτως. Εικόνες από το παρελθόν του, διαρκώς πυροβολούσαν κάθε του λογική. Θυμόταν τη βιαιότητα εκείνου, την αρρώστια του να επιθυμεί διακαώς να διαλύσει κάθε παιδική αθωότητα που του είχε απομείνει. Αυτό όμως που τον τρέλαινε και που τον οδηγούσε να μισεί τον εαυτό του, ήταν η ανικανότητά του να τρέξει μακριά. Το σώμα του τον είχε προδώσει, με αποτέλεσμα να δεχτεί τον ύψιστο εξευτελισμό σαν αγόρι. Ήταν και ο λόγος που ποτέ του δεν είχε κάνει έρωτα στη ζωή του. Έχοντας βρει μία γυναίκα να ανέχεται αυτήν την ιδιαιτερότητα και με δική της συγκατάθεση, απλώς έπαιρνε ελαφρώς βίαια την απόλαυσή του και την έδιωχνε.
Αυτή τη στιγμή κοιτούσε τον άνδρα, ο οποίος ψέλλιζε στα ελληνικά ακατάπαυστα. Ο Άρτουρ τον κοίταξε με απέχθεια. Είχε αγγίξει μάλλον εκείνη. Την κοπέλα που είχε εισβάλει σπίτι του. Τίποτε δεν ήταν τυχαίο. Απόψε, είχε συλληφθεί ο δράστης και την ίδια στιγμή, η κοπέλα είχε βρεθεί σοκαρισμένη στο κατώφλι του. Πώς όμως τη γνώριζε ο αδερφός του; Ήταν βέβαιος πως ακόμη και η σύλληψη του δράστη δεν ήταν τυχαία. Σημασία δεν είχε αυτό για την ώρα. Είχε συλληφθεί ένας άρρωστος, ένας εγκληματίας. Κάγχασε. Μα και ο ίδιος ήταν. Απλώς μισούσε το συγκεκριμένο έγκλημα εξαιτίας του παρελθόντος του. Από ποιον έτρεχε να κρυφτεί; Από τα μάτια του κόσμου ή τα δικά του τελικά; Όντας γιατρός, ήξερε πού και πόσο έπρεπε να χτυπήσει, ώστε το θύμα να μην ξεψυχήσει αμέσως. Το χαμόγελό του κρύφτηκε πίσω από τον καπνό του τσιγάρου.
Η Αφροδίτη είχε μείνει για λίγο μπροστά από το σπίτι των κοριτσιών, ώσπου ο πατέρας την επέστρεψε στο δικό της σπίτι, τη στιγμή που γυρνούσε και ο Στέφανος. Στη θέα της η καρδιά του βούλιαξε.
«Αφροδίτη; Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι έξω;»
Την ίδια στιγμή, ο Παύλος άνοιξε την πόρτα και τινάχτηκε και εκείνος στον κήπο.
«Αφροδίτη! Μα τω Θεώ κόντεψα να πεθάνω! Είπες πως θα βγεις για λίγο! Πού ήσουν; Η Ανδριανή;»
«Ποια Ανδριανή;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Στέφανος.
«Σταματήστε!» ούρλιαξε βίαια η κοπέλα «Αρχικά, θα μου πεις εσύ τι δουλειά είχες εκεί! Τι έπαθαν τα χέρια σου;» Από μακριά φάνηκαν και ο Κάσπαρ με τον Φίλιμπερτ. «Όλοι ήσασταν εκεί! Γιατί;»
Κανείς δεν μίλησε. Η Αφροδίτη κατέβασε το κεφάλι, ενώ ο πατέρας της κοιτούσε σαστισμένος τους άλλους τρεις. Η κοπέλα αποχώρησε και εκείνος τους πλησίασε. Ο Κάσπαρ ετοιμάστηκε να κρυφτεί.
«Τι συνέβη; Στέφανε; Μήπως επιθυμείς να ξεκινήσεις εσύ;»
«Θείε...εμείς μάθαμε για το άτομο που ευθυνόταν για την Αφροδίτη. Τους ζήτησα να με βοηθήσουν να το συλλάβουμε. Συγγνώμη αν σας πλήγωσα. Δεν φαντάστηκα ποτέ πως η Αφροδίτη...»
Τα ρυτιδιασμένα του μάτια βούρκωσαν. Εκείνο το βράδυ του είχαν σχεδόν σκοτώσει το κορίτσι του. Την όμορφη κόρη του. Τη γλυκιά και καλόκαρδη Αφροδίτη.
«Ποιος ήταν;» ρώτησε βραχνά και οι τρεις άνδρες αλληλοκοιτάχτηκαν.
« Ο πάτερ της εξομολόγησης. Εκείνος που...»
«Εκείνος στον οποίο στέλναμε τα παιδιά μας, τα εμπιστευόμασταν...Αν είναι ακόμη ζωντανός, θα τον θάψω με τα χέρια μου!Πού είναι;»
«Ξεχάστε τον. Παραδόθηκε στη Γκεστάπο» τον πρόλαβε ο Φιλ.
«Μου σκότωσε το παιδάκι μου, ο αλήτης! Ο Σατανάς!Τι του έφταιξε το κορίτσι μου;» οι λυγμοί σπάραζαν την καρδιά όλων. Ο Κάσπαρ τον πλησίασε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Σε καταλαβαίνω» του ψιθύρισε «δεν μπορώ να σου εξηγήσω πολλά, μα σε καταλαβαίνω. Η Αφροδίτη κάποια μέρα θα προχωρήσει. Γύρω της υπάρχουν σπουδαία στηρίγματα»
Ήταν πολύ αργά. Εκείνη βρισκόταν στο πλάι του Λευτέρη. Δεν ήξερε γιατί, μα άξαφνα η καρδιά της απέναντί του είχε ανοίξει διάπλατα. Ένιωθε σαν εκείνος ο άνδρας των σκοτεινών της αναμνήσεων, να είχε προσπαθήσει να κάνει κακό, ακόμη και στο παιδί της. Πόσο ανόητη υπήρξε; Ο Λευτέρης ήταν η πιο γλυκιά και αθώα πινελιά. Στάθηκε ξανά μπροστά από τον καθρέπτη. Με το δεξί της χέρι, προσπάθησε να χαϊδέψει το ίδιο της το κορμί. Σαν να επιθυμούσε να συγχωρέσει τον εαυτό της και να πάψει να τον λιθοβολεί. Στο σπίτι εκείνου του άνδρα, είχε προσπαθήσει να αμυνθεί. Ήταν αποφασισμένη να μην επιτρέψει σε κανέναν ανεπιθύμητο να την αγγίξει ξανά. Καλύτερα να πέθαινε. Όταν άκουσε τα βήματα όλων για λίγο κρύφτηκε. Ο Παύλος βλέποντας την πόρτα της κλειστή και το δωμάτιο μισοσκότεινο, αποφάσισε να της μιλήσει την επομένη. Ο Φίλιμπερτ ωστόσο, καρτερώντας άπαντες να ξαπλώσουν, σύρθηκε προς την πόρτα και χτύπησε διακριτικά.
«Αφροδίτη;» τη φώναξε και εκείνη δεν ήταν βέβαιη αν έπρεπε να απαντήσει.Για κάποιον λόγο, εκτός από αβεβαιότητα, πλέον αισθανόταν και θυμό. Θυμό για τον θύτη, θυμό για εκείνον τον άνδρα με τα μαύρα και το πλατινένιο μαλλί στο άγνωστο σπίτι, θυμό για τους κατακτητές και για την κατάσταση υγείας του πατέρας της. Όλα της έφταιγαν. Είχε ανοιχτεί ο ασκός του Αιόλου της ψυχής της, απελευθερώνοντας μία τρικυμία. Χρόνια πνιγμένη.
«Άφησέ με!» του φώναξε. «Δεν σου έδωσα το δικαίωμα να ανακατεύεσαι. Όλο αυτό δεν σε αφορούσε! Δεν έπρεπε να γνωρίζεις τίποτε!»
Ο Φίλιμπερτ ξεφύσησε.
«Το ξέρω. Σου ζητώ συγγνώμη για όλα, μα δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Από τη στιγμή που η αλήθεια έφτασε στα χέρια μου, διαβάζοντας ένα γράμμα σου τυχαία, έπρεπε να τον τιμωρήσω»
Η πόρτα άνοιξε και η Αφροδίτη του έκανε νόημα να κατευθυνθούν στο πίσω κηπάκι. Στο πρόσωπό του νεαρού διαφαινόταν η θλίψη.
«Πόσα διάβασες για εμένα;» τον ρώτησε βραχνά.
«Γνωρίζω την αλήθεια. Για σένα και τον Λευτέρη»
«Θεέ μου...»ψιθύρισε τρέμοντας.
Εκείνος δεν την πλησίασε.
«Αφροδίτη, είσαι μία υπέροχη κοπέλα και έχεις ένα ακόμη πιο υπέροχο παιδί. Δεν έφταιξες πουθενά. Πρέπει να αισθάνεσαι περήφανη γιατί μεγάλωσες τον Λευτέρη και δεν τον παράτησες ποτέ παρά τις δυσκολίες. Ορκίζομαι πως δεν θα μου ξεφύγει τίποτε και σε κανέναν. Δεν είχα κακό σκοπό. Ήθελα να μάθω για εσένα, για να κατορθώσω να σε πλησιάσω» έκανε παύση «Μου αρέσεις πολύ. Ειλικρινά, δεν θα με πείραζε αν δεν ήταν αμοιβαίο. Δεν τρέφω αυταπάτες για το ποιος είμαι και δεν θα σε έβαζα ποτέ σε κίνδυνο. Συγγνώμη, ειλικρινά»
Η κοπέλα τον κοίταξε αμίλητη.
«Μου κρύβεις και άλλα;» τον ρώτησε.
Ο Φίλιμπερτ το σκέφτηκε καλά. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, δεν μπορούσε να χτίσει μία σχέση στα ψέματα.
«Εγώ ήμουν ο Φίλιππος της αλληλογραφίας. Ήταν τυχαίο. Το γράμμα σου έφτασε σε εμένα. Ήταν η πρώτη μου φορά που λάμβανα κάποια επιστολή. Η ορφάνια μου έχει και εκείνη τα κακά της. Είμαι ένας στρατιώτης, τυπικά σε κάποιο μέτωπο, σε μία χώρα ξένη και κανείς δεν ενδιαφέρεται. Νιώθω τόση μοναξιά. Μοιάζει μακάβρια και καταθλιπτική η σκέψη πως ο θάνατός σου δεν θα επηρεάσει κανέναν. Πως σαν τον άνεμο απλώς πέρασες από τον κόσμο και έφυγες. Έτσι, αποφάσισα να απαντήσω με ελληνικό όνομα καθώς ως Γερμανός δεν είχα ελπίδα»
«Για κάποιον λόγο, βαθιά μέσα μου το σκέφτηκα. Ίσως και να ήθελα να είσαι εσύ από ένα σημείο και μετά»
«Λοιπόν, τέρμα τα ψέματα;» τη ρώτησε.
«Δεν είμαι από εύθραυστο γυαλί, ξέρεις. Αντέχω. Το ίδιο και η καρδιά μου. Είμαι πιο δυνατή από όσο δείχνω. Εδώ άντεξα να ζω με αυτές τις αναμνήσεις. Του πόνου, της βίας, της αφαίρεσης της αθωότητάς μου δίχως επιλογή» τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κορμί της. Έκανε πολύ κρύο έξω. Κόντευαν Χριστούγεννα. Ο Φίλιμπερτ άπλωσε το χέρι του.
«Komm» της είπε. Εκείνη τον πλησίασε τρέμοντας. Η γνώριμη μυρωδιά του την καθησύχαζε «Δεν θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει. Ποτέ» της υποσχέθηκε.
Μέσα στο κρύο, ένιωσε την αναπνοή της. Τα χέρια της αγκάλιασαν το κορμί του. Ήταν σκοτεινά έξω. Η μύτη του άγγιξε το μέτωπό της. Μία τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό της. Τι γεύση να είχαν τα χείλη του;
«Liebling...» της ψιθύρισε.
«Θα μου πεις τι σημαίνει;»
Τα χείλη του φίλησαν το μέτωπό της.
«Αυτό, θα παραμείνει για λίγο ακόμη μυστικό» της χαμογέλασε.
Αν κάτι ωστόσο δεν μπορούσε να μείνει κρυφό, αυτό ήταν τα αποτελέσματα του λιμού. Η σκιερή φιγούρα του Άρτουρ, βάδιζε στα λημέρια του Χάρου. Το μόνο που ακουγόταν, ήταν μία σιωπή απόκοσμη. Στα σοκάκια, φαντάσματα σέρνονταν και το δημοτικό καρότσι που το έσερνε ένας γέρος, ήταν ο μόνος ήχος. Δύο άλλοι άνδρες, κουβάλησαν έναν νεαρό και κατόπιν, πέταξαν το άψυχο κορμί του στο καρότσι που συνέχιζε τη θανατερή του διαδρομή. Ένα ακόμη πτώμα, επάνω σε τόσα άλλα, με τα μέλη τους να εξέχουν. Ο Άρτουρ συνέχισε να βαδίζει σε σάπια σοκάκια και δύσοσμα καλντερίμια. Μία γυναίκα βρισκόταν καθισμένη στα σκαλιά, κάτω από τη βεράντα της. Κουνούσε ένα κοριτσάκι, σαν να το νανούριζε. Το βλέμμα της έκρυβε απόγνωση. Ήταν όμορφο το κοριτσάκι. Ο Άρτουρ τις πλησίασε. Η γυναίκα σάστισε. Το κεφάλι του παιδιού κρεμόταν άψυχο. Από το ανοιχτό στοματάκι του πέταξε μία μύγα που αργά το έτρωγε. Το χέρι του άνδρα έκλεισε τα μάτια της μικρής. Το βήμα του απομακρύνθηκε. Η γυναίκα σπάραξε. Κάπου, από τα βάθη της αλλόκοσμης πια Αθήνας, κάποιος εκλιπαρούσε.
΄΄Πεινάω καλοί μου άνθρωποι...Σας παρακαλώ΄΄ μέχρι που και εκείνος σώπασε. Ίσως πλέον βάδιζε σε άλλα μέρη, πιο φωτεινά, κρατώντας το χέρι του μικρού, πανέμορφου κοριτσιού που τώρα πια χαμογελούσε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro