«Πεινάω καλοί μου άνθρωποι»/ part 3
Στη φωτό ο Φιλιμπερτ
Η επόμενη μέρα, έμελλε να είναι δύσκολη για όλους. Ένα αόρατο σχέδιο είχε τεθεί σε εφαρμογή, μία τιμωρία. Καθόλη τη διάρκεια της νύχτας, κανείς τους δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Ο έρωτας, ο απαγορευμένος έρωτας, καίει την καρδιά, μα και τις φλέβες, Είναι επώδυνος. Ο Φίλιμπερτ, παρά το κρύο και το δούλεμα που αντιμετώπιζε από ανθρώπους σαν τον Μπρούνο, πως ο ίδιος και ο Κάσπαρ είχαν επιλέξει φτωχαδάκια για να ζητήσουν δήθεν άσυλο, είχε παραμείνει ξεσκέπαστος. Φοβόταν πως στεκόταν στο χείλος του γκρεμού και πως αν το συνέχιζε, δεν θα υπήρχε επιστροφή και η πτώση θα ήταν βαριά. Βαριά, όχι τόσο για τον ίδιο, μα και για την γλυκιά Αφροδίτη. Αυτός ο καταραμένος πόλεμος, του έκοβε τα φτερά. Υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε, όχι, θα έκανε τα πάντα, για να της δείξει την ομορφιά της ζωής, για να την κάνει να ξεχάσει, όσο αυτό ήταν δυνατόν τον πόνο της. Το ξημέρωμα τον βρήκε με τα μάτια ορθάνοιχτα και τον Κάσπαρ να σιγομουρμουρίζει πως δεν ήθελε να χάσει τη ζεστασιά του κρεβατιού που με τόσο κόπο έχτισε το προηγούμενο βράδυ.
Στο σαλόνι, όπου βρισκόταν και το κουζινάκι, συναντήθηκαν όλοι μαζί. Μονάχα ο Λευτέρης είχε όρεξη και ο οποίος τώρα τριβόταν νυσταγμένα στα πόδια του νεαρού Κάσπαρ. Οι ματιές του Φίλιμπερτ και της Αφροδίτης αντάμωσαν για δευτερόλεπτα. Ο νεαρός προσευχόταν να κατόρθωνε εκείνη να διαβάσει το κρυφό μήνυμα του βλέμματός του, το οποίο παρέμενε κοφτό δίπλα από την άγρυπνη προσοχή του Παύλου. Προς μεγάλη του ανακούφιση, παρατήρησε ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα.
«Καλημέρα κύριε Παύλο. Φαίνεστε χλομός» πρόφερε ο Φιλ κρατημένα.
«Καλημέρα. Είμαι μία χαρά»
«Γιατί το κάνετε αυτό; Αφήστε με να σας βοηθήσω. Υπόσχομαι πως κανείς από την γειτονιά δεν θα το προσέξει» πάλεψε να τον πείσει «Κάντε το για την κόρη και τον γιο σας»
Για πρώτη φορά ωστόσο, είδε το πρόσωπο του Παύλου να συσπάται από θυμό. Η πείνα, ο φόβος, η στεναχώρια και η αβεβαιότητα για το αύριο, τον είχαν οδηγήσει σε οριακό σημείο.
«Επίτρεψέ μου, να ανησυχώ αποκλειστικά εγώ για το καλό των παιδιών μου. Δεν χρειάζομαι καμία βοήθεια από γερμανικά χέρια! Αφήστε με!» φώναξε και ευθύς ετοιμάστηκε να χτυπήσει την πόρτα του Σοφοκλή. Η αδερφή του, ήταν πια πολύ αδύναμη για να σηκωθεί από το κρεβάτι. Όταν φάνηκε ο Στέφανος τελικά στο κατώφλι, έριξε μία πλάγια ματιά στους δύο αξιωματικούς και εκείνοι ανταπέδωσαν. Ο Παύλος παρατήρησε το συνθηματικό και κοίταξε και τους τρεις με νόημα «Το τελευταίο που επιθυμώ, είναι να μπούμε ομαδικώς σε περιπέτειες» τους μούγκρισε και αντέδρασαν σαν έφηβοι που οι γονείς τους είχαν αντιληφθεί «Στέφανε, ελπίζω να σεβαστείς την κατάσταση της μητέρας σου» του έκανε παρατήρηση.
«Θείε...»
«Σε παρακαλώ!» του φώναξε ξανά και χάθηκαν πίσω από την πόρτα.
«Αν θέλεις πίστεψέ με, μα ένιωσα σαν τον γιο που έχει εξοργίσει τον πατέρα του. Κοινώς, τον φοβήθηκα» ψιθύρισε ο Κάσπαρ στο αφτί του Φιλ «Θέλω να πω πως είμαστε ο κατακτητής. Τυπικά, θα έπρεπε να μας φοβάται εκείνος» γέλασε στο τέλος και ο φίλος του κούνησε το κεφάλι του.
«Ο κύριος Παύλος, είναι απλώς ο κύριος Παύλος» ένευσε στο τέλος και ξεκίνησαν τη διαδρομή προς ένα κέντρο ζοφερό.
Ποιος είχε όμως αρκετή δύναμη, ώστε να βγει στους δρόμους της Αθήνας; Ποιος μπορούσε να αντικρίσει κατάματα το κακούργημα του πολέμου; Θάνατος και δάκρυα, τα μαγαζιά αδειανά. Λιτανείες από σκέλεθρα, άνθρωποι που βαστιούνταν αγκαλιά, βαδίζοντας θαρρείς αέναα στο πουθενά, κλαίγοντας με ένα παράπονο και φωνάζοντας πεινάω καλοί μου άνθρωποι. Αυτή η κραυγή, αυτές οι λέξεις, ανατρίχιαζαν τους πάντες τα χειμωνιάτικα πλέον βράδια, χτυπούσαν τα κλειστά παντζούρια, τα τζάμια που ήταν σκεπασμένα με μαύρες και μπλε κόλλες χαρτί για συσκότιση.
Στα συσσίτια επικρατούσε αταξία, τα τρόφιμα δεν έφταναν και οι καβγάδες ήταν πλέον συχνοί, σε σημείο που ακόμη και η Αφροδίτη φοβόταν να πηγαίνει μονάχη της. Η δυναμική της φίλη, η Ανδριανή, καρτερούσε σε άλλα συσσίτια, στη δική της γειτονιά. Πολλούς από τους νεκρούς, τους έθαβαν κατά μήκος των δρόμων, στα κρυφά τη νύχτα, προκειμένου να κρατήσουν το δελτίο του ψωμιού ή τους παρατούσαν στο δρόμο για να φανεί πως πέθαναν εκεί. Μάλιστα, έγινε πρόταση στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, προκειμένου να παραγγελθούν χειράμαξα νεκροφόρα και να μοιραστούν στους συνοικισμούς. Για πολλά χρόνια αργότερα, ο κόσμος θα τα θυμόταν. Άγγελοι μισοπεθαμένοι, ξυπόλυτοι, κουβαλούσαν αυτά τα καρότσια, φτιαγμένα από κάσες, μέσα στα οποία πετούσαν πτώματα και ό,τι άλλο λάχαινε. Στις σχάρες της Ομόνοιας, όσοι άφηναν την τελευταία πνοή, είχαν έστω και για λίγο αισθανθεί την λύτρωση της ζεστασιάς. Πολλοί πάλευαν για μία θέση εκεί. Καρτερούσαν σαν τα όρνεα κάποιον να πεθάνει και ευθύς έτρεχαν μόλις τον μάζευε το καρότσι του Χάρου. Ως και για τα ρούχα καρτερούσαν. Μόλις κάποιος πέθαινε, οι πιο φτωχοί, εκείνοι που είχαν ανάγκη τα ενδύματα, άρπαζαν κυριολεκτικά ό,τι μπορούσαν, αφήνοντας μονάχα τα σκέλια του πεθαμένου καλυμμένα.
Ο Στέφανος, όλο το πρωί περιποιούταν την μητέρα του. Τα περιθώρια στένευαν, τόσο για εκείνη, όσο και για τον φίλο του τον Ιωσήφ που είχε υψηλό πυρετό. Άραγε, κάτι τέτοιες στιγμές όφειλε να βάλει στην άκρη την περηφάνια του; Η παρουσία του συντρόφου Μανώλη στο κατώφλι του σπιτιού του, τον τάραξε περισσότερο. Δεν επιθυμούσε να γνωρίζει εκείνος ο άνδρας λεπτομέρειες, σχετικά με το πού έμενε, ποια ήταν η οικογένειά του, Ωστόσο, η γειτονιά ήταν μικρή και ο κόσμος μιλούσε. Εύκολα μπορούσε να μάθει κάποιος πληροφορίες.
«Καλημέρα σύντροφε» άκουσε το γνωστό κάλεσμα. Του είχε δώσει άλλα δύο βιβλία, τα οποία ωστόσο δεν τα είχε διαβάσει καν.
«Καλημέρα...σύντροφε Μανώλη» απάντησε εκείνος με μισή καρδιά.
«Λοιπόν, έχω την εντύπωση πως μπορείς να γνωρίσεις σήμερα τον φίλο μου. Λοιπόν, έλα»
Δεν ήξερε ειλικρινά τι έπρεπε να κάνει. Ο ίδιος δεν επιθυμούσε να ανήκει σε καμία πλευρά, μήτε να χαρακτηρίζεται από κάποιον πολιτικό τίτλο. Ήταν πατριώτης εξάλλου και δεν χρειαζόταν να ονομάζεται αριστερός ή φασίστας. Απλώς ήταν ο Στέφανος και έκανε κάθε μέρα ό,τι περνούσε από το χέρι του για να εξασφαλίσει την επιβίωση της οικογένειάς του. Απρόθυμα λοιπόν, ακολούθησε τον σύντροφο, μέχρι που έφτασαν μπροστά σε ένα σχετικά καλοδιατηρημένο σπίτι. Ο Μανώλης χτύπησε συνθηματικά δύο φορές και ένας μεγάλος σε ηλικία άνδρας, άνοιξε την πόρτα. Ήταν ψηλός, ελαφρώς χλομός.
«Καλημέρα σας. Περάστε» τους είπε πρόθυμα. Στο εσωτερικό του σπιτιού, υπήρχαν ακόμη τέσσερα άτομα, σχετικά νέα στην ηλικία. Ο Στέφανος ατένιζε πλαγίως τα πρόσωπά τους. Φαινόταν σαν να κυριαρχεί μία αδιόρατη ιεραρχία. Ο ένας νεαρός, φοβόταν τον ΄΄φίλο΄΄ του συντρόφου Μανώλη «Το όνομά μου, είναι Κωνσταντίνος, είμαι δικηγόρος, ωστόσο το σύντροφος είναι ό,τι θα σου χρειαστεί. Θα θέλαμε να σε ρωτήσουμε κάτι. Πώς τα πας αρχικά με τα γράμματα και τη μόρφωση;»
Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του Στέφανου, ήταν οι προκηρύξεις.
«Τα πάω πολύ καλά. Ήμουν καλός στην έκθεση στο σχολείο, πριν φυσικά συμβούν όλα αυτά»
«Πολύ ενδιαφέρον. Από όσο με ενημέρωσε και ο σύντροφος Μανώλης, είσαι ένα πολύ καλό και αξιόλογο παιδί. Για αρχή, θα θέλαμε να διαβάζεις τα άρθρα που πρόκειται να τυπωθούν στην εφημερίδα μας Τα Αετόπουλα. Οποιοδήποτε γραμματικό ή ορθογραφικό λάθος, θα σε παρακαλούσα να διορθώνεται. Φυσικά, η δουλειά σου θα έχει και κέρδος. Θα μπορείς να απολαμβάνεις την μικρή μας μερίδα του φαγητού»
Ο Στέφανος για κάποιον λόγο ένιωσε να πνίγεται.
«Κοιτάξτε να δείτε....εγώ» πήγε να σηκωθεί, ωστόσο ο δικηγόρος του έκοψε το δρόμο με τρόπο.
«Εσύ θα χαρείς να βοηθήσεις. Σύντροφε, δείξε του το δωμάτιο της εργασίας του»
Ο παράξενος και θρασύς άνδρας θα τον έβαζε σε απίστευτους μπελάδες. Με το ζόρι κάθισε σε ένα τραπέζι στρογγυλό, ξεκινώντας νωχελικά την ανάγνωση των διάφορων άρθρων εκ των οποίων τα περισσότερα αφορούσαν την πείνα που μάστιζε τη χώρα. Εντάξει, δεν είχαν άδικο. Το είχε δει, το βίωνε μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Όταν η ώρα περνούσε και εκείνου πράγματι του εμφανίστηκε στο τραπέζι λίγο τυρί με ψωμί, το στομάχι του διαμαρτυρήθηκε ευθύς. Τα μάτια του γούρλωσαν, ωστόσο, αποφάσισε στα κρυφά να τα κρύψει, προκειμένου να τα πάει στο σπίτι και να τα δώσει στην μητέρα του που ψυχομαχούσε. Και εκείνος είχε αδυνατήσει, μα δεν τον ένοιαζε. Θα έκανε τα πάντα για την οικογένειά του. Μακάρι να είχε περισσότερο φαγητό, να έδινε και στον δύστυχο Ιωσήφ. Το κλάμα της γιαγιάς του, οι προσευχές και τα παρακάλια συχνά ακούγονταν από το εσωτερικό του σπιτιού. Κανείς δεν ενδιαφερόταν όμως για το δράμα που ζούσαν. Άπαντες εξάλλου, είχαν τον δικό τους Γολγοθά να σκαρφαλώσουν.
Το ίδιο πρωί, ο Άρτουρ ετοιμαζόταν για την οδό Μέρλιν. Είχε σταθεί μπροστά από έναν καθρέπτη, κοιτάζοντας το όμορφο πρόσωπό του. Στο μυαλό του στροβιλίζονταν εικόνες διαρκώς, οι οποίες τουλάχιστον τις εποχές που βρισκόταν στην Πολωνία, τον επισκέπτονταν σπανιότερα εξαιτίας του αλκοόλ και των κορμιών που πυροβολούσε ή της σχετικής δράσης. Η αντίστοιχη ωστόσο σχετική αδράνεια στην Ελλάδα τον τρέλαινε. ΄Κάθε φορά που στεκόταν γυμνός, ένιωθε τα αγγίγματα εκείνου και ας μην είχαν επαναληφθεί πολλές φορές. Έβλεπε τον εαυτό του ανήμπορο, εξαιτίας του ποδιού του που δεν είχε μάθει να χειρίζεται σωστά, να προσπαθεί αξιολύπητα να τρέξει μακριά από τα άρρωστα πάθη αυτού του εγκληματία. Στο τέλος, στο δικό του τέλος, αποτύγχανε, δεχόμενος την ταπείνωση. Είχε νιώσει τα βρωμερά του χέρια να χαϊδεύουν τα απαγορευμένα σημεία του, ενώ η ανάσα του σφυροκοπούσε στο λαιμό του. Ακόμη χειρότερα, είχε διαλύσει τον ανδρισμό του την μέρα που έστω και για λίγο, είχε ολοκληρώσει την πράξη του. Την επόμενη φορά είχε βρεθεί νεκρός, μα αυτό δεν αρκούσε. Ο Άρτουρ, σχεδόν ένιωθε πως είχε χάσει κάθε αξιοπρέπεια. Πως ήταν ένα κουτσό πλάσμα που θα μπορούσε να πέσει ξανά θύμα οποιουδήποτε.
Τα μάτια του τα κοφτερά κοίταξαν την αντανάκλαση του ειδώλου του μία φορά ακόμη, μα είδαν μόνο ένα αγόρι κλαμένο, τη στιγμή που το κορμί του ατιμαζόταν. Η γροθιά του προσγειώθηκε με λύσσα στον καθρέπτη, κάνοντάς τον κομμάτια. Αίματα κυλούσαν από το ξεσκισμένο του χέρι, το οποίο όργωναν τώρα μισοθαμμένα κομμάτια γυαλιού. Τον πόνο ωστόσο σχεδόν δεν τον αισθανόταν. Η οργή κόχλαζε και ο Άρτουρ συνέχισε να χτυπά ξανά και ξανά ό,τι είχε απομείνει από το κάτοπτρο. Το πάτωμα γέμισε με το άλικο υγρό, το οποίο κυλούσε από τα χέρια του. Ευτυχώς έχοντας σπουδάσει ιατρική, ήξερε πώς να περιποιηθεί τον εαυτό του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε αυτοκαταστροφικές τάσεις, που ήθελε να βλάψει τον εαυτό του, να ξεσπάσει στο κορμί του που τον είχε προδώσει.
Οι κραυγές, όπως ήταν φυσικό, δεν πέρασαν απαρατήρητες και από το διπλανό σπίτι. Η Αννελί διάβαζε ένα βιβλίο όταν έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο. Έπρεπε να ήταν εκείνος. Χαμογέλασε. Ίσως τελικά και τα μεγαλύτερα κτήνη να αντιμετώπιζαν την δική τους Κόλαση, στην ίδια που είχαν στείλει τόσες αθώες ψυχές. Η Δάφνη, έτσι επιθυμούσε να την αποκαλούν και όχι Χάβα, η κατά ένα χρόνο μικρότερη αδερφή της, την πλησίασε στοργικά.
«Θα ήθελα να βγω μία βόλτα, αλλά ο κόσμος εδώ με αντιμετωπίζει με οργή. Μας αποκαλούν πόρνες, Γερμανίδες ναζί»
Η Αννελί αναστέναξε.
«Κάνε υπομονή. Όλα έχουν τον σκοπό τους. Απόψε, είναι προσκεκλημένα τρία μέλη των Ες-Ες. Νομίζω πως και ο διπλανός θα είναι καλεσμένος μας. Έχει να πει πολλά με τον μπαμπά. Και οι δύο είναι γιατροί. Τον άκουσα να ουρλιάζει. Υπέθεσα πως τον χτύπησε η θεία δίκη για τα αδικήματά του» για λίγο αποφάσισε να αλλάξει το θέμα «Ο λόγος που τόσο απεγνωσμένα θέλεις να βγεις, είναι μήπως ο...»
«Ναι. Η αλήθεια είναι πως ο Σάββας μου αρέσει πολύ εμφανισιακά. Ξέρω πως θα τον βάλω σε μπελάδες, μα τουλάχιστον, θα ήθελα να τον παρατηρώ έστω από μακριά»
«Μην πας μονάχη σου» της είπε η Αννελί και της χαμογέλασε «Θα έρθω μαζί σου για λίγο»
Έχοντας χτενίσει τα μαλλιά τους, άνοιξαν με προσοχή την πόρτα. Τη στιγμή εκείνη, άκουσαν τον θανατερό ήχο από μπότες και είδαν τον Άρτουρ να περπατά κυριολεκτικά σαν στρατιώτης που έκανε παρέλαση. Τα βήματά του ήταν όσο πιο κοφτά γινόταν, παλεύοντας με νύχια και με δόντια να κρύψει το ατελές του βάδισμα. Η Αννελί αντιλήφθηκε πως υπήρχε πρόβλημα, κυρίως από τον ιδρώτα που κυλούσε στο μέτωπό του, ενώ το κρύο ήταν σχεδόν αφόρητο για τα ελληνικά δεδομένα. Το χέρι του, το είχε περιποιηθεί ο ίδιος. Σαν περνούσε μπροστά τους, το βλέμμα τους αντάμωσε για δευτερόλεπτα. Αν είχε την ικανότητα να της χαράξει τη σάρκα, με βεβαιότητα θα το έκανε. Ο νεαρός άνδρας, σχεδόν τυπικά ένευσε προς το μέρος τους. Η αμείλικτη φιγούρα του, χάθηκε μέσα στην καταχνιά της πόλης των νεκρών.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro