Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Μπλόκα της ζωής/ part 4

Εκείνη η επιστροφή ως τη γειτονιά της, του είχε φανεί αιώνας. Για πρώτη φορά στη ζωή του είχε αφήσει μία χαραμάδα ανοιχτή που έμοιαζε όμως να επιτρέπει σε θυελλώδεις ανέμους να κλονίζουν την ψυχή του. Ήξερε πως δεν θα ήταν εύκολο, μα άξιζε, έστω και για μία μονάχα φορά, να δημιουργήσει μία γέφυρα προσωρινή για εκείνη, για να την διαβεί. Για να τον φτάσει.Δεν θα είχε άλλη ευκαιρία. Δεν θα το επέτρεπε στον εαυτό του. Είχαν περάσει πρώτα από το σπίτι του ώστε να έχει την κάλυψη των καθημερινών ρούχων. Γνώριζε ποια σημεία έπρεπε να αποφύγουν, ώσπου έφτασαν στην πλατεία του Αγίου Θωμά, μπροστά στην εκκλησία. Εκεί θα την άφηνε και θα την αποχαιρετούσε. Κάθισαν στα σκαλιά. Οι σκέψεις του φτερούγισαν στο μέλλον.

«Εδώ θα σε αφήσω. Είναι καλύτερο να μη μας δει κανείς από τη γειτονιά σου. Θα έχω το νου μου, να περιμένω ώσπου να χαθείς πίσω από την πόρτα» πήρε μία ανάσα «Ξέρεις, έχω σκεφτεί το μέλλον μου μερικές φορές. Να κατοικώ σε μία γειτονιά γκρίζα, με έναν μολυβένιο ουρανό, βυθισμένος στη σιωπή, αν δεν με έχει τρελάνει ο πόλεμος, αν δεν με έχουν τρελάνει τα γεγονότα της ζωής μου. Όπως σου είπα και πριν, εσύ έχεις ελπίδες να σωθείς. Έχεις θεμέλια και όποιος σεισμός και αν τα ταράξει, δεν θα τα γκρεμίσει ποτέ. Εγώ από την άλλη τι θα κάνω; Αν αποκτήσω σύζυγο, θα παλεύω με τις ενοχές για μία ζωή. Γι'αυτό που είμαι, για όσα έκανα ή θα κάνω. Δεν ξέρω καν, αν ποτέ θα γελάσουμε μαζί. Αν θα μας δέσει και τους δύο η ίδια μοίρα, αν και εκείνη θα είναι μία Γερμανίδα που θα νιώθει καταραμένη, ακριβώς γιατί γεννήθηκε στη λάθος χώρα. Πάντοτε θα κρύβομαι από τον κόσμο, από την οικογένειά μου, αν αποκτήσω. Εσύ δεν ανήκεις σε έναν κόσμο ενοχών. Μην τις αφήσεις και μην αφήσεις κανέναν να σε πείσει για το αντίθετο»

΄΄Μιλούσε σαν να ήξερε΄΄ σκέφτηκε η Αφροδίτη, η οποία ένιωσε άξαφνα να συγκινείται. Θες οι εποχές και οι δυσκολίες; Θες εκείνα τα μάτια που σπάνια την κοιτούσαν; Όπως και να είχε, ήταν οι τελευταίες στιγμές.

«Σε...γνωρίζω ελάχιστα. Σου εύχομαι ωστόσο, να πάρεις έναν διαφορετικό δρόμο και να μπορέσεις να δείξεις στους άλλους και αυτή σου την πλευρά»

Κοίταξε το χέρι του. Άπλωσε δειλά το δικό της και το κράτησε. Του κόπηκε η αναπνοή. Αυτήν την αίσθηση την ήθελε και το βράδυ, μέχρι το ξημέρωμα. Σηκώθηκε σχετικά απότομα. Δεν της είπε απολύτως τίποτε. Αυτός ο πόλεμος θα άφηνε πληγές για πολλά χρόνια. Θα έφερνε τη σιωπή στα σπίτια, τη στάχτη σε κήπους καμένους, θα μετέτρεπε τη ζωή σε ερείπια. Μονάχα που η δική του ήταν ήδη. Απλώς βάδιζε παλεύοντας να μην παρασύρει τους λιγοστούς που είχαν σημασία για εκείνον. Τον αδερφό του και αυτό το αιθέριο πλάσμα, το οποίο δεν γνώριζε, μα θα ήθελε. Η Αφροδίτη απομακρύνθηκε διστακτικά. Ο Άρτουρ ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο της εκκλησίας.

΄΄Δεν θα επιτρέψω κάτι κακό να σου συμβεί΄΄

Για πρώτη φορά αποφάσισε να εξαφανιστεί από τον κόσμο και να χωθεί στην άδεια εκκλησία. Τα κεράκια σιγόκαιγαν, σαν τις τελευταίες ελπίδες των ανθρώπων. Παρατήρησε την εικόνα της Παναγίας. Τον κοιτούσε θλιμμένα και ξαφνικά σκέφτηκε να της ζητήσει συγγνώμη. Έπειτα, το μαράζι τον κυρίευσε. Πως καμία μητέρα δεν είχε γνωρίσει, γιατί αυτή που τον έφερε στον κόσμο, το μετάνιωσε. Τον αδερφό του τον κράτησε, μα και πάλι στάθηκε άτυχη καθώς η μοίρα της στέρησε τη ζωή και δεν πρόλαβε να τον χαρεί.Ήταν άσχημο να μεγαλώνεις μόνος, δίχως ρίζες. Εκείνη ωστόσο ήταν τόσο σάπια, που στέρησε το μητρικό χάδι και από ένα παιδί που τίποτε δεν χρωστούσε. Τον Κάσπαρ. Και τότε στο μυαλό του ήρθαν οι γυναίκες που πυροβολούσε το απόσπασμά του. Θυμόταν την οδύνη στα πρόσωπα, το νιάσιμο για τα παιδιά τους που τις παρακολουθούσαν να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια τους. Έπειτα το αγόρι που με σθένος έπεσε μπρούμυτα, στα πτώματα επάνω καρτερώντας την καταδίκη του. Τότε που αρνήθηκε για πρώτη φορά, που βρέθηκε να αδειάζει όλο το περιεχόμενο του στομαχιού του και που έπειτα συνέχισε να πίνει ως το ξημέρωμα. Βγαίνοντας, από τον ναό, αισθανόταν σωστό ράκος. Κοίταξε τις γειτονιές με τις αυλές τους, θυμήθηκε ορισμένα ρέματα που είχε δει, απότομες ανηφόρες, τη θάλασσα. Έπλασε στα γρήγορα μία εικόνα, που είχε πυροδοτηθεί από το κράτημα του χεριού της. Εκείνος, εκείνη μία παραλία, ηρεμία, γέλιο. Όμως δεν γελούσε. Δεν είχε γελάσει ποτέ και ίσως ποτέ να μην γελούσαν και μαζί. Όχι. Ο αδερφός του ή κάποιος σαν εκείνον ήταν απαραίτητος.

Η Αφροδίτη επίσης σκεφτόταν. Πως η Κυριακή του Θωμά, η μουντή μέρα του 41 είχε αλλάξει για πάντα τη ζωή της, για δεύτερη φορά. Είχε δει τους φίλους της αλλαγμένους, γεμάτους ψείρες, λαβωμένους. Είχε δει Έλληνες στρατιώτες να έχουν απομείνει στην Αθήνα ζητιανεύοντας, λεροί και δυστυχισμένοι. Είχε αρχίσει τότε να γράφεται μία ιστορία με κόκκινο και μαύρο μελάνι. Πόσο της έλειπαν τα μακρινά καλοκαίρια. Τα αυτοσχέδια αναψυκτικά που έφτιαχνε η μητέρα της από ροδάκινα. Το γέλιο της το γάργαρο. Όλα είχαν χαθεί και το σπίτι είχε βουβαθεί.

Ο Στέφανος εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε καθόλου. Σκεφτόταν διαρκώς την Ανδριανή που την είχε αφήσει έξω από την πόρτα του σπιτιού της. Τόλμη ή αποκοτιά άραγε ήταν οι ενέργειές της; Πώς τον έβλεπε τον ίδιο; Τον αγαπούσε ακόμη; Ήταν λιγότερο ήρωας από όσους ολημερίς χάνονταν από τα σπίτια τους για χάρη της αντίστασης; Πώς θα μπορούσε όμως να εγκαταλείψει το σπιτικό του; Αυτός ήξερε μόνο τις πολύωρες ώρες που σπαταλούσε στις ουρές των συσσιτίων, το στομάχι του που πονούσε, τα κόκκαλα που προεξείχαν και τα τουμπανιασμένα πόδια της ασθενικής του μητέρας. Αυτός ο αγώνας άραγε δεν ήταν ηρωικός; Σκεφτόταν τον εαυτό του, τον Σάββα και τον Ιωσήφ. Τρείς φίλοι, νέα παιδιά με όνειρα, που ελαφρώς γκρεμίστηκαν στα βουνά της Αλβανίας, θάφτηκαν στις λάσπες και τσαλαπατήθηκαν από τις γερμανικές μπότες. Τους είχε μισήσει. Εκείνοι έμοιαζαν καλοζωισμένοι, όμορφοι, ατσαλάκωτοι. Ακόμη και απόψε, δεν μπορούσε να δεχτεί την απελευθέρωσή του από τον Κυριάκο. Θυμόταν τη σκηνή, όταν ο αδίστακτος μαυροντυμένος άνδρας, τον είχε εκτελέσει τόσο γρήγορα, σε σημείο που δεν πρόλαβε να αναπνεύσει. Το σπίτι που οι Γερμανοί δεν είχαν επιτάξει και που τα Σάββατα το απόγευμα οι κυρίες έπιναν τσάι και οι βεγγέρες καλά κρατούσαν, ήταν τώρα βυθισμένο στο πένθος. Οι βελούδινοι καναπέδες και η βιβλιοθήκη με τα δερματόδετα βιβλία αξίας, δεν θα ήταν ποτέ όπως πριν. Ο γιος της οικογένειας, ο αγαπημένος των γονιών, ήταν νεκρός.

΄΄Από τα χέρια των δήθεν νικητών πήγε΄΄

Ο Φίλιμπερτ νωρίς το επόμενο πρωί, βγήκε στον δρόμο. Κοίταξε τις νεραντζιές και γέλασε με την αθωότητα να τις περάσει για πορτοκαλιές, όταν είχε πατήσει το πόδι του για πρώτη φορά στην Αθήνα. Η γεύση τους ήταν πικρή, παρά το γεγονός πως μύριζαν όμορφα. Έπειτα σκέφτηκε πως έτσι ήταν και τα λόγια του Φύρερ. Όμορφα εξωτερικά, πικρά εσωτερικά. Όμως εκείνος, όπως και τόσοι νέοι, δεν πήγαν κόντρα στην εποχή τους. Γυμναζόταν ανελλιπώς, είχε γραφτεί στην Χιτλερική Νεολαία, μα ο Γιάεν ήταν πάντοτε ο φίλος του, ίσος ή και ανώτερος από εκείνον γιατί ήταν σοφός. Περνώντας μπροστά από το σπίτι των θείων του Κάσπαρ, χαιρέτησε τις κοπέλες που στέκονταν στα παράθυρα, Η Αννελί είχε συμπαθήσει το χαμόγελό του. Καταλάβαινε γιατί ο ξάδερφός της, ήταν κολλητός μαζί του. Πνεύμα ανήσυχο ήταν πάντα και οι δύο. Στη γωνία, έπεσε επάνω στο Στέφανο. Χαμογέλασαν ελαφρώς αμήχανα ο ένας στον άλλο, ώσπου τραβώντας τον πιο απόμερα, τον αγκάλιασε, με τον νεαρό Έλληνα να παραμένει αμήχανος.

«Δεν έχεις κλείσει μάτι» άκουσε τη φωνή του Φιλ.

«Δεν σου είπε τίποτε ο αδερφός σου;» τον ρώτησε και ο Φιλ το σκέφτηκε.

«Δεν...δεν επέστρεψε σπίτι. Μα...»

«Εκτέλεσε τον Κυριάκο εν ψυχρώ»

Ο Φίλιμπερτ τον κοίταξε άναυδος.

«Πώς; Τι;»

«Ο Κυριάκος μας ακολουθούσε. Η Ανδριανή είχε συλληφθεί και οδηγηθεί στη Μέρλιν. Πλησίασα με την Αφροδίτη, όταν την είδαμε να βγαίνει μέσα στα αίματα, πλάι στον αδερφό σου. Όμως ο Κυριάκος μας την είχε στημένη, στην Αφροδίτη κυρίως. Ο Άρτουρ τον εκτέλεσε πριν την πυροβολήσει»

Ο Φίλιμπερτ τα χε χάσει. Δεν είπε τίποτε. Δεν σχολίασε.

«Ο Σάββας είναι εδώ με τη μητέρα του» πέταξε μία άκυρη κουβέντα και νευρικά αποχώρησε. Κάποια μάτια γυάλισαν όμως στο θολό φως της ανατολής. Όμοια με εκείνα της τίγρης, έτοιμα να κατασπαράξουν. Ο Στέφανος ήξερε κάποιον από το σπίτι των Ναζί. Ήξερε και τον αξιωματικό που φαινόταν να τον συμπαθεί. Εκείνον που έμενε κάποτε στο διπλανό του σπίτι. Τα νέα θα έφταναν στον σύντροφο Μανώλη και εκείνος θα έβρισκε τρόπο να τρυπώσει στο σπίτι. Ένα βήμα έπρεπε να γίνει κάθε φορά. Ο Στέφανος φυσικά δεν είχε ιδέα. Μαζί με τον πατέρα και τον θείο του, το Σοφοκλή, θα πήγαιναν αργότερα να δουλέψουν μήπως και έφερναν χρήματα στο σπίτι. Όλη η γειτονιά είχε να πει τα καλύτερα, σχολιάζοντας κυρίως πως ενώ φιλοξενούσαν Γερμανούς, ποτέ τους δεν είχαν ζητήσει βοήθεια. Πάντοτε στέκονταν αγέρωχοι στα συσσίτια, με κρύο ή με ζέστη. Ο Κάσπαρ και ο Φιλ δεν ήταν αντιπαθείς στα κοντινά σπίτια. Ως και η κυρία Τούλα γύρευε τον νεαρό αξιωματικό και σκεφτόταν να ρωτήσει τον Κάσπαρ αν ήταν καλά.

Ο Φίλιμπερτ μετά το άκουσμα των τελευταίων μαντάτων είχε πνιγεί σε σκέψεις. Σκεφτόταν τον καιρό στο Βερολίνο, του έλειπε τρομερά η Ελένη και το απίθανο Hachse und Sauerkraut, κοινώς, χοιρινό κότσι με ξινολάχανο που του έφτιαχνε όταν τον φιλοξενούσε. Πόσο του είχε λείψει η μαγειρική της. Αποφάσισε να της γράψει και μαζί να της στείλει μία φωτογραφία του από την Ακρόπολη. Ήθελε τόσα να της πει, όπως για εκείνη την επιστολή της Αφροδίτης που κατά λάθος είχε βρεθεί στα χέρια του, ανοίγοντας έναν δρόμο. Έναν δρόμο που πλέον με δυσκολία έβλεπε. Τα πάντα άλλαζαν γύρω του. Η έκτη Στρατιά στο Ανατολικό Μέτωπο βρισκόταν στο Στάλινγκραντ. Σε λίγο καιρό, θα μάθαινε και εκείνος ένα περιστατικό που θα έκανε τον γύρο του κόσμου, με έναν τρελό Γερμανό που θα υπερασπιζόταν έναν Ρώσο στρατιώτη*. Μαζί με αυτό, μελλοντικά θα ερχόταν και η είδηση της ήττας. Κοίταξε ολόγυρα. Η Αθήνα σιγά-σιγά, έπαυε να είναι μία τρομοκρατημένη πόλη. Έπαυε ακόμη να είναι και εκείνη η πεινασμένη πόλη του χειμώνα. Διχαζόταν. Από τη μία υπήρχαν οι δωσίλογοι και από την άλλοι άτομα σαν την Ανδριανή που συμμετείχαν στην Αντίσταση. Όλο αυτό τον φόβιζε. Φοβόταν μήπως χρειαζόταν να μεταφερθεί σε καμιά ρωσική στέπα. Δεν ήθελε. Προτιμούσε τον ήλιο. Τον είχε αγαπήσει.

Αργά, αποφάσισε να ανέβει στην Ακρόπολη. Γύρευε να σταθεί δίπλα σε κάτι στέρεο, σε κάτι ακλόνητο για αιώνες ολόκληρους. Τον τρόμαζαν οι αλλαγές όπως και η συνειδητοποίηση της κίνησης του αδελφού του. Ο Άρτουρ δύσκολα θα υπερασπιζόταν κάποιον, εκτός αν είχε σημασία για τον ίδιο. Για να έφτασε σε σημείο να δολοφονήσει εν ψυχρώ εκείνο το σκουλήκι, η Αφροδίτη σήμαινε πολλά και για εκείνον. Στη συνειδητοποίηση, μπερδεύτηκε. Δεν ήξερε πια ποιο ήταν το σωστό. Πάνω από όλα όμως, έβαζε τον αδερφό του καθώς τον είχε ανάγκη, όπως και ο ίδιος. Δεν είχαν άλλη οικογένεια, εκτός φυσικά από την Ελένη. Ξέροντας τι έχει συμβεί στον Άρτουρ, πόσο είχε υποφέρει από ξυλοδαρμούς, κακομεταχείριση και βιασμό σε μία τόσο τρυφερή ηλικία, σκέφτηκε πως ίσως, η αγάπη να τον άλλαζε. Να τον έκανε να χαμογελά συχνότερα, να προτιμούσε τους λεμονανθούς και τα νεράντζια από τη φρίκη της Αρίας φυλής, τις διακρίσεις της φυλετικές και τα βρομερά Ες-Ες. Και εκείνος; Ήξερε. Ο γάμος και η σχέση ανάμεσα σε έναν Γερμανό και μία Ελληνίδα ήταν παράνομα. Σύμφωνα με το ναζιστικό οικογενειακό δίκαιο του 35, απαγορευόταν ο γάμος των Γερμανών με Εβραίους, Τσιγγάνους, μαύρους, ανάπηρους ή πόρνες. Η Αφροδίτη για εκείνους μπορεί να συγκαταλεγόταν στην τελευταία κατηγορία. Όλα αυτά σκεφτόταν ο ίδιος καθώς και την κοινωνική κατακραυγή και έκανε πίσω. Σαφώς ωστόσο δεν θα πλησίαζε κάποια Γερμανίδα από επιβολή. Έτσι, είχε μείνει να ονειρεύεται απλώς, όπως και ο Άρτουρ που ποτέ δεν είχε σκεφτεί κάτι από τα παραπάνω. Εκείνος δεν ήταν καν στη Βέρμαχτ. Ήταν στα Ες-Ες, δούλευε για την Γκεστάπο.

Κατεβαίνοντας, μάζεψε ορισμένα κομμάτια του. Μήνες τώρα σήκωνε το βάρος ενός πολέμου που δεν ήθελε. Του είχε λείψει ο Λευτέρης, ήθελε να τον δει, να τον αγκαλιάσει. Έκανε πρώτα μία στάση στο Ζόναρς, άρπαξε μία σοκολατίνα που την είχαν κρυμμένη για να μην ξεσηκώνονται οι πεινασμένοι και πήγε. Οι γείτονες βρίσκονταν στην αυλή. Ο Φιλ κατέβηκε από τη μηχανή και τους κοίταξε μελαγχολικά. Πλησίασε προς την κυρία Τούλα και της άφησε μερικές σοκολάτες για τα παιδιά και των υπόλοιπων.

«Να σαι καλά»

«Με μισείτε;» την ρώτησε κάνοντάς την να αναρωτηθεί «Τουλάχιστον, μην τολμήσετε ποτέ να μισήσετε αυτές τις οικογένειες προσφύγων. Στάθηκαν πάντοτε δίπλα σας, με αξιοπρέπεια. Συγχωρέστε με, αλλά καθώς έμενα μήνες πολλούς εδώ, ήθελα απλώς να δω τι κάνουν. Τους χρωστώ μετά από τη στέγη που μου πρόσφεραν»

«Όμως εμείς...»

«Απλώς κάντε μου αυτή τη χάρη»

Προχώρησε προς το σπίτι και όπως το φαντάστηκε, ο Λευτεράκης τον καλωσόρισε πρώτος.

«Μου έλειψες. Γιατί έφυγες;» τον ρώτησε ο μικρός και ο Φιλ γονάτισε για να τον κλείσει στην αγκαλιά του.

«Πόσο ψήλωσες μικρέ σπόρε. Μου έλειψες και εμένα πολύ» τον έσφιξε τρυφερά, όταν είδε και την Αφροδίτη. Για λίγο επικράτησε ησυχία ανάμεσα τους. Κοίταξε τα μάτια του και εκεί μέσα τα διάβαζε όλα. Για τους γείτονες, την χαιρέτησε τυπικά και για λίγο μπήκε στο σπίτι αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη, προσφέροντας στον μικρό το γλυκό. Πίσω από την πόρτα, την τράβηξε στην αγκαλιά του. Ήθελε να κλάψει. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Μύρισε το άρωμά του. Αυτό το οικείο άρωμα. Μαζί του δεν υπήρχε φόβος, ούτε καρδιοχτύπι. Υπήρχε ασφάλεια. Τον κοίταξε ξανά. Για δευτερόλεπτα στο μυαλό της ήρθαν τα μάτια τα θλιμμένα του Άρτουρ, το μισάνοιχτο πουκάμισο, η έντονη κολόνια.

«Ήθελα απλώς να γνωρίζω πως είσαι καλά»

«Και εγώ ήθελα να σε δω»

«Κάποτε, με ρώτησες τι σήμαινε το liebling. Σήμαινε αγάπη μου»



* Ο τρελός Γερμανός και η διάσωση του ρώσου φίλου είναι επεισόδιο του Απολογισμού της τετραλογίας μου. 


Νομίζω πως αυτό είναι το τελευταίο κεφάλαιο πριν την άδειά μου και σας αφήνω πιο διχασμένους από ποτέ. Χαχαχ Το βιβλίο δεν έχει πολύ ακόμη και αυτό γιατί θα υπάρξει και δεύτερο. Εμείς θα τα πούμε στα μέσα του Σεπτέμβρη ξανά. Όσοι διαβάζετε τον Μόρτε το φανταστικό μου, εκεί θα έχουμε ακόμη ενα κεφαλαιο τη δευτέρα.  Πώς σας έχει φανεί λοιπόν ως εδώ; Μία γενική γνώμη; Αν και δεν έχω παράπονο στα σχόλια!Πάντα μου μιλάτε!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro