Οι Αποχρώσεις της Υποκρισίας/ part 3
Ελλάδα 1938
Ο Στέφανος ολοκλήρωνε σιγά σιγά τη φοίτησή του στο σχολείο, ενώ τα πράγματα για εκείνον στην Ελλάδα κυλούσαν μέτρια. Ήδη από τον Νοέμβριο του 36, είχε σχηματιστεί η ΕΟΝ, η οργάνωση νέων που υποστήριζε τον Μεταξά. Ο νεαρός δεν ανήκε σε καμία ιδεολογία. Ήδη από την οικογένειά του, είχε μάθει να είναι απλώς ο εαυτός του, να μην βάζει ταμπέλες σε τίποτε και να ακολουθεί αυτό που του έλεγε η καρδιά του. Αν είχε σκοπό να υποστηρίξει έναν δεξιό ή έναν αριστερό, τότε καλό θα ήταν να το έπραττε βασισμένος στην δική του συνείδηση και μόνο. Ο πατέρας του, καθώς και ο θείος του ο Παύλος, είχαν επιτέλους κατορθώσει να ανοίξουν το δικό τους μικρό μαγαζί, σχεδιάζοντας και σκαλίζοντας έπιπλα με τη βοήθεια και της ξαδέρφης του. Εκείνος αν όχι καθημερινά, τουλάχιστον μέρα παρά μέρα, της υπενθύμιζε τις μελλοντικές της σπουδές στην Καλών Τεχνών, καθώς σαν συγγραφέας, η κατάληξη ήταν αμφίβολη. Τα απογεύματα, ενώ βρισκόταν στο μαγαζί με τον πατέρα και τον θείο της, η Αφροδίτη τους άκουσε να συζητάνε για την ΕΟΝ. Όπως το είχε φανταστεί, κανείς δεν ήταν υπέρ της και οι δύο άνδρες μούγκριζαν στα σιγανά, ο ένας στο αφτί του άλλου.
«Πότε επιτέλους θα καταλάβετε πως είμαι δεκαέξι και δεν χρειάζεται να μασάτε όλα σας τα λόγια;» τους πείραξε η Αφροδίτη.
Ο πατέρας της την κοίταξε πλαγίως.
«Για την ΕΟΝ μιλούσαμε» ψιθύρισε σχεδόν, όταν άκουσαν τον ήχο από ένα χαρακτηριστικό κουδουνάκι και αντίκρυσαν τη φιγούρα του Σάββα «Καλώς τον!» τον υποδέχτηκε ο Παύλος χαμογελώντας «Δύο μέτρα έγινες! Αχ, σ αυτήν την ηλικία το μπόι το αποκτάτε σε μία νύχτα»
«Μην μου το θυμίζεις μπαμπά. Στην δική μου περίπτωση, ξημέρωσε» γέλασε η Αφροδίτη και του έκανε νόημα να καθίσει.
«Είχα χρόνο σήμερα και αποφάσισα να περάσω από το μαγαζί σας. Η αλήθεια είναι πως η κόρη σας, εκτός του ότι γράφει, ζωγραφίζει και υπέροχα. Έτσι θέλησα να δω τη δουλειά της, αν δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα» η τελευταία λέξη έμοιαζε σχεδόν με ψίθυρο, ο οποίος του επέφερε ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα. Η Αφροδίτη τον κοίταξε λοξά και χαμογέλασε. Το πράο βλέμμα του, γεμάτο από μία εμφανή καλοσύνη, της ζέσταινε την καρδιά. Αγαπούσε να βρίσκεται κοντά του, καθώς ήξερε πως μπορούσε να είναι ο εαυτός της. Τα μάτια της, για λίγο διέτρεξαν το μαγαζί αγκαλιάζοντας και όλους τους παρευρισκόμενους. Μπορεί η μοίρα να της είχε στερήσει τη μητέρα της, ωστόσο της είχε χαρίσει μία δεμένη οικογένεια, ανθρώπους δίχως ταμπού, δίχως κακία, ανθρώπους που με την συμπεριφορά τους την βοηθούσαν να ανθίσει. Στον καιρό της, κάτι τέτοιο ήταν απελπιστικά σπάνιο, ίσως και θείο δώρο. Οι κακές οι γλώσσες καραδοκούσαν, οι προδότες το ίδιο. «Ο Κυριάκος μπήκε στην ΕΟΝ. Γνωρίζω βέβαια πως αυτό δεν σε εκπλήσσει καθόλου. Πέρυσι είχε παρουσιαστεί στην Πάτρα ενώπιον του ίδιου του Μεταξά»
«Όχι βέβαια» έσκουξε η Αφροδίτη.
«Να δω πώς θα σας προστατέψουμε από αυτή τη φασιστική οργάνωση» γκρίνιαξε ο Σοφοκλής και ο Παύλος τον σκούντησε.
«Μην ανησυχείτε. Εγώ δεν υπερασπίζομαι κάτι συγκεκριμένο εξάλλου. Τελευταία οι Φαλαγγίτες μπαινοβγαίνουν στις τάξεις, αφήστε που τα εγχειρίδια τα σχολικά έχουν υποστεί αλλοίωση, σε σημείο να χαρακτηρίζονται προπαγανδιστικά. Εμάς τους Εβραίους δεν μας δέχονται»
«Καλύτερα! Το συνέχισε ο Σοφοκλής. Έχεις δει πώς χαιρετάνε τα παιδιά μας; Σαν τον ακατανόμαστο τον τρελογερμαναρά! Να σας πω και κάτι; Φοβάμαι πολύ με δαύτους. Τα πράγματα δεν πάνε καλά και αν τολμήσουν να πατήσουν το πόδι τους....»
«Θείε έχεις κοκκινίσει» τον προειδοποίησε η ανιψιά του.
«Αχ, νιάτα. Χαρείτε τώρα γιατί το αύριο είναι αβέβαιο. Άντε, πηγαίνετε καμία βόλτα στο κέντρο» χαμογέλασε ο Παύλος και ο Σάββας την κοίταξε ντροπαλά.
«Θα ήθελες;» την ρώτησε.
«Φυσικά»
Τελικά, η μέρα δεν κύλησε με τόσο αγαθές προθέσεις και έτσι ο σταθμάρχης της αστυνομίας στην Καισαριανή, κάλεσε τον Παύλο και τον Σοφοκλή, ανακοινώνοντάς τους πως κάποιος τους κάρφωσε με την δικαιολογία πως κινούνταν ύποπτα και εμφορούνταν από κομμουνιστικές ιδέες. Παρά το γεγονός πως εκείνος γνώριζε τους δύο άνδρες, του ζητήθηκε να το ψάξει το θέμα θέλοντας και μη.
«Τους διαβεβαίωσα πως σας γνωρίζω προσωπικά και πως είστε υπεράνω πάσης υποψίας» ξεκίνησε ο σταθμάρχης, όταν είδαν τον Στέφανο να πλησιάζει μπαρουτιασμένος.
«Ούτε να το σκέφτεσαι!» προσπάθησε να του βάλει φρένο ο πατέρας του, όμως στάθηκε μάταιο.
«Να μας δώσετε και το όνομα αυτού που μίλησε, αφού πρέπει να απολογηθούμε! Όμως όλοι οι δωσίλογοι είναι δειλοί! Δεν τολμούν να σε κοιτάξουν στα μάτια και να σε κακολογήσουν!» ούρλιαζε.
«Νεαρέ, εγώ απλώς σας δικαιολόγησα πως είστε παλαιοί φιλελεύθεροι και..»
«Δεν θέλουμε δικαιολογίες γιατί δεν τις έχουμε ανάγκη!»
«Στέφανε!» τσίριξε ο Σοφοκλής «Σήκω φύγε αυτή τη στιγμή γιατί θα την πληρώσεις εσύ στο τέλος!» τον έδιωξε καθώς γνώριζε πως τέτοιες στιγμές θα ήταν προτιμότερο να μην εξωθούσαν τα πράγματα στα άκρα. Τους ζήτησαν να κόψουν τις πολλές επισκέψεις δεξιά και αριστερά και όπως ήταν αναμενόμενο, η Δέσποινα, είχε γίνει έξω φρενών απειλώντας Θεούς και Δαίμονες και αναζητώντας τον ένοχο. Στην αρχή σκέφτηκαν το πρώην αφεντικό τους. Θα μπορούσε να είχε ζηλέψει και να είχε θεωρήσει πως φεύγοντας, οι δυο τους πήραν μαζί τους και τους καλούς πελάτες. Το ΄΄κάρφωμα΄΄ λοιπόν, θα μπορούσε να είναι και μία πράξη εκδίκησης.
Γυρνώντας, άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα της και ανοίγοντας, είδε την γειτόνισσα με ένα πλεκτό στο χέρι, η οποία χαμογελαστή, την ρώτησε δήθεν αν θα μπορούσε να την βοηθήσει με την συγκεκριμένη πλέξη. Μόλις εισήλθε στο σπίτι, άρπαξε τη Δέσποινα και περνώντας στο βάθος, της είπε τρομοκρατημένη, πως έπιασαν ένα φτωχούλη κύριο, ο οποίος γυρνούσε στους δρόμους πουλώντας μαστίχα για να ζήσει τα παιδιά του, με την κατηγορία του αριστερού.
«Μα τι τους έκανε ο δόλιος; Ένας ήσυχος άνθρωπος ήταν και τελοσπάντων γιατί έχει τόση πια σημασία αυτό το αριστερό και το δεξί;»
«Αχ, βρε Δέσποινα. Είσαι αθώα ακόμη. Η δεύτερη πατρίδα που επιλέξαμε ταλανίζεται από άλλα προβλήματα. Καλύτερα τελικά να πεθαίναμε στα Βουρλά»
Δεν είχε άδικο. Κάθε φορά που γινόταν αναφορά στον τόπο που γεννήθηκε, τα μάτια της βούρκωναν άθελά τους. Στάθηκε στο κατώφλι, ξεπροβοδίζοντας την γειτόνισσα. Όταν έκλεισε την πόρτα, ξαφνικά ένιωσε την ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του σπιτιού να αλλάζει και να γίνεται πνιγηρή, όσο πνιγηρή είχε καταντήσει και η ζωή έξω από αυτό. Ο Στέφανος, ο γιος της, ήταν σκασμένος. Είχε απορρίψει μέχρι και την πρόταση του Ιωσήφ για ποδόσφαιρο, ενώ η εικόνα του Κυριάκου στροβιλιζόταν επικίνδυνα στο μυαλό του. Καθόταν οκλαδόν σε ένα βραχάκι, χαμένος σε ένα δασύλλιο, όταν είδε τη φιγούρα της Ανδριανής να πλησιάζει. Τα μάγουλά του άρπαξαν ευθύς φωτιά. Σε γενικές γραμμές, ήταν ένα πνεύμα ελεύθερο, πειραχτήρι δυναμικό, το οποίο δεν γνώριζε από αναστολές αν θεωρούσε πως το έπνιγε το άδικο. Οι περισσότερες κοπέλες, τον θεωρούσαν ένα όνειρο άπιαστο, μιας και είχε τη φήμη του υπερβολικά έμπειρου, κάτι το οποίο εκείνος και οι φίλοι του γνώριζαν καλά πως δεν ίσχυε. Τον τελευταίο καιρό, αισθανόταν πως ακόμη και η Ανδριανή τον απέφευγε.
«Καλησπέρα» τη χαιρέτησε ελαφρώς μελαγχολικά και την είδε να μειδιά συνεσταλμένα.
«Καλησπέρα και σε εσένα...» άκουσε την κοπέλα και άξαφνα σηκώθηκε όρθιος.
«Ω, εντάξει! Όχι και εσύ. Είμαστε φίλοι σχεδόν από παιδιά, είναι δυνατόν να νιώθεις κοντά μου αμηχανία;» διαμαρτυρήθηκε σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
«Στέφανε εγώ δεν...»
«Πιστεύεις και εσύ όλα όσα ακούγονται για εμένα; Νόμιζα πως τουλάχιστον μετά από τόσα χρόνια, με γνωρίζεις καλύτερα» απογοητεύτηκε και την είδε να κατεβάζει το κεφάλι.
Σιωπηλοί, αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής, όταν εκείνη σκόνταψε σε ένα πεσμένο κούτσουρο που δεν είχε παρατηρήσει και βρέθηκε να παραπατά, με τον Στέφανο να την αρπάζει από την λεπτοκαμωμένη της μέση και να καταλήγουν και οι δύο, ένα σωστό κουβάρι, ανάποδα στα ξερόχορτα. Ένας μικρός πόνος, τον προειδοποίησε πως είχε σηκώσει όλο το βάρος, όχι μονάχα το δικό του αλλά και της κοπέλας, επάνω του. Είδε το πρόσωπό της να είναι ακουμπισμένο στο στήθος του, ενώ αργά ανασηκωνόταν. Ανάμεσα από τα μαλλιά της, βρίσκονταν μπλεγμένα ένα σωρό μικρά και μεγάλα άνθη, ανακατεμένα με ξερά φύλλα και χορταρικά αγνώστου προελεύσεως.
«Συ-συγγνώμη» ψέλλισε εκείνη, ωστόσο ο νεαρός έμεινε σιωπηλός. Με το χέρι του, αφαίρεσε μηχανικά οτιδήποτε είχε βρεθεί μπλεγμένο στα μαλλιά της. Το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο, τα μάτια του δεν εγκατέλειψαν λεπτό τα δικά της «Πρέπει να φύγω. Ευχαριστώ για την βοήθεια» πρόφερε εκείνη αμήχανα και αφού σηκώθηκε, εξαφανίστηκε τρέχοντας.
Αν το ράγισμα της καρδιάς, μπορούσε πράγματι να ακουστεί, τότε με βεβαιότητα ο Στέφανος θα άκουγε τη δική του. Με βλέμμα απεγνωσμένο, σύρθηκε και εκείνος αργά προς το σπίτι του. Οι ατάκες από την μητέρα του θα έπεφταν βροχή, μα αυτό δεν ήταν κάτι που τον απασχολούσε. Η ΕΟΝ τυπικά μπορεί να μην υποχρεωτική ωστόσο το Κράτος με έμμεσο τρόπο διαρκώς πίεζε. Εκείνος ήταν αποφασισμένος για όσο μπορούσε, να κρατηθεί μακριά από οποιαδήποτε πολιτική ιδεολογία, παρόλο που κάποτε φοβόταν μήπως στιγματιστεί η οικογένειά του με την άρνηση της ένταξής του. Μπορεί να μην ήταν ακριβώς σαν τα Τάγματα Εφόδου της Γερμανίας, υπήρχαν ωστόσο κάποιες ομοιότητες, όπως το δικαίωμα του Υπουργού Εθνικής Παιδείας, να διαλύσει οποιαδήποτε άλλη νεανική οργάνωση. Φυσικά κυκλοφορούσε και το έντυπο της ΕΟΝ, που ονομαζόταν Η Νεολαία και το οποίο, όπως συχνά σχολίαζε ο Παύλος, ΄΄πιο προπαγανδιστικό, πεθαίνεις!΄΄ Μέσα στα πλαίσιο της φτώχειας που βάραινε ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, τα ΄΄κακομαθημένα παιδιά του Μεταξά΄΄ όπως τα αποκαλούσε ο Ιωσήφ, απολάμβαναν πολλές παροχές.
Ο Κυριάκος, ήταν εκεί μαζί με τους φαλαγγίτες φίλους του, προκειμένου να κάνει επίδειξη στην Αφροδίτη. Σαν έκανε βόλτα με τον Σάββα, η παρέα του Κυριάκου της έκοψε τον δρόμο.
«Πάλι με αυτόν είσαι;» την κοίταξε υποτιμητικά.
«Και εσένα ποιο είναι το πρόβλημά σου;» γαύγισε η Αφροδίτη.
«Πρόσεξε πώς μου μιλάς...» γρύλισε εκείνος πραγματοποιώντας βήματα απειλητικά προς τη μεριά της.
«Αν δεν κρατήσεις τις αποστάσεις σου, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα» τον σταμάτησε ο Σάββας.
«Τι να σε κάνει εσένα, μου λες; Εγώ έχω να της προσφέρω τα πάντα! Εισιτήρια για σινεμά, δραστηριότητες, εκδρομές. Εσύ είσαι ένα τίποτε! Ένας παλιοεβραίος!»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και το χέρι της Αφροδίτης ενστικτωδώς, κινήθηκε προς την μεριά του προσώπου του, χαστουκίζοντάς τον με ορμή.
«Σε βαρέθηκα! Ο Σάββας βρίσκεται δέκα σκαλιά πιο πάνω από εσένα! Δεν θέλω τις ανέσεις σου! Πάντοτε θα διαλέγω εκείνον»
Ο Σάββας σάστισε, ωστόσο το πρόσωπο του Κυριάκου άξαφνα παραμορφώθηκε. Είχε μετατραπεί σε περίγελο από την μία στιγμή στην άλλη.
«Αυτό, θα μου το πληρώσεις»
«Μάζεψε τα λόγια σου...» τον απείλησε ο Σάββας και τον είδαν να αποχωρεί. Η Αφροδίτη έμεινε να ατενίζει την παρέα λαχανιασμένη. Το χέρι της πονούσε, ενώ είχε αναστατωθεί από την ίδια της την αντίδραση «Είσαι καλά;» την ρώτησε ξέπνοα ο Σάββας «Άκου, αν τολμήσει αυτός ο αλήτης να σε αγγίξει, ειλικρινά θα τον σκοτώσω!» της φώναξε και εκείνη τοποθέτησε το χέρι της στα χείλη του επάνω.
«Σώπα! Μη μιλάς έτσι...»
«Το εννοούσες; Εννοούσες πως....πάντοτε θα με επιλέγεις;»Την ρώτησε με αγωνία, όταν παρατήρησαν πως ο ουρανός σκοτείνιαζε «Καλύτερα να πηγαίνουμε» τελείωσε μα εκείνη τον σταμάτησε.
«Φυσικά και το εννοούσα» του χαμογέλασε «Άκου, εγώ θα πάω στο μοναστήρι. Νιώθω την ανάγκη να βρεθώ εκεί»
«Μα είναι λιγάκι μακριά. Άσε που σκοτεινιάζει»
«Μην ανησυχείς. Θέλω να πάω. Έχω ένα βάρος μέσα μου»
«Καλώς. Θα σε πάω εγώ τότε και θα σε περιμένω λίγο πιο κάτω. Μόνη σου δεν γυρνάς πίσω και δεν ακούω κουβέντα» της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Μα, θα βραχείς» τον πείραξε.
«Δεν έχω την ανάγκη. Άντε, πήγαινε!»
Το μοναστήρι έστεκε εκεί, στην κορυφή. Ο ουρανός είχε ρίξει μία παράδοξη, ερεβώδη κουρτίνα στον ορίζοντά του. Τα βήματά της ακούγονταν μέσα στο λυκόφως του ναού. Η ψυχή της ήταν έτοιμη να αδειάσει, να πετάξει το βάρος. Μισούσε όταν θύμωνε, ενώ κανονικά θα έπρεπε να έχει μετανιώσει για την πράξη της. Αντιθέτως, εκείνη στην ουσία αισθανόταν ευχαρίστηση. Όλα τα είπε στον εξομολογητή, μονάχα που το ένστικτό της δεν έπαψε να της ψιθυρίζει κουβέντες αφύπνισης. Ο νεαρός πάτερ φαινόταν να την συμπονά. Την άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή, τόση που δεν κατάλαβε για πότε η ώρα είχε περάσει. Βγήκε ευθύς από το δωμάτιο και στάθηκε για λίγο στην αυλή. Ο Σάββας θα την καρτερούσε λίγο παρακάτω, μονάχα που δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει καμία κίνηση. Ένα χέρι της έκλεισε βίαια το στόμα, παρασέρνοντας της στην βλάστηση, ώστε να μην μπορεί να την δει κανείς από το μοναστήρι. Η αγωνία της κορυφώθηκε, το σκοτάδι της νύχτας την είχε καταπιεί και εκείνη ένιωσε χέρια δυνατά να της ξεσκίζουν τα ρούχα. Κανείς δεν μιλούσε, μονάχα οι κραυγές της που πνίγονταν πάλεψαν μάταια να ακουστούν. Ούτε να ικετέψει δεν πρόλαβε.Τα χέρια έγδερναν το κορμί της, στην αγωνία τους να την αγγίξουν. Ένα τσούξιμο ένιωσε ισχυρό και έπειτα το κεφάλι της χτύπησε με ορμή στο έδαφος. Ο βιαστής την ήθελε αναίσθητη για να απολαύσει με την ησυχία του την αποτρόπαια,αναίσχυντη πράξη του. Οι σταγόνες της βροχής, ξέπλυναν το αίμα που κυλούσε τόσο από το κεφάλι, όσο και από τα πόδια της ανάμεσα. Όταν τα μάτια της θα άνοιγαν,την περίμενε μία άλλη ζωή. Μία ζωή που θα την κατάπινε στον εφιαλτικό της χορό,μία ζωή που δεν την θέλησε, που την μίσησε, που την μεταμόρφωσε σε ζώο πληγωμένο, για πάντα φυλακισμένο σε έναν τόπο ψυχικής εξορίας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro