Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Οι Αποχρώσεις της Υποκρισίας/ part 1

΄΄Πόσα πρόσωπα χωράνε άραγε στο σώμα ενός υποκριτή; Πόσες αποχρώσεις εκείνος υιοθετεί, καμουφλάροντας επιτυχώς το αληθινό του χρώμα; Πόσες μάσκες είναι υποχρεωμένος να φορέσει; Οι ερωτήσεις ατελείωτες. Από ποιον περιμένεις να φερθεί άραγε υποκριτικά και ποιον μπορείς να εμπιστεύεσαι; Δεν είναι όλα τα απλωμένα χέρια αρωγοί βοήθειας, δεν κρύβουν όλα τα χαμόγελα το λευκό της αγνότητας. Υπάρχουν αποχρώσεις διάφορες, άλλες απλώς πιο σκιώδεις και άλλες σκοτεινές. Ο κίνδυνος ωστόσο δεν κρύβεται στο χρώμα, μα στην απειρία κάποτε των ματιών και της ψυχής να διακρίνουν την αλήθεια του, διαβάζοντας την προσωπική παλέτα του΄΄

Αθήνα 1936

Όταν επιτέλους επέστρεψε ο κύριος Τσιριγώτης, έμοιαζε εμφανώς καταβεβλημένος. Η Αφροδίτη, ευθύς τον πλησίασε στο διάλειμμα, θέλοντας αρχικά να τον ρωτήσει αν ήταν καλά. Γνώριζε πως λέξη δεν θα κατόρθωνε να συλλέξει σχετικά με την αλήθεια της σύλληψής του. Επίσης, ο ίδιος, είχε ενημερωθεί για τον ξεσηκωμό των Μικρασιατών της γειτονιάς και την επίθεση του Στέφανου και του Ιωσήφ στην οικογένεια του Κυριάκου.

«Δεν χρειαζόταν να μπει κανένας σε κίνδυνο» της χαμογέλασε κουρασμένα.

«Τα παιδιά το επιδίωξαν γιατί το ήθελαν. Ξέρετε πόσο σας αγαπάμε και δεν μας απασχολεί ποια είναι τα πολιτικά σας πιστεύω, αν υπάρχουν. Μας βοηθήσατε να δημιουργήσουμε τη δική μας εφημερίδα. Ξέρετε πόσο πολύ αγαπώ το γράψιμο και εγώ και η Ανδριανή. Με βοηθά να ξεφεύγω. Μακάρι να είχα περισσότερη φαντασία και να κατόρθωνα να γράψω έστω παραμύθια» του χαμογέλασε αδρά.

«Αν η καρδιά σου το επιθυμεί, θα ακολουθήσει και το μυαλό σου. Εύχομαι μονάχα να βρεις τους δρόμους φωτεινούς αρκετά, ώστε να συνεχίσεις. Και σκοτάδι όμως αν συναντήσεις, φρόντισε να έχεις μαζί σου το δικό σου φως»

Τότε, δεν κατάλαβε τα πάντα από τα λεγόμενά του. Ήταν ακόμη μικρή, η ζωή της είχε χαρίσει πίκρες, μα πάντοτε, έστω και περιστασιακά την γλυκοφιλούσε μιας και η οικογένεια στην οποία μεγάλωνε, έκρυβε στα σπλάχνα της πολύ αγάπη. Την ίδια λοιπόν εκείνη ημέρα, τους ανακοινώθηκε πως θα πήγαιναν στο μοναστήρι του Άϊ Γιάννη, καθώς εκεί υπήρχε ένας ιερωμένος για να τους εξομολογήσει. Όλες οι τάξεις θα το επισκέπτονταν, διαφορετική μέρα η καθεμιά και όπως ήταν φυσικό, του Στέφανου του είχαν ανάψει τα λαμπάκια. Στο διάλειμμα και κοιτώντας εχθρικά και προειδοποιητικά τον Κυριάκο, η παρέα ενώθηκε προκειμένου να σχολιάσει αυτήν την απόφαση του διευθυντή.

«Εγώ γνωρίζω τον λόγο!» μούγκρισε ο Στέφανος « Φοβάται μην τον κατηγορήσουν για αθεΐα, ή μήπως θεωρήσουν πως είναι αριστερών φρονημάτων! Βρε πού μπλέξαμε!»

«Παιδιά» πήρε τώρα το σοβαρό ύφος του ο Ιωσήφ «Εγώ που δεν αισθάνομαι πως οφείλω εξομολογήσεις σε κάποιον παπά, είμαι δηλαδή αμαρτωλός;»

«Ούτε στην μητέρα μας δεν τα λέμε!» έσκουξε και η Ανδριανή.

«Τα καλά του να είσαι Εβραίος υποθέτω» το συμπλήρωσε ο Σάββας.

«Θα αλλαξοπιστήσω» αποφάνθηκε ο Στέφανος με βεβαιότητα και άπαντες γέλασαν προκειμένου να καταπιούν άηχα τις αμήχανες σκέψεις. Η Αφροδίτη δεν είχε πει λέξη, μα το χειρότερο ήταν πως δεν άντεχε να μιλήσει μήτε στον εξομολογητή της. Για εκείνη, η μητέρα της και οι επιστολές της, άλλοτε με παραλήπτη την Ανδριανή, άλλοτε χωρίς, ήταν οι μόνοι αξιόλογοι ακροατές. Όχι, δεν επιθυμούσε να πάει, μα επιλογή δεν υπήρχε.Το κορμί της για κάποιον παράδοξο λόγο ξεκίνησε να τρέμει. Ο Σάββας ευθύς το αντιλήφθηκε και ακουμπώντας την στην πλάτη, δίχως να μιλά, ήθελε να της δείξει πως θα είχε τη στήριξή του σε όποιο πρόβλημα πρόκυπτε.

«Ευχαριστώ» σχεδόν του ψιθύρισε, καρτερώντας την στιγμή της επιστροφής τους στο σπίτι.

Καθώς εκείνη και ο Στέφανος βάδιζαν μαζί, o ξάδερφός της είχε αντιληφθεί την αλλαγή στην διάθεσή της.

«Θυμάσαι τις Αναστάσεις που κάναμε όταν ήμασταν μικροί; Τις τουφεκιές που ακούγονταν; Τα εξαπτέρυγα που έβγαιναν στην δεύτερη Ανάσταση και το ξύλο που είχα φάει όταν προσπάθησα να αρπάξω τα λεφτά που κρέμονταν από αυτά;»

«Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» τον ρώτησε σκυθρωπή.

«Γιατί την θρησκεία δεν την κάνουν απαραίτητα οι παπάδες και αν δεν επιθυμείς να του πεις κάτι, απλά κράτησέ το για εσένα. Τι αμαρτίες έχεις πράξει, εσύ ειδικά για τις οποίες χρειάζεται να εξομολογηθείς;» την σταμάτησε για λίγο χαμογελώντας της πλατιά, με εκείνα τα μεγάλα, καστανά, εκφραστικά του μάτια «Ήσουν πάντοτε ένα πολύ ήσυχο κορίτσι. Αν υπάρχει κάποιος που ήταν ζιζάνιο, αυτός ήμουν εγώ. Επίσης μην ξεχνάς πως τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, αλλιώς θα ήμασταν Θεοί. Μην αγχώνεσαι, όλα θα πάνε καλά» την αγκάλιασε και τον κοίταξε συγκινημένη.

«Όποιο κορίτσι σταθεί δίπλα σου, θα είναι πολύ τυχερό» τον σκούντησε και τον είδε να κοντοστέκεται και να κοκκινίζει ολόκληρος «Δεν το πιστεύω! Κοκκίνισες μόλις!»

«Η ιδέα σου είναι...Και τελοσπάντων δεν το βλέπουν όλες οι κοπέλες αυτό» διαμαρτυρήθηκε.

«Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη που θα ήθελες να το δει; Την τελευταία φορά, σε είδα με μία όμορφη κοπέλα από την τάξη σου, πριν από μερικούς μήνες. Εκείνη σου αρέσει;»

«Ας τα αφήσουμε καλύτερα τα ερωτικά μου. Είμαστε μικροί ακόμη και εσύ πιο μικρή. Έχεις μέλλον μπροστά σου για να τα μάθεις όλα» την πείραξε.

«Εσύ τα γνωρίζεις;»

«Όχι δα και όλα!» κοκκίνισε ξανά και επέστρεψαν στο σπίτι του, καθώς και ο Παύλος βρισκόταν εκεί.

Όταν τους ανακοίνωσαν τα νέα για την επίσκεψη στο Μοναστήρι, η χαρμόσυνη διάθεση των θείων και του πατέρα της, την έκαναν να καθησυχαστεί και κάθε της ανησυχία ευθύς εξανεμίστηκε. Αφού έφαγαν όλοι μαζί, εκείνη και ο πατέρας της επέστρεψαν στο σπίτι. Η Αφροδίτη κάθισε για λίγο στο μικρό σαλόνι, απόλυτα προσηλωμένη στις επιστολές της, κάποιες από τις οποίες δεν είχαν παραλήπτη. Τελευταία μάλιστα, αγαπούσε να σχεδιάζει τοπία, κυρίως την θάλασσα, ή πρόσωπα ανθρώπων, πάντοτε χαρούμενα. Τα πράγματα στην Ελλάδα έβαιναν προς την ασφυξία, ωστόσο η δουλειά του πατέρα και του θείου της πήγαινε καλύτερα και σύντομα θα έκαναν την κίνηση να νοικιάσουν έναν δικό τους χώρο δημιουργίας επίπλων. Οι πελάτες ήταν πολύ ευχαριστημένοι από την δουλειά τους και το μικρό μαγαζί στο κέντρο, είχε αρχίσει να αποκτά όνομα. Ο Παύλος αγαπούσε να βλέπει την κόρη του να ξετυλίγει το ταλέντο της στις τέχνες και εκείνη μέσα από τα σχέδια και τα μυστικά που εκμυστηρευόταν στο χαρτί, αλάφρωνε την καρδιά της. Της έλειπε εκείνη, η γλυκιά της μητέρα. Ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. Ίσως σε λίγα χρόνια να αναρωτιόταν πώς θα ήταν αν είχε μητέρα. Πώς θα ήταν αν θα δεχόταν την μητρική φροντίδα. Τα μάτια της στράφηκαν προς το ανοιχτό παραθύρι. Ησυχία επικρατούσε και ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια. Χαμογέλασε. Τουλάχιστον οι απλές ομορφιές της φύσης της έφτιαχναν τη διάθεση.

Αναστενάζοντας, αποφάσισε πως έπρεπε να προσπαθήσει να κοιμηθεί, όταν άκουσε θόρυβο και λίγο αργότερα, είδε τον Στέφανο να εισέρχεται σαν τον αίλουρο από το παράθυρό της.

«Μα, γιατί δεν χτύπησες την πόρτα; Ο μπαμπάς δεν κοιμάται» μελαγχόλησε «Από τότε που έφυγε η μαμά, αργεί να κοιμηθεί. Νομίζω πως απλώς μισεί να κοιμάται ολομόναχος, δίχως εκείνη»

Ο Στέφανος σιωπηλός ξάπλωσε δίπλα της.

«Η αλήθεια είναι πως δεν κατόρθωσα να κοιμηθώ όσο και να το προσπάθησα και δεν ήθελα να αναστατώσω τον θείο. Το αντιλαμβάνομαι και εγώ πως δεν είναι καλά από τότε. Επίσης, έμαθα πως σχεδιάζεις. Αν θέλεις να ξέρεις, ευχαρίστως θα στεκόμουν να με ζωγραφίσεις, θα περάσει και η ώρα μας»

«Αύριο δεν θα μπορούμε να ξυπνήσουμε»

«Καλύτερα. Θα χάσεις και την εξομολόγηση. Άντε πάρε το χαρτί και φτιάξε το πρόσωπό μου. Μην τολμήσεις να μου προσθέσεις τίποτε περίεργο όμως...» χασκογέλασαν και μισή ώρα, επικράτησε απόλυτη σιωπή προκειμένου εκείνη να συγκεντρωθεί, ενώ ο Στέφανος έχοντας καθίσει σε μία ξύλινη καρέκλα, είχε πιαστεί ολόκληρος να μένει απολύτως ακίνητος. Το αποτέλεσμα ωστόσο ήταν αρκετά καλό, για αρχική προσπάθεια «Καλλιέργησε το ταλέντο σου ξαδέρφη. Χαραμίζεσαι. Θα μπορούσες ας πούμε να μπεις στη Σχολή Καλών Τεχνών κάποτε»

΄΄Όνειρα΄΄. Κάποτε είχε την ικανότητα να τα πραγματοποιεί με την φαντασία της, όταν εκείνη είχε χώρο γι' αυτά, πριν να βυθιστεί σε εφιάλτες, πριν να την καταπιεί το κενό. Κάποτε, θα θυμόταν εκείνο το μελαγχολικό βράδυ με το Στέφανο, όταν της φύτεψε την ιδέα των σπουδών. Όταν όμως κάνεις σχέδια, ο Θεός κάποτε γελά ή και στεναχωριέται γνωρίζοντας το μέλλον και την κατάληξη του καθενός.

Το μοναστήρι του Αϊ Γιάννη, τους καρτερούσε όλους. Ο Σάββας φυσικά θα απουσίαζε, ωστόσο θα τους περίμενε στον γυρισμό. Τα δύο κορίτσια, είχαν συγκεντρωθεί μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους, όταν ένας νεαρός άνδρας, γύρω στα τριάντα πέντε, με μαύρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο, τους φώναξε να εισέρχονται ένας-ένας, καθώς, η εξομολόγηση θα ξεκινούσε. Η καρδιά της Αφροδίτης άρχισε να βροντοχτυπά, ενώ το μυαλό της έκανε μία σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, προσπαθώντας να εντοπίσει τυχόν αμαρτίες. Η Ανδριανή μπήκε πριν από εκείνη, ενώ ορισμένα αγόρια που εξέρχονταν, χαχάνιζαν λες και είχαν ανταλλάξει ανέκδοτα. Η Ανδριανή βγήκε ελαφρώς σκεφτική και ακριβώς μετά από εκείνη, είχε φτάσει η δική της στιγμή. Ευτυχώς ο Κυριάκος ανήκε σε άλλη ηλικιακή ομάδα και τάξη και έτσι δεν θα ήταν αναγκασμένη να τον ανέχεται. Έπειτα από το περιστατικό με τον κύριο Τσιριγώτη, λοξοκοιτούσε τόσο εκείνη, όσο και τον ξάδερφό της, ο οποίος φυσικά δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τον Κυριάκο, μήτε τον φοβόταν.Τα βήματά της, αβέβαια, την οδηγούσαν βαθύτερα.

Μπροστά της, φάνηκε ένας καλόγερος με βλέμμα αυστηρό, σε σημείο που ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Πίσω του ακριβώς, βρισκόταν η εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Στάθηκε για λίγο να την κοιτάξει, αποζητώντας έμμεσα δύναμη και κουράγιο. Το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο. Το βλέμμα της αντάμωσε εκ νέου στιγμιαία με του καλόγερου, ο οποίος είχε άξαφνα αλλάξει και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν μαλακώσει.

«Όμορφη εικόνα, έτσι δεν είναι;» ξεκίνησε «Μπορείς να καθίσεις. Η εξομολόγηση είναι κάτι ιερό. Τα ψέματα δεν έχουν θέση εδώ. Άνοιξέ μου την καρδιά σου για κάθε τι που σε βασανίζει. Ο Θεός δεν κρίνει κανέναν»

Η πράα φωνή του έμοιαζε με αγγελικό κάλεσμα και πράγματι η κοπέλα αισθάνθηκε πως μπορούσε να μιλήσει και ίσως η ιερότητα του χώρου να βοηθούσε ακόμη περισσότερο. Αναφέρθηκε στον χαμό της μητέρας της, στην μελαγχολία του πατέρα της. Αμαρτίες δεν ανέφερε. Πίστευε στον Θεό, ήταν ήσυχο παιδί και έτσι προς μεγάλη της έκπληξη η εξομολόγηση κύλησε ευχάριστα.

H φωνή του συγκεκριμένου ανθρώπου, η διάθεσή του να την ακούσει απολύτως σιωπηλός, οι Άγιοι που έμοιαζαν με προστάτες της, δημιουργούσαν σαν σύνολο μία μυστικιστική ατμόσφαιρα. Σαν εξήλθε, το πρώτο ανήσυχο πρόσωπο που την αναζητούσε ήταν η Ανδριανή.

«Όλα καλά;» την ρώτησε.

«Ναι. Ίσως πολύ καλύτερα από όσο θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω. Νιώθω πιο ανάλαφρη. Εσύ;» την ρώτησε και στο βλέμμα της διάβασε παραδόξως τον δισταγμό

«Δεν είχα και τίποτε το ιδιαίτερο να μοιραστώ. Εξάλλου, με εσένα νιώθω πλήρης. Είσαι η καλύτερή μου φίλη και ό,τι εξομολόγηση έχω, μπορώ να την κάνω σε εσένα» την αγκάλιασε, όταν φεύγοντας συνάντησαν τον Σάββα.

«Εντάξει;» τις ρώτησε βλέποντές τες.

«Για την φίλη σου όλα πήγαν κατ' ευχήν. Μου φαίνεται θα το επαναλάβει»

«Έχεις και εμένα» η φωνή του Σάββα πάντοτε ευγενική, πάντοτε πράα «Αν χρειαστείς κάτι, γνωρίζεις πως για τους φίλους μου είμαι πάντα διαθέσιμος» τις τελευταίες του κουβέντες για κάποιον λόγο τις πρόφερε διστακτικά.

«Φυσικά» απάντησε πρόσχαρα η κοπέλα και η μέρα της εξομολόγησης για την ώρα ξεχάστηκε, μέχρι να φανούν στον ορίζοντα καιροί πιο δύσκολοι.

Μέσα στο καλοκαίρι, έκανε την εμφάνισή της η δικτατορία του Μεταξά. Ο κόσμος ξεκίνησε να μιλά ψιθυριστά και να υποπτεύεται ο ένας τον άλλο. Συχνά άκουγε τον πατέρα της με τον Σοφοκλή να συζητούν για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να μιλήσουν σε εκείνη και τον Στέφανο για την κατάσταση που επικρατούσε. Τα νέα που καθημερινά σχεδόν έφταναν στην γειτονιά ήταν το ποιους έπιασαν, πόσους έπιασαν, γιατί τους πήγαν στην Ειδική Ασφάλεια για να τους βασανίσουν, καθώς και για τις εξορίες στον Άι Στράτη και την Ικαρία. Καταργήθηκε η Βουλή και το Σύνταγμα, μονάχα που τότε η Αφροδίτη, έντρομη, είχε καταλάβει πως....κατήργησαν την πλατεία Συντάγματος και ο πατέρας της έφαγε τις ώρες του να της εξηγεί στο περίπου πώς είχαν τα πράγματα. Κάθε φορά που δήθεν πήγαινε για ύπνο, ο Στέφανος έμπαινε κρυφά από το παράθυρό της και οι δυο τους έστηναν αυτί στα νέα των μεγάλων, στο σαλόνι. Η αβεβαιότητα ωστόσο δεν είχε χτυπήσει μονάχα την δική της πόρτα. Πολλά χιλιόμετρα μακριά, σε μία χώρα που έμελλε να τη σημαδέψει για πάντα, ένας συνομήλικός της έδινε την δική του μάχη με την αποκρουστική καθημερινότητα.



Καλησπέρα! Αν και είναι νωρίς, εύχομαι ως εδώ να έχετε μείνει ευχαριστημένοι καθώς στην συνέχεια έχουμε πολλά να δούμε!!!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro